Έτσι έμαθες να ζεις.
Ξένος ανάμεσα σε ξένους.
Εσύ ο άλλος και αυτοί οι άλλοι.
Από άλλη χώρα.
Πόσοι ακόμη σαν και εσένα
από άλλες χώρες και άλλες ηπείρους
άλλη γλώσσα και άλλα έθιμα.
Υπάρχει όμως κάτι κοινό.
Το βλέμμα.
Αυτό το βλέμμα της ανησυχίας αλλά και της αροθυμίας.
Για μια πατρίδα και μια ζωή που άφησες πίσω.
Μια ανησυχία για το μέλλον που χτίζεις
και ελπίζεις να προφτάσεις.
Τι κι αν γυρνάς σε μεγαλουπόλεις;
Είναι γεμάτες με άδειους ανθρώπους.
Άδειους από την εκμετάλλευση,
την αλλοτρίωση και την αποξένωση.
Συμπτώματα του καιρού θα πεις.
Άδικο δεν θα ‘χεις.
Άδικο θα ‘ναι να τ ’ αφήσεις να σ ’ αρρωστήσουν.
Γιατί ξέρεις τον τρόπο να νικήσεις.
Αντί για ξένος μέσα σε ξένους,
γίνε ένα με τους πολλούς.
…………………..
Ο Μιχαήλ Συμεωνίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη 1986 και έζησε στις Συκιές Θεσσαλονίκης μέχρι να γίνει μετανάστης. Σπούδασε Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο,στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης. Σήμερα συνεχίζει τις διδακτορικές του σπουδές στις πολιτικές επιστήμες και την ιστορία. Τα κύρια ερευνητικά του αντικείμενα είναι αυτά της μετανάστευσης, της ιστορίας των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού στην πρώην ΕΣΣΔ. Ζει μακριά από την Ελλάδα από το 2016. Ιδιαίτερα τα τελευταία πέντε χρόνια παρεμβαίνει δημόσια με άρθρα και σημειώματά του σε εφημερίδες και έντυπα, ενώ ασχολείται και με την ποίηση. Αφού έζησε στην Λοζάνη της Ελβετίας, τώρα κατοικεί στο Βερολίνο. Μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων ασχολείται με τον Σύλλογο Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου, του οποίου είναι πρόεδρος.
Η συλλογή «Στον καιρό της κρίσης και της μόνιμης προσωρινότητας», στην οποία ανήκει το παραπάνω ποίημα, είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή που δημοσιεύεται και είναι καρπός των τελευταίων πέντε χρόνων της ζωής του ως μετανάστη.
(Εκδόσεις Αρχύτας, Δεκέμβριος 2022. ΣΠΕΚ, Σύλλογος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου)
……………………
Μπαίνει φουριόζος ο ποιητής στις καρδιές μας, ν’ αφήσει παράπονα,
οργή, αγωνία, θλίψη. Να είναι προνόμιο της νιότης, άραγε, ότι μπορεί
να τα νιώθει όλα ταυτόχρονα, σε μέγεθος αναπάντεχα μεγάλο; Ή
μήπως οι καιροί τούτοι απαιτούν σιωπή, από ανθρώπους που κραυ–
γάζουν τα σωθικά τους για αλήθεια;
Ό,τι κι αν ευθύνεται, φτιάχνει ποιητές που δεν βολεύονται σ’ αυτή τη
διπρόσωπη κανονικότητά μας. Γιατί, στ’ αλήθεια, πώς καταφέραμε
να βλέπουμε κανονικότητα, την αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα
που ζούμε;
Ευτυχώς για εμάς, οι ποιητές είναι επίμονοι εργάτες της ατόφιας
αλήθειας και δεν μας αφήνουν να χαθούμε στον «μεθυστικό» λαβύ–
ρινθο της συνεχούς αυτοπραγμάτωσης αλλά μας τραβάνε δυνατά
απ’ το μανίκι να μάθουμε να μοιραζόμαστε τους προσωπικούς μας
θησαυρούς γνώσης και συναισθήματος.
Ένας τέτοιος ποιητής είναι και ο Συμεωνίδης. Μέσα στις λέξεις του,
μεγεθύνει το ανάστημά του και απαιτεί ασυμβίβαστα να δρέψει τους
καρπούς της σποράς του, ν’ αγαπήσει κι αυτά που μισεί και να ζήσει!
Γιατί όπως μας λέει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος: «Είμαι κι εγώ / μια
μικρή λεπτομέρεια / μέσα στην τραγική / ιστορία του σύμπαντος. / Τα
κύτταρά μου διεχώρισα / σε άπειρα πολλοστημόρια / για να τ’ αγα–
πήσω όλα / όσα κινούνται στη γη, /όσα στων θαλασσών τα βάθη ανα–
παύονται / κι όσα στ’ αχανή μού διαφεύγουν.
Ο εκδότης