Η προπαγάνδα ήταν απλή. Απλή αλλά πιασιάρικη: οι κρατικές εταιρείες ήταν ελλειμματικές. Γιατί ήταν ελλειμματικές; Γιατί οι συνδικαλιστές κάθονταν, γιατί οι εργαζόμενοι ήταν πολλοί και πληρώνονταν πολλά, γιατί οι συνδικαλιστές ήταν τεμπέληδες. Συνδικαλιστές συγκεκριμένοι, όχι οι συνδικαλιστές γενικώς, που κάθε μέρα τους καθιστούσαν τα κανάλια γνωστούς στο πανελλήνιο ως ενόχους για τη «χρεωκοπία» του ελληνικού δημοσίου. Το ελληνικό κράτος δεν μπορούσε να συντηρεί τέτοιες εταιρείες. Δεν έπρεπε να υπάρχουν. Έπρεπε να ιδιωτικοποιηθούν, δηλαδή να δοθούν σε ιδιωτικά μονοπώλια και έτσι θα δούλευαν καλύτερα.
«Ορθολογικότερα». Ο ιδιώτης-κάτοχος θα είχε συμφέρον να έχει πιο σύγχρονα μέσα, που θα δούλευαν πιο γρήγορα, πιο αποτελεσματικά, πιο φτηνά, με λιγότερους εργαζομένους και χωρίς συνδικαλιστές να απεργούν. Και επειδή θα μας ήθελε πελάτες θα έριχνε και το κόστος. Όλοι θα ήμασταν χαρούμενοι.
Το σχέδιο ξεκίνησε επί πατρός Μητσοτάκη, αλλά δεν προχώρησε, λόγω αντιπολίτευσης. Συνεχίστηκε επί Σημίτη και Κώστα Καραμανλή. Πήρε φορά επί Γιώργου Παπανδρέου. Απογειώθηκε επί μνημονικού Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ. Βρήκε τα αγαπημένα του πρόσωπα ξανά, επί Χατζηδάκη, Γεωργιάδη, Κυριάκου Μητσοτάκη. Υλοποιήθηκε χωρίς αντιδράσεις χάρις στα καθεστωτικά κανάλια των ολιγαρχών (Αλαφούζου, Μαρινάκη, Βαρδινογιάννη, Κυριακού, την εκάστοτε κυβερνητική ΕΡΤ) τους ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις ιστοσελίδες πάλι ολιγαρχών και τους γνωστούς δημοσιογράφους-παπαγάλους (περίπου αυτούς που υπάρχουν στη γνωστή πλέον ανάρτηση Πολάκη) και τηλε-οικονομολόγους. Προωθήθηκε εκβιαστικώς από την Ε.Ε., με πρώτη τη Γερμανία και με λογής τροϊκανούς και τεχνικά κλιμάκια στο πεδίο, στα οποία συμμετείχαν και ελληνόφωνοι. Χρηματοδοτήθηκε από τους καθεστωτικούς τραπεζίτες και υλοποιήθηκε με το ξεπούλημα σχεδόν ή και τελείως τζάμπα της κρατικής περιουσίας σε ξένα μονοπώλια και ντόπιους ολιγάρχες. Αυτό απαιτούσε η ΤΙΝΑ του εκσυγχρονιστικού πρώτα και νεοφιλελεύθερου μετά ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, του μνημονικού ΣΥΡΙΖΑ.
Μάλιστα, η λεηλασία πήρε και μια άλλη μορφή ακόμα πιο επικίνδυνη: μεγάλες ΔΕΚΟ, έσπαγαν σε 3 και 4 κομμάτια, με το δημόσιο να κρατά τις απαξιωμένες υποδομές και τα ιδιωτικά ή ξένα κρατικά μονοπώλια να παίρνουν την κερδοφόρα, μονοπωλιακή παροχή υπηρεσιών. Ένα νεοφιλελεύθερο μάνατζμεντ, σπασμένο σε τρία και τέσσερα σημεία (ή και περισσότερα, αναλόγως των λογής υπεργολαβιών) διαλύει κάθε πιθανότητα χρηστής διοίκησης.
Κάποιοι τολμούσαν να πουν ότι φτιάχναμε ιδιωτικά μονοπώλια, τα οποία πάντα (μα πάντα) αποδεικνύονται χειρότερα από τα κρατικά μονοπώλια, διότι σε όλα τα προβλήματα των τελευταίων προσθέτουν την ιδιωτική κερδοσκοπία. Ότι τα ιδιωτικά μονοπώλια θα αποδεικνυόταν ανεξέλεγκτα και καταστροφικά για τους καταναλωτές. Ότι οι ΔΕΚΟ έπρεπε να μείνουν εκτός επιχειρηματικών κριτηρίων λειτουργίας ακόμα και αν ήταν μετρίως ελλειμματικές. Ότι πολλές από τις ΔΕΚΟ δεν ήταν καν ελλειμματικές, πλην κατά βάση των αστικών συγκοινωνιών, οι οποίες όμως είναι πάντα και παντού ελλειμματικές. Ότι οι κρατικές εταιρείες μπορούσαν και έπρεπε να βελτιώσουν τη λειτουργία τους, αλλά ότι έπρεπε να μείνουν εταιρείες κοινής ωφέλειας, με ασφαλείς υπηρεσίες για όλους, ακόμα και μεγαλύτερου κόστους. Μάταια. Ποιος μπορούσε να επικρατήσει επί των ολιγαρχών, των αγορασμένων πολιτικών, των υποταγμένων κυβερνήσεων και των τηλε-παπαγάλων;
Κάπως έτσι πουλήσαμε (δώσαμε ουσιαστικώς δωρεάν, πρέπει να το επαναλαμβάνουμε) κάθε υποδομή, κάθε εταιρεία κοινής ωφέλειας. (Παραλλήλως και παρεμπιπτόντως ιδιωτικοποιήσαμε ουσιαστικώς την υγεία και την παιδεία. Χιλιάδες άνθρωποι πληρώνουν αδρά, δανείζονται για να προσπαθήσουν να σώσουν τις ζωές τους, πέφτοντας συνήθως στα χέρια γιατρών που πρώτα απ’ όλα βουτούν τα χέρια βαθιά στις τσέπες μας).
Έκτοτε, η ρεμούλα έχει γιγαντωθεί. Δεν σταματάει πουθενά. Δεν μιλάμε για κάποιο συνδικαλιστή που (κακώς, κάκιστα) διπλοπληρώνεται εισιτήριο για κάποιο ταξίδι, αλλά για πραγματική λεηλασία. Οι κεντρικοί δρόμοι κλείνουν, όταν υπάρχει κακοκαιρία και οι εταιρείες δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη. Οι υποδομές λειτουργούν ολοένα συχνότερα με τρόπο οριακό, επικίνδυνο. Οι ολιγάρχες αρπάζουν τα έσοδα και την περιουσία που έχτισε ο ελληνικός λαός, ενώ οι πρώην εταιρείες κοινής ωφέλειας καταστρέφονται για να επιδοτούν εκείνες των ολιγαρχών. Και πλέον έχουμε δεκάδες νεκρούς. Δίπλα στους χιλιάδες νεκρούς από την ιδιωτικοποίηση της υγείας και τη διάλυση του ΕΣΥ, που περνούν κάθε χρόνο απαρατήρητοι από όλους πλην των δικών τους.
Θα μας πείτε: μα καλά ατυχήματα και δυστυχήματα δεν συνέβαιναν και σε κρατικές εταιρείες; Ενίοτε, ναι. Αλλά πολύ λιγότερα, πολύ σπανιότερα. Με σαφή την ευθύνη. Στο πλαίσιο μιας λειτουργίας που ήταν πολύ συχνά προβληματική, αλλά ήταν προσιτή σε όλους και κατά κανόνα ασφαλής. Στο πλαίσιο μιας λειτουργίας που έπρεπε να βελτιωθεί. Όχι να χειροτερέψει για να βγάζουν λεφτά (πολλά λεφτά) οι ολιγάρχες και οι υποτακτικοί τους.
Οι ένοχοι των ιδιωτικοποιήσεων, της λεηλασίας και όσων αυτές προκάλεσαν έχουν ονοματεπώνυμα. Από τις ηγεσίες της Ε.Ε. και της Γερμανίας, μέχρι τους ολιγάρχες, τους «δημοσιογράφους» και τους οικονομολόγους-πανεπιστημιακούς, που δούλεψαν συστηματικώς υπέρ των ιδιωτικών μονοπωλίων. Αυτοί είναι συνένοχοι των δεινών των ιδιωτικοποιήσεων. Γιατί ήξεραν τι προκαλούν τα ιδιωτικά μονοπώλια και αποδέχτηκαν αυτές τις συνέπειες, μπροστά στα προσωπικά τους οφέλη.
Ως πότε θα τους ανεχόμαστε να γκρεμίζουν την πατρίδα μας; Είναι οι δικές μας ζωές που χαλάνε, που χάνονται σε τρένα, σε νοσοκομεία που καταρρέουν, σε αυτοκινητοδρόμους, σε σπίτια όπου βασιλεύει η φτώχεια. Τα Τέμπη ήταν άλλο ένα έγκλημα εν αναμονή.
Το είδαμε να έρχεται και δεν κάναμε τίποτα, τυφλωμένοι από αυτούς περίπου που θίχτηκαν από την (πολύ καθυστερημένη, μιας και τις ιδιωτικοποιήσεις είχε υποστηρίξει και ο ίδιος) ανάρτηση Πολάκη, από πολλούς ακόμα που ο Πολάκης δεν τόλμησε να αναφέρει, από τις αναφορές βουλευτών που μηνύονται, από συνδικαλιστές που δεν τηρούν το αστικό savoir vivre και από κάποιους ακόμα που τολμούσαν να μιλούν. Πρέπει να αναστρέψουμε μια εφιαλτική 15ετία μέσα στην οποία χάθηκε ό,τι χτίστηκε μετά το 1974 και κυρίως μετά το 1981. Σήμερα βασιλεύει η έρημος των μονοπωλίων και της λεηλασίας. Των ολιγαρχών και του τσαλαπατήματος των ζωών μας. Δεν μπορούμε να μένουμε πίσω, μακριά από αυτήν τη μάχη. Είναι οι ζωές μας.