«Ποιος είπε πως τα παραμύθια αρέσουν μόνο στα παιδιά; Πιο πολύ μαγεύουν τους μεγάλους». Έτσι θυμάμαι πως έλεγε πάντα η γιαγιά μου η Ελισώ.
Η γιαγιά μου ήταν μια «παραμυθού». Έτσι ήταν γνωστή εκεί στη φτωχογειτονιά της στον Βόσπορο, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε μέχρι να έρθει στην Ελλάδα. Είχε το ταλέντο να αφηγείται ιστορίες. Τις έπλεκε με τόση ευκολία, όπως έπλεκε το νήμα με το βελονάκι. «Παραμυθία εστί παρηγορία», μου έλεγε συχνά και συνέχιζε: «Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να ακούνε παραμύθια για να γλυκαίνουν το πόνο τους και να ξεχνάνε τις στενοχώριες τους, για να ελπίζουν και να ονειρεύονται».
Μου έλεγε λοιπόν πως από πολύ νέα, κοριτσάκι ακόμα, της άρεσε να λέει παραμύθια που τα έπλαθε με τη φαντασία της. Όλοι στη γειτονιά της, πιτσιρίκια, άντρες, γυναίκες, παππούδες και γιαγιάδες, καθόντουσαν στα σκαλιά και στα πεζούλια και την περίμεναν να βγει στο πλατύσκαλο του χαμηλού σπιτιού της και να αρχίσει την αφήγηση. Ήταν η ώρα που έδυε ο ήλιος και τα πορτοκαλοκόκκινα χρώματα έβαφαν τα σύννεφα του ορίζοντα δίνοντας μια μοναδική ομορφιά στην Πόλη.
Οι αφηγήσεις της ήταν μια ιεροτελεστία. Πρώτα έπιανε στα χέρια της το σαντούρι παίζοντας ένα αγαπημένο ανατολίτικο τραγούδι. Η φωνή της χάιδευε και ημέρευε τις ψυχές των ανθρώπων.
«Μενεξέδες και ζουμπούλια και θαλασσινά πουλιά
σαν θα δείτε τον καλό μου, χαιρετίσματα πολλά…
Έιβαλα έιβαλα ω, πάμε γιαλό γιαλό
Έιβαλα έιβαλα ω, μόνο εσένα αγαπώ»…
Όλοι μαγεύονταν από τη φωνή της και σιγοτραγουδούσαν μαζί της. Όταν τελείωνε το τραγούδι, ακουμπούσε προσεκτικά το σαντούρι δίπλα της και ξεκινούσε την αφήγηση. Μια-μια οι λέξεις έμοιαζαν με βοτσαλάκια που έπεφταν στα γαλήνια νερά της λίμνης. Τα μικρά δεν έβγαζαν άχνα και κρέμονταν από τα χείλη της.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που άκουγαν τα παραμύθια της ήταν και κάποιος άνδρας που ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους. Είχε την όψη αρχοντάνθρωπου. Ψηλός, μελαχρινός, με γεμάτες πλάτες και ένα χοντρό τσιγκελωτό μουστάκι. Φορούσε πάντα ένα κασκέτο στο κεφάλι. Άναβε την ξύλινη πίπα του και καθώς άκουγε το παραμύθι έμοιαζε να χάνεται και να ονειροπολεί μέσα στον καπνό που έβγαινε από το στόμα του.
«…Ήταν εκείνο το παλικάρι ο Αμίρ, που αγάπησε τη βεζυροπούλα, την Γιασμίν. Ήταν πανέμορφη η Γιασμίν με τα μακριά καστανά κυματιστά μαλλιά της και δυο μάτια σαν κεχριμπάρια. Ο Αμίρ όμως έπρεπε να παντρευτεί την κοπέλα που του διάλεξε ο πατέρας του. Η Γιασμίν έκλαιγε για τον χαμένο της έρωτα και ήταν απαρηγόρητη. Κάποια μέρα όμως δεν άντεξε τον πόνο και έπεσε στα νερά του Βοσπόρου και πνίγηκε. Από τότε κάθε ηλιοβασίλεμα ο Αμίρ κατέβαινε στην παραλία και έριχνε άνθη γιασεμιού στα νερά για την αγαπημένη του. Μετά από λίγο καιρό, δεν άντεξε τον πόνο του αποχωρισμού και την ακολούθησε στον θαλασσινό τάφο της».
Κυλούσε η ώρα, κυλούσε και η ιστορία, ώσπου τα ματάκια των παιδιών έκλειναν από τη νύστα και η Ελισώ με μια γλυκιά καληνύχτα τους αποχαιρετούσε. «Αύριο πάλι», τους έλεγε. Και μαζί της έπαιρνε τα αρώματα και τις εικόνες της ανατολής και τα τραγούδια του έρωτα. Οι μεγάλοι έπαιρναν στα χέρια τα σκαμνάκια τους, την ευχαριστούσαν και έφευγαν μαγεμένοι για τα σπίτια τους. Ψιθύριζαν τις καληνύχτες τους και αυτό που ήθελαν ήταν να μπορούσαν να πάρουν στα όνειρά τους τα λόγια της ιστορίας που άκουσαν από τα χείλη της Ελισώς.
Και ήταν τόσο όμορφες οι ιστορίες της! Τις νύχτες ταξίδευαν σαν τις βάρκες των ψαράδων πάνω από τα κύματα του Βοσπόρου και την άλλη μέρα επέστρεφαν εκεί στον φτωχομαχαλά με τα χαμόσπιτα για να πλέξουν άλλες, καινούργιες ιστορίες.
Κάποια μέρα, εκεί στο πλατύσκαλο του σπιτιού της, η Ελισώ βρήκε κάτω από μια πέτρα, ένα διπλωμένο χαρτί. Το άνοιξε και διάβασε τα λόγια: «Έρχομαι κάθε βράδυ και σ’ ακούω. Με έχουν μαγέψει η φωνή και οι ιστορίες σου». Και από κάτω ένα «Κ» κεφαλαίο, γραμμένο καλλιγραφικά.
Το απόγευμα, όταν άρχισε ο κόσμος να μαζεύεται και πάλι, η Ελισώ κοιτούσε γύρω-γύρω διακριτικά, μήπως και καταλάβει ποιος ήταν ο θαυμαστής. Ήταν όμως τόσοι πολλοί οι νέοι άνδρες που δεν μπορούσε να μαντέψει.
Το άλλο πρωί βρήκε πάλι στο πλατύσκαλο ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και ένα ακόμα σημείωμα. Το πήρε στα χέρια της και το διάβασε γεμάτη αγωνία: «Σε είδα, σε ερωτεύτηκα μα ντρέπομαι να σου το πω και μόνο σου το γράφω…». Και από κάτω πάλι το καλλιγραφικό «Κ».
Αυτό συνεχίστηκε για μέρες πολλές και η αγωνία της διαρκώς μεγάλωνε. Τα κόκκινα τριαντάφυλλα πλήθυναν και γέμισαν τα βάζα του σπιτιού. Τα σημειώματα γέμισαν ένα μεγάλο κουτί, αλλά ο άντρας αυτός ακόμα να φανερωθεί. Το βράδυ τον σκεφτόταν, μα δεν μπορούσε να φτιάξει την μορφή του. «Ποιος να είναι άραγε και γιατί δε φανερώνεται αφού έρχεται κάθε μέρα να με ακούσει;», αναρωτιόταν.
Και τότε πήρε την απόφαση: να κρυφτεί πίσω από έναν φράχτη που ήταν ακριβώς δίπλα στο σπίτι της ώστε να δει αυτόν που άφηνε τα τριαντάφυλλα με τα ερωτικά ραβασάκια. Πέρασαν ώρες πολλές, το σκοτάδι είχε πέσει πηχτό και η Ελισώ είχε αρχίσει να κουράζεται. Πέρασαν τα μεσάνυχτα, τα φώτα στη γειτονιά έσβησαν ένα-ένα, αλλά τίποτα. Ώσπου έγειρε εξαντλημένη και αποκοιμήθηκε. Στο όνειρό της είδε έναν μελαχρινό άντρα να της αγγίζει το χέρι και να της βάζει στην ποδιά της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με ένα σημείωμα. Ξύπνησε από τη λαχτάρα! Όνειρο ήταν, σκέφτηκε.
Δεν είχε φανταστεί ποτέ η Ελισώ πως ένας άγνωστος άντρας θα γινόταν η σκέψη της μέρα και νύχτα. Γι αυτό, σκέφτηκε την επόμενη μέρα να φτιάξει μια ιστορία με ένα αίνιγμα στο τέλος, με την ελπίδα πως εκείνος ο άγνωστος θα αποκαλυπτόταν επιτέλους.
Όταν έφτασε λοιπόν η ώρα του σούρουπου και όλοι είχαν μαζευτεί στο δρομάκι του σπιτιού της, η Ελισώ ξεκίνησε να λέει ένα όμορφο παραμύθι. Και λίγο πριν το τέλος της αφήγησης, χρωμάτισε τη φωνή της για να την προσέξουν ακόμα περισσότερο και είπε:
«…Τότε ο βασιλιάς ζήτησε από τους υποψήφιους γαμπρούς να λύσουν ένα αίνιγμα. Αυτός που θα το έλυνε θα παντρευόταν τη βασιλοπούλα και θα γινόταν ο βασιλιάς της Χώρας. Το αίνιγμα ήταν πολύ δύσκολο, αλλά θα φαινόταν με αυτόν τον τρόπο ποιος ήταν ο πιο έξυπνος και άξιος να την παντρευτεί. Η βασιλοπούλα είχε αγωνία γιατί ήδη είχε ξεχωρίσει έναν από όλους αυτούς που της άρεσε πολύ. Θα έλυνε όμως εκείνος το αίνιγμα;
«Λοιπόν, ακούστε καλά το αίνιγμα» είπε δυνατά ο βασιλιάς. «Τριάντα φούστες φόρεσε και στο χορό πηγαίνει και τη λαμπρή της τη μορφή κανείς δεν παραβγαίνει». «Όποιος βρει τη λύση, αυτός θα παντρευτεί τη βασιλοπούλα».
Και ενώ όλοι περίμεναν με αγωνία να ακούσουν το τέλος της ιστορίας, η Ελισώ σταμάτησε την αφήγηση και ρώτησε τον κόσμο που την άκουγε μαγεμένος: «Μήπως κάποιος από εσάς μπορεί να βρει τη λύση του αινίγματος;»
Δεν πέρασαν παρά λίγα δευτερόλεπτα όταν κάποιος μέσα στον κόσμο φώναξε δυνατά: «Το τριαντάφυλλο!». Όλοι γύρισαν να δουν ποιος ήταν αυτός που βρήκε το αίνιγμα. Ήταν ένας νεαρός άνδρας που στεκόταν λίγο πιο κάτω στο δρομάκι. Σήκωσε μάλιστα ψηλά το χέρι του για να τον προσέξει. Η Ελισώ γύρισε προς το μέρος του. Τον κοίταξε καλά-καλά και αμέσως διαισθάνθηκε πως ήταν αυτός που της έστελνε τα τριαντάφυλλα και τα ερωτικά σημειώματα.
«Μπράβο! Πολύ σωστά!» του είπε και συνέχισε γεμάτη αγωνία: «Πώς σε λένε;»
«Κωνσταντίνο», απάντησε εκείνος.
Ήταν ψηλός και μελαχρινός, όπως εκείνος που ονειρεύτηκε το βράδυ. Όταν έφυγαν όλοι, ο Κωνσταντίνος την πλησίασε και της προσέφερε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Την κοιτούσε σαν μαγεμένος και εκείνη έσκυψε το κεφάλι από ντροπή, ενώ η καρδιά της φτερούγιζε. Του χάρισε όμως ένα γλυκό χαμόγελο και έτσι άρχισαν να μιλάνε και να γελάνε για πολλές ώρες. Και από τότε έγιναν αχώριστοι.
Έτσι ξεκίνησε το παραμύθι της αγάπης της γιαγιάς μου με τον όμορφο Κωνσταντίνο, που έμελλε να είναι ο παππούς μου.
«Τελικά, η ζωή φτιάχνει τα πιο όμορφα παραμύθια», μονολογούσε συχνά η γιαγιά μου η Ελισώ κουνώντας το κεφάλι της.
Ελισάβετ Τάρη
Νοέμβριος, 2022