Από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (Ηράκλειο), που τα τελευταία διευθύνει η καλή μου φίλη Διονυσία Δασκάλου, άριστη επιμελήτρια βιβλίων (από τους καλύτερους του χώρου στη χώρα μας), κυκλοφόρησε κατά τον καιρό της πανδημίας ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχω διαβάσει, με τίτλο: Σωτήρης Σπαθάρης. Τα απομνημονεύματά μου. Ανέκδοτα αυτοβιογραφικά κείμενα του λαϊκού καλλιτέχνη με εισαγωγή, επιμέλεια και επεξηγηματικά σχόλια του Γιάννη Κόκκωνα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης – ΠΕΚ, Ηράκλειο Κρήτης, 2020, σχήμα 17×25, σελ. 712, σκληρό εξώφυλλο με κουβερτούρα
Τούτο το βιβλίο-μελέτη με πήγε στο μακρινό 1972, τότε που ο σπουδαίος Διονύσης Σαββόπουλος παρουσίαζε το σημαντικότατο για την εποχή εκείνη (της Δικτατορίας) πρόγραμμά του στο «Κύτταρο», ένα υπόγειο μαγαζί στην Ηπείρου και Αχαρνών κοντά στον Σταθμό Λαρίσης (σταθμός των τότε Σιδηροδρόμων του Ελληνικού Κράτους – ΣΕΚ). Είχε στην ορχήστρα του μαζί με τους άλλους καλλιτέχνες και την σπουδαία και ωραιότατη φλαουτίστα Στέλλα Γαδέλλη, η οποία γοήτευε τους θεατές-ακροατές με το παίξιμό της, καθώς και την Δόμνα Σαμίου που τραγουδούσε Δημοτικά Τραγούδια από όλες τις ελληνικές περιοχές (κάτι διαφορετικό από τα «δημοτικά τραγούδια» που έπαιζαν εκείνη την εποχή τα κρατικά ραδιόφωνα και η τηλεόραση και στην κυριολεξία έκαναν τους Έλληνες να απαρνηθούν τα «δημώδη άσματα» και την λαϊκή μουσική παράδοσή τους), και τον Ευγένιο Σπαθάρη που έδινε παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών με τον Καραγκιόζη και τους άλλους «ήρωες». Τότε γνώρισα την Δόμνα και τον Ευγένιο, συνδέθηκα με φιλία μαζί τους, που κράτησε για όλα τα επόμενα χρόνια. Μετά την «μεταπολίτευση» έκανα μαζί τους (με την Δόμνα και τον Ευγένιο) δυο ωραίες συζητήσεις-συνεντεύξεις, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Αγωνιστής, με την καλλιτεχνική φροντίδα του φίλου και συναγωνιστή Νίκου Λαγκαδινού.
Η έκδοση των ΠΕΚ για την οποία θα μιλήσω, εντάσσεται σε αυτό που σχετίζεται με την όλη φιλοσοφία του συγκεκριμένου «εκδοτικού οίκου» και που, κατά την διευθύντριά του Διονυσία Δασκάλου, συνοψίζεται στο εξής:
«Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ΠΕΚ, που το επιδίωξαν από την αρχή και το έχουν επιτύχει εδώ και πολλά χρόνια, είναι αφ’ ενός να μείνουν πιστές στον ακαδημαϊκό και ποιοτικό χαρακτήρα τους, και αφ’ ετέρου να καταστούν οικονομικά αποτελεσματικές και αυτοχρηματοδοτούμενες: δηλαδή, να μην βασίζονται σε κρατική χρηματοδότηση.»
Να σταθώ, λοιπόν, στον Σωτήρη Σπαθάρη, για τον οποίο ο Ευγένιος με αγάπη και σεβασμό μου μίλησε στη συνέντευξη που κάναμε για τον «Αγωνιστή», όχι τόσο γιατί ήταν ο γεννήτοράς του, αλλά για τον λογο ότι ο πατέρας του υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές αυτής της τέχνης –του Θεάτρου Σκιών και του Καραγκιόζη– στην Ελλάδα. Εκείνον τον καιρό ήταν εκδομένη και κυκλοφορούσε ακόμα στα βιβλιοπωλεία της Αθήνας η γνωστή ως Αυυτοβιογραφία του Σωτήρη Σπαθάρη, στην α’ έκδοσή της, του 1960, από τις εκδόσεις Πέργαμος.
Εν συντομία τα «βιογραφικά» για τον Σωτήρη Σπαθάρη έχουν ως εξής:
«Ο Σωτήρης Σπαθάρης γεννήθηκε το 1887 στην Αθήνα από άγνωστους γονείς και το 1889 υιοθετήθηκε από τους Σαντορινιούς Ευγένιο και Μαριέττα Σπαθάρη. Μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, στην περιοχή του Μεταξουργείου. Μικρό παιδί γοητεύτηκε από το θέατρο σκιών, μαθήτευσε για λίγο στον καραγκιοζοπαίχτη Θεοδωρέλο και από τα πρώτα εφηβικά χρόνια άρχισε να δίνει παραστάσεις στη γειτονιά του. Αλήτεψε, δούλεψε κοντά σε τσαγκάρηδες και άλλους μαστόρους, και συμπλήρωνε το πενιχρό εισόδημα από τις παραστάσεις του καραγκιόζη δουλεύοντας σαν οικοδόμος, πλακάς κυρίως. Το 1913 παντρεύτηκε από έρωτα την Τριανταφυλλιά Μαλακού, υπηρέτρια από τα Κύθηρα, κατατάχτηκε στον στρατό καθυστερημένα το 1915, επιστρατεύτηκε αργότερα και βρέθηκε στο Μακεδονικό μέτωπο το 1918 και το 1919. Όταν γεννήθηκε ο γιος του Ευγένιος, το 1924, μετακόμισε στα Αλώνια της Κηφισιάς. Στις δεκαετίες του 1930 και 1940 έγινε ο αγαπημένος καραγκιοζοπαίχτης των καλλιτεχνών και των διανοουμένων της Αθήνας, ύστερα από τη γνωριμία του με τον Γιάννη Τσαρούχη. Το 1944, παρακινημένος από τον ζωγράφο Νίκο Καρτσωνάκη, άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του. Το 1945 γνώρισε τον Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από το ήθος του και δημοσίευσε αποσπάσματα της πρώτης μορφής των απομνημονευμάτων, συνοδεύοντάς τα με πολύ θερμά λόγια. Συνταξιοδοτήθηκε το 1947, όταν κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του, όμως με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συνέχισε να ασχολείται με τον καραγκιόζη ώς τον θάνατό του, το 1974, παρακολουθώντας πάντοτε την επιτυχημένη επαγγελματική διαδρομή του γιου του Ευγένιου.»
Ο επιμελητής της έκδοσης του 2020, καθηγητής Γιάννης Κόκκωνας, σημειώνει:
«Λογαριάζω τις δύο εκδόσεις και τέσσερις ανατυπώσεις. Αναλυτικά: 1η έκδοση: Πέργαμος 1960. 1η ανατύπωση: Βέργος 1976, με διαφορές στην εκτός κειμένου εικονογράφηση. 2η ανατύπωση: Οδυσσέας 1978, χωρίς εικονογράφηση εκτός κειμένου. 2η έκδοση: Άγρα 1992, με τίτλο Αυτοβιογραφία και η τέχνη του καραγκιόζη. Σημειώνω εδώ ότι οι εκδότες κατά κανόνα χρησιμοποιούν και για τις ανατυπώσεις τον όρο “έκδοση”, πράγμα που ισχύει και στην περίπτωσή μας. Η ανατύπωση του 1976 φέρει την ένδειξη “Β’ έκδοση”, του 1978 “Γ’ έκδοση”, η πραγματική 2η έκδοση παρουσιάζεται ως 4η έκδοση. Από βιβλιογραφική άποψη, όταν το κείμενο ενός βιβλίου που επανακυκλοφορεί αναπαράγεται φωτομηχανικά και δεν στοιχειοθετείται εξ αρχής, δεν έχουμε νέα έκδοση αλλά ανατύπωση.»
- Η έκδοση των ΠΕΚ με τίτλο: Σωτήρης Σπαθάρης, Τα Απομνημονεύματά μου, ουσιαστικά αποτελεί την πλήρη έκδοση των απομνημονευμάτωντου σπουδαίου λαϊκού καλλιτέχνη του Θεάτρου Σκιών ή του Καραγκιόζη, Σωτήρη Σπαθάρη, και πρόκειται για έργο που φέρνει στο φως της δημοσιότητας πρώτη φορά το μεγαλύτερο τμήμα από τα χαμένα χειρόγραφα ενός ανθρώπου που αφιέρωση ολόκληρη τη ζωή του σε αυτήν την τέχνη. Δεν πρόκειται για απλή ή ακόμα μία έκδοση αλλά για μείζον εκδοτικό γεγονός. Ο Γιάννης Κόκκωνας έδωσε δείγματα υποδειγματικής επιμέλειας, για το πώς πρέπει να εκδίδονται σήμερα τα σπουδαία χειρόγραφα (που μπορεί να είναι ανορθόγραφα ή ίσως και ασύντακτα), με τον απαιτούμενο σεβασμό στην σκέψη και στο πώς αυτή η σκέψη έχει εγγράφως διατυπωθεί από κάποιον αγράμματο ή ολιγογράμματο αυντάκτη, και η οποία θα πρέπει να εκδοθεί για το κοινό των όποιων ενδιαφερόμενων αναγνωστών. Τούτο το έργο, αποτελεί εγγύηση ότι ο Γιάννης Κοκκώνας θα πρέπει να κατπιαστεί –κατεπειγόντως– και άμεσα με την επιμέλεια και έκδοση των χειρογράφων του Νικολάου Κασομούλη, που διαφυλάσσονται στο Μουσείο Μπενάκη (κατά την άποψή μου θα έπρεπε να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά όλοι οι ερευνητές και μελετητές της Ιστορίας της Επανάστασης του 1821), ώστε να έχουμε τον αυθεντικό και γνήσιο λόγο του καλού, αγνού και τίμιου αγωνιστή (με προγονική ρίζα από το βλαχοχώρι Πισοδέρι), καθότι η έκδοση των τριών τόμων των Στρατιωτικών Ενθυμημάτων του (1939/1940 α’ τόμος σε δύο εκτυπώσεις, 1941 β’ τόμος, 1942 γ’ τόμος) σε επιμέλεια του Γιάννη Βλαχογιάννη, «ατύχησαν» από τον υπερβάλλοντα ζήλο του επιμελητή τους, τόσο στις παρένθετες προσθέσεις λέξεων και φράσεων ή και σε αφαιρέσεις χωρίων και εδαφίων, και πάμπολλες περιπτώσεις στις λαθεμένες παρεμβάσεις τους στις υποσημειώσεις. Μια έκδοση του Ν. Κασομούλη σε επιμέλεια του Γ. Κόκκωνα, είμαι βέβαιος πως θα γράψει… ιστορία.
–
Ὁ Γιάννης Κόκκωνας γεννήθηκε τὸ 1956 στὸ Καστρὶ τῆς Κυνουρίας. Σπούδασε φιλολογία στὸ Πανεπιστήµιο Ἀθηνῶν καὶ ἀµέσως µετὰ στράφηκε στὴν ἱστορία τοῦ βιβλίου καὶ στὴ βιβλιολογία. Μελέτησε ἐπίσης ὄψεις τῆς ἱστορίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικοῦ κινήµατος καὶ τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821, τῶν ἰδεολογικῶν συγκρούσεων γιὰ τὴ γλώσσα κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Διαφωτισµοῦ, καθὼς καὶ τῆς δηµόσιας ἐκπαίδευσης στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους. Εἶναι διδάκτωρ Ἱστορίας τοῦ Ἰονίου Πανεπιστηµίου. Ἐργάστηκε δύο δεκαετίες ὡς φιλόλογος σὲ δηµόσια λύκεια στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴ Γερµανία καὶ ἀπὸ τὸ 2003 εἶναι καθηγητὴς στὸ Τµῆµα Ἀρχειονοµίας, Βιβλιοθηκονοµίας καὶ Μουσειολογίας τοῦ Ἰονίου Πανεπιστηµίου, ὅπου διδάσκει, κυρίως Ἱστορία τοῦ βιβλίου, Βιβλιολογία καὶ εἰδικὰ ζητήµατα διαχείρισης παλαιοῦ καὶ σπάνιου ὑλικοῦ στὶς βιβλιοθῆκες.
Η έκδοση από τις ΠΕΚτων Απομνημονευμάτων του Σωτήρη Σπαθάρη, είναι από τις πλέον καλαίσθητες, με σπουδαία τυπογραφική δουλειά, ισορροπημένη και άκρως διαφωτιστική εικονογράφηση, και ο τόμος γίνεται έτσι ελκυστικός όχι μόνο να τον φυλλομετρήσεις, αλλά στην κυριολεξία να τον «ρουφήξεις» στην ανάγνωση και στην μελέτη, και σε αυτό συμβάλλει καθοριστικά ο τρόπος προσέγγισης του υλικού από τον εξαίρετο επιμελητή του, με την υποδειγματική του παρουσίαση. Οι ΠΕΚ εγγράφουν στο ενεργητικό τους ένα ακόμα εκδοτικό επίτευγμα, σεβόμενοι δημιουργούς και αναγνώστες. Εύγε σε όλους τους συντελεστές του τόμου.
Ο Γιάννης Κόκκωνας, δεν είναι απλά ο άριστος επιμελητής της έκδοσης, αλλά ο άνθρωπος που ανακάλυψε τα «χαμένα χειρόγραφα» του Σωτήρη Σπαθάρη, και ο οποίος δίνει με γλαφυρό τρόπο όλη αυτή την «Οδύσσεια» των χειρογράφων και της τυχαίας –μάλλον– ανακάλυψής τους, και στην πορεία της έλλογης και ενσυνείδητης αναζήτησής τους μέσω συστηματικής έρευνας για την εύρεση των διασωζόμενων σπαραγμάτων. Ευτυχώς, παρά τις όποιες απώλειες «πρωτογενούς υλικού», ο αγώνας του ερευνητή στέφτηκε με επιτυχία, καρπός της οποίας είναι ο τόμος των ΠΕΚ.
Ο επιμελήτής-ερευνητής κάποια μέρα του 2013 «βόλταρε» στο κυριακάτικο παζάρι της Ιεράς Οδού. Από έναν ρακοσυλλέκτη, που είχε βρει τα χειρόγραφα των Απομνημονευμάτων του Σωτήρη Σπαθάρη τυχαία ένα βράδυ δίπλα σε δυο κάδους ανακύκλωσης στην περιοχή της οδού Αχαρνών, μετά από το σχετικό παζάρεμα τα αγόρασε. Έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια! Νέες αναζητήσεις και νέα ευρήματα, μετά από συνάντηση του επιμελητή με τους απογόνους του Λάμπη Χρονόπουλου, δεύτερου επιμελητή των –αδημοσίευτων– χειρογράφων του ίδιου μα και του Σωτήρη Σπαθάρη, που μπορεί να τα βρει ο αναγνώστης στο παρουσιαζόμενο έργο. Αυτό δεν ήταν εύκολη υπόθεση και ο Γιάννης Κόκκωνας χρειάστηκε πολυετή έρευνα για να φτάσει στο νυν εκδομένο έργο του, για το οποίο θα πρέπει να νοιώθει περήφανος. Τα λέει όλα ο συγγραφέας στην εκτενή εισαγωγή του στο βιβλίο.
Έτσι κατόρθωσε να δώσει την πιο ολοκληρωμένη βιογραφία του Σωτήρη Σπαθάρη, με βάση την ενδελεχή έρευνά του και την μελέτη άγνωστου και ανέκδοτου αρχειακού υλικού, γεγονός που φαίνεται από το ξεδίπλωμα άγνωστων κι εξόχως ενδιαφερουσών πτυχών της ζωής του Σωτήρη Σπαθάρη. Βλέπουμε έναν Σπαθάρη που γράφει και ξαναγράφει τη ζωή του, ανακαλώντας κάθε φορά στη μνήμη του –στην κάθε νέα γραφή του– πράγματα που ανασύρει από την ομίχλη της μνήμης του και τα οποία σε κάθε προηγούμενη γραφή του του είχαν διαφύγει!. Τα όποια «θολά σημεία» της γραφής του «μπερμπα-Σωτήρη», έρχεται να διαφωτίσει με τις υποσημειώσεις του και τα τα ερμηνευτικά σχόλιά του ο Γιάννης Κόκκωνας, που φρόντισε να γίνει ακόμα πιο σαφής και με το αναγκαίο γλωσσάρι, δίνοντας έτσι ένα έργο αξιοζήλευτο.
Τα διαδοχικά αυτόγραφα Απομνημονεύματα, γράφτηκαν το πρώτον, από τον Σωτήρη Σπαθάρη, τα 1944 και ξαναγράφτηκαν σε εκτενέστερη μορφή το 1950-1955.
Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΗΣ «ΛΑΪΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ»
Το 1907 ο Γιάννης Βλαχογιάννης εξέδωσε το δίτομο έργο με τα απομνημονεύματα και τα έγγραφα του «αρχείου» Γιάννη Μακρυγιάννη, αλλά το συγκεκριμένο έργο έτυχε της δέουσας προσοχής αργότερα, από τους διανοούμενους της λεγόμενης «γενιάς του ’30», όχι για την ιστορική αξία του έργου του αγωνιστή, αλλά για τον τρόπο και το ύφος και ήθος γραφής του συγγραφέα, και είναι γνωστό το εγκώμιο που έχει πλέξει γι’ αυτήν την Γραφή ο (μετέπειτα νομπελίστας) ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης. Σήμερα, η «γραφή του Μακρυγιάννη» αμφισβητείται για τη γνησιότητά της με επισημασμένες διάφορες «λαθροχειρίες» του επιμελητή τους Γιάννη Βλαχογιάννη.
Εκείνη, λοιπόν, την περίοδο υπήρχε μια τάση στους Έλληνες διανοούμενους να προσπαθούν να ανακαλύπτουν «έργα τέχνης» υποστήριξης της Ελληνικότητας (του Νέου Ελληνισμού), στα πεδία όλων των τεχνών, και έτσι ανακάλυψαν στον χώρο της «λογοτεχνικής γραφής» τα κείμενα του αγράμματου κι άνευ παιδείας κι εκπαίδευσης Γιάννη Μακρυγιάννη. Η τάση πήρε τη μορφή αναζήτησης τέτοιων «αγραμμάτων», που είχαν να που με τη γραφή τους σημαντικότερα και «πιο ελληνικά» πράγματα από τους εγγράμματους και σπουδαγμένους.
Σε αυτήν ακριβώς την λογική κινούμενος ο τότε νεαρός ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, φίλος του Σωτήρη Σπαθάρη, όπως και ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός και οι «φιλοδοξούντες» να γίνουν επιμελητές ή συν-συγγραφείς με τον Σωτήριο Σπαθάρη, ωθούσαν τον Καραγκιοζοπαίχτη να στρωθεί και να γράψει με τον τρόπο του «αυτοβιογραφία», ελπίζοντας ότι θα … προέκυπτε κείμενο ανάλογο με αυτό της μακρυγιαννικής γραφής. Έτσι άρχισε η «συγγραφική περιπέτεια» του σπουδαίου Σωτήρη Σπαθάρη, την οποία με μεγάλη μαεστρία ξετυλίγει ο Γιάννης Κόκκωνας.
Η πρώτη έκδοση των Απομνημονευμάτων Σπαθάρη, υπήρξε γλωσσικά λιγάκι λογοκριμένη, μιας και η «λαϊκή γραφή» του, συγγενική του μακρυγιαννικού λόγου, δεν είχε ωστόσο την ίδια αποδοχή. Ο αγράμματος συγγραφέας έπρεπε να υποστεί την επιμέλεια, διόρθωση (και γραμματολογική αντίληψη) του εγγράμματου φίλου και επιμελητή του, ο οποίος διακατεχόταν και από ιδεολογικοπολιτικές θέσεις, τις οποίες ήθελε να προβάλει μέσω της γραφής του αγράμματου συγγραφέα! Παρά τις όποιες παρεμβάσεις, η γραφή του Σπαθάρη παραμένει ολοζώντανη, δεν ξεφεύγει από τα όρια της αυτοπροσωπογραφίας, κι αναδεικνύει έναν άνθρωπο –αναμφίβολα γνήσιο λαϊκό καλλιτέχνη και συνάμα «συγγραφέα»– ο οποίος είναι φιλότιμος, χαρισματικός, με όλα τα καλά και τα κακά του. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη φτώχεια, αλλά η τέχνη του έτυχε της δέουσας προσοχής και του θαυμασμού σπουδαίων προσωπικοτήτων του χώρου που ο καθένας τους διέπρεπε, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης και ο Άγγελος Σικελιανός. Η ταπεινή του τέχνη του ανοίγει διάπλατα τα πόρτες για τους χώρους της «υψηλής κοινωνίας», για τα ιδρύματα των ειδικών και επώνυμων της εποχής εκείνης, κομορρημονεί για την «πρόοδό» του, μα έως εκεί, γιατί εγκαταλείπεται από αυτούς τους κύκλους γνωριμιών, και ξαναβρίσκεται στο οικείο του περιβάλλον της φτώχεις και της ανέχειας, που του κάνουν τον βίο αβίωτο και περιπετειώδη. Η ταύτισή του με τον ήρωα της τέχνης του, τον Καραγκιόζη, είναι εμφανής και διακηρυσσόμενη –χωρίς αυτήν θα πέθαινε– και έτσι καταφέρνει να ξεπεράσει τα άπειρα προβλήματα της καθημερινότητάς του και τα πολλά του βάσανα. Ο Καραγκιόζης του έδινε δύναμη και τη χαρά της δημιουργίας, δώρο θεϊκό για τον γνήσια λαϊκό αληθινό καλλιτέχνη, η οποία τέχνη του τελικά, με το ολοκληρωτικό δόσιμο του σε αυτήν, τον έκανε να υπερβεί και τον ίδιο τον εαυτό του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
- Το πρώτο απόσπασμα αναφέρεται και στην Βιργινία Ζάννα. Η Βιργινία Ζάννα (1897-1980), ήταν κόρη της Πηνελόπης Δέλτα (1874-1941), εγγονή του πολιτικού Εμμανουήλ Μπενάκη (1843-1929), σύζυγος του πρωτεργάτη του κινήματος της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη το 1916, και έγκλειστου των Γερμανών στις φυλακές Αβέρωφ αρχικά, και σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως στην Ιταλία, στη συνέχεια, Βλαχολιβαδιώτη Αλέξανδρου Ζάννα (1892-1963) και γιαγιά του πρώην πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά.
«…Ανοίγει η πόρτα πάλι και εμφανίζεται η υπουργού Ζάννα. Θετρώνης και προσωπικόν προσοχή. Με χαιρετά διά χειραψίας. Μου λέγει: Εύγε σου Σπαθάρη, είσαι μεγάλος καλλιτέχνης, με ικανοποίησες, γιατί έπαιξες το καλύτερο νούμερον. Και αφού μου δίδει ένα χιλιάρικο μου λέγει: Να πιείς έναν καφέ εις την υγειά μου, και φεύγει. Ο θεατρώνης είναι ακίνητος. Έρχεται ο Τσαρούχης με μιαν δεσποινίδα και μου λέγει: Αποδώ σου συσταίνω την δεσποινίς Άλλη Παπαδημητρίου, διευθύντρια της Ελληνικης Τέχνης. Αφού αυτοσυστήθηκα, μου λέγει: Κύριε Σπαθάρη, η επιθυμία μου είναι να πάμε στο μέγαρό μου. Εγώ δεν ήθελα, αλλά αφού επίμεμε ο Τσαρούχης εδέχθην. […]» (σ. 180).
- Το δεύτερο απόσπασμα αναφέρεται και στον Αλέξανδρο Σβώλο. Ο Βλάχος Αλέξανδρος Ι. Σβώλος (Κρούσοβο, 1892 – Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 1956) ήταν διαπρεπής Έλληνας νομικός και πολιτικός. Στην περίοδο της Κατοχής, διετέλεσε πρόεδρος («πρωθυπουργός») της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ, γνωστής και ως «Κυβέρνησης του Βουνού»). Υπέστη διώξεις και εξορίες λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του.
«Άλλη μια φορά θεάτρισα δύο ξένους και πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων. Όταν τελείωσα την παράσταση, μου ’πανε πως με θέλει ένας καθηγητής. Όταν πήγα εκεί μου ’πε: Σπαθάρη, αυτά που αίζεις τα ’χεις γραμμένα; Του λέω: Όχι, καθηγητά μου. – Σπαθάρη, δεν είναι δυνατόν να παίζεις δύο ώρες με δίχως υποβολείον. – Είναι δυνατόν, καθηγητά μου, γιατί ενώ δεν ξέρω γράμματα τι να διαβάσω; – Μπράβο, Σπαθάρη, είσαι μεγάλος καλλιτέχνης. Ναι, καθηγητά μου, αλλά ξυπόλητος, και του δείχνω τις τρύπιες σόλες μου. Ο καθηγητής λέει φουρκισμένα: Αισχρά κοινωνία, ενώ όλοι οι άλλοι τον ακούγανε. Δε μου λες, Σπαθάρη, είναι και άλλοι καραγκιοζοπαίχτες που παίζουνε; – Ναι, καθηγητά μου. – Και ποιον εσύ αποφτούς λες πως παίζει σαν κι εσένα; – Καθηγητά μου, σαν κι εμένα κι ακόμα καλύτερα λέω πως παίζει κάποιος Μανωλόπουλος. Τότες ένας από την παρέα που μας είχανε τριγυρίσει εμένα και τον καθηγητής μου λέει: Εμείς, κύριε Σπαθάρη, τον Μανωλόπουλο τον ακούσαμε και δεν παίζει καλύτερα από σένα. Γιατί λέτε ψέματα; – Γιατί κι εγώ τον Μανωλόπουλο τον έχω ακούσει, τον εαυτό μου όχι. Τότες ο καθηγητής, αφού με κτύπησε στον ώμο, μου λέει δυνατά και ευχαριστημένα: Εύγε σου, μεγάλε Σπαθάρη, Ύστερα που το θέατρό μου πήγε στο Μουσείο Θεαμάτων, <έμαθα> πως αυτός ο καθηγητής ήταν ο Σβώλος.» (σ. 413).
Είναι ένα σημαντικό βιβλίο που πρέπει να κάνετε δώρο στον εαυτό σας, στα παιδιά σας και στους φίλους σας, για να μπορούν να κατανοήσουν το τι θησαυρούς μας παίρνουν σαν χαλί κάτω από τα πόδια μας, τη στιγμή που «δοξάζουμε» (τάχα μου σαν πρόοδο και εξέλιξη) τα σκουπίδια που η «παγκοσμιοποιημένη κοινωνία» και οι ταγοί της μας σερβίρουν… Να μην κοιμόμαστε κι άλλο τον ύπνο του δικαίου… Μπαρμπαγιώργος που μας χρειάζεται!…
- Το 1996 είχα έτοιμη ολόκληρη μελέτη για τον Καραγκιόζη, καρπό πολυχρονης έρευνας, με μπόλικο πρωτογενές υλικό και με στοιχεία αντλημένα από συζητήσεις μου με τους σπουδαίους φίλους καραγκιοζοπαίχτες Ευγένιο Σπαθάρη, Μάνθο Αθηναίο και Αβραάμ, Προέκυπτε από την έρευνα πως η ονομασία Καραγκιόζης δεν σημαίνει «Μαυρομάτης» (ετυμολογούμενο το όνομα από την τουρκική), αλλά «Ξεπεσμένος» (ετυμογούμενο το όνομα από την ελληνοβλάχικη), όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από την όλη συμπεριφορά του ομώνυμου πρωταγωνιστή τα γνωστά έργα-κείμενα του Καραγκιόζη. Σωτήρας αυτού του «ραγιά» ήταν και είναι πάντοτε «ο θείος» του «Βλάχος Μπαρμπαγιώργος»!… Και μια μέρα τα «έφτυσε» ο Ηλεκτρονικός Υπολογιστής μου, πήγε ο σκληρός δίσκος «κατά διαόλου», και χάθηκαν για πάντα τρία έτοιμα βιβλία μου, μαζί και άλλα, μιας και δεν υπήρξε δυνατότηα ανάκλησης του υλικού του καταστραμμένου σκληρού δίσκου. Δυστυχώς.
Ο όρος, λοιπόν, «καραγκιόζης» υπάρχει και στην Ρουμανική γλώσσα: caraghios, -oasa, καραγκιοζλίδικος, κωμικός, γελοίος, αλλά και σε άλλες βορειότερες από αυτήν χώρες, στις οποίες ουδέποτε πάτησε πόδι Οθωμανού. Πώς… μετανάστευσε εκεί ο όρος; Μήπως πρέπει οι ερευνητές και οι μελετητές του Καραγκιόζη να αναθεωρήσουν πάγιες ή στερεότυπες επιβληθείσες αντιλήψεις» οι οποίες δεν τεκμαίρονται από το «υφιστάμενο ερευνητικό υλικό», και μήπως απαιτείται μια πιο παραπέρα σε βάθος χρόνου και σε γεωγραφική έκταση έρευνα, για να οδηγηθούμε τελικά σε ορθά και πειστικά συμπεράσματα;… Λέω, μήπως…
- Να μου επιτραπεί να καταθέσω εδώ εν συντομία σε κάποια πράγματα για την Ιστορία του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, θεωρούμενα ως κοινός τόπος για τους πιο πολλούς Έλληνες ερευνητές, θέμα με το οποίο καταπιάστηκε στα απομνημονεύματά του ο Σωτήρης Σπαθάρης, και το οποίο–θεωρώ – ότι άφησε καταλυτικά τη σφραγίδα του για τα επόμενα χρόνια και τις επερχόμενες γενιές.
Στην Αυλή του Αλή Πασά, στα Γιάννινα, είναι γνωστο πως δίνονταν παραστάσεις Καραγκιόζη. Κατά τον J. Ch. Hobhouse, στις 23 Οκτωβρίου του 1809, στο ραμαζάνι, δόθηκει παράσταση Καραγκιόζη, στην τουρκική γλώσσα: «Σ’ ένα ρυπαρό καφενείο, με πολλά παιδιά, μεταξύ των θαμώνων, οι οποίοι πληρώνουν 2 παράδες για τον καφέ, και ρίχνουν άλλους 2-3 στον περιφερόμενο δίσκο, προφανώς, για την αμοιβή του Εβραίου καραγκιοζοπαίχτη, που έρχεται από την Κωνσταντινούπολη.» – Τούτη η πληροφορία κάνει μερίδα ερευνητών να ισχυρίζονται ότι ο μετέπειτα «ελληνικός Καραγκιόζης» είναι συνέχεια του Γιαννιώτικου Θεάτρου Σκιών.
Στις 18 Αυγούστου 1841, στην εφημερίδα Ταχύπτερη Φήμη των Αθηνών, υπάρχει είδηση για παράσταση Καραγκιόζη στο Ναύπλιο: «Την 21 του παρόντος θα παρουσιασθή εις Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη, έχουσα αντικείμενον τον Χτζ-Αββάτην και Κουτζούκ-Μεϊμέτην.» – Είναι ουσιαστικά η πρώτη εξακριβωμένη πληροφορία και είδηση για παραστάσεις Καραγκιόζη στο νεόττευκτο ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό και μία μερίδα ερευνητών καραγκιοζολόγων, ισχυρίζεται ότι ο Καραγκιόζης έκανε την εμφάνιση στην Ελλάδα στα χρόνια του Όθωνα, και ότι ‘ηρθε από την Τουρκία.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1852, η αθηναϊκή Ταχύπτερη Φήμη, πληροφορεί τους αναγνώστες της για παράσταση Καραγκιόζη στην Αθήνα: «Κατά την συνοικίαν της Πλάκας εσυστήθη ανατολικόν θέατρον. Εξοδεύων δε τις δέκα μόνον λεπτά, πέντε, δηλαδή, διά την είσοδον και άλλα πέντε διά ένα ναργιλέν ΄΄΄Κατά την τελευταίαν παράστασιν εωρτάσθησαν οι γάμοι του Καραγκιόζη. …»
Για το 1856 ή 1857, ο άγνωστος συγγραφέας του Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι, γράφει για παραστάσεις Καραγκιόζη στην Χαλκίδα, «εις το επάνω καφενείον, όπου επαρίστανον σχεδόν καθ’ εσπέραν τον Καραγκιόζην».
Το 1879, η Χαλκιδαϊκή εφημερίδα Εύβοια, στις ημερομηνίες 24 Οκτωβρίου και 1 Νοεμβρίου, γράφει ότι στο «Χαλκιδικόν Θέατρον», μέγα πλήθος, και ανάμεσά τους γυναίκες και πολλά παιδιά, και κάποιος «…θα έβλεπεν εν αδελφική όντως αγάπη συνδιασκεδάζοντας Χριστιανούς, Ιουδαίους και Οθωμανούς».
Το 1891, Ηπειρώτες καραγκιοζοπαίχτες παίζουν στην Αμβρακία το έργο Ο Μεγαλέξανδρος και ο καταραμένος όφις. – Πάει να πει, η σκυτάλη της τέχνης δινόταν πια στον ελλαδικό χώρο, από τον ένα καλλιτέχνη στον άλλον.
Ας το κλείσω εδώ το θέμα, χωρίς να μπω στα άλλα ζητήματα όπως Η Καταγωγή του Θεάτρου Σκιών και του Καραγκιόζη στην Ελλάδα (θέμα σπουδαίο με πολλές εκφρασθείσες απόψεις, όμως μη πειστικές κατά την άποψή μου), ή Οι Πρώτοι Καραγκιοζοπαίχτες στην Ελλάδα, από συστάσεως του Νεοελληνικού Κράτους. Ναι μεν ενδιαφέροντα, αλλά όχι για τα παρόντα Βιβλιοφιλικά 5.
Προσθέτω μόνον, κλείνοντας, μια πληροφορία που έχει διαλάθει της προσοχής όλων των καραγκιοζολόγων ερευνητών. Τον Καραγκιόζη τον γνωρίζει και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος φαίνεται να έχει παρακολουθήσει παραστάσεις, αλλά πού ακριβώς, και πότε; Τον γνωρίζει όμως καλά… και αναφέρεται σε αυτόν, το 1829!… Γράφει, λοιπόν, ο Νικ. Κασομούλης:
«…Σκυθρωπός ευρεθείς [ο Καποδίστριας] εκείνην την στιγμήν, μας λέγει:
–Δεν ήθελα συγκατατεθή, λέγει, Κύριοι, να σας δώσω την άδειαν να παρουσιασθήτε πλέον <εις εμέ> ως αξιωματικού, εάν ο Κος Κωλέττης δεν ήθελεν με εγγυηθή περί της μελλούσης <ευπειθούς> διαγωγής σας· και <θα> είχα δίκαιον. Διότι, αφού άπαξ εσυγχώρησα το μεγαλύτερον έγκλημά σας, ενομίσατε ότι πάντοτε θα παίζωμεν τον Καραγκιόζην. Ήλπιζα προπάντων να εύρω αισθήματα υψηλότερα και πατριωτικώτερα, ως ειδημονέστεροι των άλλων· αλλά ευρέθην απατημένος, όταν είδα ότι καθόλου εθνικήν φιλοτιμίαν δεν έχετε (εννοούσεν την αποποίησιν του χορού). Όπως και αν είναι όμως, τα απέδωσα όλα εις την απειρίαν σας. Σας λέγουν, είμαι τύραννος, και το πιστεύσατε. Όχι· διότι εάν είμουν τοιούτος έπρεπεν, κατά τας πράξεις σας, κάθε ημέραν να τιμωρώ και να διώκω <έναν> από σας <διά> να εισάξω την πειθαρχίαν. Γνωρίζω πολύ καλά πόσοι είσθε οι ταράττοντες την ησυχίαν του Στρατού· 20-30, όχι περισσότεροι. Το πλέον ευκολώτερον μοι είναι να σας παιδεύ-σω, και να σας φονεύσω ακόμη, αλλά σας λέγω ότι δεν το θέλω. Διότι έναντίον των αρχών μου δεν θέλω <να παρεκτραπώ, και> να δείξω εις την Ευρώπην και εις όλον τον κόσμον ότι είμαι τύραννος, και εκ του άλλου να φανή ότι και σεις είσθε άξιοι να τα παθαίνετε ως κακοί <στρατιωτικοί>. Επιθυμώ μάλιστα να αισθανθήτε τον εαυτόν σας και τον κίνδυνον της πατρίδος, και να σωθήτε και σεις και η πατρίς. Διότι, ιδού τα αποτελέσματα της απειθείας σας: Εξωκείλατε πρώτον εις Ναύπακτον, και εδώσατε αφορμήν να εισαχθή η αναρχία εις όλα τα στρατεύματα, καθ’ ον καιρόν η τύχη του έθνους αποφασίζεται από τας Συμμάχους Δυνάμεις. Αλλ’ ό,τι έγινεν έγινεν. Επιθυμώ να φανήτε <εις το μέλλον> φρονιμώτεροι και να προσπαθήσητε να διαλύσητε την οχλαγωγίαν ήτις εξερράγη εις Ναύπακτον, και καταπατήθη η ιεραρχία. Σουλιώτης, Ρουμελιώτης – τι κακόν είναι τούτο; Εγώ ούτε τον κακόν Σουλιώτην βλέπω ως καλόν, ούτε τον καλόν Ρουμελιώτην ως κακόν. Ζητώ σύμπνοιαν στρατιωτικήν να σώσωμεν την πατρίδαν.» (Ενθυμήματα, Γ’ 188-190).