Βιβλίο Γράμματα & Τέχνες Λογοτεχνία Πολιτισμός Τοπικά

Βιβλιοκριτική: Γιώργος Σιώμος “Όμορφα χωριά” / Η ερημιά τόπων και ανθρώπων μέσα από θραύσματα μνήμης

Όσο ο Γιώργος Σιώμος μεγαλώνει, τόσο ο λόγος του γίνεται πιο σφιχτός. Και δεν είναι θέμα διάρκειας της ζωής, είναι θέμα αυστηρότητας και αυτοέλεγχου πάνω στην αρμονία και τους στόχους της έκφρασης. Έτσι, μ’ αυτήν την οπτική βλέπει κανείς την τελευταία δουλειά του συγγραφέα.

Πέμπτο βιβλίο για τον πεζογράφο τα “Όμορφα χωριά”, εκδόσεις “παρέμβαση”, με μια ιδιαιτερότητα. Τα 2/3 του είναι πεζά και το 1/3 ποιήματα. Και συναντιούνται τα ποιήματα με τα πεζά του στο ίδιο μήκος κύματος, στην ίδια εσωτερική μελωδία, που τα δένει σε ένα αδιάσπαστο σύνολο.

Ο ίδιος δηλώνει σε πρόσφατη συνέντευξή του για το βιβλίο του:

“Από τις 7 Μαρτίου του ’20 ως τον Οκτώβρη του ’22, εξαιτίας της καραντίνας, επέστρεψα στον τόπο που γεννήθηκα και μεγάλωσα, στο χωριό Λόχμη των Γρεβενών. Επομένως, είναι η επιστροφή στην πατρίδα. Επιστροφή στην παιδική ηλικία. Είναι ανταποκρίσεις από τη μόνωση, από την ερημιά, τη μοναξιά. Κείμενα ακρωτηριασμένα που επεδίωκαν την επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους που ζούσαν κι αυτοί σε παρόμοιες ή και χειρότερες συνθήκες. Μικρές κραυγές. Κείμενα για την ερήμωση της υπαίθρου, την εγκατάλειψη. Σημειώματα ναυαγού σε μπουκάλια πεταμένα στη θάλασσα. Τα «Όμορφα χωριά» είναι ο τίτλος μιας από τις ιστορίες του βιβλίου. Ευφημισμός. Το σωστό είναι «τα έρημα χωριά».

Με τίτλους ενοτήτων “Ερημία” και “Ερημιά”, το ένα αρχαιοπρεπές, το άλλο λαϊκό, ο συγγραφέας επαναλαμβάνει στην ουσία τον άξονα γύρω από τον οποίο πλέκονται  τα πεζά του κείμενα.

Κείμενα λιγόλογα, με κρυμμένη δυναμική, που μέσα από τη λιτότητά τους αναδύονται οι στόχοι τους, καθαροί και όχι αμφιλεγόμενοι…  Ο Σιώμος είναι παιδί του τόπου του και ο λόγος του είναι ατόφιος, όπως οι πέτρες του χωριού του, όπως οι κορμοί των δέντρων, που το σκίασαν.

Το χωριό του, η Λόχμη, όμοιο με τα γειτονικά ερημωμένα χωριά. Χρόνος η εποχή του εγκλεισμού.

Μέσα στη σιωπή και τη μοναξιά του χωριού του δίνει κομμάτια σκέψεων και συναισθημάτων, που χαρακτηρίζονται από εξομολογητική διάθεση και μια θυμοσοφία που συγκινεί.

Σκύλοι, έρημοι κι αυτοί, μιλούν:

“Να συστηθώ. Δεν είμαι άνθρωπος, σκύλος είμαι. Ο μαύρος σκύλος. Ακόμη και το ασπράδι των ματιών μου, μαύρο είναι. Αν ήμουν άνθρωπος, θα είχα πιάσει τα πενήντα. Πάνω στην ακμή μου.”

Η ερημία του τόπου βαριά, το ίδιο και η ανθρώπινη ερημιά. Οι δεσμοί του συγγραφέα με τη φύση των παιδικών του χρόνων, υπόγειοι, τον τροφοδοτούν με  το νερό της μνήμης, που όμως πονάει:

“Κάθε πρωί που πάω περίπατο, πάντα κάτι βρίσκω. Μια πατημασιά αρκούδας, ένα μανιτάρι, ένα χαλίκι, μια πέτρα ακανόνιστη, μια μπεκάτσα… Έναν υπερήλικα γέροντα που τον ακολουθεί ο γάτος του πιο λυπημένος από τον κύριό του…”

Αλλού όμως και μέσα στην ερημιά συνειδητοποιεί την ομορφιά της φύσης και  βλέπει την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτήν και την σκληρή πραγματικότητα, που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι της πόλης παλεύοντας με τον covid:

“Μιλάμε κι εμείς με τοπία που αλλάζουν χρώματα σε κάθε εποχή… Τι να πουν αυτοί που εργάζονται μες στο συνωστισμό, με μάσκες, γάντια και αντισηπτικά; Οι άλλοι με τις στολές σαν αστροναύτες; Εκατόν πενήντα οι σφυγμοί και μαύρο το ψωμί που τρώνε; Εκείνοι, που, έντρομοι, ανακαλύπτουν βήχα, δύσπνοια και πυρετό; Οι άλλοι που αναπνέουν με σωλήνες; Και οι πιο μεγάλοι άτυχοι, με σελοφάν που τους τυλίγουν και πέντε-δέκα τους ξεπροβοδούν;”

Ο λόγος του κοφτός, απέριττος, με μια εσωτερική αρμονία, που προσιδιάζει στην ποιητική γραφή.

Και οι φίλοι; Γράφει:

“Λάκισαν οι φίλοι ένας ένας. Χωρίς αιτία, λόγο ή αφορμή. Δίχως προσχήματα κι ανώφελες εξηγήσεις… Ένας μονάχα φίλος μού απόμεινε… ο μαύρος σκύλος. Κάποτε μοίραζαν στα δυο ένα πεπόνι, ένα καλαμπόκι,  ένα τσιγάρο… Σκόρπισαν όλα στης καρδιάς τους παγωμένους δρόμους…”

Κι από τη μοναξιά των ανθρώπων στην ερημιά των χωριών. “Τα όμορφα χωριά των Γρεβενών”:

“Τα σπίτια μας έχουν τις πόρτες κλειδωμένες, κατεβασμένα τα ρολά, στις καγκελόπορτες αμπάρες. Κλειδαριές, αλυσίδες και λουκέτα παντού, καπνοί δεν βγαίνουν απ’ τις καμινάδες. Κάποια απ’ αυτά -τυχερά, για πόσο ακόμα; Ανοίγουν την αγκαλιά τους για πέντε δέκα μέρες. Χαίρονται, δεν τους κολλάει ύπνος κι αγρυπνούν. Χαίρονται ν’ ακούν φωνές, των κρεβατιών τριξίματα, τον ήχο που κάνουν τα κουταλοπίρουνα, τα πιάτα. Ακόμα και τον ήχο της αφής, το δάχτυλο, όταν σέρνεται στο κινητό, ακούνε.”

Η λεπτομέρεια για τον Σιώμο είναι καθοριστική. Όχι όμως λεπτομέρεια που κουράζει, αλλά λεπτομέρεια που πάνω της χτίζεται ο συναισθηματικός του κόσμος, για να προβάλει στην οθόνη του βιβλίου του τις εικόνες του.

Οι προσωποποιήσεις του δεν αναφέρονται  μόνο στα ζώα, αλλά και στα σπίτια, που αισθάνονται και μιλούν. Και στα δέντρα. Ένας κόσμος  τρυφερός, που συγκινεί με τους μονολόγους ή τους διαλόγους του.

Το χθες των παιδικών χρόνων του συγγραφέα και το χθες των ανθρώπων των αλλοτινών χωριών επανέρχεται οδηγώντας στη σύγκριση με το σήμερα:

“Παλιά τον έλεγαν γεωργό… και ζευγά… Αναγνωρίζαμε σ’ αυτόν τους πατεράδες μας. Τον έλεγαν και “ξωμάχο”, καθώς μαχόταν έξω, στα χωράφια, στον ήλιο, στη βροχή και στον αέρα. Ήταν ένας μικρός άγιος.”

“Τώρα τα τρακτέρ μουγκρίζουν στα χωράφια… Με εκατό άλογα στις μηχανές τους βγάζουν σε μια ώρα τη δουλειά ενός μήνα των παππούδων τους, μ’ ένα ζευγάρι βόδια από το πρωί μέχρι το σούρουπο. Κι, όμως, είναι φτωχοί, όσο ήταν και οι παππούδες τους.”

Η πολιτική ματιά, κι αυτή παρούσα, σχολιάζει λιτά και εύστοχα και στο παραπάνω κείμενο αλλά και στον “μοτοσικλετιστή” της Βουλής, όπου με ευρηματικό τρόπο υποδεικνύει τους ενόχους.

Κι αν ο κόσμος των μεγάλων είναι σκληρός για τον Γιώργο Σιώμο, η παιδική παρουσία  στη ζωή του τον γλυκαίνει και τον κάνει να αφήνει αναβλύζοντα τα πιο τρυφερά του συναισθήματα.

Καθώς τελειώνει το κείμενό του “Οδυσσέας” με τη φράση “πώς συνηθίζει κανείς τώρα σε τόση σιωπή;” το ποίημα που έγραψε για τον μικρούλη που έφυγε αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στα πεζά του και στο τρίτο μέρος το βιβλίου, με αποκλειστικά ποιήματα. Γράφει:

Σαν άνεμος ήρθες κι έφυγες.
Σαν αύρα φθινοπωρινή,
δροσιά του πρωινού.
“Κούνα με κι άλλο, κι άλλο
με τα δυο χέρια, πιο δυνατά”
και κατρακυλούσαν τα γέλια σου
γάργαρα νερά σε καταρράκτες.
Λυπημένη στην καρυδιά η κούνια,
περιμένει πότε θα ξανάρθεις…

Αν στο ακροτελεύτιο ποίημα του δεύτερου μέρους παρατηρεί ο αναγνώστης μια ποίηση κατανοητή, οικεία, με θέμα, με στόχο και μελωδικότητα, αυτό γίνεται και στο τρίτο μέρος, που είναι αφιερωμένο στην ποίηση.

Δε σημαίνει ότι εδώ όλα τα κομμάτια έχουν την ίδια δυναμική. Άλλωστε αυτό δε συμβαίνει ποτέ, και στους μεγάλους  ποιητές ακόμη. Πολύ περισσότερο που ο Σιώμος, σεμνός και αθόρυβος, περισσότερο απ’ όσο πρέπει, δεν διεκδίκησε ποτέ τον τίτλο του ποιητή.

Η μικρή φόρμα των πεζών του έρχεται τώρα και κλειδώνει με την ποίηση. Τα πεζά του είχαν φλέβες της ποίησης που τα διέτρεχαν και τώρα η ποίησή του αφηγείται ή εικονογραφεί με δάνεια από την πεζογραφία.

Η ψυχή του δέντρου

Χλωρά τα ξύλα αν καίγονται,
στάζουν κατράμι μαύρο.
Είν’ του κορμού τους ο χυμός
που ρέει ακόμα εντός τους.
Είν’ η ψυχή που πάλλεται
και σπαρταρά του δέντρου.

Τα κάστρα

Τα κινητά είναι κάστρα.
Όπλα τα πλήκτρα
κι οι οθόνες πολεμίστρες.
Σθεναρά αμυνόμαστε,
λυσαλέα,
σ’ εκείνα τα τρομερά,
τα αμείλικτα δευτερόλεπτα
που μένουμε μόνοι.

Το τάβλι

Ο κτύπος των ζαριών
όταν κυλούν στους ρόμβους
μοιάζει με κελαηδίσματα πουλιών
πάνω στους λόφους.
Μα είναι ήχος μαχαιριών
που μπήγονται στης μοναξιάς τις πλάτες.

Αλλά και η μαγεία των λέξεων, η δημιουργία, έχει κι’ αυτή τη θέση της πλάι στη μοναξιά, τη νοσταλγία, τη μνήμη. Έτσι, μ’ αυτές καταξιώνεται ο δημιουργός κι αντιστέκεται στη φθορά:

Οι χελώνες

Σαν τις χελώνες πάνε οι λέξεις,
αργά, αβίαστα, νωχελικά.
Ξέρουν ότι εμείς θα φύγουμε
κι αυτές θα μείνουν πίσω […]

Μια μέρα δίχως λέξεις

Μια μέρα δίχως λέξεις στη σειρά.
Είναι η μέρα π’ αρρώστησε ο χτίστης.
Μάταια περίμεναν οι πέτρες,
 το κονίαμα και ο ασβέστης.

Μια μέρα δίχως λέξεις στη σειρά.
Είναι μια μέρα με βροχές
για τους τουρίστες του Βορρά
στης Μεσογείου τις ακτές.

Μια μέρα δίχως λέξεις στη σειρά.
Είναι το αχρείαστο ρεπό για τον εργάτη.
Του άνεργου η πόρτα η κλειστή
είναι μια κούφια μέρα και φευγάτη.

Βαθιά λαϊκός, με τη μνήμη να τον οδηγεί εκεί που εκείνη θέλει, ο Γιώργος Σιώμος διαγράφει με το πέμπτο βιβλίο του έναν κύκλο γραφής, που ξεκινά από τον “Κορυδαλλό” του, με τον οποίο έγινε γνωστός στο αναγνωστικό κοινό, για να καταλήξει στα “θραύσματα μνήμης” των “Όμορφων χωριών”.

Σπασμένα τζάμια

Σπασμένα τζάμια
είναι τα θραύσματα της μνήμης.
μπήγονται στη σάρκα,
φωλιάζουν βαθιά εκεί μέσα,
φτιάχνουν πληγές και πονάνε.
Κάθε τόσο ματώνουν
εξεγείρονται και απαιτούν
να βγουν στο προσκήνιο.

……………..

banner-article

Ροη ειδήσεων