Σήμερα, 17 Νοέμβρη, 49 ολόκληρα χρόνια από τότε, όλες εκείνες οι εικόνες που ζήσαμε στα νιάτα μας ξαναγυρνούν, εισβάλλουν ορμητικά στη μνήμη και την κατακλύζουν. Εικόνες, τραγούδια, συνθήματα, ήχοι σκληροί, όπως οι ερπύστριες που σέρνονταν στο δρόμο ή τα κροταλίσματα των πολυβόλων, που τα διαδέχτηκε μια εκκωφαντική σιωπή…
Κι ύστερα πάλι, μετά από μια φωτεινή αναλαμπή, που υψώθηκε στο πολιτικό στερέωμα σαν πολύχρωμο πυροτέχνημα, σαν νικηφόρα λαϊκή ιαχή, πάλι και πάλι η ίδια απορία, γιατί, μετά από τόσες ελπίδες, “τα όνειρα δεν πήρανε εκδίκηση”…
Σήμερα, σε μια εποχή σκοτεινή και αδιέξοδη, όπου θα γίνουν πορείες, θα κατατεθούν στεφάνια, αλλά εκείνο που κυριαρχεί είναι η μουσειακότητα του Πολυτεχνείου και όχι το ουσιαστικό του μήνυμα, αναρωτιέσαι “τάχα τι να γινήκανε της γης οι αντρειωμένοι…”
Και ξεχωρίζεις ανάμεσα στους πολλούς εκείνης της εποχής έναν, που έφυγε ακέραιος, άφθαρτος, όπως θα ήθελε εκείνος, τον Αλέκο Παναγούλη. Δε συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είχε τις δικές του φυλακές, τα δικά του βασανιστήρια της Χούντας, πριν. Όταν όμως λες τη λέξη “Αντίσταση” σε κείνα τα εφτά χρόνια που μας ταπείνωσαν, έρχεται η δική του μορφή και την ενσαρκώνει.
Θύμιζε στην όψη θυμωμένο, πεισματωμένο παιδί. Έτσι ήταν, όταν δραπέτευσε από το στρατόπεδο της Βέροιας, όπου υπηρετούσε το ’68 τη θητεία του, όντας φοιτητής του Πολυτεχνείου. Έτσι ήταν κι όταν τον πιάσανε για την απόπειρά του κατά του δικτάτορα. Το ίδιο αποφασισμένος και αμετανόητος κι όταν τον ρίξανε στη φυλακή, το ίδιο κι όταν τον βασανίσανε…
Στο κελί του, αυτό των 2χ2, δε χωρούσε το κορμί, χωρούσε όμως η αδούλωτη ψυχή του, που χαράζοντας το σώμα του έγραφε ποιήματα με το αίμα του πάνω σε σπιρτόκουτα. Πώς, αναρωτιόντουσαν οι βασανιστές του, γράφονταν, με τι μελάνι;…Τι να καταλάβουν αυτοί από το πνεύμα που δεν φυλακίζεται… Τι να καταλάβουν από τα όνειρα που δεν φυλακίζονται. Δούλοι αυτοί, ελεύθερος εκείνος…
Το πρώτο θύμα των τυράννων
είναι το πνεύμα το δικό τους
Πρώτα σ’ αυτό φορούν τις αλυσίδες
Αυτά τα ποιήματα, που κάποια μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη και τραγουδήθηκαν, δεν φιλοδοξούσαν να μετρηθούν από τον δημιουργό τους ως ποιήματα. Γι’ αυτόν ήταν κραυγές διαμαρτυρίας, συνθήματα αγώνα, καταγραφή του τι συμβαίνει και του τι πρέπει να γίνει, σαλπίσματα μιας αγέρωχης και αδούλωτης φωνής.
Γι’ αυτό και δεν έγιναν αντικείμενο κριτικής, δεν ζυγίστηκαν όπως άλλα, ήταν η φωνή της εποχής τους κι έτσι έμειναν, για να θυμίζουν και την εποχή και εκείνον που προσπάθησε να την αλλάξει, χωρίς να λογαριάσει το προσωπικό κόστος.
Άλλωστε, αυτός δεν είναι κι ένας από τους σημαντικούς ρόλους της Ποίησης; Να είναι παρούσα στα γεγονότα της εποχής της και να πυρπολεί τις ψυχές μέσα από τη φλόγα της ψυχής του ποιητή. Κι αυτό έκανε στη φυλακή του ο Αλέκος Παναγούλης.
……………..
Η ΜΠΟΓΙΑ
Ζωντάνεψα τους τοίχους
φωνή τους έδωσα
πιο φιλική να γίνουν συντροφιά
Κι οι δεσμοφύλακες ζητούσανε να μάθουν
που βρήκα τη μπογιά
Οι τοίχοι του κελιού
το μυστικό το κράτησαν
κι οι μισθοφόροι ψάξανε παντού
Όμως μπογιά δε βρήκαν
Γιατί στιγμή δε σκέφτηκαν
στις φλέβες μου να ψάξουν
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΟΥ
Ένα σπιρτόξυλο για πέννα
αίμα στο πάτωμα χυμένο για μελάνι
το ξεχασμένο περιτύλιγμα της γάζας για χαρτί
Μα τι να γράψω;
Τη Διεύθυνσή μου μονάχα ίσως προφτάσω
παράξενο και πήζει το μελάνι
Μέσ’ από φυλακή σας γράφω στην Ελλάδα
ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ
Ψυχή φυλακισμένη στο κορμί
Κορμί φυλακισμένο στη ζωή
Ζωή φυλακισμένη μεσ’ στο Χρόνο
Πνεύμα π’ απ’ όποια φυλακή κι αν βγει
σε φυλακή πάλι θα πέσει
Κι είναι μονάχα το κορμί π’ αγάπησε τη φυλακή του
Πώς να μην έρθει ο θάνατος λοιπόν;
ΚΟΙΝΟΙ ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΜΑΣ
Πώς να βρεθώ κοντά στους Βάσκους;
Στους Κούρδους πώς να δείξω την αγάπη μου;
Στη Νότιο Αφρική στη Ροδεσία πώς να τρέξω;
Στους Νέγρους, πώς να πω πως βρίσκομαι κοντά τους;
Στην Ινδοκίνα πώς να φτάσω;
Της Βεγγάλης το Λαό πως ν’ αγκαλιάσω;
Την πολεμίστρα μου ν’ αφήσω δεν μπορώ
Μ’ ας ξέρουνε πως τους εχθρούς τους
κι εμείς εδώ τους πολεμάμε
Κοινοί οι εχθροί μας
Δικοί τους και δικοί μας
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ
Τρία βήματα μπροστά
και τρία πίσω πάλι
Χίλιες φορές την ίδια διαδρομή
Έξη χιλιάδες βήματα…
Ο σημερινός περίπατος με κούρασε ίσως
γιατί τα βήματα μετρούσα
Τώρα σταμάτησα
μα αύριο αντίθετα θ’ αρχίσω να βαδίζω
(η ποικιλία ομορφαίνει τη ζωή)
και κάτι άλλο σκέφτομαι
μικρότερα τα βήματα αν κάνω
τέσσερα–τέσσερα μπορεί να τα μετρώ!
Καλά το σκέφτηκα
Πιο όμορφη θα γίν’ η διαδρομή!!…
ΘΕΛΩ
Θέλω να προσευχηθώ
με την ίδια δύναμη που θέλω να βλαστημήσω
Θέλω να τιμωρήσω
με την ίδια δύναμη που θέλω να συγχωρήσω
Θέλω να προσφέρω
με την ίδια δύναμη που ’θελα στο ξεκινήμα
Θέλω να νικήσω
αφού δεν μπορώ να νικηθώ
ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ
Κέρδιζα μια ζωή
Ένα εισιτήριο για το θάνατο
Και ταξιδεύω ακόμη
Κάποιες στιγμές
νόμισα πως έφτανα
στου ταξιδιού το τέλος.
Μα έκανα λάθος.
Εκπλήξεις ήταν μόνο
της διαδρομής.