ΑποΜνημοΝεύματα της Μνήμης: “Τελευταίος σταθμός, Βέροια” & “Στο σφαιριστήριο του Κάρπου…” / γράφει ο Γιάννης Γεωργουδάκης
Η Μαρία καταγόταν από ένα χωριό της Αχαΐας. Εγκυμοσύνη στα δεκατέσσερα μετά από βιασμό, διαπόμπευση από την τοπική κοινωνία γιατί έτσι γινόταν τότε και πρώτη στάση Αθήνα. Άφησε το παιδί σε μια ξαδέλφη της και ξεκίνησε τη… δουλειά. Έτσι γινόταν τότε
“Τελευταίος σταθμός, Βέροια”
Γιάννης Γεωργουδάκης
Κυριακή πρωί και πήραν την ανηφόρα από το Ρολόι προς τα γιοτζαλίκια. Την «απαγορευμένη» περιοχή πάνω από τα στρατόπεδα. Εκεί που είχε στηθεί για χρόνια το ιδιότυπο γκέτο της πόλης. Η παράλληλη και εν πολλοίς χρήσιμη μηχανή σεξουαλικού υποκατάστατου που ακολουθεί τα στρατόπεδα από καταβολής του ανθρώπινου πολιτισμού. Φαντάροι αλλά και κάθε λογής απόκληροι και απορριπτέοι φουκαράδες της καλώς εννοούμενης κοινωνικής αλυσίδας, έβρισκαν διέξοδο στην αγκαλιά των κοριτσιών επί χρήμασι. Μαζί με αυτούς και τα παιδιά, που θέλαν να γίνουνε άντρες.
Τα δυο παιδιά της ιστορίας ήταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών. Ο πιο προχωρημένος μιλούσε ασταμάτητα χειρονομώντας και ζωγραφίζοντας εικόνες στο μυαλό του άλλου του… πρωτάρη. Οι δρόμοι χωμάτινοι, η ιεροτελεστία της άνοιξης διάχυτη και στο μυαλό του πρωτάρη ήδη είχε σχηματιστεί ένας πίνακας. Ένας ολάνθιστος κήπος της Εδέμ με κάθε λογής ευωδιαστά λουλούδια, τζιτζίκια και πουλάκια σαν κι αυτά που συναντούσαν ανεβαίνοντας τους κατάφυτους αγρούς. Κι εκεί στο βάθος του κάδρου, μια ημίγυμνη νύμφη να τον περιμένει ξαπλωμένη νωχελικά στην ακροποταμιά.
Κάποια στιγμή έφτασαν. Το σπίτι διώροφο με σκάλα εξωτερική, η πόρτα ανοιχτή, λίγα βήματα ακόμη και ο εύθραυστος κήπος της Εδέμ με μιας κατέρρευσε. «Τα παλληκάρια στην ουρά κρατούν σφιχτά πεντέξι τάλιρα σωστά», λένε τα λόγια από ένα πρώιμο απαγορευμένο τραγούδι. Ο πρωτάρης μας σφίχτηκε κι ασυναίσθητα κοίταξε πάνω από τον ώμο ψάχνοντας διέξοδο διαφυγής.
Το κορίτσι κόντευε τα σαράντα. Τους υποδέχτηκε χαμογελαστή φορώντας μια ρόμπα σε ροζ απόχρωση. Ροζ και κόκκινα ήταν άλλωστε τα πάντα εκεί μέσα. Οι ρυτίδες και οι μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, η έντονη μυρωδιά από τσιγάρο στο χώρο και η θεία λειτουργία που ακουγόταν από ένα μικρό ραδιοφωνάκι έκανε τον πρωτάρη μας να κλείσει επίμονα τα μάτια ψάχνοντας την νύφη στην ακροποταμιά. Μάταια.
«Δεν δουλεύω το πρωί της Κυριακής» τους είπε «αλλά για σας αγοράκια θα κάνω μια εξαίρεση». Η φωνή της είχε κάτι το μελαγχολικό και απρόσμενα ζεστό.
Πρώτος μπήκε ο προχωρημένος. Δέκα λεπτά αργότερα βγήκε με ύφος νικητή, κατακτητή και τροπαιούχου. «Η σειρά σου μεγάλε» του σφύριξε κι απλώθηκε στον καναπέ ανάβοντας ένα τσιγάρο.
Βέροια: Σελίδες από τα “ΑποΜνημοΝεύματα της μνήμης” κάθε Κυριακή πρωί στη Φαρέτρα
Ο πρωτάρης μπήκε διστακτικά. Η πόρτα έκλεισε πίσω του.
Μια ώρα και κάτι αργότερα η πόρτα άνοιξε. Ο προχωρημένος είχε ήδη καπνίσει πέντε τσιγάρα και πετάχτηκε όρθιος βρίζοντας… «τι στο διάολο ρε μα…». Δεν απόσωσε την κουβέντα. Στη θέα γούρλωσε τα μάτια. Το κορίτσι φίλησε τον πρωτάρη μας τρυφερά στο μάγουλο. «Να πας στο καλό» του είπε γλυκά.
Ο πρωτάρης δεν άνοιξε το στόμα του όση ώρα κατέβαιναν προς την πόλη, παρόλη την πολιορκία του φίλου του που είχε σκάσει στην κυριολεξία, βλέποντας μάλιστα και το αδιόρατο χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του.
«Μιλούσαμε. Μιλούσαμε για μια ώρα. Καθόμουνα και την άκουγα να μου λέει ιστορίες από τη ζωή της» του εκμυστηρεύτηκε λίγες μέρες αργότερα αφήνοντάς τον άναυδο.
Την λέγανε Μαρία και φάνηκε στη Βέροια στις αρχές του ‘70. Οι παλιότεροι θα την θυμούνται. Άλλωστε άντρεψε μια ολόκληρη γενιά Βεροιωτάδων. Η παρουσία της στην πόλη ήταν σπάνια, καθώς η φύση της «δουλειάς» δεν το επέτρεπε. Περιοριζόταν στις καθιερωμένες εξετάσεις ρουτίνας κάθε Τρίτη πρωί στην υγειονομική υπηρεσία όπου μαζί με τα άλλα κορίτσια καταλήγανε συνήθως στην Εληά για καφέ. Σίγουρα όμως δεν περνούσε απαρατήρητη. Φώναζε όταν μιλούσε καθώς ήταν σχεδόν κουφή σαν επακόλουθο ενός άγριου ξυλοδαρμού από έναν αγαπητικό.
Η Μαρία καταγόταν από ένα χωριό της Αχαΐας. Εγκυμοσύνη στα δεκατέσσερα μετά από βιασμό, διαπόμπευση από την τοπική κοινωνία γιατί έτσι γινόταν τότε και πρώτη στάση Αθήνα. Άφησε το παιδί σε μια ξαδέλφη της και ξεκίνησε τη… δουλειά. Έτσι γινόταν τότε. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από Αλεξάνδρεια, στη Βηρυτό παντρεύτηκε ένα ναύτη. Χώρισε, επέστρεψε στην Αθήνα, τα χρόνια περνούσαν η Αθήνα έγινε Θεσσαλονίκη και η Θεσσαλονίκη Ηράκλειο και έπειτα εργασιακός ξεπεσμός σε διάφορες πόλεις της επαρχίας. Τελευταίος σταθμός Βέροια. Το γιό της δεν τον ξαναείδε.
Από τότε ο πρωτάρης μας πήγαινε κάθε Κυριακή πρωί που το κορίτσι δεν δούλευε και της έκανε παρέα. Αυτή του έψηνε καφέ, καθόντουσαν στο πίσω μπαλκονάκι και ξεκινούσε να διηγείται ιστορίες που γέμιζαν το αθώο μυαλό και την ψυχή του με θλίψη. Κι αυτός την παρηγορούσε συνήθως άγαρμπα με τα επιχειρήματα και τους αφορισμούς ενός δεκαπεντάχρονου που την έκαναν να γελάει. Γελούσε με την αφέλειά του κι αυτό του ήταν αρκετό. Του άρεσε να τη βλέπει να γελάει.
Το σκηνικό συνεχίστηκε για κανένα δίμηνο μέχρι που το έμαθε ο πατέρας του λίγο πριν το Πάσχα και σαν σωστός πατέρας τον πλάκωσε στις σφαλιάρες. «Κάθε πουτάνα έχει και μια πικραμένη ιστορία να πει ανόητε και να το βάλεις καλά στο μυαλό σου» ούρλιαξε στον επίλογο και κάπου εκεί η σκυτάλη της ιστορίας άλλαξε χέρια.
Τον φίλο μου τον πρωτάρη τον είδα τυχαία πολλά χρόνια μετά στη Σαλονίκη. Η ιστορία είναι δική του και μου τη διηγήθηκε μετά το τέταρτο ποτήρι. Τον είδα να σκοτεινιάζει όταν με χαμηλωμένο το κεφάλι μου εκμυστηρεύτηκε πως για πολλά χρόνια από τότε, κάθε Πάσχα έβρισκε μια ευχετήρια κάρτα στο γραμματοκιβώτιο. Μια κάρτα χωρίς αποστολέα.
————–
Στο σφαιριστήριο του Κάρπου…
Στροφή στη στοά στη Μητροπόλεως, δυο τρία βήματα ακόμα και η σκοτεινή είσοδος στα αριστερά. Χειμώνας, λίγο μετά τις επτά το απόγευμα. Είμαστε στα early seventies σε μια Βέροια στην οποίαν η εθνοσωτήριος επανάστασις είχε αφήσει ανεξίτηλο ένα αποτύπωμα βαθιάς κουλτούρας, τα απόνερα της οποίας βιώνουμε ακόμη. Έχουμε φύγει από το φροντιστήριο αγγλικών του Στασινόπουλου και η επόμενη στάση όπως πάντα στο δεύτερό μας σπίτι. Ανάβω τσιγάρο -Byron της εποχής- και το πακέτο ξανά στην … κάλτσα. Η είσοδος μου θα πρέπει όπως πάντα να είναι εντυπωσιακή. Σκαλιά καμιά εικοσαριά προς τα έγκατα. Σπρώχνουμε τη μεγάλη καουμπόικη πόρτα που ανοιγόκλεινε ασταμάτητα μπροστά μας και νάμαστε. Ένας χώρος απέραντος γεμάτος με κάθε είδους καλούδια φτιαγμένα να τρώνε λεφτά.
Οχλοβοή, φώτα και λαμπάκια, γέλια και φωνές και οι κωδικοποιημένοι στ’ αυτιά μας ήχοι από τα μπαλάκια και τις μπάλες του μπιλιάρδου. Η μουσική στο τζουκ μποξ να παίζει με παρανοϊκή αλληλοδιαδοχή, από Πάνο Μιχαλόπουλο και Μπόνει Εμ μέχρι Σαλέα και Carlos Santana, ενώ το έντονο υποκίτρινο φως από τους προβολείς πάνω από τα τραπέζια του μπιλιάρδου αναδείκνυε μιαν άρρωστη χαμηλή νέφωση από τον καπνό των τσιγάρων. This is a man’s world αναμφίβολα. Και το όνομα αυτού «Αρζεντίνα». Κανείς μας δεν χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη. Ορισμένοι ούτε καν την ήξεραν και πιστεύω ότι αποτελεί κατάφορη αδικία το γεγονός ότι στην βιβλιογραφία του μάνατζμεντ δεν αναφέρεται η συγκεκριμένη επιλογή ονόματος σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Όλοι ξέραμε ότι πάμε στον Κάρπο.
Ο Κάρπος ή Πολύκαρπος Παυλίδης ήταν ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Καθόταν συνήθως στο υπερυψωμένο μπαρ μπροστά στο ταμείο, σοβαρός και αυστηρός, ελέγχοντας όσο μπορούσε το χώρο. Μοίραζε μπάλες, τσέκαρε τράπουλες, έψηνε καφέδες κι έβριζε στα ποντιακά. Είναι ο άνθρωπος που άθελά του επηρέασε πολλές γενιές Βεροιωτάδων και λοιπών συντοπιτών μας, προσφέροντας άπειρες ώρες γόνιμης αλληλεπίδρασης με άχρηστα πράγματα. Τάβλι, κουμκαν και πόκα, μπαλάκια και μπιλιάρδο. Και οι πελάτες κάθε κατηγορίας και καταγωγής. Από μαθητές -σαν κι εμάς- μέχρι φαντάρους, αγρότες, οικοδόμους, αργόσχολους, συνταξιούχους, γιούφτους, εκπαιδευτικούς κι επιστήμονες, συνέθεταν μιαν αταξική κοινωνία που θα έκανε κάτι γατάκια σοσιαλιστές φιλόσοφους να σκίσουν τα πτυχία τους.
Θυμάμαι ότι ήμουν στη Δευτέρα Λυκείου όταν έκανα την πρώτη -και τελευταία- απόπειρα για κοπάνα από το σχολείο, ζμπόμπα τη λέγαμε τότε άγνωστο γιατί. Η μέρα ηλιόλουστη κι εγώ με ένα φίλο κατεβήκαμε στον Κάρπο και ξεκινήσαμε να παίζουμε τάβλι περιμένοντας και τους υπόλοιπους ζμπομπέρ. Θα πηγαίναμε στις Σαραντόβρυσες. Τσιγάρο, καφές ελληνικός και την ώρα που ρίχνω τις εξάρες, ακούω τον Κάρπο πίσω μου να λέει: «καλημέρα κύριε Χρήστο». Ο κύριος Χρήστος ο πατέρας μου, ειδοποιημένος προφανώς από τους προδότες καθηγητές ήξερε που να με ψάξει. Τη συνέχεια την αφήνω στην γόνιμη φαντασία σας.
Τα χρόνια πέρασαν. Λίγο η κοινωνία μας που ανοίχτηκε σε πιο Ευρωπαϊκά πρότυπα, λίγο η τεχνολογία που πήρε σβάρνα στέκες και μπιλιάρδα, ήταν κι η αυτοκτονία του γιού του Κάρπου, το μαγαζί μαράζωσε κι έκλεισε, αφήνοντας πίσω μόνο αναμνήσεις.