O «άπιστος» Θωμάς: Ο “άγιος” της Αμφισβήτησης – Η Αμφισβήτηση ως πυροκροτητής αλλαγών / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
“Απιστία πίστιν βεβαίαν εγέννησε” (Υμνογράφος).
Πολλοί είναι εκείνοι που χαρακτήρισαν τον «άπιστο» Θωμά ως τον “άγιο της Αμφισβήτησης”. Μπορεί, βέβαια, η δική του αμφισβήτηση να μην είχε όλα εκείνα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν την Φιλοσοφική,ιδεολογική,κοινωνική ή πολιτική αμφισβήτηση, όπως αυτή εκφράστηκε ιστορικά μέσα από διάφορα κοινωνικά,πολιτικά και φιλοσοφικά κινήματα.Ωστόσο ήταν ο μόνος από όλους τους μαθητές που ζήτησε τεκμήρια και αποδείξεις για την Ανάσταση του Χριστού.
Έτσι η «απιστία» του Θωμά, ενός περιθωριακού αγίου της εκκλησίας μας, καταγράφει τους ποικίλους αναβαθμούς της αμφισβήτησης ως ιστορικού πνευματικού φαινομένου.Η δυσπιστία, η απιστία, η διαφωνία, η αμφιβολία, η αντίρρηση και η αμφισβήτηση συνθέτουν το πλαίσιο το οποίο επώασε την λογική πορεία του ανθρώπου και κατά ακολουθία την απαίτησή του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει με λογικούς όρους και αποδείξεις την περιβάλλουσα πραγματικότητά του.
«…Ότι εώρακάς με,πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
Η επιστήμη και το κίνημα του διαφωτισμού χάραξαν μία διαφορετική πορεία από αυτήν που πρότεινε ο Χριστός.Η απόδειξη,το τεκμήριο και η λογική στήριξη κάθε πρότασης συνιστούν τα θεμέλια του ανθρώπινου πολιτισμού και της προόδου.
«Νάφε και μέμνασ’ απιστείν∙ άρθρα ταύτα ταν φρενών» (Nα είσαι νηφάλιος και θυμήσου να δυσπιστείς. Αυτές είναι οι αρθρώσεις του νου, Επίχαρμος).
Η καθημερινότητα, εκτός από τα θέματα της επικαιρότητας (επιδημία, πολιτική…), αποτελεί πηγή έντονων συζητήσεων και αμφισβητήσεων. Άλλοτε μάς πιέζει να αποδεχτούμε άκριτα τις απαντήσεις που δίνονται σε κάποια ερωτήματά μας και άλλοτε πυροδοτεί νέες ερωτήσεις και αμφισβητήσεις. Οι φιλόσοφοι και οι κοινωνιολογούντες προσπαθούν να οριοθετήσουν τα γνωρίσματα τόσο εκείνων που δεν αρέσκονται στην «αντιλογία» και στις αμφισβητήσεις όσο και εκείνων που εύκολα ρέπουν στη διαφωνία και στην αμφισβήτηση. Πολλές φορές η αμφισβήτηση κατηγορήθηκε ως αιτία κοινωνικών συγκρούσεων και ως διαλυτικό στοιχείο της κοινωνικής ευρυθμίας.
Δεν λείπουν, όμως, και οι ύμνοι προς τους αμφισβητίες, αφού σε αυτούς ανιχνεύουν ή αναζητούν τα υγιή στοιχεία μιας κοινωνίας που πυροδοτούν την ανανέωση, τις αλλαγές και την εξέλιξη. Μπορεί η αμφισβήτηση ως πνευματικό φαινόμενο και οι αμφισβητίες ως υποκείμενα ανατρεπτικής ή επαναστατικής δράσης να φοβίζουν τους «νομιμόφρονες» και τους δειλούς, αλλά σε αυτούς προβάλλουν το απωθημένο είδωλο των εξεγέρσεών τους που δεν τόλμησαν.
Οι δύο πνευματικές στάσεις
Στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης έχει παρατηρηθεί πως είναι ατελέσφορο και ανόητο να αποδεχόμαστε ως απόλυτα, δεδομένα και αναμφισβήτητα φαινόμενα πνευματικά που από τη φύση τους είναι σύνθετα. Τέτοια μπορεί να είναι η ελευθερία, η ηθική, η ατομική ευθύνη, το δίκαιο, η ευτυχία και πολλά άλλα. Από την άλλη πλευρά, όμως, εξίσου επικίνδυνο είναι να θεωρούμε τα πάντα ως απροσδιόριστα εννοιολογικά και νοηματικά ασύλληπτα. Κι αυτό γιατί όλα θεωρούνται υποκειμενικά, ρευστά και λογικά απρόσιτα και απροσπέλαστα.
Η πρώτη στάση ενδέχεται να οδηγήσει στην πνευματική ραθυμία και απραξία και σε επιδερμικές ερμηνείες. Η δεύτερη όταν γενικευτεί υπάρχει ο κίνδυνος να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στη λογική και στη λειτουργία της σκέψης του ανθρώπου. Και οι δύο στάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε πνευματικές τερατογενέσεις. Τέτοιες μπορεί να είναι η μονοδιάστατη θεώρηση και προσέγγιση της πραγματικότητας και της αλήθειας. Από την άλλη επωάζεται ένας αρρωστημένος σχετικισμός ή και μηδενισμός. Οι δύο αυτές αντίθετες στάσεις, όταν συνοδεύονται από τον ακραίο δογματισμό και από τον επιπόλαιο και ασυλλόγιστο σκεπτικισμό μπορούν να ναρκοθετήσουν το οικοδόμημα της γνώσης και γενικότερα να αναστείλουν την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου.
«Το να αμφιβάλλεις για όλα και να πιστεύεις σε όλα, είναι πολύ βολικά – και τα δύο – γιατί σε απελευθερώνουν από την ανάγκη να σκέφτεσαι». (Ανρί Πουανκαρέ)
Αμφισβήτηση και Σκέψη
Σύνθεση των δύο παραπάνω ακραίων πνευματικών κινημάτων και φιλοσοφικών ρευμάτων αποτελεί η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Δεν είναι ένα νόθο τέκνο, ένα υβρίδιο αλλά μία γνήσια λειτουργία της ανήσυχης ΣΚΕΨΗΣ, που δεν βολεύεται στα παραδεδομένα και αυτονόητα αλλά ανιχνεύει την αλήθεια και τη γνώση στην αθέατη πλευρά της πραγματικότητας. Η αμφισβήτηση από τη φύση της αποτελεί μία «μεσότητα». Συνυφαίνει, δηλαδή, τη γνώση και παραδοχή κάποιων στοιχείων της κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας (ως αναγκαιότητας) και το «αμφιβάλλω για όλα» (dubito de οmnibus).
Η αμφισβήτηση ως νοητικό φαινόμενο αισθητοποιεί με τον πιο εναργή τρόπο τις ταλαντώσεις και τα κύματα της ανθρώπινης σκέψης. Γονιμοποιείται από αυτήν αλλά και την τροφοδοτεί με νέα ερεθίσματα και δεδομένα. Η ανθρώπινη σκέψη δεν χαρακτηρίζεται από μία ήρεμη στατικότητα και από μία επίπεδη πορεία, όπου το ανθρώπινο πνεύμα ακυρώνει τα «πετάγματά» του για να εφησυχάσει στα επιτεύγματα του παρελθόντος. Αντίθετα, υπερβαίνοντας τον αλλοτριωτικό εφησυχασμό και τη άγονη αποδοχή των δεδομένων του παρόντος οδεύει στην επανεξέταση όλων εκείνων των στοιχείων του πολιτισμού που απειλούν με πνευματική και κοινωνική διάβρωση τις δυνάμεις της αλλαγής.
Η σκέψη χωρίς την αμφισβήτηση είναι ελλειμματική και ακρωτηριασμένη. Η αμφισβήτηση χωρίς την ανήσυχη σκέψη και την πνευματική «απορία» είναι αδύνατη. Η αμφισβήτηση εκφράζει την επιθυμία του ανθρώπου για αλλαγή και ανανέωση. Αποτελεί την αφετηρία μιας δημιουργικής αντιπρότασης για το νόημα της ζωής, τις ανθρώπινες σχέσεις, την κοινωνική οργάνωση και γενικά για ό,τι συνέχει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Η αμφισβήτηση επίσης χαρακτηρίζεται από το πνεύμα της ανατροπής αλλά όχι όμως και της καταστροφής.
Στόχος της, δηλαδή, δεν είναι μόνο το γκρέμισμα των παλιών και φθαρμένων ιδεών, θέσεων και θεσμών αλλά και το χτίσιμο νέων. Αν η αμφισβήτηση αρκούνταν μόνο στην ανατροπή χωρίς την προβολή της αντιπρότασης τότε θα ταυτιζόταν με τον ισοπεδωτισμό και το στείρο αρνητισμό.
«Είμαι εγώ ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο χτίστης/ ο ακριβογυιός της άρνησης κι ο ζηλευτής της πίστης».(Κ. Παλαμάς)
Η ερμηνεία της αμφισβήτησης
Η αμφισβήτηση ως κοινωνικό φαινόμενο έγινε αντικείμενο πολλών και αντικρουόμενων ερμηνειών. Αυτές όμως που ξεχώρισαν έδωσαν μία πιο πειστική απάντηση στη φύση και στις αιτίες της αμφισβήτησης είναι δύο.
Η πρώτη δέχεται πως είναι προϊόν λογικών διεργασιών και διανοητικής επεξεργασίας των δεδομένων μιας πραγματικότητας. Η θεωρία αυτή δέχεται, δηλαδή, και ερμηνεύει την αμφισβήτηση ως πνευματικό αποτέλεσμα που έχει να κάνει με την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Η θέση αυτή εκλαμβάνει την αμφισβήτηση κατά κύριο λόγο ως ένα θεωρητικό σε πρώτη φάση κατασκεύασμα. Είναι οι υπέρμαχοι της ιδεαλιστικής σχολής που πρεσβεύουν πως κάθε σκέψη, δημιούργημα ή φαινόμενο έχει το πρότυπό του σε μία αναλλοίωτη αρχέτυπη μορφή – κατάσταση, με την οποία μόνο η λογική του ανθρώπου, κι αυτή κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να έρθει σε επαφή.
«dubito, ergo sum».
Η δεύτερη θεωρία υποστηρίζει πως η αμφισβήτηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αντίδραση σε ένα ερέθισμα που εκπέμπεται από το ευρύτερο περιβάλλον (φυσικό – κοινωνικό). Οι υλικοί όροι, δηλαδή, διαβίωσης του ανθρώπου, οι συνθήκες ζωής, οι μηχανισμοί ελέγχου της κοινωνικής συμπεριφοράς αυτού καθώς και όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζει, εργάζεται και αναπτύσσεται αποτελούν το πρωτογενές υλικό για την ευδοκίμηση της αμφισβήτησης. Οι θεωρητικοί αυτής της άποψης δίνουν προτεραιότητα στον υλικό παράγοντα με την έννοια ότι αυτός συνιστά το βασικό όρο ύπαρξης του ανθρώπου, ως βιολογικής οντότητας. Η μαρξιστική θεωρία υποστηρίζει πως το «είναι» του ανθρώπου διαμορφώνεται από το «κοινωνικό είναι» και πως κάθε θεωρητική ή ιδεολογική – πνευματική πράξη ενοικεί στο «εποικοδόμημα».
Τις δύο παραπάνω – ακραίες κάπως – θεωρίες συνθέτει μία τρίτη που δέχεται πως οι υλικοί παράγοντες (κοινωνικές συνθήκες) τροφοδοτούν και διαμορφώνουν τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, προσδιορίζουν και καθορίζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά του αλλά όχι σε απόλυτο βαθμό. Θεωρούν, δηλαδή, πως η σκέψη αυτονομείται ως ένα σημείο και λειτουργεί ως πυροκροτητής κάθε πνευματικής αναζήτησης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Έτσι η αμφισβήτηση προβάλλεται ως ένα διαχρονικό φαινόμενο που πηγάζει τόσο από την πνευματική φύση του ατόμου όσο και από τους υλικούς όρους ύπαρξής του.
Επιμύθιο
«Αν κάποιος ξεκινήσει με βεβαιότητες, θα καταλήξει σε αμφιβολίες, αν όμως αρχικά αρκεστεί στις αμφιβολίες, θα καταλήξει σε βεβαιότητες». (Φράνσις Μπέϊκον)
Πέρα, όμως, από τις ερμηνείες που δόθηκαν για τη φύση και τα αίτια της αμφισβήτησης εκείνο που καταγράφεται ως ιστορική πραγματικότητα είναι το γεγονός πως η νεότητα είναι ο κατεξοχήν φορέας έκφρασής της. Αυτό, όμως, δεν πρέπει να μας οδηγεί σε λανθασμένα στερεότυπα του τύπου: «Η νεότητα είναι φορέας αμφισβήτησης». Τα στερεότυπα από τη φύση τους είναι απλουστευτικά και τείνουν να γενικεύουν κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις.
Όντας, λοιπόν, η αμφισβήτηση τέκνο της γόνιμης αμφιβολίας και της δημιουργικής σκέψης στοχεύει στην επαναξιολόγηση των δεδομένων και στην προβολή ενός νέου σχήματος για την κοινωνία και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η αμφισβήτηση θεωρεί πως η αλήθεια είναι ένας κινούμενο ςστόχος και όχι μία άτεγκτη βεβαιότητα. Επιπρόσθετα τα πνεύμα της αμφισβήτησης δεν κινείται στο χώρο του μηδενισμού αλλά προϋποθέτει τη γνώση και την αναζητεί ταυτόχρονα.
«Πίστεψε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβήτησε εκείνους που τη βρήκαν». (Ζιντ)
**ΠΗΓΗ: Blog “ΙΔΕΟπολις”, Ηλία Γιαννακόπουλου.