Βιβλίο Γράμματα & Τέχνες Λογοτεχνία Πολιτισμός

Θανάσης Μαρκόπουλος “Βροχές Βερμίου” / Ποιήματα της μνήμης και ποιήματα της φθοράς

Σε μια εποχή επίμονων ποιητικών ομφαλοσκοπήσεων και άγονης βουλιμικής λεξιθηρίας, ο Θανάσης Μαρκόπουλος έρχεται να δώσει την 9η ποιητική του συλλογή με τίτλο “Βροχές Βερμίου”, εκδόσεις Μελάνι, διαγράφοντας μια πορεία  40 χρόνων από την εποχή της νιότης του, 1982, την εποχή της αγωνιστικής ποιητικής εκπυρσοκρότησης, μέχρι σήμερα, την εποχή της ποιητικής ωριμότητας, Δεκέμβρης του 2022,  που εκδίδεται η συλλογή.

Πορεία ποιητικής συνέπειας, εξαντλητικής δουλειάς στο “ορυχείο της ποίησης”, πορεία έμπνευσης, με εξόρυξη των δύο τελευταίων του συλλογών, ( “Μικρές ανάσες” 2010 και “Χαμηλά ποτάμια” 2015), να τον κατατάσσουν στους μείζονες ποιητές της εποχής μας, χωρίς, βέβαια, οι προηγούμενες συλλογές να στερούνται αξίας και προσωπικού ύφους.

Προσωπικό ύφος. Όπως τους ζωγράφους τους χαρακτηρίζει το προσωπικό ύφος και τους κάνει αναγνωρίσιμους σε σχέση με τους υπόλοιπους ομότεχνους, έτσι και η γραφή έχει τους δικούς της νόμους και η κατάθεση προσωπικού ύφους είναι ακόμη δυσκολότερη. Κι ο Θανάσης Μαρκόπουλος αυτό το πέτυχε αναμφίβολα, την κατάκτηση προσωπικού ύφους.

Στις “Βροχές Βερμίου” κάνει την ποιητική του ταυτότητα ακόμη πιο αναγνωρίσιμη από τους πρώτους κιόλας στίχους της συλλογής. Καθώς πέρασε τα γονιμότερα χρόνια του στους πρόποδες του Βερμίου, το βουνό γίνεται σημείο αναφοράς μιας πορείας προσωπικής και ποιητικής.Στους στίχους του κυλά υποδόρια το δημοτικό τραγούδι κι ο καημός της πικρής αλήθειας της θνητότητας. Κι ο αναγνώστης κάνει τον καημό του ποιητή για την αθανασία της φύσης σε σχέση με τη δική του θνητότητα και δικό του καημό. Όταν ο αναγνώστης νιώθει τον ποιητή να μιλά με τη δική του φωνή, στο πρώτο κιόλας ποίημα, όταν γίνεται η φωνή του, τότε αρχίζει να γεννιέται το κόκκινο νήμα που τους δένει, η φλέβα της ποίησης.

ΤΟ ΒΟΥΝΟ

Πέρασαν μέρες πέρασαν
νύχτες πέρασαν άνθρωποι
κι άνθρωποι
κάτω απ’ τον ίσκιο του

Κι αυτό εκεί
βουβό κι ασάλευτο
απόμακρο πάντα
αθάνατο

Άλλωστε, διαβάζοντας και πολύ παρακάτω, αργότερα,ανακαλύπτει κανείς  τη σχέση ποιητή και αναγνώστη με ανάμεσά τους το ποίημα έτσι:

Η ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ

Ι. Ο ποιητής

Όπου το πόδι του
εκεί κι ο γκρεμός

ΙΙ. Το ποίημα

Απάτητο βουνό δασωμένο
και πού το γεράκι και πού το φαράγγι
πού το ελάφι και πού η πηγή
ο αμάραντος και το κυκλάμινο
η νάρκη κι ο κεραυνός

ΙΙΙ. Ο αναγνώστης

Η τέχνη της λέξης
δεν έχει αυταπάτες
Έχει όμως το δικαίωμα
σαν κάθε κορίτσι
να ονειρεύεται τον καλό της

Η ποίηση του Μαρκόπουλου και σ’ αυτήν την 9η συλλογή είναι ποίηση κυρίως βιωματική, που περνά μέσα από τους δρόμους της μνήμης και της νοσταλγίας, αλλά γίνεται και ποίηση στοχαστική πάνω  στο σήμερα και κάποιες φορές σκληρά κριτική. Όπως:

ΤΟ ΚΑΚΕΚΤΥΠΟ

Είσαι αλλιώτικη λες
κοτσύφι στο χιόνι
και πληρώνεις το κόστος

Εσύ ο κυνηγός κι εγώ η φτερούγα
εσύ ο κεραυνός κι εγώ το δέντρο
Ποιο κόστος λοιπόν

Δεν είσαι αλλιώτικη κορίτσι μου
μια πόλη από λεύκες
ένα κακέκτυπο είσαι ψευδώνυμο
δέρμα βαμμένο είσαι
κομμένο και ραμμένο
στα μέτρα της αυταρέσκειας

Ποια ετερότητα λοιπόν
όταν δεν έχεις ένα τύμπανο στην καρδιά
μια ρωγμή στη φωνή
έναν καθρέφτη καν
για να βλέπεις το ψέμα σου

Κάποια του ποιήματα γίνονται πίνακες ζωγραφικής υμνώντας τη νιότη και την ομορφιά. Η λεπτομέρεια στην  εικόνα, οι λέξεις αλιευμένες χωρίς καμιά επιτήδευση, οι συνυποδηλώσεις, η αύρα της “άνοιξης” του Μποτιτσέλι…:

ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ

Γέρνει το κεφάλι μεστωμένο στάχυ
κι ακουμπά στην κουπαστή τα φτερά της
Πίσω της επέρχεται η άνοιξη
εκπυρσοκροτώντας

Κόκκινα και μαύρα πλακάκια στη φούστα
απάνωθε νύχτα κλειστή αμάνικη
τα μαλλιά της γκρεμισμένο σκοτάδι
Το γόνατο λυγίζει ελαφρά
αεράκι που θωπεύει κλωνάρι
Μποτάκια εβένου και πόδια αλαβάστρου
Βλαστάρι το βλέμμα της
σπάζει την κρούστα του δικού μας
Συμβάλλει και το μόλις χαμόγελο
αυγή που οσμίζεται ήλιο

Και είμαστε πια
στο έλεος μιας ομορφιάς
που απειλεί τις ράγες μας μέρα και νύχτα

Όμως αν η νιότη και η ομορφιά εισβάλλουν στο παρόν καταιγιστικά, η συνειδητοποίηση της φθοράς είναι οδυνηρή:

ΣΩΜΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Βαθαίνει το φθινοπωρινό σώμα σου
κι εσύ επιμένεις
σκάβεις μέρα και νύχτα
ασφυκτιάς  καπνίζεις
ανοίγεις πηγάδια στον κάμπο
και φλέβα δε βρίσκεις

Πάψε επιτέλους να ξοδεύεσαι
σε μια οπτασία απρόσιτη
φεγγάρι στη λίμνη
Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει

Ωραία λοιπόν να πάψω
Όμως ο ίσκιος του γιατί μένει πίσω
σκυλί που γαβγίζει
και στιγμή δε μ’ αφήνει μάτι να κλείσω

“Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει”, στίχος πυκνός, λιτός, κοφτερός, όπως αυτοί της λαϊκής σοφίας, που γίνονται παραδοχή του ανέφικτου και γλυκαίνουν κάπως την αλήθεια:

Η ΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Ανάμεσα σε τείχη από χιόνι
και γοφιά σπασμένα
όπως ορίσει ο Θεός ψιθύρισε
με τη σοφία του ζώου
η ανήμπορη μάνα
όταν κάποια στιγμή
το δάσος μπούκαρε απ’ το παράθυρο
κι άστραψαν τα δόντια του λύκου
στο σούρουπο των ματιών της

Και ο έρωτας να επανέρχεται τυραννικός μέσα από τη μνήμη φωτίζοντας το χθες της νιότης:

ΟΙ ΠΙΚΡΟΔΑΦΝΕΣ

Κάμπινγκ Σκοτίνας Αύγουστος
και η θάλασσα να επιστρέφει

Φλέγονται οι πικροδάφνες πάνω στο κύμα
φωτιές κλεμμένες πού και πού
ποιος άραγε να κόβει
κλαράκια για το βάζο του
όταν ξάφνου φακός καταδότης
πανσέληνο ημίγυμνη σε μπάζει στο κάδρο
με τα μαλλιά να πέφτουν άφοβα στον γκρεμό
και τη γωνία του βλέμματος
να περιπαίζει με σκέρτσο τον πόθο μας

Και το τώρα. Ίδιοι οι πρωταγωνιστές.  Όμως τώρα φθινόπωρο και τότε άνοιξη:

ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

Πλάτη με πλάτη απόψε

Εκείνος σκέφτεται
νύχτα που καίγεται δεν επανέρχεται
κι αλλάζει πλευρό
Εκείνη πάλι
μήλο που πέφτει δεν επιστρέφει
και γυρίζει πλευρό
Ενώπιος ενωπίω πια
η μια ανάσα πάνω στην άλλη
και λιώνουν

Μια λίμνη τώρα γύρω τους
και νούφαρα τα πεταμένα ρούχα

Πέρα από τη νοσταλγία του, ο οδοιπόρος της χλευάζει την επιφάνεια του σήμερα σε αντίθεση με την αλήθεια του χθες στην κοινωνική ζωή. Το χθες:

Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ

[…] Μου θύμισες έλεγε τις ένδοξες μέρες
τότε που τα κεράσια κοκκίνιζαν ακόμα […]

[…] Μου θύμισες τις ανέμελες μέρες
όταν οι δρόμοι δεν είχαν γκρεμούς και καρτέρια […]

Το σήμερα:

ΜΑΜΑΔΕΣ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ

Ήρθανε φίλοι του γιου μου
Ήρθαν μαμάδες των φίλων του γιου μου
πιάσανε το λογόχειρο
πλέκουν και πλέκονται
με φωνές ανάμεικτες

Και βαριέμαι τόοοσο
τις τέλειες μαμάδες

Χαμογελώ με μπαταρίες

Μαθαίνω όμως
ενδιαφέρουσες συνταγές
για τις φακές και το σπανάκι

Για να τρώνε τα παιδιά
να μεγαλώσουν
να γίνουν κι αυτά σαν κι εμάς

Ενώ έχουν παρατεθεί τόσα ποιήματα εδώ, σ’ αυτό το κείμενο, η συλλογή είναι τόσο πλούσια σε ποιήματα πραγματικά άξια προσοχής , που η επιλογή τους εδώ σίγουρα αδικεί πολλά, που μένουν στο σκοτάδι ενός μικρού δημοσιεύματος.

Άλλωστε, μόνο κρατώντας στα χέρια μας τα ποιήματα έχουμε την ευκαιρία να ξαναγυρίσουμε ξανά και ξανά στο βιβλίο, αγγίζοντας λέξεις και συναισθήματα.

Λόγος ποιητικός λιτός, ευθύβολος, ικανότητα να κινείται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν ακροβατώντας γοητευτικά, άλλοτε τρυφερός, άλλοτε στοχαστικός, κάποτε καταγγελτικός, σηματοδοτεί έναν κόσμο, όπου ο αναγνώστης μπαίνει πάντα χωρίς να αισθάνεται πως ο ποιητής γράφει μόνο για την Ποίηση, για τους ομοτέχνους του, (όπως εκείνο το περίφημο “Η Τέχνη για την Τέχνη”), αλλά για  να σμίξει με τον αποδέκτη των στίχων του.

 

banner-article

Ροη ειδήσεων