«Φάος ήεν επί χθόνα» .(Οδ. ψ. 37)
Η ζωή του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με το φως. Η δημιουργία του σύμπαντος και η ύπαρξη ζωής σε αυτό βάδισαν παράλληλα με το φως. Από την αταξία του σύμπαντος και το σκότος προέκυψε η δημιουργία του κόσμου και η ζωή σε αυτόν. Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτήν την διαδικασία το φως.
«Και είπεν ο θεός γεννηθήτω το φως∙ και εγένετο φως, και είδεν ο θεός το φως, ότι καλόν».(ΓΕΝΕΣΙΣ, 3-4)
Έκτοτε η έννοια – λέξη φως ταυτίστηκε με την δημιουργία, την ζωή, την πρόοδο, την γένεση, τον πολιτισμό, την λαμπρότητα, την αποκάλυψη – φανέρωμα και την αλήθεια. Η έννοια χαρακτηρίζεται από ένα θετικό σημασιολογικό φορτίο και χρησιμοποιείται στον ανθρώπινο λόγο τόσο με την κυριολεκτική της σημασία όσο και με την μεταφορική, όπως: α. Το φως του ήλιου είναι πηγή ζωής, β. Μετά από πολλά χρόνια οικονομικής δυσπραγίας φάνηκε κάποιο φως στον ορίζοντα για την εθνική μας οικονομία.
Ετυμολογικά η λέξη φως πηγάζει από το φάος – φαFos που έλκει την καταγωγή του από το αρχαίο ρήμα φάω – φωτίζω, φέγγω, λάμπα «φάε δε χρυσόθρονος Ηώς» (Οδ. Ξ, 502). Λέξεις παράγωγες του θέματος φα- παραδόθηκαν πολλές στη γλώσσα μας, όπως: φαεινός, Φαέθων, φέγγος, φάσμα.
Στη συνέχεια, όμως, η ρίζα *ΦΑ βάδισε παράλληλα με το *ΦΑΝ από το οποίο προέκυψε το ρήμα φαίνω – ομαι. Ωστόσο και το φημί φαίνεται να έχει κάποια ετυμολογική συγγένεια, όπως αποτυπώνεται και στις λέξεις: φανερός, φανός, φήμη, φάτις, φάσις, φωνή.
Ωστόσο ετυμολογικά και σημασιολογικά κυριάρχησε ως ρίζα της έννοιας «φως» το ρήμα φαίνω – ομαι. Τα παράγωγα ουσιαστικά και επίθετα είναι πολλά και δηλώνουν εμφαντικά την πολυσημία του.
Η αρχική σημασία του φαίνω – ομαι είναι το: φέρω κάτι στο φως, φανερώνω – «ημίν τόδε έφηνεν τέρας μέγα μητίετα Ζευς» (Ιλ. Β, 324, φανέρωσε σε μάς ο Δίας αυτό εδώ το σημείο…). Αργότερα δηλώνει το αποκαλύπτω, δείχνω, ερμηνεύω, κάνω σαφές, καταγγέλλω – προδίδω «φανώ σε τοις πρυτάνεις». Κυρίαρχη θέση κατέχει στο λόγο μας και η ουσιαστικοποιημένη μετοχή ουδετέρου γένους, το φαινόμενον «Τα φαινόμενα απατούν».
Τα ουσιαστικά και τα επίθετα που γεμίζουν τον λόγο μας άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στην ιδιότητα του φωτός, όπως: φανερός, επιφανής, προφανής, άφαντος, διαφάνεια, φάντασμα, φασματικός, επιφάνεια, ιεροφάντης, συκοφάντης, απόφανση, αποφαντικός, φανταστικός, φώσφορος, φωτοτυπία, φωτοδότης, ημίφως, λυκόφως, φωτεινός, φωστήρας, Αριστοφάνης. Κάποιες από τις λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται και με ειρωνική διάθεση, όπως: «Ποιος είχε αυτές τις φαεινές ιδέες;», «Σου λέω πως ο φίλος μας είναι φωστήρας».
«Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του»
(Σολωμός)
Η λέξη φως τόσο με την κυριολεκτική όσο και με την μεταφορική του σημασία κατέχει σημαντικό μερίδιο του λόγου και των διαπροσωπικών μας επαφών, όπως: άπλετο φως, φώτα δημοσιότητας, είδε το φως του, ανέσπερον φως, ιλαρόν, η Ελλάδα έδωσε τα φώτα…, είναι φως φανάρι πως…, είσαι το φως μου, έχεις φωτογένεια, διάχυτο φως, θα σου αλλάξω τα φώτα (απειλή), ζητάω τα φώτα κάποιου, Το Παρίσι είναι η πόλη του φωτός, Πάμε για λίγο στο ξέφωτο.
Οι αρχαίοι Έλληνες επισημαίνοντας τη σχέση του Ήλιου με το φως έπλασαν τον μύθο του Φαέθωντα < φαέθω = λάμπω, φωτίζω, που οδηγώντας το άρμα του Ήλιου έθεσε σε κίνδυνο την Γη και γι’ αυτό ο Δίας τον γκρέμισε στον Ηριδανό ποταμό και τον σκότωσε.
Το φως εκτός των άλλων ενέπνευσε τους ποιητές και τη θρησκεία με συχνές και καίριες αναφορές στη δύναμή του – πνευματική, ηθική, κοινωνική. Τα Θεοφάνεια ή τα Φώτα κατέχουν σημαντική θέση στο χριστιανικό ημερολόγιο «Σήμερα τα φώτα και φωτισμός και χαρά μεγάλη και αγιασμός…».
Το φως στην ποίηση είναι συνώνυμο της ομορφιάς, της λάμψης, της αισιοδοξίας, του έρωτα, της ζωής, της λύτρωσης, της ελευθερίας. Μόνο στον Κ. Καβάφη προκαλεί το φόβο σε κάποιους εθισμένους στη δουλεία του σκότους και του συντηρητισμού.
«Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ/ να τάβρω. Και καλλίτερα να μην τα βρω./ Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία./ Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει» («Τα παράθυρα»)
Στη στήλη αυτή «ΓΛΩΣΣΟδρόμιον» θα ανιχνεύονται οι σημασίες των λέξεων καθώς και οι υπόγειες διαδρομές της γλώσσας μας.
ΙΔΕΟπολις