Οπως σε κάθε αγορά έτσι και στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η αγορά εξαρτάται από την προσφορά (παραγωγή μονάδων) και τη ζήτηση. Η αγορά και η τιμή εκκαθάρισης ΤΕΑ (ή ΟΤΣ=οριακή τιμή συστήματος) ισορροπεί όταν η προσφορά είναι ίση με τη ζήτηση. Οταν η ζήτηση είναι μεγάλη σε σχέση με την προσφορά τότε οι τιμές ανεβαίνουν, αντίστοιχα όταν η προσφορά (παραγωγή μονάδων) είναι μεγάλη τότε οι τιμές πέφτουν. Αυτές οι καταστάσεις π.χ. έλλειψης προσφοράς μπορεί να προκληθούν και τεχνητά, π.χ. με μη λειτουργία μονάδων και δημιουργία τεχνητής έλλειψης όπως κάνει η ΔΕΗ αυτές τις μέρες. Στις ιδανικές αγορές, εκεί δηλαδή όπου υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός, πολλοί παραγωγοί, οι τιμές ισορροπούν στο οριακό κόστος της πιο ακριβής μονάδας. Αν δεν υπάρχει τέλειος ανταγωνισμός (perfect competition) τότε συνήθως λειτουργούν καρτέλ, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, και οι εταιρείες καθορίζουν ψηλά τις τιμές ώστε να βγάζουν μεγάλα κέρδη. Στην περίπτωση της Ελλάδας, ναι μεν δεν υπάρχει ανταγωνισμός (5 εταιρείες παραγωγοί κανονίζουν τις τιμές), αλλά υπάρχουν ιδιαιτερότητες που καθορίζουν την πολιτική τιμών της κάθε εταιρείας.
Ποιες είναι αυτές οι ιδιαιτερότητες: Η κυρίαρχη εταιρεία, η ΔΕΗ, κατέχει περίπου το 60% της ζήτησης (αυτό πριν από δύο μήνες ήταν 63%) και περίπου 40% της παραγωγής, ενώ αντίθετα οι ιδιώτες παραγωγοί καλύπτουν ένα πολύ μικρό τμήμα της ζήτησης, ενώ αντίστοιχα έχουν μεγάλο ποσοστό της προσφοράς (παραγωγή μονάδων) περίπου 40% και περίπου 20% είναι οι εισαγωγές.
«Βρείτε τις διαφορές», καλούσαν τα σχετικά κουίζ με τις οριακές και δυσδιάκριτες αλλαγές ανάμεσα σε δύο πανομοιότυπες, εκ πρώτης όψεως, εικόνες. Ωστόσο, οι διαφορές στην περίπτωση του χάρτη των ευρωπαϊκών τιμών χονδρικής ρεύματος, όπως διαμορφώνονται στα χρηματιστήρια ενέργειας, εδώ και δύο εβδομάδες, την περίοδο των Χριστουγέννων, δεν είναι δυσδιάκριτες. Είναι κραυγαλέες. Σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. από τις παραμονές των Χριστουγέννων μέχρι και σήμερα είχαμε θεαματικές μειώσεις τιμών. Μέχρι και αρνητική τιμή (-1 ευρώ ανά μεγαβατώρα) καταγράφηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στη Γερμανία, ενώ την ίδια μέρα στην Ισπανία και την Πορτογαλία οι τιμές ήταν 2 και 3 ευρώ και σε καμιά χώρα δεν ξεπέρασαν τα 64 ευρώ. Με μόνο μία εξαίρεση: την Ελλάδα, όπου η χονδρική τιμή ήταν 283 ευρώ η μεγαβατώρα. Αλλά ακόμη και σήμερα, 2η μέρα του νέου έτους, με τη ζήτηση να επανέρχεται σε κανονικά επίπεδα και τις χονδρικές τιμές να επιστρέφουν σε επίπεδα πάνω από τα 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα, στην Ελλάδα επικρατεί κάποιος ιδιότυπος νόμος «φυσικής σταθεράς» στο χρηματιστήριο ενέργειας, με τιμή 258 ευρώ, υπερδιπλάσια όλων των άλλων χωρών (πλην Ιταλίας). Αυτό καθιστά την ελληνική χονδρική αγορά ρεύματος όχι απλώς την μακράν ακριβότερη της Ευρώπης, αλλά και τη μόνη στην οποία δεν λειτουργεί ούτε ο «νόμος» της προσφοράς και της ζήτησης στη διαμόρφωση των τιμών.
Τι σημαίνουν αυτά; Τη ΔΕΗ τη συμφέρουν οι χαμηλές τιμές στη χονδρική, γιατί προμηθεύεται από την αγορά ρεύμα για τις επιπλέον ποσότητες που χρειάζεται για να καλύψει τους καταναλωτές της, ενώ τους ιδιώτες παραγωγούς τούς συμφέρουν οι ψηλές τιμές στη χονδρική, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους το πουλάνε στη ΔΕΗ, ενώ η προμήθεια σε δικούς τους καταναλωτές είναι πολύ μικρή. Και ενώ θα περίμενε κανείς η ΔΕΗ να προσπαθεί να μειώσει τις τιμές χονδρικής αυξάνοντας την προσφορά (παραγωγή από όλες τις μονάδες της), αυτή κάνει το αντίθετο κρατώντας όχι μόνο τις λιγνιτικές μονάδες εκτός (Αγ. Δημήτριο 1, 2 &4, Μελίτη και Μεγαλόπολη 4) αλλά και μονάδες φυσικού αερίου εκτός (Λαύριο 4, 5 και Κομοτηνή), ενώ από την άλλη πλευρά οι ιδιώτες έχουν όλες τις μονάδες τους σε λειτουργία εκτός μιας μονάδας της Protergia (λόγω βλάβης).
Μειωμένη ζήτηση
Το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί σε όλη την Ευρώπη οι τιμές είναι χαμηλές και στην Ελλάδα είναι στα ύψη. Λόγω των εορτών στην Κεντρική Ευρώπη έχουν κλείσει αρκετά εργοστάσια και επιχειρήσεις που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια και έχει μειωθεί η ζήτηση. Παράλληλα επειδή είναι μεγάλο το κόστος να ανάβεις και να σβήνεις τα πυρηνικά και τα εργοστάσια από λιγνίτη/άνθρακα, οι εταιρείες για να μη βγάλουν εκτός αυτές τις μονάδες, δίνουν χαμηλές τιμές για να τις κρατήσουν σε λειτουργία. Από την άλλη μεριά λόγω της καλοκαιρίας έχουν αυξημένη παραγωγή από Φ/Β και ΑΠΕ και χαμηλή ζήτηση για οικιακή κατανάλωση. Ο συνδυασμός όλων αυτών έχει αποτέλεσμα τις χαμηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη.
Αγοράζει ακριβά
Εδώ, αν και έχουμε παρόμοιες συνθήκες, δεν παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα, γιατί η ΔΕΗ γνωρίζοντας ότι αγοράζει ακριβά και ζημιώνεται (βλέπε αποτελέσματα 9μήνου και πτώση μετοχής σε έναν χρόνο -30%) συνεχίζει την ίδια λανθασμένη στρατηγική μειωμένης παραγωγής από τις μονάδες της και αυξημένων αγορών από το σύστημα και τους ιδιώτες παραγωγούς, που έχει αποτέλεσμα τις αυξημένες τιμές χονδρικής αγοράς, ευνοώντας προφανώς τους ιδιώτες παραγωγούς που, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα 9μήνου τους, αποκομίζουν τεράστια κέρδη.
Στη συνέχεια των παραπάνω τίθεται το επόμενο ερώτημα: Λόγω των μεγάλων διαφορών με τις γειτονικές αγορές (χαμηλές τιμές σε Βουλγαρία-Βαλκάνια και Ιταλία) ποιος κερδίζει από όλη αυτή την κατάσταση; Με το target model οι γειτονικές αγορές είναι διασυνδεδεμένες. Αυτόματα με το κλείσιμο των προσφορών και την επίλυση του χρηματιστηριακού μοντέλου των αγορών καθορίζονται και οι ροές ενέργειας στις γειτονικές χώρες (διασυνδεδεμένο σύστημα, coupled). Εχουμε εξαγωγές από τις φτηνές αγορές και εισαγωγές στις ακριβές. Η ροή ενέργειας έχει την κατεύθυνση από τις φτηνές στις ακριβές αγορές. Ποιος καρπούται τη διαφορά; Ποιος δηλαδή κερδίζει από αυτή την ιστορία και πώς παίζεται η κερδοσκοπία;
Κάθε μήνα το χρηματιστήριο ενέργειας διενεργεί διαγωνισμό για την κατανομή των δικαιωμάτων κατανομής εισαγωγής ή εξαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στις διασυνδέσεις από και προς την Ιταλία και αντίστοιχα από και προς τη Βουλγαρία και τα Βαλκάνια. Παράδειγμα, με την Ιταλία υπάρχει δυνατότητα (capacity) εισαγωγών και εξαγωγών ξεχωριστά 500 MW. Αν λοιπόν υπάρχει διαφορά στην ΟΤΣ Ιταλίας 179 €/MWh και Ελλάδας 228 €/MWh (για τις 30/12/2022) έχουμε εισαγωγή από Ιταλία στην Ελλάδα και το κέρδος 49 €/MWh το παίρνουν αυτοί που έχουν κατοχυρώσει εισαγωγικό capacity από την Ιταλία στην Ελλάδα.
Αντίστοιχα στη Βουλγαρία έχουμε ένα capacity εισαγωγών και εξαγωγών περίπου 700 MW και με τιμές Βουλγαρίας 54,5 €/MWh και Ελλάδας 228 €/MWh (για τις 30/12/2022), το κέρδος των 173,5 €/MWh το παίρνουν πάλι αυτοί που έχουν κατοχυρώσει εισαγωγικό capacity από Βουλγαρία. Αντίστοιχο λίγο μεγαλύτερο capacity περίπου 1.000 MW υπάρχει και από τις διασυνδέσεις από την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία από όπου διοχετεύονται φτηνές εισαγωγές από χώρες με περίσσεια ηλεκτρικής ενέργειας, όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία, πιθανόν και τη Σερβία.
Συνάλλαγμα
Συνοπτικά σε ένα 24ωρο φεύγει συνάλλαγμα από Ελλάδα προς Ιταλία 4x500x24 =588.000 €, προς Βουλγαρία 173,5x500x24 =2.914.800 € και προς τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες περίπου 173×1.000×24 =4.152.000 €.
Το ερώτημα που προκύπτει από τα προαναφερθέντα είναι εάν οι φτηνές αυτές εισαγωγές είναι συμφέρουσες για τη χώρα μας, τους Έλληνες καταναλωτές και την ελληνική οικονομία γενικά. Η απάντηση είναι θετική, δεδομένου ότι με μια πρώτη ανάλυση αντικαθιστούν ακριβές τοπικές μονάδες παραγωγής που είναι ακριβότερες, άρα μειώνουν το κόστος της ενέργειας στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ μειώνουν και τα αυξημένα έξοδα για αγορά LNG.
Αυτή είναι όμως η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη είναι ότι με το κράτημα και τη μη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων που με τη λειτουργία τους θα κατέβαζαν την οριακή τιμή συστήματος (ΟΤΣ) στη χονδρική αγορά κάτω των 140 €/MWh, αυτή θα κατέβαινε ακόμη περισσότερο στη χώρα μας και θα μειώνονταν αντίστοιχα και τα μεγάλα κέρδη των κατόχων διασυνδετικής ισχύος, που τελικά κερδίζουν τεράστια ποσά από τη διατήρηση της μεγάλης διαφοράς στις χονδρική αγορά Ελλάδας και γειτονικών κρατών.
Είναι προφανές ότι ένα ακόμη πλεονέκτημα που προσφέρεται στη χώρα μας από τη λειτουργία των ευρωπαϊκών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και της συγκυρίας φτηνών τιμών στις ευρωπαϊκές αγορές, απόρροια της μειωμένης ζήτησης λόγω των διακοπών των εορτών των Χριστουγέννων, γίνεται ένα ακόμη εργαλείο για κερδοσκοπία του γνωστού καρτέλ ενέργειας.
Σημειώνεται ότι αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι συνεχίστηκε μέσα στον Δεκέμβριο για περίπου δύο εβδομάδες και είναι προφανές ότι οι τελικά χαμένοι είναι οι Έλληνες καταναλωτές και η ελληνική οικονομία συνολικά, για να κερδοσκοπεί πάλι ασύστολα το καρτέλ ενέργειας με τη συνδρομή πάντα της ΔΕΗ! Το ερώτημα τελικά είναι τι κάνει ο Ρυθμιστής της Αγοράς, η ΡΑΕ που υποτίθεται ότι είναι αρμόδια για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, την προάσπιση των συμφερόντων των Ελλήνων καταναλωτών και την προστασία της ελληνικής οικονομίας από τακτικές κερδοσκοπίας. Από ό,τι φαίνεται, η ΡΑΕ κάνει τον τροχονόμο ή «τον άνθρωπο που έβλεπε τα τρένα να περνούν» αδιάφορα.