Μακεδονικός αγώνας / η προσπάθεια χειραγώγησης των αρχηγών των αντάρτικων σωμάτων Βερμίου απο τη κάστα των πλουσίων της Νάουσας
Σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Τσίλερ και ολοκληρώθηκε το 1893. Είναι σπάνιο δείγμα καθαρού νεοκλασικού ρυθμού. Το κόστος της ανέγερσής του ανέλαβε ο εθνικός ευεργέτης Ανδρέας Συγγρός. Κατά την περίοδο 1904 – 1908 αναδείχθηκε σε επιτελικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Από το 1981 λειτουργεί εκεί το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
(https://visitthessaloniki.travel / el/exerevnontas-tin-poli/thematikes-diadro-mes/neoteri-arxitektoniki / item /280/ πρωην – ελληνικο-προξενειο-μουσειο-μακεδονικου-αγωνα)
ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΣΠΥΡ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
ΝΑΟΥΣΑ
Μακεδονικός αγώνας: Ένοπλη φάση 1903-1908
Το 1904 η κυβέρνηση Θεόδωρου Δηληγιάννη διόρισε τον Λ. Κορομηλά γενικό πρόξενο της Ελλάδας στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Είναι μια από τις κρισιμότερες περιόδους στην ιστορία της ελληνικής Μακεδονίας. Αρχίζουν να οργανώνονται εκεί οι πρώτες ένοπλες ανταρτικές ομάδες με επικεφαλής αξιωματικούς ή και υπαξιωματικούς του ελληνικού Στρατού.
Από τον επικεφαλής του Ελληνικού προξενείου της Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά αποστέλλεται στην Αθήνα ο τοποθετημένος από τον Αύγουστο του 1904 στο προξενείο ως βοηθός του με το ψευδώνυμο Δήμος Στεργιάκης Υπολοχαγός Πυροβολικού Κωνσταντίνος Μαζαράκης για να υποβάλει στο υπουργείο Στρατιωτικών και στο Μακεδονικό Κομιτάτο το εκπονηθέν από το προξενείο σχέδιο για την οργάνωση και τη δράση των ανταρτικών σωμάτων στη Μακεδονία.
Το εν λόγω σχέδιο υιοθετείται και ανατίθεται στον Μαζαράκη η ευθύνη της συγκρότησης και εκπαίδευσης στο στρατιωτικό κέντρο της Βουλιαγμένης ανταρτικών σωμάτων. Τελικά, ο ίδιος ο Μαζαράκης, επικεφαλής σώματος αποτελούμενου από 35 άνδρες, αποβιβάζεται στον Κορινό της Πιερίας και φθάνει στην περιοχή του Βερμίου τέλη Απριλίου του 1905, όπου, με το ψευδώνυμο «Ακρίτας», αναλαμβάνει καθήκοντα Αρχηγού των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος τούτου, με κέντρο τη Νάουσα.
Κατά την παραμονή του στη Νάουσα και τις επαφές που είχε με παράγοντες αυτής της πόλης και με την τοπική Επιτροπή του Μακεδονικού Αγώνα, του δόθηκε η ευκαιρία να προβεί σε ορισμένες καίριες διαπιστώσεις και ειδικότερα, να κάνει βαθειά τομή στην κοινωνία της Νάουσας, να την μελετήσει και να την αναλύσει επισημαίνοντας τα καλά και τα τρωτά της. Τις διαπιστώσεις αυτές περιέλαβε, αργότερα, στα απομνημονέυματά του με τίτλο «Αναμνήσεις». Αποσπώ μέρος αυτών και το παραθέτω:
« … Υπήρχον εκεί (στη Νάουσα) δύο διακρινόμεναι παρατάξεις, των πλουσίων και των πτωχών. Οι πρόκριτοι, διηρημένοι και αυτοί και οι περισσότεροι των μεγάλων λόγων, ολίγοι δε των έργων, συζητούντες τα πάντα. Εύθυμοι, αγαπώντες την καλοζωίαν και σπένδοντες όχι ολίγον εις τον Βάκχον, λόγω της αφθονίας του ωραίου εντοπίου οίνου. Τους Τούρκους εξεμεταλλεύοντο διαφθείροντες αυτούς δια χρημάτων και γευμάτων.
Είχον ούτω συγχρόνως υποταγήν άλλά και επιρροήν επ’ αυτών, λόγω των μέσων τα οποία διέθετον. Συνεστήθη Επιτροπή εκ προκρίτων προς βοήθειάν μας, ήτις όμως ηξίου να μας διευθύνη ενίοτε κατά τα συμφέροντά των (η υπογράμμιση δική μου)». Και ήσαν ταύτα μεγάλα. Οι μεν έχοντες νεροπρίονα εις τα βουνά, οι δε τσιφλίκια Βουλγαροφώνων εις τον κάμπον, άλλοι εμπορευόμενοι, είχον ανάγκην των Τούρκων.
Ούτω, άλλοι συνεβούλευον να μην πιέζωμεν μερικά χωρία των, διότι οι κομιτατζήδες τους ηπείλουν ή τους επέβαλλον φόρον, ως εις το χωρίον Τσερμορίνοβον. Άλλοι συνεβούλευον να τα έχωμεν καλά με τους Τούρκους, ους είχον δήθεν «εις το χέρι», οι οποίοι όμως μας εκτύπων δια του στρατού των, δικαιολογούμενοι έπειτα ότι έγινε λάθος (γιαχνίς ολντού), νομίζοντες ότι ήμεθα Βούλγαροι. Αι ακριτομύθειαι, άλλωστε, εν τη πόλει μας εκόστισαν πολύ, διότι εν αυτή μετέβαινον και Βουλγαρίζοντες χωρικοί εκ πεδιάδος, ως και Ρουμανίζοντες μεταδίδοντες εις τας Βουλγαρικάς συμμορίας πάντα όσα εμάνθανον.
Από τας πρώτας ημέρας μας επεσκέφθησαν οι Τουρπάλης και Λόγγος και βραδύτερον ο παπα-Γεώργης, πρόκριτοι Ναούσης. Εκ τούτων, ο τελευταίος, τύπος καλού και γενναίου πατριώτου, αλλά θερμόαιμος και ρέπων εις το γλέντι και το κρασί. Ο Τουρπάλης και Λόγγος πατριώται, αλλά με πολλάς ιδέας και σχέδια παραγεμισμένοι, ων την εκτέλεσιν ανέθετον πάντοτε εις τρίτους. Προ της αφίξεώς μας είχον αποφασίσει να εξέλθωσιν αυτοί επί κεφαλής Σώματος και θα ήτο καθ’ όλα λαμπρόν το παράδειγμα τούτο εντοπίων προκρίτων δια τον λαόν. Δυστυχώς, η απόφασίς των δεν επροχώρησεν πέραν του όρκου ον έδωσαν και των ενδυμασιών ας ητοίμασαν. Επανεπαύθησαν εφ’ ημών και επροτίμησαν το έργον του κριτού … Η κοινωνία Ναούσης ως κέντρον Ελληνικής δράσεως, ήτο τύπος της καταστάσεως αυτής των πνευμάτων. Ελληνικωτάτη το φρόνημα, γενναία στιγμιαίως και ορροδούσα αιφνιδίως, ευκόλως ενθουσιαζομένη, αλλά φλύαρος, σπεύδουσα εν τω ενθουσιασμώ της να προαναγγείλη τα σχέδια και βλάπτουσα σημαντικώς ταύτα, αγαπώσα και φιλοξενούσα τους αγωνιζομένους δι’ αυτήν, αλλά και διαρκώς κρίνουσα και επικρίνουσα.
Εάν προσθέση τις εις ταύτα ποιάν τινα διάστασιν μεταξύ ευπόρων και λαού και την εκμετάλλευσιν του τελευταίου υπό των πρώτων, επί πλέον δε εχθρότητας, θανασίμους ενίοτε, μεταξύ των ευπόρων ένεκα συμφερόντων και φιλόδοξιών (η υπογράμμιση δική μου), δύναταί τις να εννοήση πόσον δύσκολον ήτο εις τον ξένον να τους επιβληθή και να τους διοικήση. Αν ήτο μακράν, δεν εξετίθετο εις τας οχληράς υποδείξεις των και εις τας επικρίσεις, αλλά και δεν ηδύνατο να έλθη εις επαφήν μετά του πληθυσμού απ’ ευθείας. Αν επλησίαζεν, ηδύνατο να εργασθή τελεσφόρως δια προπαγάνδαν, μεταχειριζόμενος τούτους δια τα περίχωρα τα Βουλγαρίζοντα και τους Ρουμανίζοντας ερχόμενος εις επαφήν, όπερ ήτο εν εκ των κυριωτέρων μελημάτων, μετεβάλλετο όμως εξ αρχηγοιύ ανταρτών εις ειρηνοδίκην και έχανε το γόητρον, όπερ είχε ευρισκόμενος εις απόστασιν» (1)
Δεν χρειάζεται, νομίζω, να προβώ και εγώ σε περαιτέρω ανάλυση του ανωτέρω κειμένου. Η υπάρχουσα σ’ αυτό είναι πλήρης, αριστοτεχνικά διατυπωμένη και καθ’ όλα αληθής. Τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη (Ακρίτας) διαδέχθηκε το Νοέμβριο του 1905 ο Ανθυπολοχαγός Πεζικού Γεώργιος Κατεχάκης ως αρχηγός των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος Βερμίου με το ψευδώνυμο Θεόφιλος. Τυπικά, για να μην κινήσει την υποψία των Τούρκων, προσελήφθη ως μηχανικός σε εργοστάσιο της Νάουσας με το όνομα Γεώργιος Αποστόλου.
Ο Γεώργιος Κατεχάκης έδρασε κατά το 1904 και στη Δυτική Μακεδονία με το ψευδώνυμο Ρούβας. Ευρισκόμενος στη Νάουσα, την 11η Απριλίου 1906 υποχρεώθηκε να δώσει μάχη με τα υπ’ αυτόν ανταρτικά σώματα με Τουρκικό καταδιωκτικό απόσπασμα στην ημιορεινή περιοχή της Νάουσας Χοντροσούγκλα, κατά την οποία βρήκαν το θάνατο 13 αντάρτες, ενώ τραυματίστηκαν 6, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος στον ώμο σοβαρά.
Στην από 18/11/1905 αναφορά του προς το προξενείο Θεσσαλονίκης, μεταξύ των άλλων, αναφέρει και τα εξής σχετικά με την αποστολή οπλισμού που πραγματοποιήθηκε εν αγνοία του:
« … Καθ’ α ασφαλώς πληροφορούμαι, προ 15 ημερών μετεκομίσθησαν διά τινος ψαρά 14 περίστροφα παραδοθέντα εις τινα Κίρτσαλην, άνθρωπον του Λόγγου και Τουρπάλη. Παρακαλώ, γράψατέ μοι αν έχητε γνώσιν της αποστολής ταύτης, πόθεν αύτη προέρχεται και διατί ουδείς λόγος εγένετο περί των περιστρόφων τούτων. Μήπως πρόκειται περί λαθροχειρίας τινος; Θα ηυχόμην να ήτο τοιούτον τι δια να τους δώσω εν μάθημα … » (2)
Από τα ανωτέρω προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο Λόγγος και ο Τουρπάλης διακινούσαν οπλισμό, πιθανότατα λαθραίο, τον οποίο ενδεχομένως να εμπορεύονταν, αφού η αποστολή του δεν ήταν γνωστή στον Κατεχάκη. Πέραν τούτου, φαίνεται ότι η σχέση του με αυτούς είχε διαταραχθεί σε σοβαρό βαθμό, αν κρίνουμε από τα γραφόμενά του ότι «εύχονταν να είναι λαθροχειρία, τουτέστιν, έντεχνη αφαίρεση οπλισμού που ανήκε σε άλλους χωρίς να γίνει αυτή αντιληπτή και περαιτέρω διακίνησή του, για να τους δώσει ένα «μάθημα».
Τι άραγε είχε προηγηθεί ανάμεσά τους και έπνεε μένεα ο Κατεχάκης εναντίον τους; Σημειώνω ότι τόσο ο Λόγγος, όσο και ο Τουρπάλης. ήταν μέλη της τοπικής Επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα, ανήκαν στην κάστα των πλούσιων της Νάουσας (τσορμπατζήδες) με το υψηλότερο εισόδημα και ο λόγος τους επηρρέαζε πολλά από τα υπόλοιπα μέλη της ανωτέρω Επιτροπής. Επαναλαμβάνω ότι είναι άξιο απορίας το γεγονός που ο Κατεχάκης δεν ήταν ενημερωμένος για την αποστολή των 14 περιστρόφων, παραλήπτης των οποίων έπρεπε να είναι ο ίδιος και όχι ο Κίρτσαλης, άνθρωπος αφοσιωμένος στο Λόγγο και στον Τουρπάλη.
Στην από 7/1/1906 αναφορά του προς το προξενείο Θεσσαλονίκης γράφει ότι έχει συγκροτηθεί επιτροπή από 20 Ναουσαίους τσορμπατζήδες (πλούσιους), χωρίς να αναφέρονται τα ονόματά τους, οι οποίοι θα κατέλθουν στη Θεσσαλονίκη για ζητήματα του Κέντρου της Νάουσας και να επιδώσουν παράλληλα και την αναφορά του στο προξενείο. Στην επιτροπή αυτή, σημειώνει, πρέπει να προστεθούν και οι Κύρτσης, Τουρπάλης, Κων. Πλατσούκας, Γ. Σαμαράς κλπ. οι οποίοι κατοικούν στη Θεσσαλονίκη. Αν αυτοί δυστροπήσουν και δεν δεχθούν, παρακαλεί το προξενείο να τύχει σχετικής επ’ αυτού ενημέρωσης. Αποσπώ και παραθέτω ως έχει το σχετικό μέρος της ως άνω αναφοράς:
« Οι της επιτροπής ήτις θα επιδώση την αναφοράν θα κατέλθωσιν αύριον αυτόσε. Είναι περί τους 20 εις ους πρέπει να προστεθώσιν και οι εν Θεσσαλονίκη Κύρτσης, Τουρπάλης, Κων. Πλατσούκας (αφεύκτως), Γ. Σαμαράς κ.λ.π. Πρέπει να πεισθώσι να λάβωσι μέρος και να υποδειχθή αυτοίς ότι τους επιβάλλεται τούτο. Αν δυστροπήσωσι σας παρακαλώ να μοί γράψητε ποίοι είναι οι δυστροπούντες, διότι είναι μεν αληθές ότι αυτοί λείπουν εντεύθεν, αι περιουσίαι των όμως είναι εδώ και τους έχω στο χέρι. Ας κάμουν τους λογαριασμούς των … (η υπογράμμιση δική μου)». (3)
Όπως φαίνεται, τα ζητήματα του Κέντρου Νάουσας με τα οποία έπρόκειτο να απασχοληθεί η εν λόγω επιτροπή κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Θεσσαλονίκη ήταν σημαντικά. Γι΄αυτό το λόγο ο Κατεχάκης έκρινε απαραίτητη τη συμμετοχή σ’ αυτήν τη επιτροπή των προαναφερόμενων τσορμπατζήδων. Στο κείμενο της αναφοράς διαφαίνεται και μια έμμεση απειλή κατά της ακίνητης περιουσίας τους που βρίσκεται στη Νάουσα, στην περίπτωση κατά την οποία αυτοί αρνηθούν τη συμμετοχή τους στην επιτροπή. Σημειώνω ότι η περιουσία αυτή δεν ήταν ευκαταφρόνητη. Περιλάμβανε εργοστάσια, τσιφλίκια, εμπορικά καταστήματα και πολυτελείς κατοικίες.
Δεν ήταν δύσκολο, αν θα το απαιτούσαν οι περιστάσεις, να καταστούν παρανάλωμα του πυρός εργοστάσια, εγκαταστάσεις τσιφλικιών, εμπορικά καταστήματα, πολυτελείς κατοικίες κ.ά. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Κατεχάκης γράφει χαρακτηριστικά ότι τους «έχει στο χέρι». Έχω τη γνώμη ότι ο Κατεχάκης, πέραν των μέχρι τώρα αναφερθέντων προσώπων από την κάστα των πλούσιων της Νάουσας οι οποίοι ήταν μέλη της τοπικής Επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα, προς τους οποίους έτρεφε αντιπάθεια, ενίοτε δε και εχθρότητα από την προσπάθειά τους να επιβάλλουν τις απόψεις τους προς αυτόν και να υποκλέπτουν αρμοδιότητές του, είχε σχηματίσει και κύκλο από άλλα μέλη της Επιτροπής, ίσως τα περισσότερα, φιλικά διακείμενο προς αυτόν.
Αυτός ο συγκεκριμένος κύκλος των Ναουσαίων τσορμπατζήδων, όπως φαίνεται, είχε καταφέρει να τον πείσει ότι ο τότε Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης Κωνστάντιος Α΄ Ισαακίδης ήταν Τουρκόφιλος, ότι παρενέβαλλε συνεχώς πλείστα όσα προσκόμματα στο έργο της Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα Νάουσας και ότι η περαιτέρω παραμονή του στον Μητροπολιτικό θρόνο του Βεροίας και Ναούσης ήταν επιβλαβής. Που απέβλεπε, όμως, αυτός ο κύκλος των τσορμπατζήδων της Νάουσας με το να διαβάλλει συνεχώς και να εμφανίζει ως Τουρκόφιλο και ως παρεμβάλλοντα προσκόμματα στην προώθηση των στόχων του Μακεδονικού Αγώνα, τον Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Κωνστάντιο Α΄ Ισαακίδη;
Ήταν ορθές ή υποβολιμαίες αυτές οι αιτιάσεις; Αυτό θα προσπαθήσω να διαλευκάνω στη συνέχεια. Στο κείμενο της από 27/1/(1906) αναφοράς του προς το προξενείο Θεσσαλονίκης ο Κατεχάκης, εκτός από τα συνήθη θέματα που απασχολούσαν το Κέντρο της Νάουσας, όπως η περαιτέρω τύχη των σωμάτων Σιμανίκα και Μπενή, η συγκρότηση και συντήρηση ετέρου σώματος στη Νάουσα με έρανο μεταξύ των πλουσίων της πόλης και η ανάγκη αποστολής από το προξενείο των αναγκαιούντων χρημάτων για την μισθοδοσία των ανταρτικών σωμάτων, γράφει επί πλέον ότι πρέπει να ενταθούν οι ήδη καταβαλλόμενες προσπάθειες για την εκδίωξη του Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Κωνστάντιου Α΄ Ισαακίδη από την περιοχή.
Στην περίπτωση κατά την οποία δεν πρόκειται να τελεσφορήσουν αυτές, διατυπώνει την άποψη μήπως θα ήταν προτιμότερο να τον «ξεπαστρέψουν» (η υπογράμμιση δική μου) έντεχνα, τουτέστιν, να τον δολοφονήσουν, λόγω του ότι η παράταση της περαιτέρω παραμονής του στο θρόνο του Βεροίας και Ναούσης αποβαίνει επιβλαβής, καθόσον παρεμβάλλει πλείστα προσκόμματα στο έργο του. Μάλιστα, όπως τονίζει, η ωφέλεια η οποία θα προκύψει από τη δολοφονία του θα είναι διπλή, αν, μετά από αυτήν, έντεχνα διασπαρούν φήμες προς κάθε κατεύθυνση ότι αυτή είναι έργο των Ρωμούνων, δηλαδή, των Ρουμανιζόντων Βλάχων της περιοχής. Όμως, για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας ενέργειας ζητεί και τη γνώμη του προξενείου. Το αναφερόμενο στην περίπτωση αυτή μέρος του κειμένου της προμνημονευόμενης αναφοράς έχει ως ακολούθως:
«Ο Σεβασμιότατος Βεροίας μας παρεμβάλλει πλείστα προσκόμματα. Δεν είναι δυνατόν να γίνη ή μάλλον να ενταθώσιν αι γενόμεναι ενέργειαι προς εκδίωξιν του κυρίου τούτου απ’ εδώ; Μέχρι τοιούτου σημείου αποβαίνει επιβλαβής η παράτασις της εδώ παρουσίας του, ώστε μπαίνω στον πειρασμόν να σκέπτομαι αν δεν πρέπει να τον ξεπαστρέψη (η υπογράμμιση δική μου) κανείς επιτηδείως, διότι διττή θα προήρχετο ωφέλεια, θα τον ξεφορτωνόμεθα και θα ενοχοποιούμεν τους ρωμ.(ούνους) δια το ξεμπέρδεμα αυτό. Τι λέτε και Σεις;» (4)
Στο έγκριτο περιοδικό «ΝΙΑΟΥΣΤΑ» που εκδίδει η Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΛΟΓΙΟΣ» (αριθ. τεύχους 140 – 141/2002, σελ. 5-7) είδε το φως της δημοσιότητας άρθρο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη, εγγονού του Ναουσαίου δάσκαλου Κωνσταντίνου Δημητριάδη (Μπέμπης) και Μακεδονομάχου με το ψευδώνυμο Ερμής, το οποίο, μεταξύ των άλλων, κάνει μνεία για τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Κωνστάντιο Α΄ Ισαακίδη (καίτοι δεν αναφέρεται το όνομά του) και για περιστατικό μεταξύ αυτού και του παππού του Κωνσταντίνου Δημητριάδη. Αποσπώ, ως έχει, το σχετικό μέρος από το κείμενο του ως άνω άρθρου:
«Στα πρώτα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, ο Δεσπότης της Μητροπόλεως Βεροίας και Ναούσης ήταν Τουρκόφιλος και δεν υποστήριζε το Ελληνικό στοιχείο. Τότε ο Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αφού έγραψε την παραίτηση του Δεσπότη, καβάλησε το άλογο και μια και δυο, έφθασε από τη Νάουσα στη Βέροια. Μπαίνει στη Μητρόπολη και δίνει στο Δεσπότη την παραίτηση που είχε γράψει, βγάζει το περίστροφό του, το κολλάει στον κρόταφο του Δεσπότη και του λέει με ανυποχώρητο πείσμα: «Αν δεν υπογράψεις, Δέσποτα, την παραίτησή σου, ένας από τους δυο δεν θα βγει ζωντανός από εδώ μέσα». Μπροστά στον κίνδυνο ο Δεσπότης υπέγραψε την παραίτηση. Ο Δεσπότης που τον διαδέχθηκε μετά βοήθησε τον Μακεδονικό Αγώνα». (5)
Εκτός από τον Γεώργιο Κατεχάκη και ο Σαράντος Αγαπηνός (Άγρας) ο οποίος τον διαδέχθηκε, ήταν επικεφαλής των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος Βερμίου. Τον Μητροπολιτικό θρόνο του Βεροίας και Ναούσης είχε καταλάβει ήδη ο Απόστολος Χριστοδούλου, σε αντικατάσταση, λόγω ασθενείας, του προκατόχου του Κωνστάντιου Α΄ Ισαακίδη.
Ο Άγρας στην από 13/4/1907 αναφορά του προς το προξενείο Θεσσαλονίκης, πέραν των διαφόρων θεμάτων που απασχολούσαν το Κέντρο Νάουσας, στο τέλος του κειμένου γράφει αορίστως και χωρίς να αναφέρεται σε συγκεκριμένα ονόματα κληρικών της Μητρόπολης Βεροίας και Ναούσης, ότι:
«Με επείραξαν δε πολύ οι ρασοφόροι και πρέπει να φύγω δια να μην κάνω κανέν άτοπον» (6)
Πόθεν η αντιπάθειά του γι’ αυτούς τους κληρικούς και ποιο άτοπο θα έπραττε εναντίον τους, δεν διευκρινίζει. Από το σύνολο των παρατεθέντων αποσπασμάτων των αναφορών των Αρχηγών των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος Βερμίου, προκύπτει, κατά την άποψή μου, το συμπέρασμα ότι μεταξύ της Μητρόπολης Βεροίας και Ναούσης και, προφανώς, μιας εκ των πολιτικών μερίδων της πόλης, σαφώς αυτής των «Τσορμπατζήδων» (πλούσιων), υπήρχε οξύτατη διαμάχη η οποία εκτείνονταν σε βάθος χρόνου και διαιωνίζονταν.
Ως γνωστόν, η τελευταία, η οποία ανέκαθεν κατείχε όλους τους δημογεροντικούς θώκους της Νάουσας και μεταξύ αυτών και τα επιτροπικά συμβούλια των εκκλησιών, είχε καταστεί υπερφίαλη και αρνούνταν, μεταξύ όλων των άλλων, την απόδοση λογαριασμού στην Μητρόπολη από τις εισπράξεις των εκκλησιαστικών παγκαρίων όλων των ενοριών της πόλης, τις οποίες ενδεχομένως να τις ιδιοποιούνταν ή να τις χρησιμοπούσε κατά το δοκούν, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας.
Κατά την περίοδο 1903 – 1908, τα περισσότερα μέλη της Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα Νάουσας είχαν επιλεγεί από το Κέντρο των Αθηνών και από το προξενείο της Θεσσαλονίκης μόνο από την τάξη των πλούσιων (λάθος, κατά τη γνώμη μου, να αποκλεισθεί η συμμετοχή μελών προερχόμενων από τα λαϊκά στρώματα), πλην μερικών, όπως του Κωνσταντίνου Δημητριάδη, του Σταύρου Χωνού και του Κωνσταντίνου Μαλούση ή Χατζημαλούση, οι οποίοι, ήταν μεν εύποροι, δεν είχαν όμως την οικονομική ευρωστία των άλλων πλούσιων της Νάουσας, ιδίως, ο Κ. Δημητριάδης.
Οι πλούσιοι ήταν κυρίως τσιφλικάδες με συνιδιοκτήτες Τούρκους μπέηδες, βιομήχανοι, μεγαλέμποροι, ιδιοκτήτες νεροπρίονων κ.ά., οι οποίοι, επειδή είχαν τον πλούτο στα χέρια τους, είχαν αναλάβει όλα τα ηνία της δημογεροντικής εξουσίας και προσπαθούσαν να καταστήσουν, σύμφωνα με τα συμφέροντά τους, εκούσια ή ακούσια όργανά τους μερικούς από τους αρχηγούς των ανταρτικών σωμάτων του Βερμίου, όπως τον Γεώργιο Κατεχάκη, τον Σαράντο Αγαπηνό και τον Νικόλαο Δουμπιώτη (Αμύντας), πλην του Κωνσταντίνου Μαζαράκη, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, εγκαίρως είχε αντιληφθεί τον καιροσκοπισμό τους και τους κρατούσε σε απόσταση.
Συμπερασματικά, προκύπτει ότι ο Κωνστάντιος Α΄ Ισαακίδης, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Βεροίας και Ναούσης, απαίτησε από τα επιτροπικά συμβούλια όλων των ενοριών της Νάουσας, τα οποία απαρτίζονταν από τους τσορμπατζήδες της πόλης ή από πρόσωπα προσκείμενα σ’ αυτούς, να προβούν στην απόδοση λογαριασμού για τις εισπράξεις των παγκαρίων των ετών εκείνων για τα οποία δεν είχε αποδοθεί λογαριασμός. Εν τω μεταξύ, από τα τέλη του 19ου αιώνα και ειδικότερα, από του χρόνου εμφάνισης στην πολιτική ζωή της Νάουσας της πολιτικής μερίδας με το όνομα «ΠΟΥΠΟΥΛΟ (= λαός, από τη λατινική λέξη populus), η τάξη των τσορμπατζήδων άρχισε να οργανώνει την άμυνά της, τόσο έναντι της Μητρόπολης Βεροίας και Ναούσης, όσο και του Λαϊκού κινήματος «ΠΟΥΠΟΥΛΟ».
Τεχνιέντως, φρόντιζε να εμφανίζει στους εκάστοτε αρχηγούς των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος Βερμίου τις διάφορες οχλήσεις προς αυτούς της Μητρόπολης Βεροίας και Ναούσης, κυρίως, για την καθυστέρηση της απόδοσης λογαριασμού για τις εκκλησιαστικές εισπράξεις, ως δήθεν υποκινούμενες από τους Τούρκους ή άπό τουρκόφιλη τοποθέτηση του Μητροπολίτη ή από πρόθεση παρακώλυσης από μέρους του του έργου του Μακεδονικού Αγώνα, δίνοντας έμφαση στην τελευταία περίπτωση. Έτσι εξηγείται το μένος από το οποίο διακατέχεται κατά του Μητροπολίτη Κωνστάντιου Α΄ Ισαακίδη ο Γεώργιος Κατεχάκης με όσα γράφει και προτείνει γι’ αυτόν στο προξενείο της Θεσσαλονίκης.
Από τη δημοσίευση στο περιοδικό «ΝΙΑΟΥΣΤΑ» του άρθρου του Κωνσταντίνου Δημητριάδη για τον παππού του Μακεδονομάχο δάσκαλο Κωνσταντίνο Δημητριάδη (Ερμής), ο τελευταίος φέρεται να έχει επηρεασθεί από τις έντεχνες φήμες των Τσορμπατζήδων της Νάουσας περί τουρκοφιλίας του Μητροπολίτη σε τέτοιο σημείο, ώστε να απειλήσει τον τελευταίο με το περίστροφό του ή να υπογράψει την αίτηση παραίτησής του και να φύγει ή να δεχθεί σφαίρα στον κρόταφο.
Δεν χρειάστηκε όμως να γίνει κάτι τέτοιο. Ήδη, η υγεία του Κωνστάντιου Α΄ είχε κλονισθεί σοβαρά με αποτέλεσμα να μην δέχθεί τη μετάθεσή του το 1906 από τον Μητροπολιτικό θρόνο του Βεροίας και Ναούσης σε αυτόν της Μητρόπολης Γάνου και Χώρας. Ένα χρόνο αργότερα, η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και απεβίωσε. Ο Απόστολος Χριστοδούλου που διαδέχθηκε το 1906 τον Κωνστάντιο Α΄ Ισαακίδη στον Μητροπολιτικό θρόνο του Βεροίας και Ναούσης, συνέχισε να απαιτεί από τους τσορμπατζήδες της Νάουσας τη διευθέτηση όλων των εκκρεμούντων ζητημάτων μεταξύ της Μητρόπολης και της Δημογεροντίας Νάουσας, τη διακυβέρνηση της οποίας είχαν αυτοί.
Ταυτόχρονα, παρενέβη και στη διαμάχη μεταξύ αυτών και του «ΠΟΥΠΟΥΛΟΥ», με τη σύσταση προς αυτούς να εφαρμόζουν πιστά τις διατάξεις του κανονισμού της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας Νάουσας. Μάλιστα, επικύρωσε και νομιμοποίησε το αποτέλεσμα των εκλογών του 1908, κατά τις οποίες το «ΠΟΥΠΟΥΛΟ» πλειοψήφησε και ανέλαβε την κοινοτική εξουσία.
Αντικαταστάτης του Σαράντου Αγαπηνού (Άγρας) στο Διαμέρισμα Βερμίου, μετά την δόλια αιχμαλωσία και το τραγικό τέλος του από τους Βουλγαρόφωνους κομιτατζήδες Γκιόργκι Κασάπτσε και Γιοβάν Ζλατάν, ήταν ο Λοχαγός Πεζικού Νικόλαος Δουμπιώτης με το ψευδώνυμο «Αμύντας». Επικεφαλής σώματος 75 ανταρτών αφίχθηκε στη Νάουσα την 4η Ιουνίου 1907, την επομένη της αιχμαλωσίας του Άγρα και του ακολούθου του Αντωνίου Μίγκα από τους ανωτέρω κομιτατζήδες.
Όπως φαίνεται, και αυτός δέχονταν πιέσεις και ανάμειξη στα καθήκοντά του από την κάστα των τσορμπατζήδων που απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, όπως συνέβαινε με τους προκατόχους του. Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από την από 18/6/1907 αναφορά του προς το προξενείο Θεσσαλονίκης, δύο εβδομάδες μετά την άφιξή του στη Νάουσα, στην οποία, μεταξύ των άλλων, γράφει:
« … Δι’ εμέ να είσθε πεπεισμένοι ότι ουδείς δύναται να με παρασύρη, διότι εδώ ήλθον να υποστηρίξω μόνον τα εθνικά μας συμφέροντα και ουδένα άλλον. Σας βεβαιώ δε ότι πολύ ταχέως θα ίδητε τους Φλωρεντιανούς (σημείωση και υπογράμμιση δική μου: Φλωρεντιανοί = Ναουσαίοι) να ευρίσκωνται έκαστος εις την θέσιν του.
Οι λίγοι δ’ οίτινες με έκαμον να υποπτευθώ τον κ. Φ(λώρον) είναι οι εξής, ο Μαρκομπίτσης, όστις έχει γαίας εν Φετίστη, κατεδιώχθη υπό των Βουλγ(άρων) που εφόνευσαν τον βουκόλον και αγελάδας, ενώ ο κύριος ουδέν έπαθε μέχρι σήμερον και ανενόχλητος περιφέρεται εις διάφορα χωρία Βουλγ(αρικά) εις α και τον … των Ελλήνων φονεύουσι. Τας υπονοίας μου ταύτας θεώρησα καθήκον επιβεβλημένον να τας φέρω εις γνώσιν υμών. Εγώ δια να μην πάθω ό,τι έπαθεν ο Κώστας προδοθείς και κτυπηθείς μετά του Στρατού, θα φυλάσσομαι σαν το ποντίκι από τη γάτα, αν δεν πεισθώ τελείως ότι ο άνθρωπος ούτος, ενώ φαίνεται ότι εξυπηρετεί τον αγώνα, προδίδει. Γνωρίζω να τον τιμωρήσω … » (7)
Κατά τα ανωτέρω, ο Νικόλαος Δουμπιώτης δεν διστάζει να διατυπώσει επιφυλάξεις για το πρόσωπο του συγκεκριμένου τσιφλικά της Νάουσας, μη επαρκώς, όμως, αιτιολογημένες, κατά τη γνώμη μου. σχετικά με το ρόλο που διαδραματίζει αυτός. Πιθανότατα να είχε υπόνοιες και για άλλους. Τονίζει με έμφαση στο προξενείο ότι κανείς δεν είναι σε θέση στη Νάουσα να τον παρασύρει, ότι θα φυλάγεται «σαν το ποντίκι από τη γάτα» και ότι σύντομα θα βάλει τους Ναουσαίους στη «θέση τους», εννοώντας, προφανώς, με αυτό ότι θα τους συνετίσει. Ποιες ακριβώς παρεμβάσεις έκαναν στο έργο του οι Ναουσαίοι δεν γνωρίζουμε. Αναφερόμενος σε Ναουσαίους ο Δουμπιώτης, πιστεύω ότι εννοεί μόνο τους τσορμπατζήδες και όσους εξ αυτών μετείχαν στην τοπική επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα και όχι άτομα από τα λαϊκά στρώματα.
Μετά τον Νικόλαο Δουμπιώτη, αντικαταστάτης του για το Διαμέρισμα Βερμίου και για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. ανέλαβε από 1ης Οκτωβρίου 1907 ο Ανθυπολοχαγός Πεζικού Χαράλαμπος Παπαγακής με το ψευδώνυμο Αγραφιώτης ή Γάκης, ο οποίος μετατέθηκε από τη Λίμνη Γιαννιτσών στο Διαμέρισμα Νάουσας. Εντωμεταξύ, με τη διαδρομή του χρόνου και πιεζόμενοι από τις οικονομικές ανάγκες, η κυριότερη από τις οποίες ήταν η μισθοδοσία των ανταρτικών σωμάτων, φαίνεται ότι οι αρχηγοί του Διαμερίσματος Βερμίου υποχρέωσαν τους πλούσιους της Νάουσας (τσορμπατζήδες) να συνεισφέρουν ο καθένας από αυτούς κάποιο χρηματικό ποσό για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών των σωμάτων, πέραν της χρηματοδότησης που είχαν αυτά από το προξενείο της Θεσσαλονίκης. Τούτο προκύπτει από το κείμενο της υπ’ αριθ. 20/7-1907 αναφοράς του Χ. Παπαγακή προς το προξενείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο, μεταξύ των άλλων, γράφει:
« … Δια το ζήτημα του κτιρίου φαίνεται ότι ο κ. Τουρπάλης ανακρούει πρύμναν. Είναι ανάγκη να ληφθούν εναντίον του μέτρα αυστηρότατα και δή απαγωγή μέχρι καταβολής 500. (Η υπογράμμιση δική μου). Την ευθύνην όμως δεν αναλαμβάνω άνευ εγκρίσεως Υμών διότι αρκετά με βαρύνουν και κυριολεκτικώς το τελευταίον των 9 επεισόδιον με έχει φέρει εις μίαν νευρικήν κατάστασιν» (8)
Σε άλλη αναφορά του, την υπ’ αριθ. 22/7/1907, γράφει και τα κατωτέρω:
« … Ο Γ. Λογγεύς (σημείωση δική μου: Λόγγος) υπόσχεται ότι θα πληρώση αφεύκτως τας 100, αλλά μετά τινας ημέρας, διότι τώρα δεν ευκολύνεται» (9)
Τι ακριβώς συνέβη με τον Τουρπάλη δεν είναι γνωστό, όμως για να προτείνει στο προξενείο ο Χ. Παπαγακής την επιβολή αυστηρότατων μέτρων εναντίον του μέχρι και την απαγωγή του, προκειμένου να καταβάλει τις 500 λίρες, φαίνεται ότι επρόκειτο για κάτι το σημαντικό, πιθανότατα, για καθυστέρηση καταβολής των εισφορών που του επιβλήθηκαν. Η δεύτερη περίπτωση, του Λόγγου, σχετίζεται και αυτή με καταβολή της εισφοράς των 100 λιρών που τον βαρύνουν, για την οποία ζητεί κάποια πίστωση χρόνου, δεδομένου ότι δεν ευκολύνεται επί του παρόντος να τις καταβάλει.
Τον Ανθυπολοχαγό Χαράλαμπο Παπαγακή, αντικατέστησε στα τέλη Οκτωβρίου 1907 ο Ανθυπασπιστής Πεζικού Νικόλαος Τσίπουρας ο οποίος έφερε το ψυδώνυμο «Τράϊκος». Παρέμεινε με το εικοσαμελές σώμα του στη Νάουσα από τα τέλη Οκτωβρίου 1907 μέχρι τον Ιούλιο του 1908. Από το κείμενο της από 1/7/1908 αναφοράς του προς το Προξενείο Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνεται η άποψη ότι οι πλούσιοι της Νάουσας είχαν υποχρεωθεί, με την έγκριση του προξενείου Θεσσαλονίκης, να συνεισφέρουν κάποιο χρηματικό ποσό για την αντιμετώπιση των οικονομικών αναγκών των ανταρτικών σωμάτων του Διαμερίσματος Βερμίου και ότι δυστροπούσαν στην καταβολή του. Το σχετικό μέρος του κειμένου από την ανωτέρω αναφορά έχει ως ακολούθως:
« … Οι ενταύθα Γρηγόριος Λόγγος και Κύρτσης δυστροπούσι να καταθέσωσιν την εισφοράν δικαιολογούμενοι ότι εγένετο τούτο αυτόθι. Παρακαλώ όπως ορίσητε τι πρέπει να πράξωμεν. Νομίζω όμως ότι και ενταύθα δύνανται να καταθέτωσι … » (10)
Από όσα παρατέθηκαν μέχρι τώρα σχετικά με την εισφορά των πλούσιων της Νάουσας για την ενίσχυση των οικονομικών αναγκών των ανταρτικών σωμάτων Βερμίου, οι οποίοι στις συγκεκριμένες περιπτώσεις ήταν και μέλη της τοπικής επιτροπής του Μακεδονικού Αγώνα, προκύπτει ότι οι περισσότεροι από αυτούς δυστροπούσαν στην καταβολή της, προβάλλοντας διάφορες προφάσεις. Μετά το «Χουριέτ», ο Ναουσαίος λόγιος και δάσκαλος Σταύρος Χωνός σε σχετικό άρθρο του που δημοσίευσε το 1909 στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ» κάνει μια βαθειά τομή στην κοινωνική διάρθρωση των κατοίκων της Νάουσας και στις υφιστάμενες μεταξύ τους παραταξιακές αντιπαραθέσεις, όπου, μεταξύ των άλλων γράφει:
«Ευρισκόμεθα εις το σωτήριον έτος 1909 … Οί Ναουσαίοι, τότε, είμεθα διηρημένοι εις δύο αντίπαλα και λυσσωδώς αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Από το ένα μέρος οι Κοτζαμπάσηδες, οι Πρόκριτοι, οι ισχύοντες πλούσιοι, οι όποίοι … είχον την διοίκησιν και διαχείρισιν των Κοινοτικών πραγμάτων. Αυτοί πάντοτε μέλη της Διαρκούς Αντιπροσωπείας, αυτοί Δημογέροντες, αυτοί έφοροι των σχολείων, αυτοί επίτροποι των εκκλησιών, αυτοί Δήμαρχοι και αγάδες …. Από το άλλο μέρος ό λαός, ό πολύς λαός, όστις μη έχων συνείδησιν των δικαιωμάτων και της δυνάμεώς του, εθήτευεν εις τούς πλουσίους …
Διά να αφυπνισθή ό λαός και λάβη επίγνωσιν των δικαιωμάτων του έπρεπε να έλθη από την Κωνσταντινούπολιν ό Διευθυντής τής εν Χάλκη Θεολογικής Σχολής ό αείμνηστος Απόστολος, ό μετέπειτα Σερρών, όστις διορισθείς το πρώτον Μητροπολίτης Βεροίας και Ναούσης έφερε μεθ’ εαυτού και δύο ιεροκήρυκας, τον Αμβρόσιον διά την Βέροιαν και τον Σωφρόνιον Σταμούλην διά την Νάουσαν, άνδρα τα μάλλα μορφωμένον και δραστήριον, πολυμαθέστατον και χρηστότατον και χρημάτων κράτιστον. Αυτός δε είναι εκείνος, όστις ως αρχιερατικός ενταύθα αντιπρόσωπος, με τα κηρύγματά του έσπειρε τον σπόρον της αφυπνήσεως τού λαού, όστις αποκτήσας επίγνωσιν των δικαιωμάτων του, υπερίσχυσεν εις τας πρώτας Κοινοτικάς εκλογάς και ανέλαβεν την διοίκησιν και διαχείρισιν των πραγμάτων.
Αποχωρήσαντος δε κατόπιν του Σωφρονίου, αναφαίνονται οι ηγέται του λαού ο Κωνσταντίνος Μαλούσης, ο Θεοδόσιος Χατζηδημητρίου και ο υποφαινόμενος, δημοσιογραφών και εις την Τεργεσταίαν τότε (εφημερίδα) «ΝΕΑ ΗΜΕΡΑ» τού Χαλκοκονδύλη και εις την μόνην τότε εν Θεσσαλονίκη εκδιδομένην Ελληνικήν εφημερίδα «ΝΕΑ ΑΛΗΘΕΙΑ» (11)
«Από τα ανωτέρω αβίαστα προκύπτει το συμπέρασμα ότι ή ηγετική τριανδρία του «ΠΟΥΠΟΥΛΟΥ», όπως προαναφέρθηκε, ανέλαβε τα ηνία του κινήματος αυτού μετά τον Σωφρόνιο Σταμούλη. Μετά την τοποθέτησή του ως αρχιερατικού επιτρόπου Ναούσης, αφιχθείς ό Σωφρόνιος Σταμούλης στην πόλη αυτή για την ανάληψη των καθηκόντων του, διορατικός και οξύνους όπως ήταν, διέκρινε την «οργή τού Θεού» μέσα από τη «φωνή τού λαού» αυτής της πόλης. Επειδή δε, πέραν της βαθύτατης θεολογικής κατάρτισής του, είχε ενστερνιστεί, ταυτοχρόνως, και τα ιδεώδη του ουμανισμού, θεώρησε καθήκον του όχι μόνον να έλθει αρωγός προς το λαϊκό κίνημα, αλλά και να τεθεί άτυπα επί κεφαλής του, επισύρας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την μήνιν των πλουσίων, οι οποίοι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να τον δωροδοκήσουν, στοχεύοντας στον έλεγχο και τη χειραγώγηση του κινήματος». (12)
Ο Μακεδονικός Αγώνας έπαυσε υφιστάμενος μετά την τουρκική Συνταγματική διακήρυξη του Ιουλίου του 1908, γνωστής με το όνομα «Χουριέτ», η οποία επαγγέλονταν θρησκευτική ελευθερία και ισονομία μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων της αυτοκρατορίας, χορήγηση περαιτέρω δικαιωμάτων σ’ αυτές και ειρήνη μεταξύ τους. Κατόπιν τούτου, όλα τα ελληνικά, βουλγαρόφωνα και αλβανικά ανταρτικά σώματα παρέδωσαν τον οπλισμό τους στους Τούρκους και έπαυσαν οι μεταξύ τους εχθροπραξίες. Όπως, όμως, θα αποδειχθεί εκ των υστέρων, τίποτα από όλα αυτά δεν εφαρμόστηκε στην πράξη. Η κατάσταση αντί να βελτιωθεί, επιδεινώθηκε, με αποτέλεσμα, μετά παρέλευση τετραετίας, να εκραγεί ο Α΄ Βαλκανικός πόλεμος.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
(1) «Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ» (Απομνημονεύματα). Έκδοση Ι.Μ.Χ.Α. Μεταξύ των άλλων δημοσιεύονται και: Κ. Ι. Μαζαράκης– Αινιάν «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ». Σελ. 241 – 243. Θεσσαλονίκη 1984.
(2) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ». Έκδοση: Δήμος Νάουσας, Λαογραφικό μουσείο – Πολιτιστική Εταιρεία Νάουσας «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΛΟΓΙΟΣ». Σελ.152. Νάουσα 2002.
(3) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ» Ό.π. Σελ.171-172.
(4) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ» Ό.π. Σελ.177-178.
(5) Περιοδικό «ΝΙΑΟΥΣΤΑ» της Πολιτιστικής Εταιρείας Νάουσας «ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛ Ο ΛΟΓΙΟΣ». Τεύχος 140 – 141/2002, σελ. 5-7. Νάουσα.
(6) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ». Ό.π. Σελ. 219.
(7) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ». Ό.π. Σελ. 236.
(8) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ». Ό.π. Σελ. 271.
(9) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ». Ό.π. Σελ. 271.
(10) «ΑΡΧΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΜΙΟΥ». Ό.π. Σελ. 305.
(11) Στέργιος Σπυρ. Αποστόλου: «ΠΤΥΧΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΑΞΙΑΚΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ». Κριτική-ιστοριοδιφική μελέτη της σειράς «Μακεδονικές μελέτες». Σελ. 172 – 173. Νάουσα 1994.
(12) Στέργιος Σπυρ. Αποστόλου: Εισήγησή του στα «ΠΑΥΛΕΙΑ» με θέμα «Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ Ι.Μ. ΒΕΡΟΙΑΣ ΚΑΙ ΝΑΟΥΣΗΣ ΣΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΙΑΜΑΧΕΣ ΤΗΣ ΝΑΟΥΣΑΣ (1906 – 1912). Ανάτυπο από τον τόμο «Προσωπογραφικά και Ιστορικά». Πρακτικά Επιστημονικών Συνεδρίων και Ημερίδων. Σελ. 319-334. Βέροια 2009.