Πεθαίνουν οι άνθρωποι, όταν δεν τους θυμόμαστε; Ο Δημήτρης Καρασάββας, ένα χρόνο μετά το τελευταίο του ταξίδι, είναι ακόμα κοντά μας, τον νιώθουμε δίπλα μας… Όταν ονειρευόμαστε καλύτερες μέρες, όταν μελετάμε, όταν βλέπουμε τη σεμνότητα να γίνεται στον κόσμο μας όλο και πιο δυσδιάκριτη, τον σκεφτόμαστε. Μας λείπει…
Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στη Φαρέτρα το ίδιο εκείνο βράδυ που μάθαμε για το θάνατό του. Το αναδημοσιεύουμε.
……………………….
Ο Δημήτρης Καρασάββας πήρε τον μοναχικό δρόμο χωρίς επιστροφή, σεμνός και ακέραιος, όπως πάντα…
Έφυγε σήμερα. Μοναχικός οδοιπόρος του τελευταίου δρόμου χωρίς επιστροφή, βαδίζει ανάλαφρα έχοντας αφήσει πίσω του κομμάτια δικά του. Σκέψεις, συναισθήματα, μελέτες, ποιήματα, κουβέντες λίγες και λαλίστατες σιωπές και προπαντός άφησε πίσω του φεύγοντας την αγάπη και την εκτίμηση πολλών ανθρώπων της πόλης.
Αν μπορούσε να δει σήμερα το οδυνηρό τους ξάφνιασμά από την απροσδόκητη αναχώρησή του, σίγουρα θα ένιωθε μια βαθιά ικανοποίηση… “Μ’ αγαπούσαν, λοιπόν…” θα έλεγε, γιατί, καθώς σπάνια μοιραζόταν τα δικά του συναισθήματά, ίσως δεν μπορούσε να προσλάβει εύκολα και τα συναισθήματα των άλλων…
Ποιος ήταν ο Δημήτρης Καρασάββας για όσους δεν τον γνώρισαν;
Για μας τους μεγαλύτερους, που τον γνωρίσαμε,ήταν μια μοναχική φιγούρα της πόλης. Η προσωποποίηση της αξιοπρέπειας, και της σεμνότητας.
Με το μακρύ του μαύρο παλτό τους χειμώνες, με το κλασικό του σκούρο κοστούμι την άνοιξη και το φθινόπωρο, ήταν φερμένος από μια άλλη εποχή, όχι από διάθεση για να ξεχωρίσει, αλλά γιατί τον συνόδευαν αξίες και ιδέες αναλλοίωτες, που στην εποχή μας άρχισαν να θεωρούνται ξεπερασμένες. Αυτός ήταν. Άνθρωπος “παλαιάς κοπής” με ό,τι θετικότερο ο ορισμός κρύβει.
Δημοσιογράφος για χρόνια. Συνεργάτης σε εφημερίδες της πόλης και στο ραδιόφωνο. Αλλά και εκδότης δικής του δεκαπενθήμερης εφημερίδας με τον τίτλο “Οι Καιροί”, από το 1993 μέχρι και το 2012. Αφετηρία του σε όσα έκανε ποτέ το κέρδος. Πάντα η ανησυχία γι’ αυτόν τον τόπο, ο προβληματισμός, η δημοκρατική του συνείδηση, ήταν οι δρόμοι που τον οδηγούσαν στη γραφή.
Και πέρα από τη δημοσιογραφία, το πάθος του για τη γνώση και τη μετάδοσή της τον οδηγούσε στη μελέτη και καταγραφή της Ιστορίας της Βέροιας, κι ύστερα, άλλοτε, τα συναισθήματά του γίνονταν στίχοι κι έβγαιναν, απόσταγμα πάλης με το λόγο, σε ποιητικές συλλογές…
Δεμένος με τους άλλους ποιητές της πόλης, μέσα στον “Ποιητικό Πυρήνα” που φτιάξανε, ή συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις της ΕΜΙΠΗ, με την προσωπική του ματιά πάνω στην Ιστορία της Βέροιας, ήταν πάντα ένας πολίτης της πόλης, που έδινε το δικό του “παρών” στο πολιτιστικό της τοπίο.
Συνήθως μόνος σ’ ένα μικρό τραπέζι, στον τοίχο νεανικού καφενείου, φαινόταν πίσω από το τζάμι να διαβάζει ή να γράφει, ενώ οι νεανικές φωνές πλημμύριζαν το χώρο.
Χαμογελούσε σπάνια, έχοντας κι αυτές τις φορές κάτι από κείνη τη φευγαλέα πίκρα του κυρ Αλέξαντρου Παπαδιαμάντη.
Όταν πήρε το πτυχίο του από το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο πριν λίγα χρόνια – όνειρο ζωής που δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει στα νιάτα του – τότε τον είδα για πρώτη φορά, κατηφορίζοντας σ’ ένα στενό δρομάκι της πόλης, όχι απλά να χαμόγελά, κυριολεκτικά να λάμπει. Τι όμορφη στιγμή…
Δεμένος με τους γονείς του, που τους πρόσφερε την αγάπη και την αφοσίωσή του μέχρι το τέλος τους, συχνά κάνοντας αναφορές στην ποίησή του γι’ αυτούς, μοίρασε το χρόνο του ανάμεσα στη γραφή και την αγαπημένη του Αμφιθέα, που πάντα τον στήριζε, κατανοώντας τις ιδιαιτερότητες του. Κι εκείνος τη φώναζε πάντα τρυφερά “Φιφή”, κλείνοντας με τον τρόπο που έλεγε αυτήν τη μικρή λέξη μέσα της όλα του τα συναισθήματα…
Ο Δημήτρης Καρασάββας σήμερα είναι ήδη μακριά. Μοναχικός οδοιπόρος, μοναχικός και ρομαντικός Δον Κιχώτης…
Καλό ταξίδι, Δημήτρη…