Μια εβδομάδα μετά την εκδημία της κυρα-Κατίνας οι καρέκλες
στο μπαλκόνι είναι ακόμα δύο
Κάθεται μόνος νησάκι στη λύπη πουλιά τα χρόνια και πέρασαν
πέρασε κι η γυναίκα του σαν χελιδόνα μόνη του συντροφιά η
μνήμη η μνήμη που επανέρχεται όπως τα φώτα στο ταβάνι
από διερχόμενα αυτοκίνητα
Κάθεται στο μπαλκόνι φίκος μονάχος με σταυρωμένα τα
κλώνια κοιτάζει τα γύρω μπαλκόνια κοιτάζει τον ακάλυπτο κι
όταν πέφτει κανένα σύννεφο κατέρχεται σπάζει σιωπές με
μικρές τρικυμίες και ήσυχος πως έκανε το χρέος του
ξαναγυρίζει στον ουρανό του.