« Μια… Ιταλίδα απ’ του Ρουμλούκ’!»
Ιφθύς αναστατώνουμι
κι σκώνουμ απ’του κριβάτ’
πιτιούμι ανακούκουρδα
ένας νταλκάς μ’ανάφτ’!
Γιατί, κο, μι λέου ειμ’ ιδώ
κι ρουδάκινα μαζώνω;
Κατ’ μι σφινώθκιν στου νιουνιό
κι τν ιρώτησ’ δεν τιλειώνου…
Ισύ κο, είσι μιγαλειώδης!
Γιατί ακούς ζουρνά;
Τράβα κατ’ του Μιλάνου
μι… «έφαγα» τ’αυτιά…
Κι πες, πες, πες κι πες, πες, πες
μι έπεισα τιλείους.
Ήμαν ιφτυχισμέν!
Ένιουθα θαυμασίους!
Φκιάνου κι μπούκλις του μαλλί μ’
του χτένισα αρλικίνου
κοιτιούμι σια στουν καθρέφτ’
κι χίρσα να μι…φτύνου!
Κουτσάρου κι καπαρντίνα
μπέρμπερ, απ’του παζάρ!
Λουί Βιτόν τσαντούλα
τ΄λαχτάρσα απ΄του Βαρδάρ’!
Φουράου κι του ξόφτιρνου μ’
ουλόχρυσου παπούτσ’
ήρθα κο κι όμοιαζα
με τ’ Μόνικα Μπιλούτσ’!
Άρξα κι τα κουνήματα
άρξα κι τα καπρίτσια
ντιπ δε μ’ ένοιαζαν καλιέ μ’
τα κιλά μ’ τα παραπανίσια!
Ιψώντσα τα άπαντα
κι μι υπερβουλή!
Έφαγ απ’τα νικταρίνια
όλ’ τ’ προκαταβουλή!
Γίνκα ιθέρια ύπαρξ’
ίδγια, κο , Μιλανέζα!
Μι φλόμουσα μι μέικ-απ
κιτρίντσα σα μαγιουνέζα!
Φτάνω εις αεροδρόμιουν
κι άρξα τα κουνήματα
κι μι τν άκρ’ του ματιού
προσιλάμβανα τα …δείγματα!
Συγκέντρουνα τα γλιέμματα
όλα πανάθιμα μι
πασαλείφκα κι μι σκόρδου
του «ματ’» να μι φουβάμι.
Συνιπιβάτιδα μι κοίταζιν
μι ουφθαλμόν λουξόν.
Α, κο, θα μι ματιάς
«κυριι ιλέησον, λοιπόν!»
«Μπουντζιόρνου!» τν λιέγου ιφθιτινώς
κι φκιάνου τ’ κουλουπιτσουμέν’
ήμαν γλιεπς κι απ’τα κραγιόνια”
απανταχού πασαλειμμεν’!
Αχου! Καλιέ, της αμουλνώ
παένου στ’ Σκάλα του Μιλάνου
να δγιώ πως δεν αντραλίζνταν
ου Λουτσιάνου ικεί σια πάνου.
Ήταν κι χουντρουκόκκαλους
ι δόλιους ι Λουτσιάνου.
Ααχ! Πώς ανιέβινε καλιέ;
Θιούλη μ, θα πιθάνου!
Ιγώ, κο, αντραλνιούμι
τς κουρτίνις που ντρασκαλώνου.
Κι άμα κοιτάξου καταή
μι, φαίνητι, θουλώνου…
Τι να μι κάνου, πείτι μι
που χου ιβισθησίας
κι μι του άσμα του ουπερικό
ίμι ισθηματίας;
Κι ινώ τς τα έλιγα ολ’ αυτά
χτυπάει του κινητό
κι είχα για ήχο του ζουρνά
ακραίους συγκινητικό!
Σιάστσι ιμφανώς η διπλανή μ’
σαν άκσι του ζουρνά!
Γνήσια Μιλανιέζα
μα ήξιριν ιλληνικά!
Άλλαξιν του γλιέμμα τς
όσου μι κοιτούσι
κι “τι είνι αυτό του όργανου
απανουτά ρουτούσι.
“Ζουρνάς, σινιόρα”, τν αμουλνώ
“ζουρνάς απ’του Ρουμλούκ'”
κι άναψα κι θύμουσα
κι γίνηκα μπαρούτ’!
Νόμσα μι κουρόιδιβι
η γνήσια Ιταλίδα
μα ου ζουρνάς τν ξετρέλανε
στα μάτια τς, κο, του είδα…
Τν έβαζα να ακρουαστεί
τς γκάιντας του μιρακλουμένου!
Εεε! κι του αιρουπλάνου
σείσκι του κατακαημένου!
Κι ήρθα κι μιράκλουσα
κι γω, η φουκαριάρα
κι ξέχασα τιλείους
του Λουτσιάνου απάν’ στ’… σκάλα!
………………….
Μ’ αγάπ’ κι ικτίμησ’ πιρισσή
στου Ρουμλουκιού τουν τόπο!
Για τουν ζουρνά τ’ τουν ξακουστό
έχου μιγάλου πόθο!
Η γκουστιρίτσα