Χρονογράφημα

«Πάει κι αυτή η Κυριακή» / γράφει η Ειρήνη Δασκιωτάκη

Κυριακή, αρκετά πριν το ξημέρωμα, καθώς αυτό αργεί τώρα που η γη του Βορρά  απομακρύνεται από τον ήλιο και μπαίνει σιγά-σιγά σε έναν χειμώνα σκεπτικό και ανήσυχο.

Νιώθω πως δεν μου φτάνουν τα σκεπάσματα, κρυώνω λιγάκι.

Σαν κάτι να άλλαξε.

Βλέπω την ώρα, είναι 5:32 .

Στα πόδια μου δίπλα ο Τίτος, ο τρελόγατος της οικογένειας που βρήκε η μικρή μου κόρη μέσα στους κάδους των σκουπιδιών απέναντι, πριν από 8 περίπου χρόνια…


Ψιλοκοιμάμαι και ξανά ξυπνώ κατά τις 5.50 από μία θορυβώδη  βροχή που χτυπά με μανία τις λαμαρίνες του σύγχρονου λιακωτού  στην ταράτσα του ξενοδοχείου απέναντι.

Κρατάει το ίσο  ο μπάσος θόρυβος της βροχής στο τσιμέντο του ακάλυπτου.
Α! γι’ αυτό κρύωνα, σκέφτηκα.
Γι’ αυτό και η μέση μου «τραβάει» λίγο σήμερα.

Ξανά κοιτάζω την ώρα… 6 ακριβώς.
Η βροχή με προκαλεί! Θέλω να τη δω.
Ανοίγω τα παντζούρια, σκοτεινά ακόμη.

Από αριστερά  το φως που συχνά κάνει παρέα στη νύχτα της αυλής.
Η κυρία Λίτσα  το ξέχασε πάλι ανοιχτό.
Ή… φοβάται! μεγάλοι άνθρωποι και οι δύο.

Θυμήθηκα ότι από τότε που τους κλέψανε, το αφήνουν ανοιχτό συχνά – πυκνά τα βράδια.

Εγκαταλείπω την προσπάθεια να ξανακοιμηθώ, κατευθύνομαι προς το σαλόνι, το καθιστικό για εμάς, δεν ανοίγω φώτα, μου αρέσει αυτό το μούχρωμα, ανοίγω τα παντζούρια και μένω έκπληκτη, όταν βλέπω πάνω στο μπαλκόνι απελπισμένη την Μπουμπού, την όμορφη, βελουδόγκριζη  γάτα της κυρίας Βασιλικής από το ημιυπόγειο της διπλανής πολυκατοικίας.

Ανοίγω την μπαλκονόπορτα και τη χαϊδεύω…
Σε πέταξαν Μπουμπού;

Η βροχή κόπασε στις 6:15.
Ήπια έναν καφέ στα γρήγορα.

Ο Τίτος και ο Φίλιππος μπλέκονταν στα πόδια μου ζητώντας επίμονα την τροφή τους…

Είναι νωρίς ακόμα, τους είπα.

Αλλά μην μπορώντας να αντισταθώ στο ικετευτικό , ναζιάρικο βλέμμα τους αποφάσισα να τους δώσω λίγη τροφή…
Στην μπαλκονόπορτα με ξανάφεραν επίμονα  γαβγίσματα.

Ένας αδέσποτος σκύλος πέρασε σε λίγο με την ουρά στα σκέλια, φοβισμένος, καθώς πίσω του γάβγιζαν  τα τέσσερα ημιδεσποζόμενα  σκυλιά της γειτονιάς.

Ένας ακόμη φουκαράς άστεγος που διεκδικεί λίγη ζωή…
Δύσκολοι καιροί και για ζώα και για ανθρώπους…

Σκοτεινά τα παράθυρα των γειτονικών πολυκατοικιών .
Δυο, τρία μόνο αναμμένα, σα φωτισμένοι μπερντέδες.

Μπροστά στους κάδους  ο  ρακοσυλλέκτης με το υποτυπώδες καρότσι του.
Είχε τρεις μέρες να φανεί. Ίσως να σεργιανούσε σε άλλες γειτονιές.

Άνοιξε ένα-  ένα τα καπάκια των τριών κάδων, χώθηκε σχεδόν ο μισός μέσα, ψάχνοντας με αδημονία τα ζητούμενα για αυτόν αγαθά…

Ανακυκλώσιμα κυρίως, ή δεν ξέρω… Δεν μπορούσα  να καταλάβω τι άλλο μπορεί να έψαχνε.

Τραβήχτηκα από την μπαλκονόπορτα και αποφάσισα να ξανακοιμηθώ.

Είχε περάσει  όμως η ώρα, ήταν 6:30 πια, είχα μπει σε άλλο mood όπως λέμε… στη σύγχρονη γλώσσα.

Άρχισα να σκέφτομαι τι θα μπορούσα να γράψω για αύριο…

Κατά τις 7:00 ήχοι μηχανοκίνητων οχημάτων επισκίασαν τον ήχο της βροχής που τώρα πια ήταν νανουριστικός και γλυκός.

Η πόλη ξυπνούσε σιγά-σιγά…
Διάφορες σκέψεις άρχισαν να στροβιλίζονται διαδεχόμενες η μία την άλλη.

Οι πληροφορίες στον εγκέφαλο, ριπές συνεχείς, στριμώχνονται για τα καλά εκεί μέσα.

Δύσκολα να βγούνε!

Αναφάνηκε το φως της μέρας.

Γκρίζο φως μιας συννεφιασμένης, βροχερής Κυριακής που όμως την περίμενε πώς και πώς η στεγνιάρικη, αφυδατωμένη γη.

Ακούστηκε το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας… 33 φορές…

Φλας μπακ το μυαλό, σε Κυριακές αλλοτινές της εφηβείας.
Οι Κυριακές δεν ήτανε από τις αγαπημένες μου ημέρες. Είχαν πάντα μία μελαγχολία, ιδιαίτερα οι βροχερές Κυριακές του Νοέμβρη.

Νύχτωνε νωρίς, την επομένη είχαμε σχολείο…

Δεν προλάβαινα να ξεκουραστώ, μία Κυριακή είχαμε τότε.
Πηγαίναμε σχολείο και το Σάββατο… Μέχρι το 1981 γινόταν αυτό!

Κοιμόμουν και αργά, καθώς διάβαζα για μια φορτωμένη Δευτέρα που ξεκινούσε βίαια με ένα εκνευριστικό, αλύπητο  «ντριιιιν»  στο αυτί μου, για να προλάβω το λεωφορείο των 7:10.

Όμως… τι ελπίδα δυνατή μας συντρόφευε!

Ακούστηκε μέσα μου ένα αγαπημένο τραγούδι.

«Πάει κι αυτή η Κυριακή»
Ηχούν αγαπημένες φωνές του Νέου Κύματος…
Λάκης Παπάς , Πόπη Αστεριάδη…

Πάει κι αυτή η Κυριακή
και η χαρά μας πάει
ήτανε τόσο βιαστική
όπως και κάθε Κυριακή
Που πριν τη ζήσουμε περνάει

Πάει κι αυτή η Κυριακή
κι ας καρτερούμε μια άλλη
που να ‘ναι ολόκληρη ζωή
που να ‘ναι απέραντη γιορτή
Μια Κυριακή τόσο μεγάλη

10.30 και τα σύννεφα άφησαν να φανεί για λίγο ο ήλιος που άλλαξε τα χρώματα και τη διάθεση, πασπαλίζοντας συγκρατημένη αισιοδοξία.

Χτύπησε το τηλέφωνο …

«Φεύγω… Κυριακούλα μου! κάνε ότι θέλεις από εδώ και πέρα!
Δε γράφω άλλο για σένα!
Θα ρίξεις κι άλλη βροχή, είπες;
Ό, τι σου πει ο Νοέμβριος!
Αυτός σε διαφεντεύει τώρα.»

καλή εβδομάδα με υγεία!

Ει. Δα.

banner-article

Ροη ειδήσεων