Αθέατα και αθόρυβα μπαίνουν, από το «παράθυρο», ολοκληρωμένα πλέον, στη νέα σχολική χρονιά μεταμφιεσμένες εξετάσεις που αφενός (στο Λύκειο) προσομοιάζουν με «μίνι πανελλήνιες», αφετέρου (στο Γυμνάσιο) επαναφέρουν το εξεταστικό κλίμα των πάλαι ποτέ απολυτήριων εξετάσεων Δημοτικού/εισαγωγικών προς το Γυμνάσιο κι αντίστοιχα των πάλαι ποτέ απολυτήριων Γυμνασίου/εισαγωγικών προς το Λύκειο.
Αναφερόμαστε αρχικά στις ενδοσχολικές (προαγωγικές για Α’ και Β’ Λυκείου και απολυτήριες για Γ’ Λυκείου) εξετάσεις του Μαΐου, οι οποίες θα γίνουν σε όλες τις τάξεις με την Τράπεζα Θεμάτων που ενώ προβλήθηκε με φωτοστέφανο αθωότητας από την ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αποτελεί το πιο δηλητηριώδες τμήμα της οικοδόμησης του λεγόμενου «νέου σχολείου». Ετσι, το ένα γρανάζι (Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής) θα πιάσει το άλλο (Τράπεζα Θεμάτων σε όλες τις τάξεις) και θα «δέσει το γλυκό».
Με αυτόν τον τρόπο το υπουργείο Παιδείας επιτυγχάνει ουσιαστικά μια μετατροπή των ενδοσχολικών εξετάσεων του Λυκείου (προαγωγικές και από φέτος και απολυτήριες) σε άτυπες «πανελλήνιες», ενισχύοντας τον ανταγωνιστικό και εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Να αποκαλύψουμε τη συνέχεια; Το υπουργείο Παιδείας θα αλλάξει τους όρους προαγωγής, που τους θεωρεί εξαιρετικά ευνοϊκούς για τους μαθητές. Ηδη ετοιμάζεται το σίριαλ «Πέρασε την τάξη ενώ είχε σε 4 μαθήματα κάτω από τη βάση» και έτσι νομιμοποιείται να στηθεί ένας ολοκληρωμένος και «θωρακισμένος μηχανισμός αναχαίτισης» όσων ετοιμάζονται στο μέλλον να χτυπήσουν τις πόρτες του Λυκείου.
Στόχος οι εκπαιδευτικοί
Κι αν οι ενδοσχολικές του Λυκείου στοχεύουν στο πιο αδύνατο κομμάτι του μαθητικού πληθυσμού αντιμετωπίζοντάς το σαν πλεονάζον προσωπικό σε επιχείρηση που «εξυγιαίνεται», οι εθνικές εξετάσεις τύπου Pisa στην τελευταία τάξη του Δημοτικού και του Γυμνασίου στοχεύουν εκτός από τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Αναφερόμαστε στις εξετάσεις της λεγόμενης «Ελληνικής PISA», τις «εθνικές εξετάσεις» που έκαναν το ντεμπούτο τους πέρσι σε περίπου 12 χιλιάδες μαθητές, αλλά φέτος θα συμπεριλάβουν το σύνολο των μαθητών της Στ’ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου (περίπου 170.000).
Ουσιαστικά οι εξετάσεις αυτές και τα αποτελέσματά τους στην εξέλιξή τους θα αξιοποιηθούν αφενός για το στένεμα της εισόδου στην επόμενη βαθμίδα (παίζοντας τον ρόλο των εξετάσεων της Στ’ Δημοτικού και της Γ’ Γυμνασίου των δεκαετιών του ’70 και του ’80) και αφετέρου για την αξιολόγηση των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών.
Τι επιδιώκει το υπουργείο Παιδείας με την «Ελληνική Pisa»; Πρώτον, επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει τη σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και, δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ να αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και να χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών.
Να θυμίσουμε τις κατευθύνσεις-οδηγίες-επιβολές του ΟΟΣΑ για το παραπάνω θέμα (εξάλλου η Pisa είναι πνευματικό παιδί του ΟΟΣΑ). Με τίτλο «Ευθυγραμμίζοντας τα εκπαιδευτικά επίπεδα με την αξιολόγηση των μαθητών», ο ΟΟΣΑ αρχίζει με δύο επισημάνσεις και καταλήγει σε μία οδηγία που είναι και το «ζουμί» της πολιτικής του. Αφού σημειώνει ότι είναι απαραίτητη «η σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών», επισημαίνει ότι «η αξιολόγηση της σχολικής μονάδας, του εκπαιδευτικού καθώς και τα τυποποιημένα τεστ για την αξιολόγηση των μαθητών σε εθνικό επίπεδο πρέπει να εξεταστούν μαζί, έτσι ώστε όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές οι νέες πολιτικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων του πλαισίου αξιολόγησης, αλλά και να δημιουργούν συμπληρωματικότητες…».
Τι μας λέει;
■ Τυποποιημένη εθνική αξιολόγηση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τη σύγκριση της επίδοσης μεταξύ μαθητών, εκπαιδευτικών, σχολικών μονάδων ή περιφερειών.
■ Σύνδεση μεταξύ της αξιολόγησης μαθητών, σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων.
Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Ετσι νομιμοποιείται η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων -τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»- να αποτελεί τη βάση για την αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών.
Ουσιαστικά η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη που δίνουν έμφαση:
α. στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους,
β. στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από τη διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα), στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων,
γ. στην ανάπτυξη της λογοδοσίας των σχολείων στο ευρύ κοινό και κυρίως στους γονείς.
Και η «εξειδίκευση»… με λίγα λόγια
Σε άρθρο του με τίτλο «“Ανένδοτος” για την Παιδεία» στις 11 Οκτωβρίου 2022 στον «Ελεύθερο Τύπο», ο Γιάννης Τσαπρούνης βρήκε τον υπεύθυνο για την αποτυχία των μαθητών:
«ΤΩΡΑ έχουμε περάσει στην επόμενη φάση που αποδεικνύει πόσο χρήσιμες ήταν οι εξετάσεις ΡΙSΑ. Εγινε μελέτη και ανάλυση των αποτελεσμάτων και προέκυψαν σημαντικά συμπεράσματα. ΑΣ ΜΗΝ κοροϊδευόμαστε. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων ΡΙSΑ ήταν λίγο πολύ αναμενόμενα ειδικά από όσους έχουμε παιδιά σε σχολική ηλικία. ΝΑ ΤΟ ΠΟΥΜΕ λίγο πιο απλά. Σχεδόν οι μισοί μαθητές δεν έχουν κατανοήσει βασικές έννοιες των μαθηματικών, προχωρούν στα επόμενα κεφάλαια/επίπεδα χωρίς να γίνεται και σωστή επανάληψη για κάλυψη των κενών. ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ η λύση υπάρχει. Το ζήτημα είναι πώς θα εφαρμοστεί στην πράξη. Πόσοι δάσκαλοι και καθηγητές μπορούν να υιοθετήσουν σύγχρονες εκπαιδευτικές μεθόδους; Πότε θα υπάρξει αυστηρή αξιολόγηση ώστε όσοι δεν μπορούν να μην ξαναμπούν σε τάξη;»