Βέροια Λαογραφία Χρονογράφημα

«Έσφαξαν τον Σαϊτσή! Ούι, κριματάκια μ’!» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Την Τετάρτη, χειμερινό ηλιοστάσιο με τσουχτερό κρύο , τα μέλη και οι φίλοι της Κίνησης Πολιτών Κυριώτισσας, κατέβηκαν από την αγαπημένη γειτονιά με φωτισμένα λάβαρα, αστέρια και φάτνες της Βηθλεέμ, ψάλλοντας παλιά κάλαντα της πόλης και με το «Ερουρέμ, χαίρε Δέσποινα» των βυζαντινών καλάντων, μπήκαν ως καλεσμένοι που ήταν από την ΕΦΑ στο μουσείο, συνοδευόμενοι από τους γλυκούς ήχους του νάι που έπαιζε ο Θοδωρής, ο διαρκώς στουπί τύπος της ταινίας « Ο Σαϊτσής», σκηνοθετημένη από τον Γιάννη Κ.

Ο αγαπημένος Παπαδιαμάντης…
Νάτος πάλι κοντά μας όπως του ταίριαζαν οι μέρες …
Στην αυλή, μπροστά στο πανέμορφο κτίριο, υπό τους ήχους του νάι!

«Άνθος του γιαλού…»

«Τι ,  ήτο, άραγε, το φως εκείνο;»

Και ω! του θαύματος υπήρχε ακροατήριο υπό αυτές τις συνθήκες.

Σε πείσμα του καιρού μας δώρισαν την παρουσία τους με αγάπη άνθρωποι για να μας ακούσουν.

Άλλοι που είχαν ξεπαγιάσει περιμένοντας, καθώς όπως υπήρχε παλιά ο δαίμων του τυπογραφείου, τώρα υπάρχει ο δαίμων της τεχνολογίας και αργήσαμε λιγάκι, είχαν πάρει θέσεις στο υπόγειο του μουσείου αναμένοντας την προβολή της ταινίας που ολοκληρώθηκε μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα!
Άλλοι περίμεναν υπομονετικά στον ισόγειο χώρο τη δεύτερη προβολή!

Επιτέλους τα φώτα έσβησαν…

Ο χαζου Γιάννους με τη μανιά του ξεκίνησαν τον σουρεαλιστικό τους διάλογο…

Ο χαζό Γιάννος ήθελε να βαρέσει το σήμαντρο παραμονή Χριστουγέννων, γιατί πάντα αυτό έκανε κάθε χρόνο.

Μα δεν γνώριζε την ώρα και το ρολόι του παππού ήταν χαλασμένο εδώ και χρόνια.

Περίμενε να ακούσει με αγωνία τον σαϊτσή…
Έτσι είχε ονομάσει τον κόκορα  που τον καλούσε στο καθήκον, αφού σαϊτσής… σημαίνει ρολογάς.

Όταν μαθαίνει από τη μανιά του ότι τον σαϊτσή τον έσφαξαν μαζί με άλλα  κοκόρια στον μαχαλά, γιατί το αντέτι ήταν να πίνουν το ζουμί τους πρωί Χριστουγέννων γυρνώντας από την εκκλησία… τρελαίνεται

Η μανιά του τον στέλνει στον αφέντη να μάθει την ώρα και να μπορέσει να κοιμηθεί και αυτή λιγάκι, γιατί όλο το βράδυ την είχε από κοντά.

Να μάθει για την ώρα και να βαρέσει επιτέλους το σήμαντρο!

Εν τω μεταξύ ο χαζό Γιάννος πηγαίνοντας στον αφέντη  φώναζε:
« Έσφαξαν τον σαϊτσή! Έσφαξαν τον σαϊτσή!»

Γέμισαν τα σοκάκια φωνές!
Έβαξιν ου μαχαλάς όλους!

Μεγάλη αναστάτωση στην πόλη στα σοκάκια!
Βγαίνανε οι Βεροιωτάδες να πούνε το χαμπέρι το άσχημο…

«Έσφαξαν, έσφαξαν τον Σαϊτσή!
Τουν πήραν όλα τα λουρόγια κι τα φλουριά!»

«Ούι, κριματάκιαααα μ’ !

Χρουνιάρις μέρις!»

Στο σπίτι, ο παπάς και η παπαδιά σχεδόν έτοιμοι για τη μεγάλη μέρα, αιφνιδιάζονται όταν τον βλέπουν εκτός εαυτού ανοίγοντας την πόρτα, που κόντεψε να τη σπάσει ο Γιάννος.

Ρωτώντας μαθαίνει ο αφέντης, ο παπάς δηλαδή, ότι έσφαξαν τον Σαϊτσή…

Έτσι είπεν ο Γιάννος.

Παπαδιά και παπάς καταφρίχκαν!

Έσφαξαν τον Σαϊτσηηή;

Μα ο αφέντης τον είχε δει το απόγευμα!

Ο αγαθούλης Γιάννος τα ξεχνά όλα, όταν του λέει ο αφέντης ότι ήρθιν η ώρα να βαρέσ’ του σήμαντρου.
Πανευτυχής πάει στην Άγιανάργυρη της Κυριώτισσας και επιτελεί το καθήκον του.
Ακούει όμως  πυκνά γαβγίσματα και βγαίνει έξω …
Βλέπει τον αφέντ’ με μια ματσούκα, βοηθάει κι αυτός και τα σκυλιά φεύγουν…

Ο χαζό Γιάννος πάει να πληροφορήσει τον δεσπότη για το κακό που γίνκιν, αφού έτσ’ τουν είπιν η αφέντ’ς…

Αλλά… χουρίς ματσούκα; Δα τουν φαν τα σκλιά!

Γυρνάει στην εκκλησία δανείζεται την ματσούκα από τον αφέντη, αφού τον διέκοψε πέντε έξι φορές και βγαίνει στον δρόμο όπου συναντάει τον πάντα μεθυσμένο μπάρμπα της γειτονιάς που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του.

Ο χαζό Γιάννος τον χαιρετάει με τον δικό του τρόπο και μαθαίνει από τον μεθυσμένο μπάρμπα ότι έσφαξαν την… Σαϊτσούδα…

Στα ψέματα όμως!

Ήθελε να πειράξει τον αγαθούλη Γιάννο.
Ο Γιάννος… άφωνος!

Εν τω μεταξύ μόλις ο δεσπότης ενημερώνεται για το συμβάν στέλνει τον Μιχαήλο κι έναν άλλον παρατρεχάμενο του Δεσποτικού για να εξιχνιάσουν την κατάσταση στο σπίτι το αρχοντάδκου, απέναντι από τη Μητρόπολη, των Σαϊτσήδων, που είχαν κατάστημα με ρολόγια!

Και οι δύο φοβισμένοι από το συμβάν, στην πραγματικότητα δεν θέλουν καθόλου να επισκεφτούν αυτό το σπίτι…

-Σύρι ισύ!
-Όχ’ σύρι ισύ!

Καταλήγει μετά από έναν ξεκαρδιστικό διάλογο και στη συνέχεια από πονηρό ελιγμό του έτερου καππαδόκη, να  μείνει μόνο ο Μιχαήλος.

Μπροστά στο σπίτι των Σαϊτσήδων δεν ξέρει τι να κάνει!

Τρέμει ολόκληρος από φόβο, όταν μετά το χτύπημα του ρόπτρου η πόρτα ανοίγει μόνη της, έτσι πιστεύει αυτός, και εμφανίζονται στο χαγιάτι οι μορφές του άντρα και της γυναίκας με τα άσπρα νυχτικά τους, και παραμορφωμένοι στο φως του λαδοφάναρου.

Ο Μιχαήλος νομίζει πως βλέπει φαντάσματα και πέφτει ξερός…

Τον βοηθούν να συνέλθει κι  αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει λάθος!

Ζάτι; ρωτάει

Πουτί να μη ζούμι λεν οι Σαϊτσήδες και φεύγει τρέχοντας για το Δεσποτικό.

ο χαζό Γιάννος ήδη είχε βγει και με τη ματσούκα στο χέρι  βαρούσε τις πόρτες των νοικοκυραίων για  να τους υπενθυμίσει το καθήκον τους για την εκκλησία, ξημερώνοντας Χριστούγεννα.

«Κουπιάστι ούλοι στν ικκλησιά

Στ’ ν Αγιανάργυρη…»

Ο Μιχαήλος κατόπιν  παρότρυνσης του Δεσπότη, πάει το καλό  χαμπέρι σε όλες τις εκκλησίες ότι ζούνε οι Σαϊτσήδες και στο τέλος, όλοι χαρούμενοι εύχονται:  «Σέτη πουλλά κι του χρόνου!

Και ψέλνουν οι γυναίκες αγγελικά, σκηνοθετική παρέμβαση, το: « η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει», στον μικρό βυζαντινό ναό της Υπαπαντής με λιγοστό το φως από τις κρεμάμενες καντήλες, και ζωντανεύουν οι όμορφες τοιχογραφίες χρόνια ξεχασμένες και φυλαγμένες καλά…

Αν σας δοθεί η ευκαιρία, όταν ξαναπροβληθεί, δείτε αυτήν την ταινία που βασίστηκε στη βεργιώτικη ιστορία «Κόλιντα, μπάμπου» της Βούλας Χατζίκου…

Ει. Δα.

Σέτη πουλλά!
καλά Χριστούγεννα!

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ