Το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών στο ανατολικό Αιγαίο (ξανα)μπήκε με ένταση στο τραπέζι των ελληνοτουρκικών από την Άγκυρα ως προϋπόθεση για τον τερματισμό της κρίσης με τις έρευνες του «Ορούτς Ρέις» το καλοκαίρι του 2020.
Από τότε και μέχρι πριν από 2-3 εβδομάδες αυτές οι τουρκικές απαιτήσεις προβάλλονταν καθημερινά από τον Ερντογάν και το λοιπό πολιτικό προσωπικό της Τουρκίας ως προϋπόθεση για την αποκλιμάκωση της έντασης και την επανέναρξη ενός διαλόγου, που θα επισημοποιούσε και θα επικύρωνε την ελληνική συμμόρφωση. Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, η τουρκική πολιτική ηγεσία φαίνεται να περιορίζει τη ρητορική της γύρω από αυτό το θέμα. Γιατί;
Η απάντηση σε αυτό το «γιατί» συνοψίζεται από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών (προφανώς κάτι περισσότερο θα ξέρει αυτός) Νίκο Κοτζιά ως εξής:
-
«Η αποστολή όπλων στην Ουκρανία σε ανταλλαγή με γερμανικά έγινε εκ του πονηρού, προκειμένου η κυβέρνηση να αποσύρει από ελληνικά νησιά τον απαραίτητο για αυτά αμυντικό οπλισμό – κατά απαίτηση της Τουρκίας – και να τον στείλει – για να έχει άλλοθι – στον Έβρο (σ.σ.: ούτε καν στον Έβρο, αλλά δυτικότερα στη Θράκη). Με αυτή την “πονηρή” επιλογή της, αδυνατίζει την προστασία των νησιών μας και τη διπλωματική θέση της χώρας. Πρόκειται για μια ενέργεια σχεδιασμένη, που δημιουργεί το ερώτημα αν αυτό αποτελεί μέρος των υποχωρήσεων που είχε κάνει ο Μητσοτάκης στη συνάντησή του με τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη. Η απόσυρση μηχανισμών άμυνας από χώρους του ελληνισμού πληρώθηκε πάντα ακριβά».
Τώρα, εκτός από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών, είναι πολλοί (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αναλυτές κ.λπ.) αυτοί που πέφτουν από τα σύννεφα διαπιστώνοντας ότι οι τουρκικές απαιτήσεις για αποστρατιωτικοποίηση, καθώς και οι αμερικανικές παραινέσεις για «μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος», έχουν μπει στο στάδιο της υλοποίησης.
Στην ατζέντα από το 2020
Οι συνεπείς αναγνώστες μας θα θυμούνται ότι από τις 11 Σεπτεμβρίου του 2020 το «Ποντίκι» έχει γράψει ότι το θέμα της «μερικής αποστρατιωτικοποίησης» των ελληνικών νησιών βρίσκεται στο επίκεντρο μιας συζήτησης για τη δημιουργία των προϋποθέσεων έναρξης ενός νέου γύρου ελληνοτουρκικών συνομιλιών. Η «μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος» σε κρίσιμες περιοχές της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, δηλαδή σε περιοχές ελληνικής επικράτειας τις οποίες η Τουρκία έχει βάλει στο μάτι, φαίνεται ότι αποτελεί στόχο και απαίτηση, τόσο των Γερμανών εταίρων όσο και των Αμερικανών «φίλων» και «συμμάχων».
Στο πλαίσιο αυτό, άλλωστε, όπως γράφαμε από τον Αύγουστο του 2020, εξελίχθηκαν οι συνομιλίες «τεχνικού» χαρακτήρα στο ΝΑΤΟ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, προκειμένου να βρεθεί τρόπος ικανοποίησης της τουρκικής απαίτησης για ξαλάφρωμα των δυνατοτήτων αεράμυνας των νησιών.
Οι (πολιτικές) δυσκολίες της κυβέρνησης να προχωρήσει στην (άμεση) ικανοποίηση αυτής της απαίτησης προκάλεσαν την τουρκική οργή και τις προσωπικές επιθέσεις του Ερντογάν κατά του Μητσοτάκη, καθώς μετά τη μελιστάλακτη συνάντησή τους στην Τουρκία ο Τούρκος Πρόεδρος εκτίμησε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός είτε δεν μπορούσε να υλοποιήσει τα υπεσχημένα είτε τον κορόιδεψε.
Τα υπεσχημένα
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Π» από τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 2020, η ελληνική κυβέρνηση, προκειμένου να ξεμπερδεύει με τις απειλητικές βόλτες του «Ορούτς Ρέις» μέχρι τις ακτές (στα 6,5 μίλια) του Καστελλόριζου, της Ρόδου και της Κρήτης, είχε αποδεχτεί μια συμφωνία.
Σύμφωνα με τα όσα έχει πληροφορηθεί το «Ποντίκι», η τουρκική πλευρά δεσμευόταν:
- Να σταματήσει τις έρευνες στην ανατολική Μεσόγειο.
- Να σταματήσει τις ρητορικές και έμπρακτες αμφισβητήσεις επί της κυριαρχίας νησιών, βράχων και βραχονησίδων.
Από την πλευρά της η Ελλάδα αναλάμβανε τις υποχρεώσεις:
- Να σταματήσει τις διαδικασίες αδειοδότησης ερευνών σε θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης (ενδιαφέροντος της γαλλικής TOTAL).
- Να προχωρήσει σε μερική αποστρατιωτικοποίηση κάποιων νησιών.
- Να μην μεταβάλει το υπάρχον status στην περιοχή με την επέκταση των χωρικών της υδάτων.
Και οι δύο πλευρές, τέλος, δεσμεύονταν να αποφύγουν μονομερείς κινήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να διαταράξουν την εμπιστοσύνη και να υπονομεύσουν τη διαδικασία διαλόγου.
Η «χρυσή» ευκαιρία
Η ευκαιρία για την ικανοποίηση των τουρκικών απαιτήσεων για αποστρατιωτικοποίηση εμφανίστηκε με την αμερικανοΝΑΤΟϊκή απόφαση για ενίσχυση του ουκρανικού στρατού με στρατιωτικό υλικό. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν η πρώτη μεταξύ των συμμάχων που έσπευσε να επιδείξει την αφοσίωσή της στην Ουάσιγκτον και προχώρησε στην αποστολή ρωσικών αρμάτων που ήταν διασπαρμένα στα ελληνικά νησιά και αποτελούσαν (λόγω του συγκεκριμένου εξοπλισμού τους) βασικό κομμάτι της άμυνάς τους.
Με την Αθήνα να προχωρά «υπογείως» στην έναρξη της ικανοποίησης της τουρκικής απαίτησης για αποστρατιωτικοποίηση, η επίσκεψη (τρεις βδομάδες πριν) του Αμερικανού υφυπουργού Ενέργειας Τζέφρι Πάιατ (ναι, ο δικός μας πρώην ανθύπατος) στην Άγκυρα έγινε ευκολότερη.
Προσφέροντας την ελληνική γλώσσα για το γυάλισμα των παπουτσιών του Ερντογάν, ο Πάιατ είχε κρίσιμες συνομιλίες με την τουρκική κυβέρνηση με στόχο τη συγκράτηση της Τουρκίας στην ευρωατλαντική (αμερικανική) σφαίρα επιρροής. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι στις προσφορές του Πάιατ, εκτός από τα ελληνικά δώρα, περιλαμβάνεται και η υπόσχεση της Ουάσιγκτον για παροχή βοήθειας για την εξέλιξη του πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας…