Η οικονομία βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Οι περισσότερες εκτιμήσεις προβλέπουν μία ετήσια μείωση του ΑΕΠ γύρω στο 40%, ο πληθωρισμός καλπάζει στο 22.2% και τα συναλλαγματικά αποθέματα της κεντρικής τράπεζας εξανεμίζονται ταχύτατα, στην προσπάθεια της τελευταίας να στηρίξει το εθνικό νόμισμα που χάνει σταθερά την αξία του. Σύμφωνα με τις δηλώσεις των Ουκρανών αξιωματούχων, το μηνιαίο έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό κινείται μεταξύ 5-7$ δισ. Η ουκρανική Εθνική Τράπεζα τυπώνει διαρκώς χρήμα για να καλύψει αυτό το κενό, οι συνέπειες όμως αυτής της στρατηγικής στον πληθωρισμό και την αξία της xρίβνια καθιστούν τη μακρόχρονη υλοποίηση της απαγορευτική.
Οι περιφέρειες της Χερσώνας και του Ζαπορίζιε, πλούσιες σε παραγωγή σιτηρών, φρούτων και λαχανικών είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο της Ρωσίας, όπως και το βιομηχανικά αναπτυγμένο Ντονμπάς. Ακόμα και στις περιοχές που η Ουκρανία διατηρεί τον έλεγχο, η οικονομική δραστηριότητα δεν μπορεί να συνεχιστεί εύκολα. Οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι φυσιολογικά αποδιαρθρωμένες, οι πρώτες ύλες πολύ ακριβές και το εργατικό δυναμικό μειωμένο ή στρατευμένο σε έναν πόλεμο που χαρακτηρίζεται από σχετική ακινησία το τελευταίο διάστημα.
Η Δυτική βοήθεια είναι ο μοναδικός λόγος που η Ουκρανία δεν έχει καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Κάτι παραπάνω από 2 δισ. δολάρια μπαίνουν κάθε μήνα στο ταμείο της Ουκρανίας και προορίζονται κυρίως για τη χρηματοδότηση του πολέμου και τις βασικές κρατικές ανάγκες. Η Δύση έχει υποσχεθεί άλλα 16 δισ. τα οποία προς το παρόν προσκρούουν σε γραφειοκρατικές και άλλες «τυπικότητες». Φυσικά ο λόγος της καθυστέρησης δεν είναι οι περίπλοκες νομικές διαδικασίες και οι σύνθετες λογιστικές πράξεις. Η παροχή οικονομικής βοήθειας στο Κίεβο χρησιμοποιείται ως μοχλός εκβιασμού από τις κυβερνήσεις της Δύσης που αξιώνουν όλο και μεγαλύτερο ρόλο στα πολιτικά και οικονομικά πράγματα της Ουκρανίας. Ταυτόχρονα, μερίδα ευρωπαϊκών χωρών καθυστερεί σκόπιμα την καταβολή των υποσχεθέντων πιέζοντας έτσι για την εξεύρεση διπλωματικής λύσης που θα καταπραΰνει τις συνέπειες ενός πολέμου που έχει εκτοξεύσει το κόστος ζωής των πολιτών τους σε δυσθεώρητα επίπεδα και απειλεί την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στη γηραιά ήπειρο.
Ο αρχικός ενθουσιασμός των δυτικών κοινωνιών υπέρ της Ουκρανίας έχει πλέον κοπάσει. Οι κραυγές για υπεράσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας απέναντι στον Ρώσο εισβολέα έχουν μετατραπεί σε απορημένα επιφωνήματα στη θέα των παραφουσκωμένων λογαριασμών του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου. Ο Ζελένσκι, η προσωπικότητα που μαγνήτισε τα βλέμματα εκατομμυρίων πολιτών της Δύσης και εκτέλεσε με αξιοθαύμαστη συνέπεια μια από τις πιο επιτυχημένες επικοινωνιακές εκστρατείες στην πολιτική ιστορία της ηπείρου, αντιμετωπίζει τώρα το πρόβλημα της όλο και μειούμενης δυτικής βοήθειας σε όπλα και χρήμα. Το επιτελείο του αντιλαμβάνεται ότι για να επιστρέψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στον ουκρανικό πόλεμο, το Κίεβο πρέπει να πείσει ότι μπορεί να κερδίσει, ότι μπορεί να ανακαταλάβει τις περιοχές που έχασε από τη Ρωσία. Ότι μπορεί, έστω, να αποδυναμώσει τον ρωσικό στρατό, όπως είπε ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Λόιντ Όστιν, όταν ρωτήθηκε για τους στρατηγικούς στόχους των Αμερικανών στην Ουκρανία.
Η ουκρανική πλευρά διαβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία ότι επίκειται μεγάλη αντεπίθεση του ουκρανικού στρατού στον νότο της χώρας που θα απελευθερώσει την Χερσώνα και θα σπρώξει τους Ρώσους πίσω στην Κριμαία. Η πραγματοποίηση της είχε οριστεί αρχικά για τον Ιούνιο, μετατέθηκε γρήγορα για τον Ιούλιο/Αύγουστο και τώρα τοποθετείται περίπου στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη. Η πολυσυζητημένη αντεπίθεση έχει δημιουργήσει και ένα σοβαρό εσωτερικό πρόβλημα στον ίδιο τον Ζελένσκι. Ο Ανώτατος Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων Βάλερι Ζαλούζνι έχει εκφράσει πολλάκις τη διαφορετική του προσέγγιση στην πολεμική στρατηγική του Ζελένσκι. Η θέση του Ζαλούζνι επιτάσσει τον ψυχρό στρατιωτικό υπολογισμό ενός στρατηγού που βλέπει τον στρατό του να δέχεται σφοδρά χτυπήματα με περιορισμένη δυνατότητα αντίδρασης.
Αυτός ο ψυχρός υπολογισμός τον ώθησε να προτείνει την στρατηγική υποχώρηση των ουκρανικών δυνάμεων από το Σεβεροντονιέτσκ και το Λισιχάνσκ, τα δύο τελευταία προπύργια των Ουκρανών στην επαρχία του Λουχάνσκ, προς πιο οχυρωμένες θέσεις όταν η Ρωσία ενέτεινε τις επιθέσεις της προς αυτήν τη κατεύθυνση. Η άρνηση του Ζελένσκι ήταν κάθετη. Αξιοποίησε μονάδες μισθοφόρων και ειδικών δυνάμεων για να καλύψει την εσπευσμένη υποχώρηση των τακτικών μονάδων του στρατού που γρήγορα κατάλαβαν ότι η αντίσταση ήταν καταδικασμένη. Η πτώση των δύο πόλεων στα τέλη Ιουνίου, συνοδευόμενη από τρομαχτικές απώλειες για τους αμυνόμενους, δικαίωσε την πιο συνετή τακτική του Ζαλούζνι. Για τον Ουκρανό πρόεδρο, κάθε κατάληψη εδάφους από τον ρωσικό στρατό είναι ένα καίριο πλήγμα στην εικόνα νίκης που θέλει να προωθήσει στο εσωτερικό και, κυρίως, στο εξωτερικό. Γνωρίζει καλά πως ο όγκος της βοήθειας που θα λάβει από τις δυτικές χώρες είναι σε άμεση συνάρτηση με την δυνατότητα του να προκαλέσει ουσιαστικά πλήγματα στα ρωσικά στρατεύματα και το πολιτικό γόητρο του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Ο Ζαλούζνι από την πλευρά του, έχει να διαχειριστεί έναν πόλεμο φθοράς που με τα τωρινά δεδομένα οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην συντριβή των δυνάμεων του. Απολαμβάνοντας και την στήριξη του αμερικανικού Πενταγώνου, ο Ανώτατος Διοικητής αμφισβητεί συχνά τις εντολές της πολιτικής ηγεσίας και προβάλλει εναλλακτικές στρατηγικές που στα μάτια των κουρασμένων ουκρανών πολιτών φαντάζουν πιο λογικές, με αποτέλεσμα η διαρκώς αυξανόμενη δημοφιλία του να εκλαμβάνεται ως απειλή για τον ίδιο τον Ζελένσκι. Η αντιπαράθεση μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας είναι ένδειξη του αδιεξόδου που αντιμετωπίζει το Κίεβο.
Ο επερχόμενος χειμώνας θα δοκιμάσει σκληρά τις αντοχές της ουκρανικής κοινωνίας. Οι υποσχέσεις της Δύσης για οπλικά συστήματα που θα ανατρέψουν την πορεία του πολέμου δεν επαρκούν για έναν πληθυσμό που πλέον δυσκολεύεται να καλύψει βασικές ανάγκες. Η δυτική κοινή γνώμη επικεντρώνεται τώρα στην διαχείριση των δικών της, επίσης οξυμένων προβλημάτων. Η ενεργειακή φτώχεια, η επισιτιστική κρίση, οι δυσθεώρητες τιμές βασικών προϊόντων χτυπάνε την Ευρώπη με πρωτοφανή σφοδρότητα και κλονίζουν το βιοτικό επίπεδο μιας ηπείρου που έχει συνηθίσει αλλιώς. Εάν δεν αλλάξει κάτι συγκλονιστικό στο στρατιωτικό πεδίο, εάν δηλαδή δεν εμπλακεί μία ισχυρή ξένη χώρα (π.χ. Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ) σε άμεση σύγκρουση με τις ρωσικές δυνάμεις στο έδαφος της Ουκρανίας, η ήττα για το Κίεβο φαντάζει μονόδρομος, ακόμα και αν χρειαστούν μήνες ή χρόνια. Το φως στην άκρη του τούνελ, για την Ευρώπη και την Ουκρανία, δεν είναι η έξοδος από την κρίση.