«Το λεν οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια
και μια μικρούλα πέρδικα στον κάμπο της Αθήνας.
Είχε τα νύχια κόκκινα και τα φτερά βαμμένα.
Αποβραδίς μοιρολογά και το ταχύ φωνάζει:
-Τρίτη, Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,
Παρασκευή ξημέρωνε, να μη είχε ξημερώσει
αφέντες έβαλαν βουλή τον πόλεμο να πιάσουν.
Καραϊσκάκης φώναξε πάνω από τ΄ άλογό του:
-Πού είστε, μπρε Ρουμελιώτες μου, παιδιά αντρειωμένα;
Γυμνώστε τ΄ αλαφρά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια.
΄Ηρθε μεντάτι* των Τουρκών, πεζοί και καβαλάριοι.
Δεν ήταν λίγοι, ουδέ πολλοί, ήταν εννιά χιλιάδες.
Πρώτο γιουρούσι που ΄καμαν, δεύτερο τράκο κάμαν,
Λαβώνεται ο Καραϊσκάς κι ο καπετάν Νικήτας.
Κι ο Καραϊσκος φώναξε, ψιλή φωνούλα βγάζει:
-Έλληνες, μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε
και πάρ΄ το γιούχα η Τουρκιά κι έρθει και μας χαλάσει.
Σαν Έλληνες βαστάξετε και σα Γραικοί σταθείτε.»