“19η Μαΐου. Ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου” / γράφει ο Νικόλαος Τουμπουλίδης
Νικόλαος Τουμπουλίδης
Ο θρήνος του ελληνισμού για την πτώση της Βασιλεύουσας στις 29 Μαΐου του 1453 συνοδεύεται από την τραγική κατάληξη και παράδοση αμαχητί της θρυλικής μας Τραπεζούντας στις 15 Αυγούστου του 1461. Για όλους τους Έλληνες αλλά ιδιαίτερα για τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου αυτά τα δύο θλιβερά γεγονότα σημάδεψαν την μετέπειτα πορεία τους με θρήνους, βάσανα και οραματισμούς που μεταφέρθηκαν μέσω παραδοσιακών τραγουδιών και αφηγήσεων μέχρι και σήμερα.
Η ιστορική διαδρομή των Ελλήνων του Πόντου που αρχίζει με το μύθο της Αργοναυτικής εκστρατείας τελειώνει με τον ξεριζωμό των προγόνων μας πριν από 100 χρόνια περίπου, μετά από άνιση μάχη με την τουρκική θηριωδία, αφήνοντας αξέχαστες αναμνήσεις από τον αλύτρωτο και αλησμόνητο Πόντο.
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου είναι άλλο ένα ελληνικό ολοκαύτωμα με τους 353.000 νεκρούς και αποτελεί μια ανοικτή πληγή για το Έθνος. Το ελληνικό κοινοβούλιο αναγνώρισε επίσημα το 1994 τη σημερινή ημέρα, ως ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1916-1923, με τεράστια χρονική καθυστέρηση, δεν τόλμησε όμως να ζητήσει και να επιβάλλει ως όφειλε τη διεθνή αναγνώριση αυτού του ολοκαυτώματος.
Η ηθική δικαίωση του Ελλήνων ποντίων και η σύνδεση της ιστορικής μνήμης με το σύγχρονο Ελληνισμό δεν μπορεί παρά να είναι η αφετηρία για την κατοχύρωση αυτού του δικαιώματος σε παγκόσμια κλίμακα. Κάθε χρόνο, αυτήν την ημέρα και δυστυχώς μόνο αυτή την ημέρα σκαλίζουμε την ιστορική μνήμη για να θυμηθούμε και γρήγορα να ξεχάσουμε πάλι, τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, να θυμηθούμε τα θύματα και τους θύτες, να διδαχθούμε από τα λάθη και τις παραλείψεις μας.
Η κρίσιμη περίοδος που διανύει η Πατρίδα μας είναι ίσως η αφορμή να μη σταθούμε μόνο στο τυπικό μνημόσυνο των χιλιάδων νεκρών μας. Η γνώση της ιστορίας μας και η αποδοχή των δικών μας λαθών είναι το μοναδικό εργαλείο για να υπερασπίσουμε το μέλλον μας καθώς σε όλη την ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, αλλά και σε κάθε εποχή ξεχωριστά, μεγάλος υπήρξε πάντα και συνεχίζει ακόμη να είναι ο ρόλος των γειτόνων κάθε έθνους-κράτους. Με τον εξ ανατολών γείτονα μας, έχουμε μια μόνιμη και αναλλοίωτη διαχρονικά διαφορά. Εκείνος θέλει να επιβάλλεται με πολεμικά μέσα ενώ ο ελληνισμός με τη δύναμη του πνεύματος.
Έτσι λοιπόν μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας το 1461 το δυσμενές κλίμα για τους υπόδουλους πόντιους Έλληνες, που είχε διαμορφωθεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εντάθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821.Λόγω όμως εξωτερικών πιέσεων προς τον Σουλτάνο, το κλίμα αυτό άρχισε σταδιακά να υποχωρεί με την παραχώρηση ειδικών προνομίων, γνωστών στην παγκόσμια ιστορία με τους νομικούς όρους «ΧάτιΣερίφ»(1839) και «Χάτι Χουμαγιούν»(1856).
Η θεωρητική ισονομία και η θρησκευτική ελευθερία μαζί με την ανάπτυξη του εμπορίου και της οικονομίας οδήγησαν στη δημογραφική αύξηση του ποντιακού πληθυσμού, στην καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας και στην ανάπτυξη της νεοελληνικής συνείδησης.
Ο πόντιος της ΄΄Ανατολικής Ελλάδας΄΄ εγκατέλειψε τα κρησφύγετά του και κατέβηκε στις παραλιακές περιοχές, όπου έκτισε καινούρια χωριά, εκκλησίες και σχολεία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρε ξανά στα χέρια του το εμπόριο ολόκληρου του Εύξεινου Πόντου και της ενδοχώρας, ενώ η Τραπεζούντα ξαναβρήκε τις παλιές δόξες της.
Στις αρχές του 20ού αιώνα δεν υπήρχε ποντιακό χωριό χωρίς δικό του σχολείο και δική του εκκλησία. Σύμφωνα με τη στατιστική του Παναρέτου, το 1913 στις επαρχίες των έξι μητροπόλεων του Πόντου κατοικούσαν 697.000 Έλληνες, ενώ το ίδιο διάστημα, σύμφωνα με τον Γ. Λαμψίδη, λειτουργούσαν 1.890 εκκλησίες, 22 μοναστήρια, 1.647 παρεκκλήσια και 1.401 σχολεία με 85.890 μαθητές.
Ωστόσο, η πολιτική που άρχισαν ξανά να εφαρμόζουν οι νεοτουρκικές κυβερνήσεις στις αρχές του 19ου αιώνα, απέναντι στους Έλληνες ήταν εξαιρετικά εχθρική και περιλάμβανε δυσμενή οικονομικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά μέτρα, τα οποία επιβλήθηκαν γενικότερα στις χριστιανικές εθνότητες του κράτους. Η πολιτική αυτή, η οποία βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τις εξαγγελίες του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής G. Ουίλσον, σχετικά με την αυτοδιάθεση των λαών, οδήγησε τους Πόντιους, στη μεγάλη απόφαση να αγωνιστούν για τη δημιουργία μιας αυτόνομης Ποντιακής Δημοκρατίας
Οι Έλληνες της Διασποράς αναδείχθηκαν πρωτεργάτες στους αγώνες για τη δημιουργία μιας αυτόνομης ποντιακής δημοκρατίας με βασικούς εκπροσώπους τους Κ. Κωνσταντινίδη από τη Μασσαλία, Β. Ιωαννίδη και Θ. Θεοφύλακτου από το Βατούμ, I. Πασσαλίδη από το Σοχούμ, Λ. Ιωαννίδη και Φ. Κτενίδηαπό το Κρασνοντάρ ενώ από τους Έλληνες του ιστορικού Πόντου ξεχωρίζουν οι δύο σεβάσμιες μορφές της Εκκλησίας, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος Φιλιππίδης και ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης
Η ελληνική κυβέρνηση ενώ ήταν αρχικά σύμφωνη με τον αγώνα και τις εθνικές διεκδικήσεις των Ποντίων στο συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων, που άρχισε το Δεκέμβριο του 1918,πιέστηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις και δεν συμπεριέλαβε τον Πόντο στο φάκελο των ελληνικών διεκδικήσεων, και, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες των Ελλήνων του Πόντου, συμφώνησε να παραχωρηθεί η περιοχή στην υπό ίδρυση Αρμενική Δημοκρατία.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στον ελληνισμό του πόντου. Παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, ο ποντιακός ελληνισμός δεν πτοήθηκε. Στις 10 Μαρτίου 1921 ο μητροπολίτης Αμάσειας Γερμανός Καραβαγγέλης πρότεινε στον τότε υπουργό εξωτερικών συνεργασία με τους Κούρδους και τους Αρμένιους εναντίον του κινήματος του Κεμάλ. Η κυβέρνηση όμως του Γούναρη, απομονωμένη και από τους συμμάχους, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία.
Μια τελευταία προσπάθεια ποντοαρμενικής συνεργασίας άρχισε καθυστερημένα στις αρχές του 1922, όταν πια τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων είχαν αλλάξει πλευρά. Εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή συγκυρία ο Κεμάλ πασάς, με τη φανερή υποστήριξη των μπολσεβίκων, της Ιταλίας, της Γαλλίας και τη σιωπηρή σύμπραξη της Αγγλίας, άρχισε την αντεπίθεση που έφερε και την κατάρρευση του μετώπου.
Η ποντιακή Δημοκρατία έμεινε ένα όνειρο, ενώ η καταδίκη σε θάνατο από την κεμαλική κυβέρνηση όλων των πρωτεργατών του αγώνα σφράγισε την εθνική συμφορά του ποντιακού ελληνισμού, η οποία συνδέεται με τη γενικότερη τύχη του ελληνισμού της Μ. Ασίας.
Στον ιστορικό Πόντο όμως το τέλος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ποντίων ήταν εξαιρετικά τραγικό και σταμάτησε βίαια με την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών που όρισε η Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.Είναι γνωστή η γενοκτονία του αρμενικού λαού το 1915 από τους Νεότουρκους, αλλά δεν είναι τόσο γνωστή η μεθοδευμένη εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου που είχε τις ίδιες αναλογίες ποσοτικά και ηθικά με τη γενοκτονία των Αρμενίων την περίοδο 1916-1923.
Από τους 697.000 Πόντιους που ζούσαν το 1913 στον Πόντο, περισσότεροι από 353.000, δηλαδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50%, θανατώθηκαν μέχρι το 1923 από τους Νεότουρκους και τους Κεμαλικούς στις πόλεις και τα χωριά, στις εξορίες και τις φυλακές, καθώς και στα τάγματα εργασίας, τα λεγόμενα «αμελέ ταμπουρού». Το <<επιτέλους τους ξεριζώσαμε>> του δολοφόνου Μουσταφά Κεμάλ στο τουρκικό κοινοβούλιο λέει πολλές αλήθειες για τη συμπεριφορά των τούρκων απέναντι στους Έλληνες.
Τα αρχεία των Υπουργείων Εξωτερικών πολλών κρατών της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς επίσης και οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών πιστοποιούν το μέγεθος και το είδος του διωγμού που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου. Τα γεγονότα του 1922 είχαν ως συνέπεια το ξερίζωμα του ελληνισμού του Πόντου και της Μ. Ασίας. Περισσότεροι από 1.300.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εκπατριστούν βίαια, εγκαταλείποντας τους προσφιλείς νεκρούς, μαζί με τις περιουσίες τους και τον πολιτισμό της μακραίωνης δημιουργικής παρουσίας τους εκεί.
Η εξαντλημένη από τον πόλεμο, ηθικά, πολιτικά, κοινωνικά, δημογραφικά και οικονομικά Ελλάδα αναγκάστηκε να δεχτεί στους κόλπους της εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο υποδοχής. Η μικρασιατική καταστροφή ξανάφερε στο προσκήνιο την ταραγμένη εσωτερική πολιτική κατάσταση. Η ανικανότητα των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων ανάγκασε τον στρατηγό Πλαστήρα να αναλάβει την εξουσία, να εκθρονίσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο και να κινητοποιήσει όλες τις κρατικές υπηρεσίες για την επίλυση των προσφυγικών προβλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία του προσφυγικού πληθυσμού, 638.252 άτομα, δηλαδή ένα ποσοστό 53%, εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία, αρχικά στις περιοχές που εγκατέλειψαν οι ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, οι πρόγονοί μας δεν λιποψύχησαν, αλλά επιστράτευσαν όλους τους μηχανισμούς επιβίωσης που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους με τους Οθωμανούς και ξαναέστησαν τα σπιτικά και τις δουλειές τους.
Όλα αυτά είναι ανάγκη να τα γνωρίζουμε αφού έτσι κι αλλιώς τα όσα ανέφερα παραπάνω αποτελούν μέρος της νεότερης ιστορίας μας. Είναι χρέος μας λοιπόν κάθε γνώση που σχετίζεται με την Πατρίδα μας ιδιαίτερα για τόσο σημαντικά γεγονότα. Η 19ηΜαϊου στην Τουρκία είναι ημέρα γιορτής για την ΄΄παιδεία΄΄ τους αλλά στην Ελλάδα είναι ημέρα πένθους και μνήμης. Η Διεθνοποίηση και η Διεθνής Αναγνώριση και Καταδίκη της Γενοκτονίας των Ελλήνων Ποντίων από την Τουρκία είναι χρέος και ηθική υποχρέωσή μας, προς τους χιλιάδες άταφους νεκρούς μας.
Είναι σταυρός μαζί και ευθύνη να υπηρετήσουμε και να αναδείξουμε τη γενοκτονία των παππούδων μας αλλά και όλων των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολίας με τη Διεθνοποίηση και τη Διεθνή Αναγνώριση και Καταδίκη της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου από την Τουρκία και ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε το ποντιακό γνωμικό “ο παλαιόν ο τουσμάνος φίλος κι ίνεται” .
*Τουμπουλίδης Νικόλαος
Πρόεδρος Ευξείνου Λέσχης Βέροιας