Πώς αντιδρούν οι γονείς όταν τους κακοποιούν τα παιδιά τους
Οι γονείς δυσκολεύονται να διακόψουν τις σχέσεις τους με τα παιδιά τους ακόμα και όταν τα παιδιά τους κακοποιούν.
Η Έλεν έχει να μιλήσει με τον γιο της πάνω από ένα χρόνο. Την τελευταία φορά που τον άκουσε, βρισκόταν στη φυλακή. Είναι 31 ετών και εξαρτημένος από τα οπιοειδή. Τα ναρκωτικά βρίσκονται στο επίκεντρο της ζωής του για περισσότερο από μια δεκαετία.
«Προσπάθησε να μου τηλεφωνήσει, πιθανότατα για να μου ζητήσει χρήματα, και δεν το σήκωσα», εξηγεί η Έλεν η οποία ζει στην Αγγλία. «Αυτή τη στιγμή, αυτή είναι η σωστή απόφαση για την ασφάλεια και τη λογική μου». Έχει αναλάβει τη φροντίδα της εγγονής της, (της κόρης του γιου της) και προσπαθεί να της προσφέρει ένα περιβάλλον ασφάλειας και αγάπης.
Η Έλεν θυμάται τον γιο της ως ένα παρορμητικό και αυτοκαταστροφικό παιδί, αλλά με χιούμορ και καλή καρδιά. Έτσι, μπερδεύτηκε όταν, ως έφηβος, «η συμπεριφορά του έγινε εχθρική και άρχισε να κλειδώνεται στην τουαλέτα για ώρες κάθε φορά», θυμάται. «Όταν τον αντιμετώπιζα, μου έλεγε ότι ήμουν τρελή, και ότι εγώ έπαιρνα ναρκωτικά», λέει.
Όταν ανακάλυψε ότι ο γιός της έκανε χρήση ηρωίνης, δεν ήξερε πού να στραφεί. Το παιδί εξαφανιζόταν για μέρες και επέστρεφε με όλων των ειδών τα τραύματα από χτυπήματα. Όταν βρισκόταν στο σπίτι, ήταν δύσκολο να είναι κοντά του. «Ποτέ δεν με χτυπούσε, αλλά συχνά κατέστρεφε το διαμέρισμα από θυμό – υπάρχει ακόμα μια τρύπα στο διάδρομο, όταν τον γκρέμισε», εξηγεί.
Στη δουλειά της πληρωνόταν με μετρητά, τα οποία, όπως λέει, ο γιος της άρχισε να κλέβει από το πορτοφόλι της. Μη θέλοντας να πει τίποτα επειδή φοβόταν τον βίαιο χαρακτήρα του, άρχισε να κρατάει τα χρήματα σε μια ζώνη γύρω από τη μέση της. Πολλές φορές φοβήθηκε και αισθάνθηκε ανασφάλεια. Δεν ήθελε να ζει με κάποιον που είχε τόσο μεγάλη εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Στο τέλος διέκοψε κάθε επαφή μαζί του.
Η σχέση γονέα και παιδιού αναμένεται ότι θα είναι ισόβια -ένας γόνιμος, γεμάτος αγάπη δεσμός, που μπορεί να τα αντέξει όλα. Ωστόσο, για ορισμένους γονείς, η διατήρηση αυτής της σύνδεσης είναι δύσκολη. Ένας γονιός μπορεί να αισθανθεί ότι έχει φτάσει σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή και να επιλέξει να αποχωρήσει από τον ρόλο του.
Σε έναν όλο και πιο δύσκολο κόσμο, οι συζητήσεις για παιδιά που σταματούν να μιλούν στους γονείς τους έχουν γίνει συνηθισμένες. Μπορεί να είναι σπάνιο αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο. Μελέτη του 2015 που διεξήχθη από τη βρετανική φιλανθρωπική οργάνωση για την οικογενειακή αποξένωση, Stand Alone, έδειξε ότι το 5% των γονιών που απομακρύνθηκαν από τα παιδιά τους το είχαν αποφασίσει μόνοι τους.
Το να αποφασίσει κάποιος να αποξενωθεί από τα παιδιά του είναι δύσκολο και επώδυνο και συνοδεύεται από κοινωνικό στίγμα.
«Η άνευ όρων αγάπη» μπορεί να είναι προβληματική
«Τόσο στην έρευνα όσο και στη λαϊκή κουλτούρα, σπάνια ακούμε για γονείς που αποξενώνονται από τα παιδιά τους. Είναι ταμπού, και δύσκολα μπορεί κανείς να μιλήσει γι’ αυτό», εξηγεί η Λούση Μπλέικ, λέκτορας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αγγλίας στο Μπρίστολ, η οποία ειδικεύεται στη γονεϊκή αποξένωση.
Οι λόγοι για τους οποίους οι γονείς διακόπτουν τις σχέσεις με τα παιδιά τους είναι παρόμοιοι με τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά αποκόβονται από τους γονείς τους: σύμφωνα με την Μπλέικ, οι οικογενειακές συγκρούσεις είναι ο κυριότερος λόγος, οι διαφορές στις προσωπικές αξίες (όπως οι θρησκευτικές πεποιθήσεις), η κατάχρηση ουσιών και άλλες τοξικές συμπεριφορές, ακολουθούν.
Η έρευνα από την Stand Alone έδειξε ότι για τη διακοπή των σχέσεων με τους γιους, τα ζητήματα που συνδέονται με το διαζύγιο, τα πεθερικά και το γάμο ήταν οι πιο συχνά αναφερόμενοι παράγοντες- ενώ με τις κόρες, τα προβλήματα ψυχικής υγείας και η συναισθηματική κακοποίηση, ήταν πιο συχνά.
Ωστόσο, αυτή η απόφαση για ρήξη με τα παιδιά είναι πολύ δύσκολη. Κοινωνικά, οι γονείς αναμένεται να αγαπούν και να φροντίζουν τα παιδιά τους εσαεί. «Έχουμε πολύ υψηλές, σχεδόν θεϊκές προσδοκίες από τον γονιό, θέλουμε να είναι άνευ όρων στοργικός» εξηγεί η Μπλέικ. «Αυτό είναι προβληματικό, καθώς υποδηλώνει ότι πρέπει να δέχονται κάθε είδους μεταχείριση, συμπεριλαμβανομένης και κάθε είδους ψυχολογικής και οικονομικής κακοποίησης».
Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο, ακόμη και όταν τα παιδιά τους τους πληγώνουν, οι γονείς δυσκολεύονται να απομακρυνθούν.
Η Τζένιφερ Στόρεϊ, λέκτορας ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία ειδικεύεται στη διαπροσωπική βία, διαπιστώνει ότι στις περισσότερες συνεντεύξεις της με θύματα κακοποίησης ηλικιωμένων, οι γονείς εξακολουθούν να ανησυχούν και να λυπούνται για τα παιδιά τους. «Δυσκολεύομαι να θυμηθώ έναν γονιό που να ήθελε πραγματικά να αποκόψει το παιδί του – σχεδόν πάντα ήθελαν να συνεχιστεί η σχέση, αλλά να σταματήσει η κακοποίηση», εξηγεί.
Είναι δύσκολο τόσο για τους ίδιους όσο και για τους ανθρώπους γύρω τους να αποδεχτούν την πραγματικότητα αυτού που συμβαίνει.
«Οι γονείς υποτίθεται ότι έχουν όλη τη δύναμη, αλλά καθώς το παιδί μεγαλώνει, αυτή η δυναμική αλλάζει», λέει η Αμάντα Χoλτ συγγραφέας του βιβλίου «Κακοποίηση γονέων από τους εφήβους». Πρόκειται για το πρώτο ακαδημαϊκό βιβλίο το οποίο επικεντρώνεται στις άσχημες εμπειρίες των γονιών από την κακοποιητική συμπεριφορά των εφήβων και προτείνει τρόπους διαχείρισης.
Η «υπόθεση του διαγενεακού διακυβεύματος» συμβάλει στην περίπτωση που οι γονείς θέλουν να αποκοπούν από τα παιδιά τους. Σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, οι γονείς επενδύουν περισσότερο -συναισθηματικά, οικονομικά και σωματικά- στη σχέση γονέα-παιδιού από ό,τι τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς. Οι θετικοί δεσμοί με τα παιδιά συνδέονται με τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των γονέων. Ωστόσο, οι ισχυρότεροι θετικοί δεσμοί με τους γονείς δεν βελτιώνει απαραίτητα τη ζωή των παιδιών.
«Η γονεϊκότητα είναι ένας ρόλος και μια ταυτότητα που είναι σεβαστή και θαυμαστή – είναι επίσης κάτι που αλλάζει τη ζωή και είναι δια βίου», εξηγεί ο Μπλέικ. Γι’ αυτό είναι πιο δύσκολο για τους γονείς να διακόψουν τους δεσμούς απ’ ό,τι είναι για τα παιδιά.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτή της Έλεν, η απόφαση να διακοπεί η επαφή με τον γιό της λαμβάνεται σαφώς από εκείνη. Ωστόσο η πηγή της αποξένωσης μεταξύ γονέων και παιδιών σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι ξεκάθαρη.
Ας δούμε την ιστορία του Τζακ, ο οποίος ζει στις ΗΠΑ. Ήταν παντρεμένος με τη σύζυγό του για σχεδόν δύο δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Όταν χώρισαν η μικρότερη κόρη τους ήταν ενός έτους. Η πρώην σύζυγός του ξαναπαντρεύτηκε, και όπως λέει ο ίδιος, το μικρότερο παιδί του ήταν δεμένο περισσότερο με τον πατριό της παρά με εκείνον -και καθώς μεγάλωνε, έδειχνε να μην θέλει να περνάει χρόνο με τον βιολογικό της πατέρα.
Ο Τζακ λέει ότι έφτασε σε οριακό σημείο κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης όταν η κόρη του ήταν 14 ετών. Μετά από μια διαφωνία σχετικά με την ώρα επιστροφής από μια εκδήλωση, είπε στον πατέρα της ότι μισούσε τα Σαββατοκύριακα μαζί του.
«Έστειλα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην πρώην μου για να της πω ότι φαινόταν ότι [η κόρη μου] δεν ήθελε πλέον να περνάει κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο μαζί μου και ότι αν αυτό άλλαζε στο μέλλον, θα την υποδεχόμουν πίσω με ανοιχτές αγκάλες», λέει ο Τζακ.
Δεν κατηγορεί την κόρη του που ενήργησε όπως ενήργησε, αλλά από τότε δεν έχει νέα της ούτε την έχει δει. Παρόλο που η κόρη του διέκοψε αρχικά την επαφή μαζί του, ο Τζακ δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να ξαναρχίσει να τη βλέπει. Και δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό. «Όσο περισσότερο τραβούσε η υπόθεση, τόσο μειωνόταν η ανάγκη μου να αποκαταστήσω αυτή τη σχέση. Μου μοιάζει με θάνατο αλλά έχω προχωρήσει», λέει.
«Σε αυτό το στάδιο της ζωής μου, είμαι άνετος και απολαμβάνω τις σχέσεις που έχω. Αμφιβάλλω αν θα με ενδιέφερε ο χρόνος που απαιτείται για να επενδύσω στη σχέση με την κόρη μου», λέει.
Η ιστορία του Τζακ αντικατοπτρίζει τη θολή πραγματικότητα της αποξένωσης γονιών και παιδιών, δηλαδή ότι δεν είναι πάντα ξεκάθαρο ποιος αρχίζει τη διαδικασία της απομάκρυνσης.
Στην ιστορία του Τζακ η κόρη του έδειξε σαφώς την αδιαφορία της γι’ εκείνον, αλλά στην πραγματικότητα ο ίδιος πήρε την απόφαση να σταματήσουν να βλέπονται.
Αυτή δεν είναι μια ασυνήθιστη κατάσταση, λένε οι ειδικοί: «Για κάποιους αποξενωμένους γονείς, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη απάντηση για το ποιος το ξεκίνησε και είναι αρκετά μπερδεμένο», λέει ο Μπλέικ.
Όταν ρωτήθηκε ποιος ξεκίνησε την αποξένωση (με τις επιλογές «αυτοί το έκαναν», «εγώ το έκανα», «διακόψαμε την επαφή μεταξύ μας» και «δεν είμαι σίγουρος»), το 10% των ερωτηθέντων στην κοινοτική μελέτη της Stand Alone επέλεξε μία ή περισσότερες απαντήσεις, γεγονός που δείχνει ότι δεν υπάρχει πάντα μια απάντηση.
Η αποξένωση δεν είναι επίσης πάντα μια μόνιμη και σταθερή κατάσταση. Το να περνάς από περιόδους αποξένωσης και επανένωσης είναι κάτι συνηθισμένο, ειδικά, όπως διαπίστωσε το Stand Alone, για τις μητέρες και τις κόρες.
Αυτό ισχύει επίσης για πολλούς γονείς των οποίων το παιδί έχει εθισμό σε κάποια ουσία. Μια σουηδική μελέτη του 2020 έδειξε ότι οι γονείς ενήλικων τοξικομανών παρέμεναν αισιόδοξοι για μια ενδεχόμενη συμφιλίωση, εν μέρει επειδή ήταν σε θέση να δουν το παιδί τους ως δύο διαφορετικούς ανθρώπους: έναν νηφάλιο και έναν υπό την επήρεια. Αν ο δεύτερος έφευγε, όπως ήταν φυσικό, η σχέση θα μπορούσε να συνεχιστεί.
Η Έλεν από την πλευρά της, έχει διακόψει αρκετές φορές την επαφή με τον γιο της – εδώ και χρόνια περνούν από περιόδους αποξένωσης και συμφιλίωσης. Αλλά προς το παρόν, δεν έχει επαφή μαζί του -και δεν είναι σίγουρη για το τι θα επακολουθήσει.
«Αν μπορούσε να μου δείξει ότι έχει δεσμευτεί να παραμείνει καθαρός και εκτός φυλακής, ίσως να τον ήθελα πίσω στη ζωή μας», εξηγεί. «Αλλά δεν ξέρω εάν θα μπορούσα ποτέ να τον εμπιστευτώ ξανά, και σίγουρα όχι για να φροντίσει την κόρη του».
Ακόμη και για τους γονείς που είναι σταθεροί στο σκεπτικό τους για τη διαδικασία μιας εγκατάλειψης, η πραγματικότητα της καθημερινότητάς τους δεν είναι καθόλου εύκολη.
«Διαμορφωμένος μέσω βιολογικών, νομικών και κοινωνικών δεσμών, ο δεσμός που δημιουργείται με το παιδί, είναι πολύ βαθύς», εξηγεί η Χολτ. «Είναι τόσο σημαντική η σύνδεση, που ακόμα και εάν οι γονείς απομακρυνθούν, ακόμα και εάν η σχέση φαίνεται να έχει χαθεί, οι δεσμοί επιμένουν. Είναι πολύ δύσκολο να τα αφήσει κανείς όλα αυτά πίσω του».
Πολλοί γονείς οι οποίοι αρχίζουν τη διαδικασία της αποξένωσης διαπιστώνουν ότι η ντροπή και οι ευθύνες που περιβάλλουν την απόφασή τους, οδηγούν ραγδαία σε τεράστια απομόνωση και σε ρήξεις με τους γύρω τους. Ακόμη και με τους συγγενείς εξ αίματος.
«Για τους γονείς οι οποίοι έχουν αρχίσει να απομακρύνονται από τα παιδιά τους, απομένουν τελικά πολλοί λίγοι άνθρωποι στους οποίους μπορούν να μιλήσουν και οι οποίοι θα δείξουν συμπόνια και κατανόηση», λέει ο Μπλέικ.
Ο Τζακ έχει να αντιμετωπίσει τα σχόλια των συγγενών αλλά και των φίλων του, οι οποίοι δεν μπορούν να κατανοήσουν τη στάση του απέναντι στο παιδί του. Δεν καταλαβαίνουν πως μπορεί και γυρίζει την πλάτη «στο αίμα του». «Για μένα, το γεγονός ότι κάποιος είναι «εξ’ αίματος» δεν σημαίνει ότι έχει το δικαίωμα να μου φαίρεται άσχημα», εξηγεί.
ΠΗΓΗ:BBC