«Ωϊμένα! Ωϊμένα! Θα συγγράψου ραψουδία, για τν ουραία Λένια!!» γράφει η γκουστιρίτσα
«Ωϊμένα! Ωϊμένα! Θα συγγράψου ραψουδία, για τν ουραία Λένια!!»
Καλιέ, ραψουδία θα ικπέμψου
μι τα αρχιουιλληνικά τς
για τν ουραία Λένια
απ’ δε κάθουνταν στ αυγά τς.
Γιατί, κο, δεν κατάλαβα!
Αφού οι αρχαίοι μι … τραβάν
ιγώ θα γένου συγγραφεύς
κι ή ταν ή την πατάν!
Κι για του Μινιέλαου, κο,
ιγώ θε να συγγράψου
που η ουραία Ιλέν’ τα σκάτουσι
κι τουν άφηκι στουν άσσου.
Μινιέλαϊ μ’, τι έπαθις;
Του ξέβρου σ’ ήρθι κόλπους
Η Λένια σι μπιζέρσι
κι εις τουν Πάρι φκιαν’ φόκους.
“Πυκνό σγουρό μαλλί
στου στήθους του τριχιά!
Τουν γλιέπ’, κο, η Λένια
κι ιφτύς ανατριχιά!
Κο; Τι τικνό είνι αυτό
που ήρθιν απού τν Τροία;
Μινιέλαϊ θα σ’ αφήκου
εις του λουτρού τα κρύα.
Καλιέ; Τι μπράτζα είν’ αυτά;
Τι γάμπα; Τι κουθόρνους;
Α, ρε παππού μ’ Τυνδάριι
να βράσου τς απουγόνους!
Πάρι μι, Πάρι μ’, πάρι μι
σια κει, στα Δαρδανιέλια
Μινιέλαϊ, σι λιέου, θα κλιφτώ
θα σι πιτάξου τ’ βέρα!
Μινιέλαϊ, θα … τν κάνου
κο, του τικνό τα σπάει!
Σι παίρνου κι τα μπιζού
Μινιέλαι, γκουντ – μπάι!
Μπουρεί, καλιέ, να είμι
η πιο ουραία στου ντουνιά
μα, είμι κι παντριμέν’
Ω! Δία! Τι γκαντιμιά!
Ωϊμέ θα αμαρτήσου
γι αυτό του τζιτζιλόν’
τούδι κι ιφιξής
ι Πάρις θα μι χουφτών!”
“Ιμένα, κο; Του Μινιέλαου;
Ωϊμένα! Ωϊμένα!
Α! ρε Δία μ, μιγάλου κιρατά
μι έφκιασις κι μένα!
Πιτάχκα για μια κηδεία
ι δόλιους ως τ Κρήτ’
κι η Λένια μ’ γάμπρισι, καλιέ
τουν Πάρι, που νι φιτ!
Πού πας κόρη Ιλέν’
να γίντς μοιχαλίδα;
Αν φύγς μι τουν χλιμίντζουρα
δε σι ξέρου – δε σι είδα!
Ιγώ, κο, είμι βασιλιάς
στ’ Σπάρτ’ διαφιντέβου!
Ιγώ, κο, δε σι γέλασα
σ’ είπα τουν Ησαΐα τουν χουρέβου!
Κι συ, κο, μι ατίμασις
τά φκιασις μι τουν Πάρ’
Έφτασιν κι ι μπικ – μπράδιρ μου
μπας κι μι καλμάρ’.
Ήρθις, ρε Αγαμέμνουνα;
Ωϊμένα! Ωϊμένα!
Είδις μι ποιον τα έφκιασιν
η θκιά μ, καλιέ; Η Λένια;”
“Μη σκανιάιζ’, ω, ρε Μινιέλαϊ
γινναίι μου Ατρείδα
θα στ’ φέρου πίσου τν Ιλέν’
θα τ’ πιάσου απ’ τ’ κουτσίδα.
Ταχιά τα ξημιρώματα
θα τ’ κάνουμι πλουτοί
φουτιά θα βάλου στ’ Τροία
θα στ’ φέρου σηκουτή.
Ισύ, α ρε, κιτρίντσις
τζιτζίριασιν η πέτσα σ’
Άσι, ιγώ θα ηγηθώ
ισύ, είσι μπουχέσας.
Ωωω! Θιοί, ακούστι μι
για τν Τροία ξικινώ
η νύφη μου ικλέφκι
μι τουν Πάρι, του τικνοό!”
Άχου! Κο, μι συγκίντσα!
Τι λόγους, τι πλουκή!
Τζιτζίριασα σι λιέου!
Θα πάθου συγκουπή!
Είμι μιγάλι συγγραφεύς!
Ι Όμιρους μι φουβήθκι!
Κι όποιους μι άκσε να τραγδώ
τη ραψουδία μ’, κρύφκι!
στς Αρχαίους Συγγραφείς
που, καλιέ, κι ως σήμιρις
δε τς έφταξι κανείς!!
Η γκουστιρίτσα