Δήμητρα Σμυρνή “Ιστορία και Λογοτεχνία / Ο Τέλλος Άγρας στις σελίδες της Πηνελόπης Δέλτα”
Ιστορία και Λογοτεχνία. Πόσο η πρώτη μπορεί να αποτελέσει πηγή για τη δεύτερη, χωρίς να χάσει το κυριότερο στοιχείο που την καταξιώνει ως επιστήμη, την αντικειμενικότητα; Και πόσο μπορεί η Λογοτεχνία ως δημιουργία της Τέχνης να δράσει ελεύθερα, χωρίς τις δεσμεύσεις που η Ιστορία επιτάσσει; Οι ισορροπίες είναι πάντα το ζητούμενο, χωρίς, βέβαια, να είναι απόλυτα κατορθωτές.
Το λογοτεχνικό κείμενο από τη φύση του ζητά ελευθερία, φαντασία, ατμόσφαιρα. Ζητά δυνατές περιγραφές ή αφηγήσεις, ζητά χαρακτήρες που να αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη με τη δράση τους, εξωτερική ή εσωτερική, ζητά επιπλέον το φόντο που θα στηθεί ο κεντρικός ή οι κεντρικοί ήρωες, ως τόπος και χρόνος, αλλά ζητά και την ύπαρξη δευτερευόντων προσώπων που θα αναδείξουν τα χαρακτηριστικά του κεντρικού ή των κεντρικών ηρώων.
Μια πρώτη παγίδα που μέσα της μπορεί να πέσει ο συγγραφέας είναι η πολιτική του θέση, που θα τον οδηγήσει πέρα από την αντικειμενικότητα, ειδικά όταν το ιστορικό του μυθιστόρημα είναι κοντά στα γεγονότα, που είναι νωπά. Άλλη είναι να πέσει θύμα των συναισθημάτων του, οδηγώντας τη γραφή του πάλι σε λάθος δρόμο. Τρίτη είναι η μη πρόσληψη πληροφοριών από έγκριτες πηγές.
Από την άλλη πλευρά πάλι, ποτέ η Ιστορία με τη λιτή και αδρή γραφή της, με τεκμηριωμένα οπωσδήποτε στοιχεία, δεν μπορεί να γοητεύσει τον αναγνώστη, όπως ένα λογοτεχνικό κείμενο που σκιαγραφεί έναν ήρωα.
Έτσι, η Πηνελόπη Δέλτα, επιχειρώντας να γράψει τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του για τον Τέλο Άγρα, τον αγωνιστή του Μακεδονικού Αγώνα, που δρα κυρίως στο Βάλτο των Γιαννιτσών, δεν έχει να παλέψει με λίγες δυσκολίες. Ήδη, όμως, έχει ασχοληθεί με το ιστορικό μυθιστόρημα με επιτυχία και έχει αποδείξει τις δυνατότητές της, κρατώντας τις επιθυμητές ισορροπίες.
Είναι μια συγγραφέας που διακρίνεται για την πλήρη κατοχή της γλώσσας, μιας δημοτικής ζωντανής και άκρως εικονοπλαστικής, που ξέρει τα μυστικά της παιδικής ψυχής και μπαίνει εύκολα σ’ αυτήν χωρίς να κατεβάζει καθόλου τον αφηγηματικό της πήχη.
Οι ήρωές της κινούνται στα όρια του ιδεατού, γι αυτό και τους επιλέγει, χωρίς όμως να αποφεύγει και την ανθρώπινη πλευρά, που τους φέρνουν πιο κοντά στον αναγνώστη.
Το βιβλίο της «Στα μυστικά του Βάλτου» εκδίδεται για πρώτη φορά στα 1937 κι από τότε δεν έπαψε να αποτελεί ένα κλασικό βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί από μεγάλους και φυσικά από παιδιά –αφού κυρίως σ’ αυτά απευθύνεται – όσο κι αν οι ήρωες των σημερινών παιδιών δεν πλάθονται πια με την πραγματική στόφα των ηρώων, την αυταπάρνηση, αλλά είναι πλαστικοποιημένοι και ψεύτικοι, όπως ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε.
Το βιβλίο, που το διάβασα στα 13 μου χρόνια, ήταν η παλιά έκδοσηέκδοση του 1961. Φέτος το καλοκαίρι το ξαναπήρα στα χέρια μου και μέσα από τις κιτρινισμένες σελίδες του ξαναέζησα εκείνα τα γεγονότα με τη ματιά της ωριμότητας πια. Χρειαζόταν αυτή η δεύτερη ανάγνωση, για να αποτιμήσω καλύτερα και τον ήρωα και τη συγγραφέα.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου είναι ο Σαράντος Αγαπηνός, ο καπετάν Άγρας, στον οποίο το αφιερώνει στην αρχή του βιβλίου της η Δέλτα με τα παρακάτω λόγια: «Στον ιδανικό ήρωα Τέλλο Αγαπηνό, Καπετάν Άγρα».
Ήδη, λοιπόν, από την αφιέρωση-κλειδί φαίνεται και η ουσιαστική διαγραφή του χαρακτήρα του. «Ιδανικός».
Από κει και πέρα η συγγραφέας έχει να στήσει το μύθο της μέσα από τα πραγματικά περιστατικά, που τα αντλεί με προσοχή και σεβασμό από τις παρακάτω πηγές ευχαριστώντας τες: «το Υπουργείο Εξωτερικών για άδεια μελέτης Αρχείων Μακεδονικού Αγώνα – και τους έχοντες σχέση με τον Μ.Α. και βοήθησαν με φωτογραφίες, γράμματα, ημερολόγια, ενθυμήσεις, περιγραφές».
Το πορτρέτο του ήρωα είναι δεδομένο, οι κινήσεις του είναι ιστορικά αποδεδειγμένες, όμως πέρα από τις δικές της πινελιές, που θα δώσουν το απαιτούμενο λογοτεχνικό χρώμα, χρειάζεται το φόντο του τόπου και των άλλων προσώπων, που σε έναν ζωγραφικό πίνακα, και βέβαια και στη Λογοτεχνία, έχει τεράστια σημασία. Έτσι γράφει για τον Βάλτο και για τους ελάσσονες ήρωες:
«Το Βάλτο τον σκέπαζε πυκνή καταχνιά. Ο αέρας ήταν βαρύς από αναθυμιάσεις και αποφορά σαπισμένων χόρτων. Το χώμα υγρό, λασπιασμένο, κολλούσε στα πόδια. Η υγρασία και το κρύο έπιανε στα κόκαλα. Οι άντρες προχωρούσαν αργά, κάπως αποθαρρημένοι. Φυτά χαμηλά και καλαμιές τους έκοβαν το δρόμο. Οι αρχηγοί σώπαιναν και πήγαιναν σφίγγοντας τα δόντια τους. Αυτή ήταν λοιπόν η Λίμνη των Γιαννιτσών; Αυτός ο υγρός και σκοτεινός βάλτος, όπου θα κατοικούσαν, αμφίβια και αυτοί, για μέρες, κι εβδομάδες, και μήνες… ίσως και να πέθαιναν εκεί μέσα;”
Πέρα από τον ασφυκτικό και επικίνδυνο χώρο μέσα στον οποίο ο ήρωας και οι σύντροφοί του ζουν, απλοί καθημερινοί αγωνιστές αλλά και στρατιωτικοί με βαθμό μεγαλύτερο από του Άγρα, που ανεβαίνει στη Μακεδονία ως υπολοχαγός, σχεδιάζονται προσεκτικά από τη συγγραφέα, άλλοτε με απόλυτο ρεαλισμό και άλλοτε με εξιδανίκευση, όπως η ροή των γεγονότων, αλλά και η εποχή εκείνη, το απαιτεί.
Αφού το μυθιστόρημα απευθύνεται σε παιδιά, είναι φυσικό στον πυρήνα του να κινούνται και παιδικές φιγούρες. Η μία είναι ο Αποστόλης και η άλλη ο Γιοβάν, βουλγαράκι που επιλέγει το ελληνικό στρατόπεδο.
Λέει ο Γιοβάν για τον Άγρα, περιγράφοντάς τον:
«Όλο γελούσε και χωράτευε με τους άντρες του. Και σαν ήταν κουρασμένος κανένας χωρικός που έκοβε καλάμια, πηδούσε αυτός στο νερό, του έπαιρνε το δρεπάνι κι έκοβε αγκαλιές ολόκληρες.»
Οι πρώτες πινελιές μπήκαν κιόλας από τη συγγραφέα μέσα από τα λόγια των άλλων και μάλιστα μέσα από τα μάτια ενός μικρού παιδιού, που πάντα βλέπουν πιο καθαρά.
Στις σελίδες όμως του βιβλίου της θ’ ακολουθήσουν κι άλλες πινελιές, άμεσες αυτήν τη φορά, που θα αιτιολογήσουν και την τελική απόφαση του Άγρα, που οδηγεί στη θυσία του. Γράφει για την άποψη που είχε ο Άγρας για τους βούλγαρους κομιτατζήδες. Τον βάζει να λέει:
«Κι αυτοί νομίζουν πως κάνουν το καθήκον τους, όταν μας σκοτώνουν. Αν είναι πιο άγριοι από μας, το ‘χουν κατάρα στο αίμα τους. Ίσως και να μην φταιν’, αν τους έκανε ο Θεός αιμοβόρους…»
Τα λόγια του Άγρα τον ξένιζαν τον Αποστόλη, αλλά και του άνοιγαν καινούριους κόσμους από σκέψη, από δικαιοσύνη, από συγχώρεση”.
Πώς τον βλέπουν όμως και οι εχθροί του; Μια Βουλγάρα λέει γι αυτόν:
«Δεν μπορούν να τον πιάσουν, αλίμονό μας! Δεν ξέρουν πού κρύβεται. Τον βρίσκουν οι δικοί μας πάντα μπροστά τους. Τους κόβει όλους τους δρόμους. Τον λένε Άγρα…»
Ο Άγρας δεν παρουσιάζετα από τη συγγραφέα υπερφυσικός, όπως γίνεται σήμερα με τους παιδικούς ήρωες. Δίνεται στα μέτρα τα ανθρώπινα και γι’ αυτό προκαλεί περισσότερο θαυμασμό. Φαγωμένος κυριολεκτικά από την ελονοσία μένει όρθιος. Γράφει:
«Το αδυνατισμένο πρόσωπό του, τα βαθουλωμένα καστανά του μάτια μαρτυρούσαν μέρες και νύχτες άγρυπνες, κόπους, αρρώστια, φροντίδα. Και όμως τα κέφια του έμειναν ανάλλαχτα, ποτέ δεν ανυπομονούσε, ούτε δυσφορούσε, ούτε παραπονιούνταν για την άθλια, στερήσεις και κακοπάθειες γεμάτη, ζωή.»
Ο ηρωϊσμός του και η αγάπη για τους άντρες του παρουσιάζονται ανάγλυφα στη μάχη:
«Οι άντρες του Άγρα ήταν μέσα στο νερό. Ένας- ένας έπεφτε. Η πάλη ήταν άνιση και άγρια.
Μια σφαίρα πήρε το ένα του χέρι. Άλλη του τρύπησε τον δεξί ώμο. Με μια ματιά μέτρησε ο Αρχηγός τα παλικάρια του. Του έμεναν οι μισοί. Διέταξε υποχώρηση.
-Τους νεκρούς, παιδιά! Τίποτα μην τους αφήσουμε! Φώναξε.
Και αψηφώντας τις πληγές του, κάτω από χαλάζι σφαίρες, μαζεύει τους σκοτωμένους, και με τους άντρες του σηκώνει στα χέρια μια πλάβα που είχε βουλιάξει, τους πλαγιάζει μέσα, και, τελευταίος αυτός, ακολουθεί γερούς, πληγωμένους και νεκρούς, με το όπλο στο χέρι του αποφασισμένος ν’ αντισταθεί ως το θάνατο.»
Ακούραστος, επίμονος, ευφυής, τολμηρός, λαϊκός, πλασμένος από τη στόφα του ήρωα. Όμως τέτοιες μορφές πολεμιστών με την ίδια αυταπάρνηση υπάρχουν πολλές στο ελληνικό πάνθεον. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τον Άγρα;
Είναι η πολιτική του ματιά, που ζητά συμφιλίωση με τους εχθρούς, καθώς μέσα από τον Μακεδονικό Αγώνα βλέπει τη φθορά και στους δύο χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, Βούλγαρους και Έλληνες, εξαρχικούς και ορθόδοξους, που πέφτουν θύματα της σύγκρουσης. Η ματιά του ξεκινά από την ουσία του χριστιανισμού, για να καταλήξει σ’ έναν ανώφελο, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ρομαντισμό.
Αφήνοντας τον Βάλτο μετά τον τραυματισμό του και αναλαμβάνοντας την περιοχή της Νάουσας, έχει πάρει ήδη την απόφασή του για προσπάθεια συμφιλίωσης με τον εχθρό. Την ανακοινώνει στους προεστούς. Η Πηνελόπη Δέλτα τον βάζει να τους λέει:
“Προπαγανδίζετε το Ευαγγέλιο, τη συγχώρεση, την αγάπη και θα πεισθούν όλοι πως μόνο με τη συμφιλίωση και τη συνεργασία ολωνών των Χριστιανών θα ελευθερωθεί μια μέρα η Μακεδονία!…
Πρέπει να μονιάσουμε όλοι εμείς οι Βαλκανικοί. Να δώσουμε, πρώτοι εμείς οι Έλληνες, που είμαστε πιο πολιτισμένοι, το παράδειγμα της προθυμίας, της συμφιλίωσης και της συνεργασίας. Κι όταν μονιάσουμε εμείς οι Χριστιανοί, να ριχτούμε μαζί του Τούρκου και να ελευθερώσουμε τη Μακεδονία!
Δε μ’ αρέσει τούτος ο αλληλοσπαραγμός των Ελλήνων και των Βουλγάρων. Αδυνατίζουμε κι εμείς κι αυτοί. Και χαίρεται «μον’ και μονάχα», όπως λέτε εδώ στη Νάουσα, ο Τούρκος, κι έτσι δεν θα δει ελευθεριά «καν κανείς» από σας. Και για να μπορέσω να φτάσω στο αποτέλεσμα που θέλω, ήρθα σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους να πάψει αυτό το φάγωμα…
Ο Χατζηδημούλας τον διέκοψε αγριεμένος:
-Τρελάθηκες καπετάν – Άγρα; Έχεις γνώση; Δεν έχεις ιδέα τι άπιστα θηρία είναι οι Βούλγαροι;…”
Η απόφαση όμως ήταν παρμένη από το Άγρα. Κανένας τους δεν μπορούσε να την αλλάξει. Μόνος του, μόνο με τον αγαπημένο του Τώνη Μίγγα, βαδίζει μέσα στο δάσος, για να συναντήσει τον βοεβόδα Ζλατάν. Βαδίζει προς το θάνατο:
«Κι έφυγε με τους οδηγούς του, ακολουθώντας τον πιστό του Τώνη Μίγγα, που γνώριζε όλο το Βέρμιο και τα δάση του σα να ήταν σπίτι του, και που τον οδηγούσε πάντα, σε όλες του τις περιοδείες, από τότε που είχε αφήσει το Βάλτο και είχε αναλάβει τη Νιάουσα και την περιοχή της. Το μέρος της συναντήσεως ήταν μες στο δάσος, δυτικά από τη Νιάουσα, στη θέση Γαβράν – Καμίνι. Ήταν πρωί, νωρίς, ολοπράσινο το δάσος, δροσερή η ιουνιάτικη μέρα, λουλουδιασμένο το χώμα, πυκνοφυλλωμένα τα δέντρα, χλωρά τα χαμόδεντρα και οι φτέρες. […]
Περπατούσαν ώρα. Έφθασαν σ’ ένα ξέφωτο. Στάθηκαν, και ο ένας σφύριξε συνθηματικά. Τότε, από μέσα από τα δέντρα βγήκαν ένα δυο άντρες, και πίσω τους, διστακτικά, ένας κοκκινόξανθος με άνισα μάτια, κρατώντας τουφέκι και οπλισμένος ως τα δόντια. Τον φώναξε ο Άγρας:
– Βοεβόδα Ζλατάν, γιατί κάνεις τόσες δυσκολίες για να ‘ρθεις; ρώτησε. Σου είπα πως θα ‘ρθω μόνος. Τι φοβάσαι;”
Ο Άγρας πιστεύοντας στη μπέσα των εχθρών του, αφού έδωσαν το λόγο τους, ακουμπά το όπλο του σ’ ένα δέντρο, πλάι στο όπλο του Ζλατάν, που τον υποδέχτηκε. Και τότε:
Γύρω του το πανηγύρι ξέσπασε τότε. Με αλαλαγμούς και ξεφωνητά ξεφύτρωναν από παντού Βούλγαροι και Ρουμούνοι, έπιαναν τους οδηγούς, φώναζαν, γελούσαν.
– Πιάστηκε το θηρίο!
– Πιάσαμε τον Αρχηγό των Γρεκομάνων!
– Θάνατο στο θανάσιμο εχθρό!
– Σφάξτε τον!
– Σουβλιστέ τον!
– Ξεκοιλιάστε τον!
Ο Ζλατάν σταμάτησε τα βγαλμένα μαχαίρια.
– Στα χωριά! φώναξε. Τα χωριά να τον δουν πρώτα!
– Ναι! Στα χωριά! Στα χωριά να τον σεργιανίσουμε! Να κάνει την αρκούδα![…]
Και τότε άρχισε το μαρτύριο του. Με κοντακιές και φτυσιές τον έσπρωχναν, δεμένο, ξυπόλητο, σχισμένο, τον πήγαν στο πρώτο χωριό.
– Κάνε την αρκούδα! Χόρεψε! τον πρόσταζαν.
Κι εκείνος τους αποκρίνουνταν βρίζοντας τους. Και οι κοντακιές έπεφταν βροχή. Μα υπερήφανος στέκουνταν ο μικρόσωμος, λιγνεμένος από τους πυρετούς Έλληνας αρχηγός, το κεφάλι ψηλά, το βλέμμα ατρόμητο.
Γέλια και γιουχαΐσματα σκέπαζαν τη φωνή του. Και τον αρπούσαν και τον έσερναν σε άλλο χωριό, όπου ξανάρχιζε ο μαρτυρικός του εξευτελισμός. Πίσω, σιωπηλός, θλιμμένος, δεμένος και αυτός και ξυπόλητος, ακολουθούσε ο Τώνης Μίγγας, τα μάτια καρφωμένα στον Αρχηγό του, αποφασισμένος να μαρτυρήσει μαζί του. […]
Σ’ ένα μεγάλο κλαδί καρυδιάς, δυο σώματα κρέμουνταν, το ένα κοντά στον κορμό, το άλλο παραέξω. Ήταν ο Άγρας, και ο πιστός οδηγός του, ο Τώνης Μίγγας. Στο στήθος του Άγρα ήταν καρφωμένο ένα χαρτί με την κλασική ειδοποίηση πως « Έτσι θα τιμωρηθούν όλοι όσοι αντιστέκονται στη θέληση των Βουλγάρων» και με τις δυο υπογραφές: Κασάπτσε και Ζλατάν.[…]
“Στο φτωχό νεκροταφείο του Βλάδοβου έθαψαν το ηρωικό παλικάρι. Μια ξύλινη καγκελαριά περιτριγύριζε το σεμνό τάφο, όπου σ’ ένα σταυρό ξύλινο χάραξαν τ’ όνομα του το πολεμικό.“
γράφει κλείνοντας το βιβλίο της η Πηνελόπη Δέλτα.
Αυτός ήταν ο Τέλος Άγρας κι αυτή ήταν η Πηνελόπη Δέλτα. Δυο φιγούρες μια άλλης εποχής, όπου ο ηρωισμός και οι ιδέες που τον τροφοδοτούσαν χάθηκαν για πάντα. Και το χειρότερο είναι πως το γνωρίζουμε όλο και περισσότερο, το συνειδητοποιούμε με πίκρα…
Ο λαός τραγούδησε το θάνατό του. Κι όταν πέρα από τις σελίδες της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας έχεις περάσει και στο στόμα του λαού, στο τραγούδι του, τότε κέρδισες την αθανασία…
Οι Σλάβοι τον τραγούδησαν τρυφερά στη γλώσσα τους έτσι:
Δεν έχεις μάνα, γλυκό παιδί, για να σε κλάψει;
Δεν έχεις αδερφή, να σε πενθήσει;
Πώς σε ξεγέλασαν;
Πώς σ’ έφεραν εδώ και σε κρέμασαν στην καρυδιά;
Να σε φέρουν σε ξένη γη
ξένες μάνες να σε κλάψουν,
ξένες αδερφές να σε μοιρολογήσουν…
……………………..
(Ο Άγρας απαγχονίστηκε στις 7 Ιουνίου του 1907)
(Το κείμενο αποτελεί εισήγηση σε ημερίδα για τον Τέλλο Άγρα, που διοργανώθηκε από τους “Φίλους του Εθνογραφικού Κέντρου Γιώργη Μελίκη” στις 10 Οκτωβρίου του 2021.)