Όποιος πει ότι δεν περίμενε το φετινό (ένα ακόμη) πατατράκ των ελληνικών ποδοσφαιρικών ομάδων στους προκριματικούς γύρους των ευρωπαϊκών διοργανώσεων μάλλον θα λέει ψέματα στον εαυτό του.
Η άθλια εικόνα τους δεν συνιστά πλέον είδηση. Επίσης δεν είναι είδηση το ότι ο Ολυμπιακός είναι ο μόνος που συνεχίζει στην Ευρώπη, αλλά σε διοργάνωση κατώτερη των προσδοκιών του, αφού στην καλύτερη περίπτωση θα αγωνιστεί σε όμιλο του Europa League και στη χειρότερη σε όμιλο του Europa Conference League. Ακόμη μια φορά αποκλείστηκε στα προκριματικά του Champions League από ομάδα με πολύ μικρότερο «όνομα» από το δικό του.
Θα μπορούσε να πει κάποιος – χωρίς να κινδυνεύει με διάψευση – ότι αυτή η εικόνα των ελληνικών ομάδων καθρεφτίζει πλήρως την κατάσταση στο περσινό ελληνικό πρωτάθλημα, ενδεχομένως και στο φετινό, αφού άλλωστε θαύματα δεν γίνονται μέσα σε δυο – τρεις μήνες: Ο χειρότερος Ολυμπιακός της τελευταίας τετραετίας πήρε το πρωτάθλημα… τρεκλίζοντας μεν, αλλά με 12 βαθμούς διαφορά από τον ΠΑΟΚ, 19 από την ΑΕΚ, 20 από τον Άρη και 23 από τον Παναθηναϊκό.
Αν όμως ο πρωταθλητής σου δεν έχει αξιοπρεπή εικόνα στο γήπεδο, τότε η βαθμολογική του διαφορά αποτελεί κόλαφο για το σύνολο του ποδοσφαίρου.
Η πικρή αλήθεια
Κι όμως, αν κάποιος στη διάρκεια της περασμένης ποδοσφαιρικής χρονιάς έμπαινε στον κόπο να διαβάσει – έστω από επαγγελματική ή άλλη διαστροφή – τα καθημερινά ρεπορτάζ και «αναλύσεις», πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων, δεν αποκλείεται να πειθόταν από τους αρμόδιους ρεπόρτερ και σχολιαστές για την αλματώδη πρόοδο, για τις μεγάλες προσδοκίες κάποιων ομάδων και για την… «αδικία» που υπέστησαν.
Η πικρή αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η όποια πρόοδος κάποιων ομάδων, όπως ο Άρης και ο Παναθηναϊκός, σημειώνεται με σημείο εκκίνησης τον πάτο της χρόνιας ανυποληψίας, ενώ το τέλμα του ΠΑΟΚ και της ΑΕΚ την τελευταία τριετία φαίνεται ότι δύσκολα θα ταραχτεί. Ο δε Ολυμπιακός, που το 2019-20 ανασυγκροτήθηκε πλήρως και ανέκτησε τα πρωτεία ύστερα από δύο χρόνια απώλειάς τους, δεν είδε την «μπανανόφλουδα» επειδή:
● Θεώρησε, ως συνήθως, ότι είναι αρκετό να παίρνει το πρωτάθλημα στην Ελλάδα.
● Ακόμη χειρότερα, τον αποκοίμισε το γεγονός ότι πήρε τρεις συνεχόμενους τίτλους με μεγάλη άνεση, παρότι κάποιοι από τους αντιπάλους του ήλεγχαν πλήρως την περιώνυμη… «παράγκα» (θεσμική και διαιτητική) του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Έτσι αφέθηκε σε μια αίσθηση ψευδούς υπεροχής, σε αδόκιμους προπονητικούς πειραματισμούς, κακή διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του και μετεγγραφικά μπαλώματα, με αποτέλεσμα δύο συνεχείς αποκλεισμούς από τους ομίλους του Champions League – από τη βουλγαρική Λουντογκόρετς πέρυσι και την ισραηλινή Μακάμπι Χάιφα φέτος – που του στοίχισαν την απώλεια δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.
Δεν διδάσκονται
Ωστόσο ο Ολυμπιακός παραμένει η ομάδα που θα έπρεπε να διδάσκει όλες τις άλλες τόσο με τις επιτυχίες όσο και με τις αποτυχίες του. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο θα τον χρησιμοποιήσουμε κι εμείς:
1. Θα έπρεπε να είναι παράδειγμα προς μίμηση διότι εδώ και χρόνια:
● Όταν αντελήφθη ότι έληξε το… ενοικιοστάσιο της «παράγκας», η οποία πέρασε στα χέρια των αντιπάλων του, αποφάσισε ότι πρέπει να κάνει πράξη την κοροϊδευτική ατάκα παλαιότερου προέδρου και ιδιοκτήτη του προς τους τότε διαμαρτυρόμενους για τη διαιτησία αντιπάλους του: «Φτιάξτε ομάδες που να νικάνε και τους διαιτητές». Και την εφάρμοσε δημιουργώντας ομάδα η οποία επί μια τριετία δεν μάσησε από διαιτησίες εναντίον της.
● Έχτισε τον οργανισμό του με επαγγελματισμό και όχι με περαστικούς, απέκτησε κάποιους παίκτες με επίπεδο σαφώς ανώτερο του ελληνικού πρωταθλήματος, οργάνωσε τις πωλήσεις του με τρόπο ώστε να αποτελεί ένα σκαλοπάτι καριέρας για πολλούς φιλόδοξους παίκτες και απέκτησε μια σημαντική πηγή εσόδων πέρα από τα συνήθη των ελληνικών ομάδων.
2. Θα έπρεπε να είναι παράδειγμα προς αποφυγή επειδή:
● Έχει την τάση να επαναπαύεται στο χαμηλότερο επίπεδο των άλλων και στην εύκολη κατάκτηση τίτλων, με συνέπεια να μην ικανοποιεί το μέγεθος των ευρωπαϊκών απαιτήσεων.
● Δεν έχει τα ανακλαστικά για να δει εγκαίρως πότε ένας προπονητής ή μια ομάδα παικτών έφτασαν στα όριά τους και πλέον παίρνουν την κατιούσα. Με συνέπεια να χτίζει κάθε τρεις και λίγο από τα θεμέλια αντί να ανανεώνει και να συντηρεί την ομάδα του σε ένα σταθερό επίπεδο με μικρά σκαμπανεβάσματα.
Κανείς ωστόσο από τους αντιπάλους του δεν φαίνεται να διδάσκεται σοβαρά ούτε από τις επιτυχίες ούτε από τις αποτυχίες τού σχεδόν μόνιμου πρωταθλητή.
Παράγοντες άλλων εποχών
Βεβαίως όλα αυτά είναι ψιλά γράμματα σε μια χώρα της οποίας η ταυτότητα – όχι μόνο ποδοσφαιρικά – περισσότερο θυμίζει νότια Βαλκανική και όχι Ευρώπη, όπως συνηθίζει να βαυκαλίζεται. Εδώ ο έλεγχος της παράγκας παραμένει αυτοσκοπός για μια σειρά ποδοσφαιρικούς παράγοντες:
● που ζουν καμιά δεκαετία (τουλάχιστον) πίσω από την εποχή τους,
● που προσπαθούν να λύνουν προσωπικές διαφορές μέσω του ποδοσφαίρου,
● που μετατρέπουν το ποδόσφαιρο σε προσωπικές διαφορές,
● που επενδύουν σε παράγκες και όχι σε τεχνογνωσία και ανθρώπινο δυναμικό,
● που αγνοούν ότι το σωστό χτίσιμο του μαγαζιού τους προέχει των τίτλων – και αποτελεί προϋπόθεση για την κατάκτησή τους,
● που δίνουν λόγο πρώτα στους οπαδούς τους και όχι στην ιστορία των ομάδων τους,
● που μετατρέπουν τους οπαδούς σε όπλο έναντι της πολιτικής εξουσίας
● και άλλα πολλά, για τα οποία ο χώρος προφανώς δεν επαρκεί.
Ας είναι. Θα δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα και φέτος και τα ξαναλέμε εν ευθέτω χρόνω…