Νόρα Πυλόρωφ “Το ξεχορτάριασμα” / Εικόνες του χθες, γοητευτικές ιστορίες του πάντα
“Οι ιστορίες του βιβλίου είναι φωτογραφίες, είναι στιγμιότυπα πετρωμένα στον χρόνο…”
Νόρα Πυλόρωφ
Μετά από τέσσερα μυθιστορήματα η Νόρα Πυλόρωφ ξαναγυρίζει στο διήγημα, που αποτελεί γι’ αυτήν και το ξεκίνημά της με την πρώτη της συλλογή, που εκδόθηκε το 2004. Ένα κύκλος γραφής κλείνει, για να ανοίξει σίγουρα κάποιος άλλος, μιας και η Νόρα Πυλόρωφ είναι όχι απλά παραγωγική, αλλά ακούραστη και τόσο ταυτισμένη με τη γραφή, ώστε η συνέχεια να αποτελεί βεβαιότητα.
Τα 15 διηγήματα της συλλογής “Το ξεχορτάριασμα”, εκδόσεις ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟΥ, όπως γράφει η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, “γράφτηκαν σε μεγάλο χρονικό διάστημα. Γράφτηκαν χωρίς σκοπό και χωρίς πρόγραμμα. Έτσι, από ανάγκη.”
Αποτελούν όμως για τον αναγνώστη, είτε έχει διαβάσει άλλα βιβλία της, είτε όχι, από τη μια έναν καθρέφτη της γενιάς της κι από την άλλη έναν καθρέφτη του σήμερα. Κι αυτή είναι η γοητεία του.
Το βιβλίο της πάλλεται από τον λόγο της, που είναι διεισδυτικός στη ματιά του, σπαρταριστός στις περιγραφές του – ιδιαίτερα όταν γίνεται χαριτωμένα ειρωνικός έως και αυτοσαρκαστικός – άλλοτε καταγγελτικός, άλλοτε τρυφερός.
Η Νόρα Πυλόρωφ αγαπά τους ανθρώπους και τους ξέρει καλά. Και προπαντός ξέρει καλά τον γυναικείο ψυχισμό. Τόσο καλά, ώστε να ανακαλύπτει η κάθε αναγνώστρια πτυχές του εαυτού της και να μειδιά διαβάζοντάς το. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι απευθύνεται αποκλειστικά στις γυναίκες. Το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε αναγνώστη, που ξέρει να “βλέπει” .
Οι ήρωές της – πέρα από την ίδια, όταν δίνει αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα- είναι ήρωες της καθημερινότητας. Ήρωες ολοζώντανοι, που ανήκουν στο παρελθόν ή στο παρόν μιας Ελλάδας, που πάσχει από χρόνιες παθογένειες, αγιάτρευτες μέχρι σήμερα.
Γυναίκες αόρατες, που θα έδιναν τα πάντα για ένα χάδι, έστω και ψεύτικο, άνθρωποι της σκληρής βιοπάλης, στερημένοι από τη χαρά, κυρίες του ρετιρέ και κυρ-Γιώργηδες της ασημαντότητας, άνθρωποι της σιωπής βαθιά πληγωμένοι απ’ τη ζωή, αγωνίστριες της ζωής που την αρπάζουν από τα κέρατα και την αλλάζουν, με τι κόστος όμως για την ψυχή τους σ’ αυτήν την αιματηρή διαδρομή…
Ένας κόσμος ολόκληρος μέσα σε 110 περίπου σελίδες, που τον ξέρουμε καλά, τον είδαμε, τον βλέπουμε, η Πυλόρωφ όμως τον έκανε βιβλίο.
Τα κείμενα με πρωταγωνίστρια την ίδια, κείμενα αναμνήσεων, έχουν μια ιδιαίτερη χάρη. Ίσως το καλύτερο να είναι το “Ο ‘τέως’ κι εγώ”!
Η μικρούλα Νόρα, ερωτευμένη με τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο, θα του προσφέρει ανθοδέσμη σε τελετή τιμής της βασιλικής οικογένειας. Γράφει:
“Ροδομαγουλίτσα λοιπόν εγώ, με την υπέροχη ανθοδέσμη, μαργαρίτες πάνω σε γαλάζιο φόντο ταφταδένιο, στέκομαι προτελευταία στη σειρά και λέω από μέσα μου τα λόγια που προβάραμε με τη μαμά μου να πω στη Φρειδερίκη. Όταν όμως έρχεται η σειρά μου και πλησιάζω τα σκαλάκια του Δημαρχείου, που στην κορυφή τους στέκεται η Μεγαλειοτάτη και δίπλα της, βαριεστημένο και ιδρωμένο το αντικείμενο του πόθου μου με στολή προσκόπου πια, εγώ έχω μάτια μόνο για κείνον, οπότε μπουρδουκλώνομαι, σκοντάφτω, πέφτω, ματώνουν τα γόνατα στην τσιμεντένια σκάλα, σκορπίζουν οι μαργαρίτες και σκίζεται ο ταφτάς.” […]
Αλλά και “Ο θείος Φωτίκας και οι χαρταετοί” είναι μια ξεχωριστή στιγμή της συλλογής της.
“Ο θείος μου ο Φωτίκας δεν ήταν στην πραγματικότητα θείος μου, αλλά εγώ τον έλεγα έτσι, γιατί μου έμαθε να αμολάω χαρταετό. Όταν τον ρώτησα τι ήθελε για αντάλλαγμα μου ‘πε “να με λες, πουλί μ’, θείο. Αυτό θέλω.” Όταν τον ρώτησα γιατί, μου είπε “γιατί δεν έχω κάποιον να με λέει. Ούτε γονείς να με λεν γιε μου, ούτε αδέλφια να με λεν αδελφό, ούτε παιδιά να με λεν πατέρα, ούτε ανίψια να με λεν θείο.” […]
Το κωμικό εναλλάσσεται με το τραγικό, το έμμεσα καταγγελτικό με το βαθιά αλλά κομψά ειρωνικό, σε μια αλληλουχία που κάνει τον αναγνώστη να το διαβάσει αμέσως, χωρίς διαλείμματα. Κι αυτή είναι η επιτυχία του βιβλίου. Διαβάζεται, όχι γιατί είναι εύκολο, αλλά γιατί τα πολύ δύσκολα της ζωής τα πλέκει τόσο έντεχνα με τα ευτράπελά της, ώστε τα κάνει να αποτελούν μια μικρή όαση σ’ ένα σωρό επιδερμικά και ανούσια βιβλία που κυκλοφορούν.
Και, βέβαια, η φύση του λογοτεχνικού κειμένου, το διήγημα, με την πυκνότητα και την αμεσότητα που το χαρακτηρίζει, αποτελεί γι’ αυτήν, που έχει την αίσθηση του μέτρου και του ουσιώδους, το κατάλληλο “γήπεδο”, για να κερδίσει τις εντυπώσεις.
Η γλώσσα της όπως πάντα – σ’ όλα τα γραπτά της – ευλύγιστη, πλούσια και εύστοχη, είναι το μεγάλο ατού της. Η εικονοπλασία της, ο πυρήνας του θέματος, κάθε φορά ευδιάκριτος μεταφέροντας στον επίλογο τα συναισθήματα ή τον προβληματισμό που επιδιώκει, οι τίτλοι της κάποτε έξυπνα παιγνιώδεις, πάντα αντιπροσωπευτικοί του κάθε διηγήματος, αποτελούν όλα μαζί στοιχεία άξια παρατήρησης.
Ένα βιβλίο όχι μόνο για τις ανάλαφρες μέρες του καλοκαιριού – όσο μπορούν να είναι ανάλαφρες με τόσα που μας απειλούν – αλλά και για όλο τον χρόνο! Άλλωστε δεν υπάρχει καλοκαιρινή και χειμωνιάτικη Λογοτεχνία!
Όσο για τον τίτλο, “Το ξεχορτάριασμα”, αυτό μένει να το αποκρυπτογραφήσει ο αναγνώστης! Μάλλον, όμως, έρχεται κάποια στιγμή, που όλοι χρειαζόμαστε το δικό μας “Ξεχορτάριασμα”…
…………………
(Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι έργο της Φωτεινής Χαμιδιελή, καθώς και ο πίνακας που συνοδεύει τη βιβλιοκριτική.)