Αχ ,γιαγιά μου! καλή μου γιαγιά…
Ποτέ δεν σε ξεχνώ…
Η φιγούρα σου πάντα δυνατή στη μνήμη μου.
Να πηγαινοέρχεσαι στην αυλή φροντίζοντας τα λουλουδάκια σου.
Να ανάβεις τον φούρνο για να ψήσεις την πίτα και τα ψωμάκια που μας τα έφτιαχνες όπως τα αγοραστά για να χαιρόμαστε.
Μας μάζευες κάτω από το δέντρο, πάνω στη στρωμένη κουρελού για να φάμε όλα τα εγγόνια σου το γιαούρτι με το ψωμί και το γάλα .
Φάτι, καλά μου παπάρα, μας έλεγες, είνι δρουσιρή!
Όταν ο ήλιος έκαιγε τα ζεστά καλοκαίρια και οι γονείς μας έλειπαν στα χωράφια από το πρωί ως το βράδυ .
Μου έμαθες να μαγειρεύω και να συγυρίζω το σπίτι, γιατί θα γυρίσει η μαμά σου, έλεγες, από τη δουλειά και θα ‘ναι πολύ κουρασμένη .
Διάβαζα μέχρι αργά στο Γυμνάσιο και εσύ έβγαινες μέσα στη νύχτα και ερχόσουν έξω από το παράθυρό μου.
«Ακόμα διαβάζεις, κουρίτσι μου!»
Πόσο σε αγαπούσα, γιαγιά, πόσο σε αγαπώ…
Θυμάμαι εκείνα τα ωραία πρωινά που ξεχυνόμασταν στα χωράφια για να μαζέψουμε ραδίκια για σαλάτα και παπαρούνες.
Υπέροχα ήταν, όταν ερχόταν και η φίλη σου…
Έλεγες τα τραγούδια που νοσταλγούσες.
Βγαλμένα από την παράδοση του τόπου σου.
Τι όμορφα που ήταν!
Γυρνούσαμε στο σπίτι και όταν έβλεπες ότι τα δικά μας ραδίκια δεν ήταν αρκετά για να γίνουν μία καλή και ωραία σαλάτα,
έδινες γενναιόδωρα από τα δικά σου μαζεμένα.
Εμείς θαυμάζαμε… « Πόσα πολλά μάζεψες, γιαγιά!»
Τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια, εσύ μου τα ‘μαθες.
Μας ξυπνούσες πρωί – πρωί .
« Σκουθείτι, κουρίτσια, να πάμε να πιάσουμι του Μάη.»
Μαζεύαμε λουλούδια και εσύ τα έπλεκες.
Μας στόλιζες τα αυτιά, και τα χέρια με μαργαρίτες που ένωνες χαράζοντας τους μίσχους.
Σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλια…
Αμάν τι όμουρφα κουρίτσια, έλεγες και τα μάτια σου έλαμπαν.
Έκανες τα ωραιότερα τσουρέκια, το ωραιότερο σαραγλί τα Χριστούγεννα.
Τα φαγητά σου, μου φαίνονταν θεσπέσια.
Η γιαγιά μαγειρεύει καλύτερα, έλεγα στη μαμά μου…
Γιαγιά μου, χωρίς εσένα τα παιδικά μου χρόνια δεν θα ήταν τόσο πολύχρωμα.
Όσο θα ζω, θα ζεις και εσύ μέσα μου.
Η θέση σου στέρεη πάντα βαθιά στην καρδιά μου.
Εικόνες γαλήνιες, οι εικόνες σου στο μυαλό μου.
Γιαγιά μου, εδώ και χρόνια, μακριά… σε άλλον κόσμο ζεις…
Κάποτε θα βρεθούμε και θα σου λέω ιστορίες δικές μου… γιαγιαδίστικες κουβέντες.
Σαν τις δικές σου όμως ιστορίες …δεν νομίζω πως θα ‘ναι .
Πώς να παραβγώ εγώ μαζί σου;
Πόσα μου μιλούσες για το χωριό σου, για τον Αϊ Γιώργη τον λουλουδιασμένο πάνω στη Σφηκιά, για τα παιδικά σου χρόνια, για την ορφάνια σου, για τη φωτιά που έπιασε το σπίτι απέναντι από το δικό σου και μέσα καίγονταν η φίλη σου, για τη ρόκα και το αδράχτι και τον αργαλειό… για τον πόλεμο και την πείνα, για τον πρώτο σου άντρα που πέθανε.
Για τα ρούχα που έραβες για όλα τα παιδιά σου… για τα δικά σου και για τα άλλα που αγάπησες όπως τα δικά σου, δευτεροπαντρεμένη καθώς ήσουν!
Καθόμουν και σε άκουγα με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Πόσα πέρασες και τα άντεξες!
Όσο μπόι σου έλειπε, τόσο δύναμη ψυχής, σοφίας και αγάπης είχες
Γιαγιά, σήμερα σε όλον τον κόσμο γιορτάζουν οι γιαγιάδες. Δεν το γνωρίζεις αυτό. Δεν έχει και τόση σημασία…
Εμείς γιορτάζαμε τη μέρα σου κάθε μέρα και για πολλά χρόνια, μαθαίνοντας κοντά σου, τι θα πει ευτυχία…
Γιαγιάκα μου!
Ε.Δ