Βέροια Βιβλίο Πολιτισμός Τοπικά

ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Βεροίας Αδάμαντες” – Γιώργος Γιοβανόπουλος – Πέτρος Πένσος – Πυθαγόρας Ιερόπουλος / γράφει ο Κώστας Γιοβανόπουλος

Βεροίας Αδάμαντες

Κώστας Γιοβανόπουλος

Σπεύδω ταχύς κι εγώ, φρενήρης και ακίνητος προς ένα απίθανο γήρας, απρόβλεπτο και φοβερό, συναρπαστικά επώδυνο και απερίγραπτο. Είναι τόσο μοναδικά ιδιαίτερο για έναν και μόνον λόγο, διότι είναι το δικό μου. Πλησιάζω γοργά στο σκιερό σύδεντρο που οι στρατοκόποι φορούν παντούφλες και κουβερτούλα ψάχνουν. Γερνώ. Φθάνω ο ταξιδιώτης στην εποχή που πιότερο θα θυμούμαι παρά θα γλεντώ. Όσο λιγότερο θα συγκινώ, συχνότερα θα συγκινούμαι, ασυμφιλίωτος με τα χουνέρια της φθοράς. Η άμπελος ατρύγητη θα μένει, στη γοητεία ν’ αναπολώ, των έργων μου οι γητειές θα εξαντλούνται στα τροπάρια που κάποτε αδιάφορο μ’ αφήνανε.

Είναι, όπως και να το δεις, μια ευκαιρία τρυφερή (ευχαριστώ Γιάννη), να καταγράψω δυο λόγια για την πόλη που στις ρούγες της περιπλανήθηκα σαν τον Κολόμβο. Εδώ που το σύμπαν ανακάλυπτα, μαζί και τον εαυτό μου, διαμόρφωσα χαρακτήρα κι όνειρα με μορφώσανε, χώμα που πλαστουργήθηκα. Ακόμη πιο στοχευμένα, σήμα ασήμαντο να πέμψω γι’ ανθρώπους κάποιους της σωτηρίου πόλης μου, της Βέροιας Καλλιρρόης. Οι στεριανοί μου Οδυσσείς, στις άγουρες παρειές όπως τις βόλευα τα βράδια στο μαξιλάρι, γίνονταν ήρωες, ημίθεοι, πρότυπα, δαίμονες -με την καλή έννοια του όρου, αν υπάρχει ποτέ τέτοια-.

Ίσως είναι και προνόμιο να είμαι γεννημένος το ’65, αφού αδρά πια ξετυλίγω σκέψεις μόλις μισού αιώνα πριν. Προφταίνω θέλω να πω, τις έχω πρόσφατες σχετικά, κι ας μην ξανοίγομαι σε βαθιά αβυσσαλέες μουσειακές εμπειρίες. Να μοιραστώ τη ζεστασιά κείνων των ψευδαισθήσεων που ήταν και οι πρώτες μου αισθήσεις. Νεράκι κύλησε άλλωστε ο καιρός, τόσο άφθαστα μπροστά, βολίδα ο χρόνος και τα τραίνα του, ήδη θαρρώ πως ανατρέχω σε μορφές μυθώδεις. Σύμμικτες για νεαρότερους αναγνώστες με το αχανές, καπνός οι μεταστάντες στη θράκα με τους γέροντες. Θα νομίζουνε οι τωρινοί νεαροί, αυθάδικα τα ωραία νιάτα, πως οι της γενιάς μου συνομιλούσαμε με πνεύματα στον Κολωνό του Σοφοκλή, θεάνθρωπες μεταμορφώσεις ήμασταν τάχα στις Βάκχες του Ευριπίδη.

Και δεν θα σφάλλουν. Όλα σαν γίνουν παρελθόν, η πρεσβυωπία όταν τα περιθώρια χυλώνει, ωραία που μπερδεύονται ακόμη κι οι αιώνες!

Πρόλαβα να με στείλει η γιαγιά Κατίνα, στα μπακιρτζίθκα, να γανώσουμε ένα σινί και δυο σουπιέρες. Δεν πίστευαν τα μάτια μου όταν την άλλη ημέρα τα πήρα πίσω, γυαλίζανε σαν εξαρτήματα πανοπλίας ιπποτών, αστράφτανε ένα ασημόχρυσο θεϊκό. Πήγα στο φούρνο του Κυριαζάκη το ταψί με το κυριακάτικο φαΐ, στη σακούλα είχα κοφτό το μακαρόνι, πήρα το μεσημέρι ψημένο το κοτόπουλο, για πιάστρες μην καώ κάτι κομμάτια εφημερίδων με μαύρες δαχτυλιές από την καρβουνιά. Μ΄ έστειλε η μάνα μου στο μπακάλικο του Χατζηνικολάκη, σύρε καλό μ’, τρεχάτος εγώ, με μάγευαν οι μυρωδιές απ΄ τα μπαχάρια, έσφιγγα το ασημί εικοσάρι, βαρύ το άλογο με τη θεά καβάλα, τα ρέστα να προσέχεις! Μεθούσα εκεί μέσα, ίσα που έφθανε το μπόι μου λίγο πάνω απ’ τον μπάγκο, να βλέπω τη ζυγαριά με τα δράμια. Έγραφα και τα ψώνια στο χαρτί, κάμελ μπογιά καφέ και μαύρη, θυμίαμα, καρβουνάκια, λουλάκι για τ’ ασπρόρουχα, κλωστή δυο μασουράκια, βαρβάτες λέμε αγορές.

Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα

Μπροστά μου κάτι βαρέλια γεμάτα με χύμα τα όσπρια όλα. Όσο ο θείο-Νίκος να τυλίξει μία δραχμή λεμόν του ζου, πήρα εγώ ο μπόμπιρας τη σέσουλα κι έγινα αυτοκράτορας, ανακάτεψα φακές με ρύζι σαν να μετρούσα χρυσά πεντόλιρα. Ρίξε μια σέσουλα φακή στο ρύζι, ρίξε με το φτυαράκι άλλη μια, και να το ρύζι μέσα στα ρεβίθια, πρίγκιπας ήμουν, ποιος ξεύρει πόσο του πήρε του χριστιανού να τα ξεμπερδέψει…

Περνούσε κάτω απ΄ το παραθύρι μας ο Θανάσης ο παγωτατζής, τι χαρά, παγωτά ΕΒΓΑ, πάρ’ το παγωτάκι σου και φεύγα, κι ο κουλουρτζής περνούσε και μας τα πέταγε ψηλά, ρίχναμε κι εμείς το δίδραχμο. Κι ο σαλεπτζής, κι ο ακονιστής για τα μαχαίρια, όλοι περνούσαν οι μυθίστορες. Ο σομπατζής να καθαρίσει τα μπουριά, το κάρο με το άλογο, βουρ εμείς να προφτάσουμε να κάτσουμε λίγα μέτρα καβάλα, έκανε πως δεν μας έβλεπε ο ηνίοχος. Μέχρι κι ο γύφτος πέρασε με την αρκούδα στο χαλκά και τη μαϊμού στην μακριά αλυσίδα, τσούρμο εμείς από πίσω,  πώς κάνει η Βουγιουκλάκη, τι ουράνιο παράθυρο ήταν κείνο, οθόνη άλλων κόσμων, τύφλα να έχει το iphone…

——————————————-

Γιώργος Γιοβανόπουλος

Ζαχαροπλάστης ο γονιός Γιώργος Γιοβανόπουλος, σαράντα έτη όρθιος στο εργαστήριο (Ζαχαροπλαστείο Πράπα). Άκακος ως μέλισσα, γεννήτορας συνεπής μέχρι αυτοθυσίας, εφημέριος στις καριόκες, στα μιλφέιγ, στους δίσκους μνημοσύνων. Ακοίμητος φρουρός της ευπρεπείας, συνείδηση οπλίτη υπέρ εστιών, αδάμαστος καλλιτέχνης της γευσιλαγνείας, φιλάνθρωπος δημιουργός εμπνεύσεων. Φανατικός πιστός στις αποστολές (150 κοκ για την παιδόπολη της Δοβράς) δεν με περίμενε όταν τον επισκέφθηκα, να του αναγγείλω πως ναι, μπήκα στο πανεπιστήμιο μετά τις εισαγωγικές. Τον βρήκα με τον άσπρο σκούφο του, η ολόσωμη ποδιά γεμάτη άλευρα, κοσκίνιζε άχνη σε μια λαμαρίνα κουραμπιέδες. Μπαμπά, πέρασα Νομική. Απόρησε και βούρκωσε γλυκά κεραυνωμένος, των κόπων του η άφατη συγκίνηση, του εργάτη ο γιος στ’ άφταστα έδρανα. Ενστικτωδώς δίνει έναν κτύπο στης σίτας του τον πάτο, η ζάχαρη τινάχτηκε σύννεφο στα ουράνια, μας τύλιξε αέρινα η άχνη, νεφέλη ίδια σαν του προφήτη Ηλία την ανάληψη. Πλημμύρισαν οι ανάσες μας βανίλια και ευωδία, αμίλητα περήφανη η ψυχούλα του, τα είπε όλα.

———————

Πέτρος Πένσος

Θέλει και τύχη η ζωή, σε τίνος χέρια θα πέσεις, δοξάζω τον πανάγαθο, προπονητής στη χειρόσφαιρα, μας ανέλαβε διδακτικός ο Πέτρος Πένσος. Κατηχητής και μύστης μας, προστάτης ασυμβίβαστος, ο ιδανικός μεταφραστής των αξιών στις αθλοπαιδειές. Είχε συμπαραστάτη τον καταπληκτικότερο πατριό μας, Γιώργος Γαβριηλίδης ο Α’ έτσι μάλλον θα ήταν οι γνήσιοι βασιλείς. Μια μαθηματική υπερδύναμη, ώσπερ πελεκάν ο καθένας τους και το αίμα τους θα έδιναν οι ταξιάρχες άγγελοι δίπλα μας. Ο προπονητής μάς εμπιστεύθηκε, μας ανέδειξε, σεβαστικός στην άκρη του πάγκου, μα σίγουρα στο κέντρο της καρδιάς μας. Ανεκτικός, εύστροφος, επαναστάτης της καλοσύνης. Παίξτε, χαρείτε, δώστε τα όλα πολεμιστές μου, κατά μέτωπο μη χαριστείτε. Αν σας περάσει όμως ο αντίπαλος, αφήστε πια, πισώπλατα ποτέ, κανέναν, για τίποτε στον κόσμο. Ακούγαμε οι προσήλυτοι, μας κοινωνούσε σώμα και αίμα ολυμπισμού, νεόφυτοι πρωταθλητές. Να πέφτει κανείς για ύπνο τις νυχτιές, και να μη γυρνά σαν το αρνί στη σούβλα από κάποια τύψη, αυτός να είναι ζωής ο οδηγός σας.

—————-

Πυθαγόρας Ιερόπουλος

Πριν ανδρωθώ καλά – καλά, στον τρίτο οίκο μου εκπαιδεύσεως, δικηγορίας μέντορας με ανέμενε ο Πυθαγόρας Ιερόπουλος, δάσκαλος ήθους πρώτιστα και ύστερα του νόμου. Ήταν λέμβος και νήσος ταυτόχρονα για εναν απροσανατόλιστο ναυαγό σαν εμέ. Η Νικηφόρα σύζυγος με περιμάζεψε ένα πρωινό τον αδαή, με εισήγαγε στο άβατο. Τον βρήκα να γράφει Γαλλικά, μιλούσε πόσες γλώσσες, αρθρογραφούσε ποιητικά, ουμανιστής φυσιολάτρης των ορέων. Παρέα του ο Ποταμόπουλος, ο Λέτσιος ο Θανάσης, ο Μπαρμπεράκης ο ποδηλατάς, τους έχανες στις κουμαριές, νύμφες στους καταρράκτες. Μου μίλαγε για την πλατεία της Κούβας, περιέγραφε τα σύννεφα στο Νεπάλ, ρώσικες μπαλαλάϊκες με τη σπαστή ταστιέρα, συνεπαιρνόμουνα κι εγώ στα ουράνιά του τόξα. Και να οι ζούγκλες του Μπελίζ (πού ήταν πάλι αυτό το κράτος;), τύμπανα αφρικάνικα απάνω σε τοτέμ, βουίζαν στα δικόγραφα διηνεκώς οι λογισμοί μου.

Θα πάμε στον Πολύγυρο αύριο να δικάσουμε, μου είπε τον Φλεβάρη, πέταξα στον έβδομο ουρανό, ούτε για το Στρασβούργο να μ’ ετοίμαζε. Φθάσαμε σ’ ένα χαμόσπιτο μισοπεσμένο, μέγαρο τάχαμου, εγώ πάντως τη σύγκλητο στην Curia Julia έβλεπα, με τον Κικέρωνα μπροστά μου. Με τάισε, πάμε για μπάνιο τώρα, αποφάνθηκε. Στην παραλία ο χειμερινός κολυμβητής κι εγώ παράδοξος βηματιστής της ακροθαλασσιάς, σκαρπίνια και μεταξωτή γραβάτα μόνος στην άμμο, να ευλογώ εαυτόν για την αμίμητη εμπειρία στο πλευρό του. Μου χάρισε, όταν ορκισθείς άνοιγα την εξώθυρα να πετάξω, τον ποινικό του κώδικα, κι έγραψε με το χέρι του Adiatur Semper (ερμ. Να τον τηρείς πάντα). Ένας μεγάλος θησαυρός, αχτένιστος κι ορθάνοιχτος, παιδαγωγικός και ανερμήνευτος, σφραγίδα δωρεάς μου.

Υπάρχει ελπίς, ω! ενάρετοι συμπολίτες, με τέτοια τέκνα, πόλη καμιά, ποτέ δεν θα πτωχεύσει, ουδέποτε θα γεράσει.

25-4-2021 Κώστας Γιοβανόπουλος.

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ