Από παιδί θυμόμουν τον μπάρμπα Γιάννη να περπατά, στον κεντρικό δρόμο της κώμης μας, με ένα περίεργο βάδισμα.
Το ένα του πόδι, το δεξί, ήταν γυρισμένο προς τα μέσα. Ολάκερο το χοντροπάπουτσο κοιτούσε, με ζήλια θαρρείς, το πλάι του αριστερού.
Όταν ανηφόριζε από το σπίτι του, άκρη άκρη στο δρόμο, μου φαινόταν πως κινδύνευε λιγότερο από το να πέσει.
Μα σαν κατέβαινε, μάλλον η κατηφόρα τον παρέσερνε και πήγαινε πιο γρήγορα, με όχι σταθερή περπατησιά.
Και να, εδώ θα πέσει, να, εκεί, ποτέ δεν έπεφτε, αλλά εγώ δεν ησύχαζα αν δεν τον έβλεπα να μπαίνει στην αυλή του σπιτιού του.
Μια ζωή με μάτια χαμηλά, είχε χάσει γυναίκα νωρίς και όλα βάρυναν στις πλάτες του.
Δυο παιδιά, που πάλευαν με τους δικούς τους δαίμονες, δεν μπόρεσαν να του δώσουν μια μικρή, έστω, χαρά.
Μαύρα, μάλλινα ρούχα φορούσε χειμώνα καλοκαίρι.
Μαύρα παπούτσια, παραγγελία στον τσαγκάρη, ένεκα του ποδιού.
Σε ένα πανηγύρι – της Παναγιάς ήταν – τα χάλκινα έπαιζαν κάτω από τον πλάτανο.
Ο χορός είχε αρχινήσει.
Εμείς, τα παιδιά, με ένα γλειφιτζούρι κοκοράκι στο στόμα, χαζεύαμε και ονειρευόμαστε να μεγαλώσουμε, να πιούμε μπύρα, ή τσίπουρο και να κάνουμε τη φιγούρα μας στον κύκλο των μεγάλων.
Τότες ήταν που, ένα γνώριμο βάδισμα πλησίασε στα όργανα, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα, το κόλλησε στο μέτωπο του κλαριντζή, μετά ακούμπησε το μαύρο σακάκι σε μια ψάθινη καρέκλα, ένα μαντήλι ένωσε δυο χέρια κι ο μπάρμπα Γιάννης αρχίνησε πρώτος το χορό!
Στα μάτια μου, το βάδισμα άλλαξε, το πόδι του ίσιωσε και ακολουθούσε το άλλο το καλό.
Για μια στιγμή, σήκωσε τα μάτια, κοίταξε ψηλά, την κορφή του πλάτανου, χόρευε λες και πετούσε.
‘’ Όρε, να σαν τα νιάτα δυο φορές… να γίνω πουλί μου παλικάρι. ’’
Σαν τέλειωσε ο χορός, πήρε το σακάκι του, το φόρεσε στον ένα του ώμο και έφυγε.
Για πάντα.
—