Άρθρα

“Τι συμβαίνει με τα κυπριακά τανκς; / γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος

Σύμφωνα με το άρθρο του Αrmyrecognition.com που αναπαράγεται ήδη και από πολλά άλλα sites, η Ουάσιγκτον ζητά ήδη από τον Απρίλιο του 2022 από την Κύπρο να στείλει όλο σχεδόν τον εξοπλισμό της Εθνικής Φρουράς (που είναι ρωσικής προελεύσεως) στην Ουκρανία. Στα πλαίσια των πιέσεων αυτών, ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης έκανε την προσφορά για τα τανκς κατά τη συνομιλία που είχε με τον σύμβουλο του καγκελαρίου Σολτς για θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, Γενς Πλότνερ. Το δημοσίευμα προσθέτει ότι ο Γερμανός καγκελάριος δεν έχει δώσει ακόμα απάντηση, ενώ δεν διευκρινίζει πότε έγινε η συζήτηση του Κασουλίδη με τον Γερμανό αξιωματούχο.

Υποθέτουμε ότι αναφέρεται στις συνομιλίες Κασουλίδη στο Βερολίνοπρο ημερών. Ο Γερμανός αξιωματούχος, σημειωτέον, ήταν πρέσβης στην Αθήνα και ήταν παρών στην τελευταία συνάντηση Μπούρα-Καλίν. Ελπίζουμε να μην έχει αναλάβει και καθήκοντα γενικού συντονιστή Αθήνας και Λευκωσίας! (Τρεις μέρες εξάλλου μετά τις συνομιλίες Κασουλίδη στο Βερολίνο, υπήρξε και τηλεφωνική επικοινωνία Αναστασιάδη-Ζελένσκι, κατά την οποία συζητήθηκαν οι «προκλήσεις για την ασφάλεια» και ευχαρίστησε ο Ουκρανός πρόεδρος τον Κύπριο ομόλογό του για τη συμπαράστασή του στην Ουκρανία).

Μια τέτοια ενέργεια (η παροχή των αρμάτων μάχης της Κύπρου στην Ουκρανία, ακόμα και αν όντως αντικαθίσταντο σύντομα από ελληνικά) θα σήμαινε, εκτός των άλλων, την πλήρη αποδιοργάνωση της κυπριακής άμυνας για ικανό διάστημα και τη μερική αποδιοργάνωση της ελληνικής εν μέσω σοβαρότατης κρίσης με την Τουρκία. Θα κινδύνευε επίσης να στείλει οριστικά τη Ρωσία στο πλευρό της Άγκυρας σε περίπτωση ελληνοτουρκικής κρίσης, όπως και διπλωματικά εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Απορεί μάλιστα κανείς γιατί ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, αν αληθεύουν τα δημοσιεύματα, με τόσο βαριές συνέπειες, λίγες μέρες πριν τις κυπριακές προεδρικές εκλογές.

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έχει συμβατική υποχρέωση να μην εξάγει τα οπλικά συστήματα που έχει αγοράσει από τη Ρωσία σε τρίτη χώρα, χωρίς την άδεια της Μόσχας. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ελλάδα, σε ότι αφορά τα αντιαεροπορικά συστήματα S-300 στην Κρήτη και τα TOR-M1 στο ανατολικό Αιγαίο, που θα είχαν φύγει ήδη για την Ουκρανία, αν η παρούσα κυβέρνηση, παρά το άγχος της να ικανοποιήσει τους Αμερικανούς ακόμα και αφοπλίζοντας τα νησιά, δεν φοβόταν την κατακραυγή και το πολιτικό κόστος που θα εισέπραττε στην προεκλογική περίοδο.

Τα ρωσικά δημοσιεύματα

Δεν είναι όμως μόνο το Armyrecognition. Υπό τον τίτλο «Η Νότιος Κύπρος έτοιμη να παραδώσει τα τανκ της Τ-80u», η ρωσική αμυντική ιστοσελίδα Avia γράφει ότι «οι κυπριακές αρχές είναι έτοιμες να παραδώσουν στην Ουκρανία τρία τάγματα αρμάτων μάχης T-80U. Η Νότιος Κύπρος προτίθεται να παράσχει στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία. Μιλάμε για κολοσσιαίες για αυτή τη χώρα στρατιωτικές παροχές, που μπορούν να ενισχύσουν σημαντικά τα ουκρανικά στρατεύματα. Πόσο μάλλον που η χρήση τους δεν χρειάζεται την εκπαίδευση των Ουκρανών στρατιωτικών».

Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο ρωσικός «Πολεμικός Παρατηρητής» (Βαένι Αμπασριβάτελ), που γράφει ότι «η Νότιος Κύπρος είναι έτοιμη να παραδώσει στην Ουκρανία τα 82 τανκς που διαθέτει».

Ο καπνός και η φωτιά

Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν τα δημοσιεύματα αυτά είναι ακριβή και τι ειπώθηκε μεταξύ Κασουλίδη και Plöttner. Καλά πληροφορημένοι πολιτικοί παρατηρητές στη Λευκωσία υποστηρίζουν ότι είναι αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο, αν μη τι άλλο γιατί θα προκαλέσει εξέγερση του ίδιου του κυπριακού λαού, μεγάλο μέρος του οποίου (όπως και του ελληνικού) διαφωνεί έντονα με την πολιτική πλήρους ταύτισης με το ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας και, πολύ περισσότερο, αποστολής όπλων στην Ουκρανία. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας της Βουλής των Αντιπροσώπων Μαρίνος Σιζόπουλος (επικεφαλής του σοσιαλιστικού κόμματος ΕΔΕΚ) μας είπε ότι η ενημέρωση που είχε από την κυβέρνηση, τουλάχιστο μέχρι τα Χριστούγεννα (πριν πάντως τις επαφές Κασουλίδη στο Βερολίνο) αποκλείει ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Εμείς ελπίζουμε ότι έτσι έχουν όντως τα πράγματα. Καλό όμως θα ήταν να ξεκαθαρίσει και η κυπριακή κυβέρνηση επισήμως τη θέση της. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στον ελληνικό χώρο άλλα να λέμε, άλλα να σκεφτόμαστε και άλλα να κάνουμε. Είναι επίσης συνηθισμένη τακτική να λέμε στον καθένα ό,τι θέλει να ακούσει. Ο κίνδυνος όμως είναι τελικά να τους συσπειρώσουμε όλους εναντίον μας.

Οι σχέσεις με τη Ρωσία και τα δύο κράτη

Ακόμα και αν οι δημοσιευθείσες πληροφορίες αποδειχθούν τελικά ανακριβείς, έχουν ήδη βαριές πολιτικές συνέπειες σε ένα κλίμα εντεινόμενης εχθρότητας ανάμεσα στον ελληνικό χώρο και τη Ρωσία, κλίμα που δεν επικράτησε ποτέ άλλοτε στην ιστορία και εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους, βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους, ακόμα και εθνικής ασφάλειας για τον ελληνισμό, πόσο μάλλον που σημειώνεται σε μια περίοδο παροξυσμού της ελληνοτουρκικής κρίσης, ακόμα και κινδύνου πολέμου.

Θέλουμε να έχουμε απέναντι τη Ρωσία, σε μια περίπτωση σύγκρουσης με την Τουρκία; Θέλει η Κύπρος να χάσει το κύριο στήριγμά της στον ΟΗΕ;

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία από ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, εξ όσων γνωρίζουμε, που ρωσικά μέσα ενημέρωσης την αποκαλούν «Νότιο Κύπρο».

Το γεγονός πρέπει να θεωρηθεί ενδεικτικό της ογκούμενης οργής σε κύκλους της ρωσικής κοινής γνώμης, των στρατιωτικών, των διπλωματών και στο ίδιο το Κρεμλίνο για τη στάση της Κύπρου και, ακόμα περισσότερο, της Ελλάδας στο ουκρανικό και ιδιαίτερα για την αποστολή όπλων στην Ουκρανία. «Τα πυροβόλα που έστειλαν οι Έλληνες σκοτώνουν Ρώσους αμάχους στο Ντονμπάς», έγραψε χαρακτηριστικά ρωσική εφημερίδα. Και δεν είναι μόνο Ρώσοι, είναι και πολλοί Έλληνες που κατοικούν την περιοχή αυτή και δέχονται τα πυρά αυτών των πυροβόλων…

Η πολιτική της Αθήνας (περισσότερο) και της Λευκωσίας (λιγότερο) στο ουκρανικό, αλλά και πριν ξεσπάσει η ουκρανική κρίση, είναι ασφαλώς βούτυρο στο ψωμί ενός ισχυρότατου τουρκικού λόμπι στη Μόσχα, που δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα άλλο από το να εμφανίζει τι λένε και τι κάνουν οι Έλληνες για να στρέψει τη Ρωσία εναντίον τους.

Βέβαια η Μόσχα έχει διαβεβαιώσει επισήμως ότι συνεχίζεται η πολιτική αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας και απαίτησης εφαρμογής των αποφάσεων του ΟΗΕ. Εντούτοις θα ήταν εξαιρετικά ανόητος όποιος υποτιμούσε την επίπτωση που μπορεί να έχει στο τέλος η διαρκής επιδείνωση των σχέσεων του ελληνισμού με τη Ρωσία και μάλιστα σε ένα περιβάλλον πρωτοφανούς παγκόσμιας αστάθειας, όπου τίποτα δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.

Το τραγικό παράδειγμα άλλωστε της Αρμενίας, οι ηγέτες της οποίας ακολούθησαν, όπως και οι δικοί μας, μια πολιτική τυφλής ευθυγράμμισης με τη Δύση, αγνοώντας τις γεωπολιτικές, ιστορικές και πολιτιστικές ακόμα πραγματικότητες είναι, δυστυχώς, εξόχως διδακτικό.

Ακόμα και αν δεχθούμε ότι η Λευκωσία και η Αθήνα δεν μπορούν να ακολουθήσουν την ανεξάρτητη πολιτική που ακολουθεί η Τουρκία (μέλος του ΝΑΤΟ), αλλά και η Ουγγαρία (μέλος και του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.), με πολύ θεαματικά υπέρ αυτών αποτελέσματα, γιατί δεν μπορούν τουλάχιστο, να ευθυγραμμισθούν με τη γενική γραμμή της Δύσης, αποφεύγοντας όμως να δώσουν εξοπλισμό, πόσο μάλλον που η Τουρκία τους προσφέρει μια εντελώς επαρκή δικαιολογία έναντι των «συμμάχων». Προς τι ο αντιρωσικός «πρωταθλητισμός»;

Μια ιστορική υπενθύμιση

Με κίνδυνο να γίνουμε κουραστικοί, υπενθυμίζουμε ότι η Ρωσία απετέλεσε το πιο βασικό αμυντικό και διπλωματικό στήριγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας από την ίδρυσή της το 1960 (ενώ και πριν υποστήριξε διπλωματικά τον κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα). Απέτρεψε, σύμφωνα με τον Βάσσο Λυσσαρίδη, την τουρκική εισβολή το 1964, έδωσε στην Κύπρο τα όπλα που δεν της έδινε κανείς άλλος, και πριν και μετά το 1974, υπήρξε και μέχρι τώρα είναι το βασικό στήριγμα της Κύπρου στο Συμβούλιο Ασφαλείας, συχνά και με τη συνδρομή της Κίνας και της Γαλλίας, εναντίον των διαρκών προσπαθειών των Αγγλοαμερικανών να υπονομεύσουν την ίδια την υπόσταση του κυπριακού κράτους. (Διόλου τυχαία το πρώτο μεταψυχροπολεμικό βέτο της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας αφορούσε το Σχέδιο Ανάν). Μετά το 1991 τα ρωσικά κεφάλαια είναι βασικός οικονομικός πνεύμονας της Κύπρου (Ασφαλώς υπάρχουν και «μαύρα», αλλά δεν υπάρχουν στο Λουξεμβούργο, στη Γερμανία, στη Βρετανία ή στην Ελβετία; Υπάρχουν και όρια στην υποκρισία).

Αντιθέτως ήταν οι «δυτικοί σύμμαχοι» που αντιτάχθηκαν στην αναγνώριση του δικαιώματος του κυπριακού λαού στην αυτοδιάθεση, που ενέπλεξαν την Τουρκία και τους Τουρκοκυπρίους στο Κυπριακό, που πίεσαν για την αποδοχή των ανεφάρμοστων και τερατωδών συμφωνιών του Λονδίνου και της Ζυρίχης, που υπέθαλψαν τις διακοινοτικές ταραχές του 1963, που υπέθαλψαν τον εμφύλιο που εξαπέλυσε η χούντα κατά του Μακαρίου και εν συνεχεία το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, που επέβαλαν εν συνεχεία εμπάργκο όπλων στο θύμα τους, το πίεσαν να αποδεχθεί οικειοθελώς την διάλυση του κράτους του με το σχέδιο Ανάν και του επέβαλαν το πρωτοφανές bail in, μια από τις βασικές επιδιώξεις του οποίου ήταν η απαλλοτρίωση και εκδίωξη των ρωσικών κεφαλαίων.

Και τώρα, αυτοί οι «σύμμαχοι», Αμερικανοί, Ευρωπαίοι, ΝΑΤΟϊκοί, Γερμανοί, Ισραηλινοί, η ΕΕ (και αφού η Ελλάδα και η Κύπρος τους έκαναν όλες τις δυνατές και αδιανόητες παραχωρήσεις, ακόμα και σκληρής κρατικής κυριαρχίας) δεν βγάζουν, έστω για τα «μάτια του κόσμου», μια τοσοδούλα ανακοίνωση να καταδικάσουν τουλάχιστο φραστικά τις πρωτοφανείς απειλές Ερντογάν ότι θα εισβάλλει στην Ελλάδα και θα ρίξει πυραύλους στην Αθήνα.

Άμα έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους εχθρούς;

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ