“Τι ήταν για μένα ο Μίκης Θεοδωράκης” / Ένα χρόνο μετά
…………………
Η φωτογραφία του δεσπόζει ψηλά, εδώ και χρόνια, πάνω από το γραφείο μου, σε μια στάση διονυσιακής μουσικής έκστασης. Μισόκλειστα τα μάτια, υψωμένο το δεξί χέρι, χαιρετώντας την παλίμψηστη αρμονία αυτού του κόσμου.
Πιο κάτω αγαπημένες μορφές, που με καθόρισαν. Οι πρόσφυγες παππούδες μου από τον Πόντο, ο παππούς με μισοτρύπια τα παπούτσια του, αλλά με περήφανο το βλέμμα, οι γονείς μου, ερωτευμένοι μέσα στον εμφύλιο -αυτή μια αριστερή δασκάλα κι αυτός ένας αστυνομικός- λίγο πιο κάτω ο πεθερός μου αξιωματικός του ΕΛΑΣ, με χλαίνη γερμανού αξιωματικού, λάφυρο σε μάχη, ο πατέρας μου, φτωχόπαιδο από ένα μικρό χωριό των Καλαβρύτων με τη στολή του και τα γαλόνια του, πρότυπο – παράξενο αλήθεια για το χώρο- δημοκρατικής συνείδησης, που μεγάλωνε ελεύθερα τα παιδιά του, και δίπλα ο αγαπημένος μου ποιητής, ο Καβάφης…
Γιατί όλοι αυτοί μαζί; Γιατί όλοι αυτοί, ο Μίκης, κι εγώ μαζί τους, είμαστε η Ελλάδα. Η Ελλάδα που φεύγει. Η Ελλάδα της προσφυγιάς, η Ελλάδα της φτώχειας, η Ελλάδα του έρωτα, η Ελλάδα της ποίησης και του στοχασμού, η Ελλάδα της μουσικής…
Όλοι οι λαοί έχουν τα τραγούδια τους, κανένας όμως ίσως λαός δεν είχε έναν Μίκη Θεοδωράκη να του τραγουδήσει έτσι, όπως αυτός, τα πάθη, τους καημούς, τα όνειρα και τους αγώνες του…
Γράφτηκαν τόσα πολλά γι’ αυτόν αυτές τις μέρες. Τι παραπάνω να πεις; Θα πω τι ήταν για μένα.
Η μορφή του πανύψηλη δέσποζε στην πλατεία Αγίου Αντωνίου της Βέροιας, όταν ήρθε ξεσηκώνοντας τον κόσμο μετά τον θάνατο του Γρηγόρη Λαμπράκη. Είχε ιδρύσει τους Λαμπράκηδες. Μια τρικυμισμένη ατμόσφαιρα ενθουσιασμού, αγανάκτησης και διάχυτου φόβου στον κόσμο. Εμείς, παιδιά, τρυπώσαμε ανάμεσα στους οπαδούς, στους περίεργους και στους χαφιέδες, αναπνέοντας έναν άλλο αέρα, αυτόν της Αντίστασης. Τραγουδούσαμε τα τραγούδια του. «Το γελαστό παιδί» ήταν το τραγούδι μας.
Απρίλιος του ’67, Παρασκευή 21η Απριλίου. Μάθημα Ιστορίας στη Β΄ Λυκείου. Μπαίνει άλλη καθηγήτρια στην τάξη και κάτι λέει σιγά στο αυτί της κυρίας Ανθομελίδου. Εκείνη αρχίζει να κλαίει. Μας διώχνουν στα σπίτια μας. Πρέπει να πάμε κατευθείαν. Δεν καταλαβαίνουμε. Στους δρόμους στρατιώτες με όπλα. Καταλαβαίνω. Τρέχω, σπάζω τον κουμπαρά μου και πάω γρήγορα στο δισκάδικο του κ. Κοσμίδη ν’ αγοράσω το «Άξιον Εστί». Καταλαβαίνω αυτό που έρχεται, το σκοτεινό και απειλητικό. Κρύβω τον δίσκο και τρέχω στο σπίτι.
Τα βράδια τον ακούω σιγά κι άλλοτε κλαίω, άλλοτε αγριεύω, πάντα όμως μαγεύομαι, όπως και τώρα, με το πάντρεμα αυτής της συγκεκριμένης ποίησης με τη μουσική. Και μόνο αυτό το έργο να είχαν γράψει ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης θα ήταν μεγάλοι!
Από την Deutsche Welle ακούγαμε τα τραγούδια του, ακούγαμε τη φωνή του. Ο Λουντέμης και ο Καζαντζάκης κρυμμένοι στα πίσω ράφια της βιβλιοθήκης μου άκουγαν κι αυτοί. Και περίμεναν, όπως όλοι μας, να «χτυπήσουν οι καμπάνες», ζωντανοί και νεκροί…
Και ήρθε η Ανάσταση! Μπορεί να μην ήταν όπως τη θέλαμε, όμως ήρθε. Ήμασταν ελεύθεροι πάλι. Να τραγουδήσουμε, να διαβάσουμε, να ονειρευτούμε. Και ονειρευόμασταν πολύ τότε.
Τα γήπεδα γέμιζαν από κόσμο που πάλλονταν σαν ένα κύμα με τα τραγούδια του Μίκη. Ήταν τραγούδια της φωτιάς, τραγούδια του αγώνα, τραγούδια του ονείρου.
Ο Μίκης μεγάλωνε, η πορεία του στην πολιτική είχε κάποιες φορές εκπλήξεις για όλους μας, όμως ο Μίκης ήταν ο Μίκης, o δικός μας, η Ελλάδα ή ίδια, με τα καλά της και τα λάθη της.
Διαβάζοντας τους «Δρόμους του Αρχάγγελου» αργότερα, τον είδα μέσα από την αυτοβιογραφία του σ’ όλο του το μέγεθος. Συναρπαστικά ωραίος, με τα πάθη και τα λάθη του, με την έμπνευση και τους αγώνες του. Να πατά στη γη κι όμως να ‘ χει κάτι από τον αγαπημένο του άγιο, τον αρχάγγελο Μιχαήλ. Να ίπταται…
Ο Μίκης γεννήθηκε 29 Ιουλίου, όπως κι εγώ. Μαζί γιορτάζαμε κάθε χρόνο ζωής που κερδίζαμε. Κι εγώ ήμουν περήφανη γι’ αυτήν τη σύμπτωση, χωρίς να μπορώ να το αιτιολογήσω.
Τώρα ο Μίκης έφυγε. Όμως ζει μέσα μας, όσο η Ελλάδα τραγουδά τα τραγούδια του, όσο τα κάνει παντιέρα αντίστασης σε κάθε προσπάθεια άλωσης. Τα «περβόλια» των τραγουδιών του, τα «γελαστά παιδιά» του, τα «δέντρα του, που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό», κυκλοφορούν μέσα μας, και γίνονται όνειρο για ένα καλύτερο αύριο.
Μίκη, καλό ταξίδι!
………………….
Ένα χρόνο μετά νιώθουμε ακόμα να μας λείπει…
………………………
*Οι «Παρενθέσεις» είναι μικρά κείμενα, μικρές πινελιές σε θέματα πολιτισμού ή ζωής, που φωτίζουν γωνιές από μεγαλύτερα θέματα, λειτουργώντας σαν παρεν-θέσεις.