Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ενημέρωση που εστάλη προς τα κοινοβουλευτικά κόμματα από την διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής την Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022, το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού για τα Δημόσια Μουσεία συμπεριλαμβάνεται σε αυτά που θα κατατεθούν με την επαναλειτουργία της Βουλής από την Δευτέρα 22 Αυγούστου και μετά, αμέσως μετά το πέρας των θερινών διακοπών.
Τα νομοσχέδια που θα κατατεθούν, θα εισαχθούν στις αρμόδιες επιτροπές από την Τετάρτη 24 και στην Ολομέλεια από Τετάρτη 31 Αυγούστου.
Όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Βουλής, εκτός από το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, η κατάθεση του οποίου έχει εξαγγελθεί ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2019, η κυβέρνηση αναμένεται να καταθέσει και τα παρακάτω νομοσχέδια: του υπουργείου Υγείας για την δευτεροβάθμια υγεία και την ιατρική εκπαίδευση, του υπουργείου Ανάπτυξης για τα επιχειρηματικά πάρκα, του υφυπουργού κυβερνητικού εκπροσώπου για τον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο και του υπουργείου Οικονομικών για τις ΔΕΚΟ.
Οι αντιδράσεις των εργαζομένων
Θυμίζουμε πως η πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει το νομικό καθεστώς λειτουργίας των μεγάλων Κρατικών Μουσείων (Εθνικό Αρχαιολογικό, Βυζαντινό και Χριστιανικό, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη και Αρχαιολογικό Ηρακλείου) και να τα μετατρέψει από δημόσιες υπηρεσίες που είναι σήμερα σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), με διορισμένες διοικήσεις από τον εκάστοτε υπουργό, έχει προκαλέσει οργισμένες αντιδράσεις από τους εργαζόμενους σε αυτά και ευρύτερα στο υπουργείο Πολιτισμού.
Μάλιστα, οι εργαζόμενοι έχουν από τον Νοέμβριο του 2019 ξεκινήσει καμπάνια ενάντια στις κυβερνητικές προθέσεις, μέσα από τη συγκρότηση συντονιστικού οργάνου για την υλοποίηση κοινών πρωτοβουλιών, σε όλα τα επίπεδα, προκειμένου να αποτραπεί η υλοποίηση των κυβερνητικών σχεδίων. Στο Συντονιστικό συμμετέχουν ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων, η Πανελλήνια Ένωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων (ΠΕΣΑ), ο Πανελλήνιος Σύλλογος Υπαλλήλων Πτυχιούχων Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης του ΥΠΠΟΑ, ο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), καθώς και μέλη του ΓΣ της Πανελλήνιας Ένωσης Υπαλλήλων Φυλάξεως Αρχαιοτήτων (ΠΕΥΦΑ).
Οι εργαζόμενοι επισήμαιναν από τότε πως η ενδεχόμενη υλοποίηση της κυβερνητικής εξαγγελίας για μετατροπή σε ΝΠΔΔ των δημόσιων μουσείων που λειτουργούν ως υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις τόσο στην υπόσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και στην προστασία και την ανάδειξη των στοιχείων της πολιτιστικής κληρονομιάς που διαχειρίζονται τα μουσεία, όσο και στους ίδιους τους εργαζόμενους σε αυτά.
Τόνιζαν δε πως «η επιλογή αυτή υπονομεύει τον δημόσιο χαρακτήρα των μουσείων, αποδυναμώνει τον επιστημονικό και παιδευτικό τους ρόλο, θέτει σε κίνδυνο την επαρκή χρηματοδότηση και στελέχωσή τους, και τέλος ανοίγει τον δρόμο για την εφαρμογή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων λειτουργίας τους με τον διορισμό για παράδειγμα εξωϋπηρεσιακών παραγόντων στα Διοικητικά Συμβούλια, κατά τη βούληση του εκάστοτε Υπουργού».
Οι αντιδράσεις γενικεύτηκαν μετά την ανακοίνωση πως το επίδικο νομοσχέδιο συζητήθηκε και εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο το Δεκέμβριο του 2020.
Οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, με ανοιχτή επιστολή τους, τον Ιανουάριο του 2021, προς τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, η οποία, όπως είχε φανεί από δημοσιογραφικές αντιδράσεις, είχε ενοχλήσει πολύ , δήλωναν «ότι για μια ακόμη φορά θα συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις και θα διαφυλάξουμε την προστασία και ασφάλεια των αρχαίων μνημείων και την ακεραιότητα των αρχαιολογικών συνόλων, εντός του πλαισίου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας το Μουσείο πρέπει να συνεχίσει να είναι οργανικό τμήμα».
«Εκτιμούμε», σημείωναν σε αντίστοιχη επιστολή τους οι εργαζόμενοι του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου «πως η προτεινόμενη αλλαγή δεν συνιστά ανεξαρτησία των μεγάλων-εθνικών μουσείων της χώρας, αλλά, αντιθέτως, υπονόμευση της μελλοντικής τους πορείας και υποταγή σε εξωυπηρεσιακούς παράγοντες και ιδιοτελή συμφέροντα».
«Άραγε», αναρωτιόντουσαν, «η πρόθεση αυτή συντονίζεται με πολιτικές απαξίωσης του Βυζαντίου, κάτι που έχει καταφανεί στην περίπτωση των βυζαντινών αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου της Θεσσαλονίκης; Ή, ακόμη χειρότερα, η ίδια αυτή πρόθεση αποσκοπεί στη διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, της οποίας αναπόσπαστο τμήμα συνιστούν τα κορυφαία μουσεία της χώρας»;
Στο δικό τους κείμενο, οι εργαζόμενοι στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης επισήμαιναν πως «ένα επιχείρημα υπέρ της μετατροπής των μεγάλων Μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι ότι αυτά θα αποκτήσουν οικονομική αυτονομία και αυτοδιαχείριση». Όπως τόνιζαν, όμως «όσοι δραστηριοποιούνται στον χώρο του πολιτισμού γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα μουσεία δεν μπορούν να αυτοχρηματοδοτηθούν, όσο δημοφιλή και αν είναι, όσες δραστηριότητες κι αν αναπτύξουν. Σε καμία χώρα του κόσμου, άλλωστε, τα μουσεία δεν είναι πλήρως αυτοχρηματοδοτούμενα. Ακόμη και σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, που η οικονομία λειτουργεί με απόλυτους όρους ελεύθερης αγοράς, υπάρχουν εμβληματικά μουσεία (βλ. Smithsonian Institute) που χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος».
Το τοπικό παράρτημα Κρήτης του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, με αιχμηρή του ανακοίνωση, όταν έγινε γνωστό πως στο κατάλογο των υπό μετατροπή σε ΝΠΔΔ μουσείων περιλαμβάνεται και το Αρχαιολογικό Ηρακλείου, επισήμαινε πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η υπουργός Λίνα Μενδώνη επιδιώκουν, «τα Μουσεία και όλα όσα αυτά εμπεριέχουν (συλλογές, υλικοτεχνική υποδομή, εργαζόμενοι) να αποτελούν προίκα στα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Επιδιώκουν να μετατρέψουν τα στολίδια της χώρας μας, που φιλοξενούν εκατομμύρια μοναδικά εκθέματα δημιουργίες του λαού μας και που χιλιάδες υπάλληλοι που έχουν υπηρετήσει σε αυτά πάσχισαν για την προστασία τους, σε ένα τύπο διοίκησης που διασφαλίζει την εμπλοκή του κατ’ επανάληψη διεφθαρμένου όπως έχει αποδειχτεί ιδιωτικού τομέα μέσω διορισμένου Διοικητικού Συμβουλίου. […] Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου θα εξυπηρετούν, εν δυνάμει, μικροπολιτικά ή και ιδιωτικά συμφέροντα και όχι κατ’ ανάγκην το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον όλων μας. Η νομική μορφή του Ν.Π.Δ.Δ. παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς».
Ευρύτερες αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό
Δεν είναι όμως μόνο οι εργαζόμενοι στα κρατικά μουσεία και ευρύτερα στο υπουργείο Πολιτισμού που διαφωνούν με τις κυβερνητικές προθέσεις για το μέλλον των μουσείων. Το μέτωπο των διαμαρτυρομένων διευρύνθηκε με την συμμετοχή 119 ιστορικών στελεχών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που σε δικό τους υπόμνημα κάλεσαν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την Λίνα Μενδώνη να μην αποκόψουν τα πέντε μεγάλα μουσεία από την Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομίας, χάριν αόριστων εξαγγελιών για κερδοφορία και διαχειριστική ευκινησία. Ζήτησαν να μην προχωρήσει ο καταστροφικός ακρωτηριασμός της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και να μην τεθεί σε κίνδυνο ο ερευνητικός, εκπαιδευτικός, κοινωνικός και πολιτιστικός ρόλος των κορυφαίων μουσειακών ιδρυμάτων, για τα οποία ορίζεται εκ του Συντάγματος ως διαχειριστής και εγγυητής το ελληνικό Δημόσιο και κανείς άλλος.
Ως «ρήξη, στην κυριολεξία της λέξης, ακριβώς γιατί διασπάται η δομική και λειτουργική ενότητα του Υπουργείου Πολιτισμού ως ενιαίου συστήματος διοίκησης και διαχείρισης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς»χαρακτήρισε η αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαρία Καραμανώφ, την μεταβολή του νομικού καθεστώτος των κορυφαίων αρχαιολογικών Μουσείων της χώρας, αποδομώντας ένα προς ένα τα επιχειρήματα της κυβέρνησης. «Αρχαιολογική Υπηρεσία λοιπόν χωρίς Αρχαιολογικά Μουσεία, ίσως αύριο-μεθαύριο και χωρίς αρχαιολογικούς χώρους; Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έρχονται στο νου εικόνες από ένα μέλλον με κηπουρούς χωρίς κήπους, νοσοκομεία και γιατρούς χωρίς ασθενείς, σχολεία και δασκάλους χωρίς παιδιά», σημείωνε στην σχετική της παρέμβαση.
Οι αντιδράσεις πήραν διεθνή χαρακτήρα με την βαρυσήμαντη παρέμβαση 487 έγκριτων επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο, μια κίνηση μεγάλης σημασίας, καθώς οι υπογράφοντες και οι υπογράφουσες αποτελούν διακεκριμένα μέλη της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ακαδημαϊκοί, ομότιμοι και εν ενεργεία καθηγητές πανεπιστημίων της Ελλάδας και του εξωτερικού, ειδικοί ερευνητές σημαντικών επιστημονικών κέντρων και ιδρυμάτων και επιστήμονες ξένων μουσείων.
Στην επιστολή τους, γραμμένη στην ελληνική την αγγλική γλώσσα, οι επιφανείς επιστήμονες σημείωναν την ανησυχία τους «πως με την επικείμενη μετατροπή θα τεθεί σε δεύτερη μοίρα ο πρωταρχικός προορισμός των μουσείων ως χώρων διαφύλαξης των συλλογών για τις επόμενες γενιές, τεκμηρίωσης του παρελθόντος, έρευνας, προαγωγής της επιστήμης και διάχυσης της γνώσης. Θεωρούμε», τόνιζαν ακόμη «ότι θα δοθεί μονομερής έμφαση στις παρεχόμενες υπηρεσίες εμπορικού χαρακτήρα στα μουσεία, π.χ. πωλητήρια, καφέ, εστιατόρια, ενοικιάσεις εκθεσιακών χώρων, κλπ., υπηρεσίες σημαντικές μεν, ωστόσο δευτερεύουσες. Ο στόχος των Μουσείων πρέπει να είναι υψηλότερος εκείνου της οικονομικής κερδοφορίας: οφείλει να είναι η παιδεία των πολιτών».
Αξίζει να επισημανθεί το μεγάλο εύρος και η αντιπροσωπευτικότητα χωρών και επιστημονικών ιδρυμάτων από τα οποίο προέρχονται οι επιστήμονες που υπέγραψαν την επιστολή, συγκροτώντας επί της ουσίας ένα ισχυρό διεθνές μέτωπο που δεν είναι εύκολο να παραβλέψει κανείς. Πέραν των 131 που προέρχονται από ελληνικά πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα και επιστημονικές εταιρείες, οι 356 από τους υπογράφοντες προέρχονται από 25 χώρες του εξωτερικού (Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελβετία, ΗΠΑ, Ιρλανδία, Ισπανία, Ισραήλ, Ιταλία, Κύπρος, Μεγάλη Βρετανία, Νέα Ζηλανδία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Πουέρτο Ρίκο, Σλοβακία, Σουηδία, Τουρκία, Τσεχία) και πρόκειται για επιστήμονες που εργάζονται σε 229 επιστημονικούς φορείς, ακαδημίες, διεθνή πανεπιστημιακά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, μουσεία, επιστημονικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων το Βρετανικό Μουσείο, το Λούβρο, το Musées Royaux d’ Art et d’ Histoire των Βρυξελλών, το Montreal Museum of Fine Arts, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας, το Μουσείο J. Paul Getty, τις Ακαδημίες του Μονάχου (Bayerische Akademie der Wissenschaften) και του Βερολίνου (Berlin – Brandenburgische Akademie der Wissenschaften), τη Βρετανική και την Αυστριακή Ακαδημία, την Κυπριακή Ακαδημία Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, το πανεπιστήμιο της Σορβόννης, το Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου στην Κωνσταντινούπολη, το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, της Χαϊδελβέργης και τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, όπως το Harvard, το Yale, το Princeton, το Columbia, το Brown, το Πανεπιστήμιο της Pennsylvania, το Cornell κ.ά.
Όπως φαίνεται, το εύρος των αντιδράσεων αναχαίτισε, τουλάχιστον για κάποια διάστημα, τα κυβερνητικά σχέδια. Τα οποία, ωστόσο, όπως προκύπτει από τον σχεδιασμό του κοινοβουλευτικού έργου που μόλις ανακοινώθηκε, δεν μπήκαν στο συρτάρι οριστικά, αλλά αναθερμάνθηκαν.
Ο Αύγουστος αναμένεται, λοιπόν, ιδιαίτερα «καυτός» για τα ελληνικά κρατικά μουσεία, καθώς για να υλοποιηθεί ο σχεδιασμός θα πρέπει να προηγηθεί της κατάθεσης του νομοσχεδίου στην Βουλή και η υποχρεωτική από το νόμο δημόσια διαβούλευση, εν μέσω αυξημένου τουριστικού ρεύματος και με τους εργαζόμενους επί ποδός πολέμου.