“Προμηθέας”: “Μονόλογος για… πέντε”/ Αποκάλυψη ενός πλούσιου θεατρικού δυναμικού της Ημαθίας
Γνωστή η ευαισθησία του “Προμηθέα” στα πολιτιστικά πράγματα της Βέροιας και το απέδειξε για μια ακόμη φορά, αποφασίζοντας να ανεβάσει σε δύο παραστάσεις, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών της Βέροιας, τους θεατρικούς μονολόγους ανθρώπων της Ημαθίας που συμμετείχαν στην προκριματική φάση του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Θεατρικού Μονολόγου, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα.
Η αξία της χθεσινής προβολής και των πέντε ήταν σημαντική, γιατί ανέδειξε το τοπικό δυναμικό του Νομού, κάνοντας κοινωνούς της όλης προσπάθειας το κοινό του.
Η προκριματική φάση είχε πραγματοποιηθεί κεκλεισμένων των θυρών και βέβαια οι δύο μονόλογοι που επιλέχτηκαν τελικά, για να πάνε και να μας αντιπροσωπεύσουν στην Αθήνα, δεν ήταν δυνατόν να έχουν ως αποδέκτες το κοινό του Νομού.
Στη δεύτερη φάση του Διαγωνισμού στην Αθήνα έφυγαν οι μονόλογοι του Γιώργου Κασαπίδη και της Πόπης Φιρτινίδου και στην τελική συμμετείχε και τιμήθηκε με έπαινο ο μονόλογος της Πόπης Φιρτινίδου “Η κλεμμένη πλάτη”.
Στο χθεσινό ανέβασμα και των πέντε μονολόγων στη σκηνή το κοινό χάρηκε το ίδιο όλους, ανεξάρτητα από την τελική τους κατάταξη στο διαγωνισμό και αυτό το οφείλουμε στον “Προμηθέα” που τους ανέβασε με την υποστήριξη του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Βέροιας και της ΚΕΠΑ.
Με μουσική επιλογή της Πόπης Φιρτινίδου, που είχε τη δυνατότητα να αγκαλιάσει συναισθηματικά και τους πέντε μονολόγους στα μεσοδιαστήματα σαν ένας συνδετικός κρίκος, πρώτος παρουσιάστηκε ο μονόλογος της Μαρίας Παπαθωμίδου “Απογραφή 2021” με τη Ζωή Δασκαλάκη να σηκώνει έναν ρόλο, που της πήγαινε απόλυτα.
Θέμα της συγγραφέως το όνειρο της ευτυχίας της κάθε κοπέλας, που καταλήγει στη διάψευση. Δεν ζητάει πολλά, αυτά τα συνηθισμένα, όμως η ζωή τής τα αρνείται. Το παιχνίδι της Παπαθωμίδου βασίζεται πάνω στη στέρεα γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και της γυναικείας ψυχολογίας, την οποία εκφράζει μέσα από έναν λόγο αυθόρμητο και πειστικό.
Ποια είναι τελικά η Ευτέρπη; Πόσες Ευτέρπες υπάρχουν δίπλα μας; Πόσες διαψεύσεις; Η πραγματικότητα είναι για τους περισσότερους, και μάλιστα για τις γυναίκες περισσότερο, πολύ σκληρή.
Κι όσο για τη Ζωή Δασκαλάκη, μ’ έναν ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της, μπόρεσε να αποδώσει με άνεση την ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, που κατέληξε στην τελική λέξη της απόγνωσης “Μόνη”…
“Ο λυκάνθρωπος” του Τάσου Κοτσάμπαση, καταγγελτικός, προκαλεί μέσα από το λόγο του συγγραφέα, που ανατρέχει και στα ιστορικά και νομικά δεδομένα του πορτρέτου του πρώτου “λυκανθρώπου”, (ενός παιδεραστή της μεσαιωνικής Γερμανίας), μια στυφή γεύση, καθώς η υποτιθέμενη συνέντευξη του φυλακισμένου παιδεραστή, ανατρέπει τα δεδομένα. Πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα;
Πώς δημιουργήθηκε ο λυκάνθρωπος; Αθώος, (θύμα της οικογενειακής και κοινωνικής κατάστασης), ή ένοχος, επιλογή σαδιστική; Και το κυριότερο, πού κρύβεται; Ανάμεσά μας, δίπλα μας. Και μάλιστα δεν τον φτάνουν αυτόν τον δυνατό οικονομικά, τις περισσότερες φορές ούτε ο Τύπος, ούτε η Δικαιοσύνη.
Ο Τάσος Κοτσάμπασης απέδωσε ο ίδιος το κείμενό του μπαίνοντας στο βάθος του χαρακτήρα που έπλασε, χαρακτήρα καθόλου συνηθισμένου και γι’ αυτό δύσκολου στην προσέγγισή του.
Ο τρίτος μονόλογος “Τα ρούχα στη ντουλάπα” του Γιώργου Δουλγέρογλου, έδωσαν το κενό που αισθάνεται ένας άντρας μετά την απώλεια της συντρόφου του μιας ζωής. Κενό που παράλογα αναπληρώνεται από έναν δραματικό μονόλογο που συνειδητά προσπαθεί να το εξαφανίσει μιλώντας της δίπλα του, ενώ το ξέρει πως είναι απούσα για πάντα, ή μιλώντας και χαϊδεύοντας τα ρούχα της που τον ταξιδεύουν πίσω, στις αναμνήσεις του.
Ο Δουλγέρογλου ξέρει καλά τη γυναικεία φύση, αλλά και την αδυναμία της αντρικής να επιβιώσει εύκολα μετά από μια απώλεια, όταν ο δεσμός υπήρξε ισχυρός, με τα όποια, συνηθισμένα, σκαμπανεβάσματά του.
Ο Διονύσης Καρολίδης έδωσε τις αποχρώσεις της νοσταλγίας, της παραδοχής των λαθών, της τρυφερότητας, με την γνωστή του πειστικότητα, σκιαγραφώντας με πειστικότητα τον καθημερινό Έλληνα της διπλανής πόρτας.
Το “Δεύτερη πάντα” του Γιώργου Κασαπίδη ανατέμνει τον έρωτα που κάποτε γίνεται τόσο δυνατός, ώστε να σπάει κι αυτόν το δυνατό δεσμό της αδελφικής αγάπης.
Έρωτας μέχρις εσχάτων, παράλογος ίσως, αλλά μέχρι το θάνατο.
Η ηρωίδα του ζει για να αγαπά αυτόν που επέλεξε ως είδωλο της. Έρχεται όμως δεύτερη πάντα, αφού της τον παίρνει την πρώτη φορά η ίδια της η αδελφή, παίζοντας μαζί του, κι ύστερα μια μακρινή ξένη! Κι αυτή πάντα στο περιθώριο, ν’ ανάβει το καντήλι της απόλυτης αφοσίωσης μπρος στη θεοποιημένη εικόνα του.
Το μίσος και η παράλογη λατρεία, γίνονται ένα, μπερδεύονται, συγκρούονται κι αναδεικνύουν την επίγνωση της ανικανότητας της πρωταγωνίστριας να κερδίζει στη ζωή. Γνώστης των ανθρώπινων παθών ο Κασαπίδης…
Ο ρόλος αποδόθηκε από την Όλγα Παπαδοπούλου με ένταση, καταγράφοντας τις ψυχικές διακυμάνσεις του χαρακτήρα της ηρωίδας με διεισδυτικότητα και εντυπωσιακά δοσμένο φινάλε.
“Η κλεμμένη πλάτη” της Πόπης Φιρτινίδου κινήθηκε σε διαφορετικούς χώρους συνδυάζοντας τον κόσμο της πραγματικότητας με τον φαντασιακό. Τι είναι πραγματικό και τι φανταστικό; Πόσο οι αισθήσεις μπορούν να γίνουν τόσο δυνατές, ώστε να οδηγήσουν στο χώρο του παραλόγου;
Κι εδώ πρωταγωνιστεί ο έρωτας. Όχι όμως ως στέρηση, αλλά ως απόλυτη αισθησιακή πληρότητα. Η γυναίκα μπροστά στον καθρέφτη της τον ζει. Ζει ένα λαμπερό παρόν, όπου αυτός βασιλεύει και κάνει το δικό του κουμάντο, μέχρι που μπορεί να της… κλέψει και την πλάτη, που ο αγαπημένος της χάιδεψε. Παράλογο; Μα πολλές φορές δεν είναι παράλογος ο ίδιος ο έρωτας; Ο έρωτας, όχι η αγάπη.
Ο λόγος της Φιρτινίδου, ποιητικός, οδηγεί τον θεατή σε κόσμους διαφορετικούς, που ο καθένας θα ήθελε να τους ζήσει.
Η Γιώτα Κασιμιάδου, με την έκφραση της γυναίκας, που έχει ζήσει τον έρωτα αισθησιακά, συχνά έμοιαζε απορημένο παιδί μπροστά στη δύναμή του, που τελικά αφήνεται στη γοητεία του χωρίς ερωτηματικά. Λεπτότατες οι αποχρώσεις της στην απόδοση του ρόλου.
Η βραδιά έκλεισε με μια γενική αίσθηση πως ο τόπος διαθέτει ένα δυναμικό ανθρώπων που είναι άξιο να προσεχτεί περισσότερο αλλά και να αξιοποιηθεί.
Φωτογραφίες:faretra.info