“Ιωάννου Αποκάλυψις” – Έμμετρη απόδοση από τον Γιώργη Έξαρχο
Η Αποκάλυψις του Ιωάννου είναι ένα από τα 76 βιβλία της Αγίας Γραφής και το τελευταίο από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης και ανήκει στα «εσχατολογικά κείμενα», γνωστά ως φιλολογικό είδος της αρχαίας ιουδαϊκής παράδοσης με το όνομα Αποκάλυψις–Αποκαλύψεις. Πρόκειται για είδος λόγου με προφητικό περιεχόμενο και με νομιμοποιημένες τις εικόνες που σχετίζονται με: θαύματα, βίαιες και τρομακτικές καταστάσεις, μυστικιστικές δοξασίες, θεϊκές παρεμβάσεις, υποσχέσεις για προσδοκίες που λειτουργούν θετικά ή αποτρεπτικά προς επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών.
Όλα τα προφητικά κείμενα, οι Αποκαλύψεις, απαρτίζουν ένα είδος Ιερής Τρομοκρατίας, και αποσκοπούν σε κάτι πολύ σαφές και συγκεκριμένο και συνάμα πολύ απλό: στο να κρατούν τα διάφορα ιερατεία μαντρωμένους στις θρησκευτικές επιχειρήσεις τους (πρόκειται για όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες, θυγατέρες του ιουδαϊσμού, ήτοι για όλες τις δογματικές ή και αιρετικές αποχρώσεις του χριστιανισμού, του ισλαμισμού και του εβραϊσμού) όλους εκείνους που θρησκεύονται ως «πιστοί» μα και όσους… διανοούνται να αμφισβητήσουν τις αποφάνσεις των θρησκευτικών ιερατείων.
Ο Γιαχβέ, ο Θεός, ο Ιησούς Χριστός και μια πλειάδα οργάνων και συνεργατών τους καραδοκούν ως ιεροί τρομοκράτες να επαναφέρουν στην τάξη όποιον… αλλαξοπιστήσει κι… αμαρτήσει. Σατανάδες και Διάβολοι, Άδης και Κόλαση, και ένα πλήθος από ενεργούμενά τους είναι, ανά πάσα στιγμή, έτοιμοι–έτοιμα να καταδικάσουν τον πάσα έναν –και δη δι’ ασήμαντον αφορμήν– εις το πυρ το εξώτερον. Έτσι τους θέλουν τους Θεούς, για πιστούς και μη, τα πανίσχυρα ιερατεία των θρησκειών.
Και οι άνθρωποι; Τι κάνουν;… Απλούστατα: Θρησκεύονται κατά θρησκοληπτικό τρόπο στη μέγιστη πλειονότητα, για να… διασφαλίσουν θέση στον μετά θάνατον παράδεισο και κατά τρόπον… αξιοζήλευτα καπιταλιστικό και αγοραίο! Το γνωρίζει αυτό μια μικρή μειοψηφία-μειονότητα, δηλ. όσοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι θρησκείες είναι εξ αρχαιοτάτων χρόνων οι… μακροβιότερες επιχειρήσεις!
Είναι δε μακρόβιες επιχειρήσεις, γιατί είναι σταθερά επικερδείς. Και είναι επικερδείς, γιατί συντελεστές της παραγωγής τους είναι… ο φόβος, ο θάνατος, η τιμωρία, η απειλή, ο τρόμος, δηλ. μια τεράστια βιομηχανία απάνθρωπων μεθόδων που ο… καλός Θεός έθεσε στη διάθεση τού –από αυτόν τον ίδιο δημιουργηθέντος– Σατανά ή Διαβόλου, ώστε να ασκείται αιωνίως η Ιερή Τρομοκρατία. Με αυτόν τον τρόπο οι πιστοί διασφαλίζουν τον άγνωστό τους ουράνιο παράδεισο και τα ιερατεία και οι συνοδοιπόροι τους, εκφραστές των πιο εκμεταλλευτικών επίγειων πολιτικών συστημάτων, διασφαλίζουν τον γνωστό σ’ όλους επίγειο παράδεισο. «Αρχή Θεού, φόβος Κυρίου». «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», μακάριοι κι οι… καπάτσοι. Διότι, Θεός θα πει δέος, και δέος θα πει φόβος, και φόβος θα πει πιστός, και πιστός θα πει… άστα να πάνε!
Η πίστη είναι έκφραση του φόβου και η λατρεία έκφραση της αγάπης. Και, δυστυχώς, οι άνθρωποι στη μέγιστη πλειονότητά τους πιστεύουν στον θεό τους / στους θεούς τους και δεν τον / τους λατρεύουν. Οι μεν της πρώτης κατηγορίας θέλουν να γίνουν κατ΄ εικόνα και ομοίωσιν του Θεού τους, οι δε της δεύτερης κατηγορίας δέχονται ότι οι θεοί είναι κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του εαυτού τους. Να η τεράστια ειδοποιός διαφορά στην «ουσία του Θεού», πάνω στην οποία διεξάγεται επί αιώνες ένας αέναος πόλεμος, με νικηφόρες τις δυνάμεις των θρησκευτικών ιερατείων, μέσω της ιερής τρομοκρατίας.
*****
Η προσέγγιση του κειμένου της Αποκάλυψης του Ιωάννου μπορεί να γίνει με τρεις κυρίως τρόπους: θεολογικό, θρησκειολογικό, φιλολογικό, αλλά και με άλλους, μα εδώ θα αρκεστώ στον φιλολογικό.
Όπως στα αρχαιοελληνικά χρόνια οι «επιτάφιοι» αποτελούσαν ιδιαίτερο φιλολογικό είδος, και δη αγαπητό, με γνωστότερον τον Περικλέους Επιτάφιον του ιστορικού Θουκυδίδη, έτσι και στα αρχαιοϊδουϊκά χρόνια οι «αποκαλύψεις» και οι «προφητείες» αποτελούσαν ξεχωριστό είδος της Ιουδαϊκής λόγιας παράδοσης, είδος στο οποίο υπάγεται και η Αποκάλυψις του Ιωάννου, ως εσχατολογικό κείμενο, το οποίο, αναμφίβολα, δεν γράφτηκε από τον απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη, άσχετα εάν αποδίδουν οι θεολόγοι σε αυτόν την πατρότητα. Γράφτηκε η Αποκάλυψη από κάποιον άλλον Ιωάννη, ή ενδεχομένως και από περισσότερα πρόσωπα, και σε χρονικές περιόδους που δεν μπορούν επακριβώς να προσδιοριστούν, δηλ. αν είναι πριν, κατά ή μετά την περίοδο της ζωής του ευαγγελιστή Ιωάννη. Τούτη η αλήθεια δεν αποτελεί απλά μια πεποίθηση ή έναν αναπόδεικτο ισχυρισμό του γράφοντος, διότι έχει εκφραστεί από πολύ σοβαρούς και σημαντικούς ερευνητές και μελετητές της Αποκάλυψης και εδράζεται στα εξής μη-αμφισβητούμενα στοιχεία:
-
Υπάρχει συγγενής –και πολλάκις ταυτόσημη– διατύπωση με εκείνη πολλών εκ των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από απλή και μόνο –αλλά εκ παραλλήλου– ανάγνωση πολλών χωρίων και εδαφίων της Αποκάλυψης και των προφητειών των προφητών: Ιωήλ, Οσηέ, Αβδιού, Μιχαία, Σοφονία, Ναούμ, Αμώς, Ιεζεκιήλ, Δανιήλ, Ζαχαρία κ.ά. Προς επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού ας ανατρέξει ο αναγνώστης σε ορισμένα παραδείγματα σχετικών εδαφίων αυτών των προφητών, όπως με αλφαβητική σειρά καταχωρίζονται εδώ: Αβδιού: Ι’ 5. Αμώς: Α’ 7-10 & Α’ 12 & Α’ 14 & Β’ 2 & Β’ 5 & Β’ 11 & Δ’ 6. Δανιήλ: Ζ’ 2-8 & Ζ’ 17-18 & Η’ 3-5 & ΙΑ’ 12 & ΙΒ’ 2-3. Ζαχαρίας: Α’ 8-10. Ιεζεκιήλ: Β’ 9 & Γ’ 13 & Μ’ & ΜΗ’. Ιωήλ: Β’ 2-3 & Β’ 10 & Γ’ 14. Μαλαχίας: Β’ 11. Μιχαίας: Α’ 3 & Α’ 7 & Δ’ 3 & Δ’ 13 & ΣΤ’ 11. Ναούμ: Γ’ 4. Σοφονίας: Α’ 7 & Α’ 15. Ωσηέ: Γ’ 5 & Γ’ 11 & Θ’ 1 & ΙΒ’ 7. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς, μετά από τις αναγνώσεις αυτών των χωρίων, το παρόμοιο, το ταυτόσημο ή το συγγενές, με διάφορα χωρία και εδάφια της Απόκάλυψης του Ιωάννη.
-
Οι εικόνες που δανείζεται η Αποκάλυψη από τα κείμενα των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, έχουν σχέση: α) με τα θαύματα, β) με το αίμα, το οποίο συμβολίζει τον θάνατο, γ) με τον αριθμό 3 (τρία), που είναι μυστικιστικός αριθμός και συμβολίζει τα τρία στοιχεία της γης (θάλασσα, γη–στεριά, ποτάμια), δ) με την καταστροφή της γης και δη από: χαλάζι, βροχές, σεισμούς, φωτιά εξ ουρανού και άλλα συναφή.
-
Ο ίδιος ο Ιωάννης δηλώνει πως είναι προφήτης και είναι φανερό ότι συγγράφει κατά το παράδειγμα της προφητικής αποκαλυπτικής–εσχατολογικής παράδοσης, η οποία είχε καλλιεργηθεί επί αιώνες στον Ιουδαϊκό κόσμο, γεγονός που τον «νομιμοποιεί» να δανείζεται σκέψεις, ιδέες, εδάφια και χωρία από συγγραφείς και προφήτες της Παλαιάς Διαθή-κης.
-
Αυτούσια εδάφια και χωρία, αλλά και σκέψεις και ιδέες της Αποκάλυψης, τα συναντάει κανείς στα προσφάτως ανακαλυφθέντα και δημοσιοποιηθέντα–εκδοθέντα Χειρόγραφα Κουμράν (αν αυτά δεν είναι πλαστά ή μεταγενέστερα).
-
Μεγαλύτερη υφολογική και θεματολογική συγγένεια έχει η Αποκάλυψη με τα κείμενα των κατά Ματθαίον και κατά Λουκάν Ευαγγελίων και σχεδόν ελάχιστη ή καμία συγ-γένεια με το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον.
Όταν ανατρέξει κάποιος στις πηγές και μελετήσει τα αυθεντικά κείμενα, κάνοντας και τις σχετικές συγκρίσεις, θα οδηγηθεί αβίαστα σε αυτές τις εκτιμήσεις και θα συνάγει –ως συμπεράσματα– τα ανωτέρω συνοπτικά κατατεθέντα.
Δεν επεκτείνομαι σε άλλες φιλολογικές λεπτομέρειες ή σχολαστικισμούς, υπάρχει πλούσια σχετική βιβλιογραφία επαρκούς απόδειξης των ισχυρισμών μου.
——————-
*Γιώργης Σ. Έξαρχος / Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό
———————
Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάσετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ
————————————-
Κλείνω αναφέροντας πως τα τελευταία γεγονότα σε Ρωσία και Ουκρανία έφεραν πάλι στην επικαιρότητα την ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, και τον ΑΡΜΑΓΕΔΔΟΝΑ! Το κείμενο αυτό το απέδωσαν στη νεοελληνική μας γλώσσα οι μεγάλοι νομπελίστες μας ποιητές Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης, και ο αιρετικός των γραμμάτων μας Ηλίας Πετρόπουλος, καθότι έχει ενδιαφέρον.
Είπα, λοιπόν, να μεταγράψω κι εγώ την ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ, αλλά σε ποιητική μορφή, για να γίνει έτσι πιο κατανοητή από τους αναγνώστες, μέρες που είναι, και την καταθέτω πάραυτα, προσδοκώντας στην αυστηρή σας κριτική θέση.
2022
Α
ΟΣΑ ΠΙΟ ΚΑΤΩ θα σας ’πώ, και θα ΑΠΟΚΑΛΥΨΩ,είναι του Ιησού Χριστού. δεν πρέπει να τα κρύψω.του τα ’μπιστεύτηκε ο Θεός στους δούλους του να δώσει,τι πρέπει ο καθείς ταχιά να πράξει, και με γνώση. |
||
5 |
και έδωσε την εντολή, σ’ εμέ, μ’ αγγελιοφόρο,τον Ιωάννη, τον φτωχό. και με κονδυλοφόρονα φανερώσω του Θεού τον λόγο και τη σκέψη,όπως τα δίδαξε ο Ιησούς Χριστός, και τα ’χει κλέψειτο μάτι κι οι αισθήσεις μου. Και βλέπω ευτυχισμένους |
5 |
10 |
όσους διαβάσουν και θ’ ακούν λόγους προφητεμένουςκαι μάθουν να τηρούν καλά όλα τα γεγραμμένα,γιατ’ είναι ο καιρός κοντά – διά τα πεπρωμένα. |
10 |
Προς τις Εφτά τις Εκκλησιές που είναι στην Ασίαεγώ ο Ιωάννης θε-να ειπώ απλά και εν ηρεμία: |
||
15 |
Σ’ όλους εσάς, η χάρη του κι η ειρήνη θε’ για να ’ρθειαπό αυτόν που Ήτανε, Είναι και Θαξανάρθει.κι από τα Εφτά τα Πνεύματα που ’ναι εμπρός στο θρόνο.κι από τον Ιησού Χριστό πιστό μάρτυρα, μόνοπρωτότοκο γιο των νεκρών κι άρχοντα βασιλιάδων |
15 |
20 |
που βρίσκονται επί της γης: Αντρών, μα και κυράδων,κι έδειξε την αγάπη του, κι όλων κάθε αμαρτίατην πήρε και καθάρισε με αίμα και θυσία.Και βασιλεία έφτιαξε για εμάς όλους, και θρόνους,να ’χει ο πατέρας του ο Θεός ιερείς και διακόνους. |
20 |
25 |
δόξα να ’χει και δύναμη αυτός εις τους αιώνες.Αμήν! Να-τος που έρχεται μέσα απ’ τους νεφελώνες,και κάθε μάτι βλέπει-τον, ως και αυτοί τον είδανπου τότε, πάνω στον σταυρό, τη λόγχη τους εμπήγαν.και τώρα εμπρός στα πόδια του κάθε φυλή του κόσμου |
25 |
30 |
θε-να θρηνήσει. Ναι. Αμήν:«Ελεημοσύνη, δώσ’-μου»! |
30 |
Το Άλφα σας είμαι εγώ, εγώ και το Ωμέγα,λέγει ο Κύριος – ο Θεός, ο Ήτανε και Είναιαυτός οπού Θαξαναρθεί, ω!, παντοκράτωρ, μέγα! |
||
Εγώ τα λέγω όλα αυτά, που αδελφός σας είμαι, |
||
35 |
και που μαζί σας τώρα ζω τη δύναμη, τη θλίψη,μέσ’ στην αγάπη του Ιησού κι η υπομονή μην λείψει.έτυχε τώρα να βρεθώ στης Πάτμου το νησάκινα ’πω τον λόγο του θεού και του Ιησού τα πάθη.Ήταν μια μέρα Κυριακή, το Πνεύμα μ’ έχει αρπάξει |
35 |
40 |
κι άκουσα πίσω μια φωνή να θέλει να μ’ αδράξει,και να μου λέει ως σάλπιγγα: Γράψε τα όσα βλέπειςκι όλα βιβλίο κάνε-τα, σ’ Επτά Εκκλησιές να πέμψεις:στη Σμύρνη και στην Έφεσο, στην Πέργαμο, στις Σάρδεις,Θυάτειρα, Φιλαδέλφεια και Λαοδίκεια … να ’βρεις. |
40 |
45 |
Γύρισα το κεφάλι μου να ’δώ, ποιου-’ναι η λαλία.Και στρέφοντας είδα χρυσή επτάφωτη λυχνία.και στα λυχνάρια ανάμεσα ίδιος ο Γιος του Ανθρώπου,ντυμένος μακρύ φόρεμα, δεμένη μετά τρόπουχρυσή ζώνη στη μέση του, πιο κάτω απ’ τα βυζιά του. |
45 |
50 |
Η κεφαλή χιονόλευκη, απ’ τα λευκά μαλλιά του.τα μάτια του, φλόγα φωτιάς. τα πόδια ατσαλωμένα,μέσα σε χαλκοκάμινο ήτανε πυρωμένα.και η φωνή του, σαν φωνή νερού οπού κυλάει.Και στο δεξί το χέρι του αστέρια εφτά κρατάει. |
50 |
55 |
κι από το στόμα κοφτερή δίκοπη βγαίν’ ρομφαία.ήλιος γίνετ’ η όψη του, λαμποκοπάει ωραία.Και σαν τον είδα, έπεσα σαν πεθαμένος ’μπρός του.πάνω μου βάζει το δεξί το χέρι ο καλός μου,και λέγει προς εμένανε: Άκου, και μη φοβάσαι. |
55 |
60 |
ο Πρώτος είμαι πάντα εγώ, κι ο Τελευταίος. άσε,κι ο αιωνίως μόνος Ζων. και που νεκρός σαν ήμουν,ήμουνα πάλι Ζωντανός, γιατί εμέ η ψυχή μουμέσ’ στους αιώνες πάντοτε ως ζώσα παραμένει,του Άδη και του Θάνατου κλειδιά αυτή κραδαίνει. |
60 |
65 |
Τα όσα είδες γράψε-τα, κι όσα γίνονται τώρα,κι όσα στο μέλλον θα συμβούν κανονικά στην ώρα.τι είναι το μυστήριο με τα εφτά αστέριαπου τα ’δες να ’χω στο δεξί από τα δυο μου χέρια,και τι να κρύβει η χρυσή εφτάφωτη λυχνία. |
65 |
70 |
Είναι τ’ αστέρια τα εφτά, αγγέλοι εν πανοπλία,ναι, των εφτά εκκλησιών. και οι εφτά λυχνίεςείναι αδιαμφισβήτητα, ναι, οι εφτά εκκλησίες. |
70 |
Β
ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ που βρίσκεται στην εκκλησία Εφέσου,γράψε του τούτα που θα ’πώ, του αρέσουν δεν του αρέσουν: |
||
75 |
Αυτά τα λέγει ο που κρατεί εις το δεξί του χέριτ’ αστέρια τούτα τα εφτά, αυτός που όλα τα ξέρεικαι περπατάει ανάμεσα σ’ εφτά χρυσές λυχνίες.Γνωρίζω εγώ τα έργα σου, τις μύχιες αγωνίες,τον κόπο, την υπομονή, και ότι δεν αντέχεις |
75 |
80 |
να ζεις εσύ μέσ’ στους κακούς –οπού τριγύρω έχεις–,και έβαλες σε πειρασμό ’κείνους που διακηρύσσουνπως είναι οι απόστολοι, και όλοι τους γνωρίζουν:δεν είν’ έτσι τα πράγματα, ψεύτες αυτούς τους βρήκες,κι οπλίστηκες με υπομονή, για τ’ όνομά μου μπήκες |
80 |
85 |
σ’ αγώνα για να ανυψωθείς χωρίς να αποκάμεις.Μα έχω εναντίον σου να ’πώ, πως μ’ όσα κάνεις,άφησες την αγάπη σου την πρώτη … να πεθάνει.Και μην ξεχνάς που έπεσες. κι αυτό, ασφαλώς, δεν φτάνει.να μετανιώσεις πάραυτα, και δούλευε σαν πρώτα. |
85 |
90 |
αλλιώς κοντά σου έρχομαι κι αλλάζω σου τα φώτα,το παίρνω το λυχνάρι σου σ’ άλλον τόπο το πάω,αν ’σύ δεν μετανόησες – τι κι αν σε αγαπάω.Αλλ’ είναι, ξέρεις, τούτο-δα, ότι μισείς τα έργα,έργα των Νικολαϊτών, π’ άλλος σ’ αυτά συνέργα … |
90 |
95 |
Ν’ ακούσει αυτός που ’χει αυτιά –δίνω εντολή με νεύμα–τι λέει μέσ’ στις εκκλησιές τ’ αόρατο το Πνεύμα.Στον νικητή θα δώσω ’γώ να φάει – να δοκιμάσειαπό το ξύλο της ζωής, που ’ν’ στου Θεού την πλάση,μέσα εις τον παράδεισο. Βάλ’-το καλά στη μνήμη.
|
95 |
100 |
Στον άγγελο που βρίσκεται στην εκκλησιά, στη Σμύρνη,γράψε του τούτα που θα ’πώ: ’Κείνος αυτά τα λέγει,ο πρώτος και ο έσχατος, που πέθανε κι ανέστη.Την ξεύρω ’γώ τη θλίψη σου, τη φτώχεια σου την ξεύρω(μ’ όλο που είσαι πλούσιος), και βλάσφημο θα εύρω |
100 |
105 |
τον κάθε έναν απ’ αυτούς που λέν’ ότ’ Ιουδαίοιτάχα πως είναι στη ζωή, δεν είν’ όμως. κι ωραίοιγια Σατανά συναγωγή. αυτό και τίποτ’ άλλο.Όσα στο μέλλον σού συμβούν, φόβο να μη σου βάλω.γιατί ο Διάβολος πολλούς στις φυλακές θα κλείσει, |
105 |
110 |
Όλους-σας δοκιμάζοντας. κι έτσι σ’ αυτή τη ζήσηθα υποφέρετε πολύ, ως δέκα ημέρες κάπου.Και το στεφάνι της ζωής, πιστός μέχρι θανάτουαν μείνεις, θα σου δώσω ’γώ. Όποιος τ’ αυτιά του έχειν’ ακούει μέσ’ στις εκκλησιές το Πνεύμα το τι λέγει. |
110 |
115 |
Αυτός που θα ’ναι νικητής άδικο δεν θα πάθει,δεύτερο θάνατο ποτέ – μήτε θα κακοπάθει.
Στον άγγελο που βρίσκεται στην εκκλησιά Περγάμου,γράφε-του τούτα που θα ’πώ: Άγγελε, φύλακά μου,αυτά τα λέγει ο που κρατεί το δίκοπο μαχαίρι, |
115 |
120 |
το δίκοπο και κοφτερό, στο δεξιό του χέρι.Εγώ ξέρω πως κατοικείς, στου Σατανά τον θρόνο.επικαλείσαι τ’ όνομα και πίστη μέσ’ στον χρόνο.κι εσύ δεν μ’ απαρνήθηκες ούτε στιγμή, κι κόμασαν του Αντίπα έβγαινε η ψυχή μέσ’ απ’ το στόμα, |
120 |
125 |
που θανατώθηκε φριχτά εις τα δικά σας μέρη,’κεί που ’χει σπίτι ο Σατανάς και του ’στησε καρτέρι.Αλλ’ έχω εναντίον σου να ’πώ κάτι ολίγα,για κάποιους που ’ναι δίπλα σου και έχουνε για προίκατου Βαλαάμ τη διδαχή, που τον Βαλάκ διδάσκει |
125 |
130 |
να σκανταλίσει τα παιδιά του Ισραήλ στην πράξη,ώστε να φάνε κρέατα μετά από θυσίακαι έτσι να το ρίξουνε σ’ ασύδοτη πορνεία.Έτσ’ έχεις δίπλα σου θαρρώ κι άλλους που ακολουθούνεδιδαχή Νικολαϊτών. Τα μάτια μου να ’δούνε |
130 |
135 |
τέτοια ποτέ δεν θέλουνε, γι’ αυτό μετανοήσου.αλλιώς, ταχέως έρχομαι, και θα τους πολεμήσωμε τη ρομφαία που κρατώ εδώ μέσα στο στόμα.Το πνεύμα λέει στις εκκλησιές και τούτα ’δώ ακόμα,ν’ ακούν όσ’ έχουνε αυτιά: Σ’ αυτόν που θα νικήσει, |
135 |
140 |
θα δώσω μάννα εξ ουρανού, κρυφά, να μασουλήσει,και θα του δώσω και λευκά ψηφία και λειασμένα,μ’ ένα καινούριο όνομα πάνω τους χαραγμένα,που άλλος κανείς να μην μπορεί να το καταλαβαίνει,παρά εκείνος μοναχά οπού θα το λαβαίνει. |
140 |
145 |
Στον άγγελο που σ’ εκκλησιά βρίσκεται εν Θυατείροις,Γράψε-του τούτα που θα ’πώ: Άγγελε, που οικτίρεις,τούτα τα λέγει ο Υιός, ο του Θεού, που έχειμάτια σαν φλόγα πυρκαγιάς και που με πόδια τρέχειόμοια με μπρούτζο και χαλκό, ατσαλοπυρωμένα. |
145 |
150 |
Γνωρίζω εγώ τα έργα σου, κι ότι τρέφεις για μένααγάπη, αφοσίωση, υπομονή και πίστη,και πιο πολύ από τα πριν έχεις καρδιά ηδίστη.Μα έχω εναντίον σου να ’πώ κάποιες κουβέντεςπου αφήνεις την Ιεζάβελ, κάτω από τις τέντες, |
150 |
155 |
να λέει πως είν’ προφήτισσα, μαθήματα να δίνει,τους δούλους κοροϊδεύοντας, πως τάχα τούς τα λύνειτα όποια-τους προβλήματα, ενώ αυτή τούς κάνειόλους να εκπορνεύονται, να ζουν μέσ’ στην κραιπάλη,τρώγοντας κρέατα πολλά μετά από θυσία. |
155 |
160 |
Χρόνο της έδωσα εγώ –μην ’πεί είν’ αδικία–,κι αυτή δεν μετανόησε, έμεινε στην πορνεία.Αν δεν θελήσει να βρεθεί αυτή εν μετανοία,ας πάψει να εκπορνεύεται εις τα χαμαιτυπεία,τότε, να, θα τη βάλω εγώ στην κλίνη την οικεία, |
160 |
165 |
μαζί μ’ άλλους μοιχεύοντες, να ’χουν θλίψη μεγάλη,εάν δεν μετανιώσουνε και ζήσουν εν κραιπάλη.Και όλα τα παιδιά αυτής εγώ θα τα ξεκάνω,να μάθουν όλες οι εκκλησιές εγώ είμαι ο από πάνωπου ερευνά τα σωθικά και της καρδιάς τούς κρότους. |
165 |
170 |
σύμφωνα με τα έργα τους αμείβω τους ανθρώπους.Κι όσοι ζείτε στα Θυάτειρα, σε όλους-σας το λέγω,που δεν ακολουθήσατε τη διδαχή, που τρέχωσε όλους για να ακουστεί, και να μη λέτε τάχατου Σατανά πως μάθατε τα κόλπα του τα μαύρα, |
170 |
175 |
όπως καμπόσοι λέγουνε. δεν πρόκειται να βάλωεγώ άλλο σε βάρος σας. Πλην, όμως, καταβάλλωτην κάθε μου προσπάθεια εσείς να κρατηθείτεαπό αυτό που έχετε, κοντά μου ώσπου να ’ρθείτε.Κι όποιος νικήσει και μπορεί με μένα να μεθάει, |
175 |
180 |
σ’ αυτόν θα δώσω δύναμη έθνη να κυβερνάει.να κυβερνάει όλους αυτούς με ράβδο σιδερένια,μπροστά του να συντρίβονται τα πάντα ως κεραμένια,γιατί απ’ τον πατέρα μου τέτοια πήρα εξουσία.θα του την παραδώσω εγώ σαν της αυγής αστέρι. |
180 |
185 |
Όποιος ακούει κι έχει αυτιά, ακούει και το ξέρει,τι λέει το Πνεύμα που μιλά μέσα στην εκκλησία. |
185 |
Γ
ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΙΣ τον άγγελο της εκκλησιάς στις Σάρδεις,γράψε-του τούτα που θα ’πώ: Άγγελε, ’σύ που άρχεις,αυτά τα λέγει ο που κρατεί μέσα στα δυο του χέρια |
||
190 |
εφτά πνεύματα του Θεού και τα εφτά τ’ αστέρια.Γνωρίζω εγώ τα έργα σου, πως ζεις και πως υπάρχεις,γνωρίζω πως είσαι νεκρός. Γίνου πια κανονάρχηςκαι στήριξε ταχύτατα όλους προτού χαθούνε.δεν βρήκα έργα σου σωστά ’μπρός στο θεό να μπούνε. |
190 |
195 |
Να μην ξεχνάς τι έλαβες και άκουσες ως τώρα,να τα τηρείς – μη λησμονείς, μετάνοιας είναι ώρα.Αν δεν βιαστείς και ολιγωρείς θα σου ’ρθω σαν τον κλέφτη,και δεν θα ξέρεις ποια στιγμή θα ιδείς – μέσ’ στον καθρέφτη.Έχεις και κάποια πρόσωπα που μέσ’ στις Σάρδεις ζούνε |
195 |
200 |
και μολυσμένα ιμάτια ποτέ τους δεν θα ιδούνε.Με μένα θα βαδίσουνε μέσ’ στα λευκά ντυμένοι,διότι άξιοι είν’ αυτοί. νικά όποιος ’πιμένεικαι ντύνεται ρούχα λευκά, τούτου δεν θα το σβήσωαπ’ το βιβλίο της ζωής ποτέ το όνομά του, |
200 |
205 |
και στον πατέρα μου εμπρός εγώ θα ’μολογήσωκι ενώπιον των αγγέλων του γι’ αυτόνε θα μιλήσω.Όποιος ακούει κι έχει αυτιά, ακούει και το ξέρει,τι λέει το Πνεύμα που μιλά μέσα στις εκκλησίες.
Και τώρα εις τον άγγελο της εν Φιλαδελφεία[1] |
205 |
210 |
γράψε του τούτα που θα ’πώ: Άγγελε, εν φιλίααυτά τα λέγει ο άγιος, ο αληθινός, ο έχωνστα χέρια τού Δαβίδ κλειδιά, κι ως κύριος και κατέχωναυτός ανοίγει, και κανείς δεν ημπορεί να κλείσει,ο ίδιος κλείνει και κανείς δεν ημπορεί ν’ ανοίξει. |
210 |
215 |
Γνωρίζω ’γώ τα έργα σου (και να, σου έχω δώσειπόρτα ανοιχτή που δεν μπορεί κανένας να κλειδώσει),είσαι μικρός στη δύναμη, τον λόγο έχεις κρατήσει,ποτέ σου δεν αρνήθηκες τ’ όνομά μου σαν λύση.Να τώρα, απ’ τη συναγωγή του Σατανά, μαζεύω |
215 |
220 |
εκείνους που δηλώνουνε πως είναι Ιουδαίοιαλλά δεν είναι, ψεύδονται. και να, αυτούς στοχεύωνα πέσουνε στα πόδια σου, να ’ναι προσκυνημένοι,να μάθουν ότι σ’ αγαπώ. Κι αφού κρατάς τον λόγοκαι δείχνεις και υπομονή, σου δίνω εγώ τον λόγο |
220 |
225 |
με τη σειρά θα σου σταθώ, στου πειρασμού την ώρα,όταν στο μέλλον θε-να ’ρθει στην οικουμένη ως μπόρακι όλους να κρίνει επί της γης, όπου κι αν κατοικούνε.Γοργά θα ’ρθω, ταχιά θα ’ρθω. εκεί που ’σαι κρατήσου,μην πάρουν το στεφάνι σου από την κεφαλή σου. |
225 |
230 |
Όποιος νικά, τον κάνω ’γώ μέσ’ στον ναό κολόνα,μέσ’ στου θεού μου τον ναό, κι ουδέ πόδα και γόνανα δύναται για να κινεί – έξω να μην εξέλθει.και του θεού μου τ’ όνομα θα γράψω – που ηγέρθη–,και τ’ όνομα της πόλεως, που είναι του θεού μου, |
230 |
235 |
της νέας Ιερουσαλήμ, κι αυτή ’ναι του θεού μουκαι κατεβαίνει εξ ουρανού, και τ’ όνομά μου νέο.Όποιος ακούει κι έχει αυτιά, ακούει και το ξέρει,τι λέει το Πνεύμα που μιλά μέσα στις εκκλησίες.Και τώρα εις τον άγγελο της εν Λαοδικεία[2] |
235 |
240 |
γράψε του τούτα που θα ’πώ: Άγγελε, εν υγείααυτά τα λέγει ο Αμήν, ο της αλήθειας μάρτυς,η αρχή της κτίσης του θεού, πιστός, ορθός σαν φράχτης.Γνωρίζω εγώ τα έργα σου, δεν είναι μήτε κρύακαι μήτε ζέστη κάνουνε. έπρεπε να ’ναι κρύα, |
240 |
245 |
ή θα ’πρεπε να ’ναι ζεστά. Μα χλιαρά είν’ έτσι,κι ούτε ζεστά ούτε ψυχρά, και θέλω-σε εμέσαιαπό το στόμα σαν φτυσιά. Και λές: Πλούσιος είμαι,πλούτισα ’γώ και κανενός δεν έχω την ανάγκη,κι ακόμα δεν κατάλαβες ταλαίπωρος πως είσαι, |
245 |
250 |
ελεεινός και πάμπτωχος, τυφλός, γυμνός στα άλγη,και συμβουλεύω-σε εγώ, τώρα να αγοράσειςχρυσάφι από μένανε πυρόφτιαχτο να πιάσεις,για να πλουτίσεις ασφαλώς, και ντύσου ρούχα άσπρα,να περιβάλεις το κορμί, να μη φανεί ως τ’ άστρα |
250 |
255 |
της γύμνιας σου κάθε ντροπή, κολλύριο να ρίχνειςμέσα στα δυο τα μάτια σου, να βλέπεις και να κρίνεις.Όσους εγώ τους αγαπώ, ελέγχω και παιδεύω.με ζήλο μετανόησε. Εμπρός στην πόρτα στέκωκαι κρούω. μήπως και κανείς ακούσει τη λαλιά μου, |
255 |
260 |
κι ανοίξει τα πορτόφυλλα, να μπω μέσ’ στον οντά του,και να δειπνήσω με αυτόν, κι αυτός μαζί μ’ εμένα.Όποιος νικήσει, θ’ αμειφτεί, θα ’ναι δίπλα σ’ εμέναστον θρόνο που θα κάθομαι, κι εγώ έχω νικήσεικαι στου Πατρός μου κάθισα τον θρόνο που ’χει στήσει. |
260 |
265 |
Όποιος ακούει κι έχει αυτιά, ακούει και το ξέρει,τι λέει το Πνεύμα που μιλά μέσα στις εκκλησίες. |
265 |
Δ
ΑΦΟΥ ΓΙΝΑΝΕ ΟΛΑ αυτά, να μι’ ανοιγμένη πόρταπάνω-ψηλά στον ουρανό, και η φωνή που πρώτααπ’ όλες σαν την άκουσα – σάλπιγγα που λαλάει, |
||
270 |
και να μου λέγει τούτα ’δώ: Ανέβα, αν σου βαστάει,και θα σου δείξω καθαρά στο μέλλον τι θα γίνει.Το Πνεύμα με συνάρπαξε. και να, την ώρα εκείνηστημένος στα ουράνια θρόνος. και πάνω ήτανΑυτός που, σαν καθότανε, όμοιος στα μάτια ήταν |
270 |
275 |
πετράδι από ίασπη και από σάρδιο λίθο.από τον θρόνο γύρωθε λαμπρό ’χε μισό κύκλομε χρώματα παμφωτεινά. Τριγύρω από τον θρόνο,θρόνοι είκοσι τέσσερις. πάνω σε κάθε θρόνοκαθότανε πρεσβύτερος, όλοι στ’ άσπρα ντυμένοι, |
275 |
280 |
οι είκοσι και τέσσερις χρυσοστεφανωμένοι.Από τον θρόνο αναπηδούν βροντές κι αστραποβόλια,μα και φωνές – πολλές φωνές: Ωχού, καρδιά μου δόλια.εφτά λαμπάδες καίγονταν με φλόγα εμπρός στον θρόνοπου ’ν’ τα εφτά τα πνεύματα, ναι, του Θεού. για χρόνο |
280 |
285 |
τώρα εμπρός στον θρόνο-του σαν γυάλινα πελάγη,πέρα ως πέρα ήτανε νερά κρυσταλλοπάγη.στον θρόνο δε καταμεσής, και σ’ έναν κύκλο γύρω,τέσσερα ζώα έβλεπες – μάτια γεμάτα χάρη,από μπροστά και πίσω τους, κι από τη μνήμη σύρω |
285 |
290 |
το πρώτο ζώο που ’μοιαζε κι ήταν ίδιο λιοντάρι,το δεύτερο παρόμοιο ήταν με το μοσχάρι,το τρίτο, όμως, έμοιαζε ανθρώπου να ’χει όψη,το τέταρτο, πετούμενο, αετός σ’ όψη και κόψη.Καθένα από τα τέσσερα τα ζώα, που αναφέρω, |
290 |
295 |
έξι φτερούγες είχανε. μέσα και γύρω, ξέρωγεμάτες μάτια ήτανε, ανάπαυση – κουράγιοδεν είχαν, κι όλο λέγανε: Άγιος, άγιος, άγιος,άγιος Κύριος ο Θεός – Θεός ο παντοκράτωρ,ο Ήταν, Είναι και Θαρθεί. κι όταν δώσουν τα ζώα |
295 |
300 |
δόξα, τιμή, ευχαρίστηση σ’ Αυτόν, στον θρόνο, σώανα ζει ζωή αιώνια, αιώνες των αιώνων,τότ’ οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι θα σκύψουνσ’ Αυτόν που στέκει στο θρονί, τα πόδια-του να νίψουν,και θα τον προσκυνήσουνε, αιώνες ζει αιώνων, |
300 |
305 |
θα βάλουν τα στεφάνια τους στον θρόνο πλάι-πλάι,θα λένε: Είσαι Άξιος, Θεός, Κύριος που πάεικαι παίρνει δόξα και τιμή και δύναμη συνέχεια.γιατί εσύ τα έπλασες όλα στον κόσμο μέσακι ήταν δικό σου μέλημα και τα ’κτισες με μπέσα. |
305 |
Ε
310 |
ΚΙ ΕΙΔΑ ΣΤΟ ΧΕΡΙ το δεξί, Αυτού που ήταν στον θρόνο,βιβλίο που ’χει πίσω-εμπρός ’να κείμενο γραμμένο,βιβλίο εφτασφράγιστο και καλοσφραγισμένο.Είδα έναν πελώριο άγγελο να κηρύσσει,με βροντερότατη φωνή: Άξιος όποιος ανοίξει |
310 |
315 |
αυτό το εφτασφράγιστο, και το αποσφραγίσει!Δεν το μπορούσε, όμως, κανείς στον ουρανό επάνω,ούτε κανείς πάνω στη γη, κι από τη γη υποκάτω,ν’ ανοίξει το βιβλίο αυτό, να ιδεί ακριβώς τι γράφει.Εγώ στο κλάμα λύθηκα, γιατί –δεν είναι αστείο– |
315 |
320 |
δεν βρέθηκ’ ένας άξιος ν’ ανοίξει το βιβλίο,ούτε κανείς το κοίταξε. κι από τους πρεσβυτέρουςένας μού λέγει πάραυτα: Σώπα. δες τους ετέρους.δες, το λιοντάρι νίκησε απ’ τη φυλή Ιούδα,που ’ναι η ρίζα του Δαβίδ. διάπλατα σαν φλούδα |
320 |
325 |
θ’ ανοίξει το εφτασφράγιστο – καλόκλειστο βιβλίο.Είδα στη μέση απ’ το θρονί, στη μέση από τα ζώα,στη μέση απ’ τους πρεσβύτερους, σφαγμένο Αρνί κι εβόα,Αρνί με κέρατα εφτά, αλλά και μ’ εφτά μάτια,που ’ν’ εφτά πνεύματα θεού, σ’ εφτά ειδών κομμάτια, |
325 |
330 |
σ’ όλα τα πέρατα της γης. Τούτο ήρθε και πήρεαπό το χέρι το δεξί Αυτού που ’ναι στον θρόνο*[τούτο το εφτασφράγιστο, αφού τον συνεπήρε.]*Σαν το βιβλίο έλαβε, μέσα σε λίγο χρόνο,τα τέσσερα ζώα ευθύς αλλά κι οι πρεσβυτέροιοι είκοσι και τέσσερις, ’μπρός στο Αρνί, μυστήρια, |
330 |
335 |
γονυπετής καθείς κρατεί κιθάρα, θυμιατήριαχρυσά, γεμάτα θύμιαμα, που ’ν’ προσευχές αγίων.Και ψέλνουνε νέα ωδή – τραγούδι των ωδείων:Άξιος είσαι αν μπορείς να πάρεις το βιβλίο,ν’ ανοίξεις τις σφραγίδες του. σφάχτηκες στο σφαγείο |
335 |
340 |
και τον θεό αγόρασες με το δικό σου αίμα,κάθε φυλής, έθνους, λαού, γλώσσας, –και όχι ψέμα–,όλους αυτούς τους έκαμες, για του θεού τη χάρη,και βασιλείς και ιερείς, ν’ άρχουνε με καμάρι.Είδα και άκουσα φωνές, γύρω, πολλών αγγέλων, |
340 |
345 |
γύρω απ’ τον θρόνο κι απ’ τα ζα, πέριξ των πρεσβυτέρων,κι ήταν ο αριθμός αυτών μυριάδες-μυριάδων,κι ακόμα περισσότεροι: χιλιάδες-χιλιάδων,και λέγαν μεγαλόφωνα: Άξιο ’ν’ το Αρνίοπου σφάζεται και δύναμη λαμβάνει, μια και δύο, |
345 |
350 |
πλούτο, σοφία και ισχύ, δόξα, τιμή, ευλογία.Κάθε κτίσμα στον ουρανό και κτίση επιγεία,αλλά και κάτω από τη γη ή επί της θαλάσσης,μέσα του κλείνει όλα αυτά, γι’ αυτό άκουσα προτάσεις:Αυτός που καλοστέκεται στον θρόνο, το Αρνίον, |
350 |
355 |
έχει ευλογία και τιμή, δόξα και ‘ιμπερατείον’.δύναμ’ έχει παντοτινή, αιώνες των αιώνων.Τα τέσσερα ζώα τού ’λεγαν, εκεί κοντά στον θρόνον:Αμήν! Και οι πρεσβύτεροι πέσαν και προσκυνήσαν. |
355 |
ΣΤ
ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΟΤΑΝ άνοιξε τ’ Αρνί μία σφραγίδα, |
||
360 |
μία σφραγίδα απ’ τις εφτά – τέτοια δεν ξαναείδα,κι άκουσα από τα τέσσερα το ’να ζώο να λέειμε βροντερότατη φωνή – κι όχι φωνή που κλαίει:Έλα. Και είδα άλογο, κάτασπρο σε αρβάνι.κι είχε τοξότη επάνω του, μονάχο καβαλάρη. |
360 |
365 |
του δόθηκε απερίφραστα του νικητή στεφάνι.να βγαίνει πάντα νικητής, με νίκες σ’ ό,τι κάνει.Και όταν όμως άνοιξε τη δεύτερη σφραγίδα,άκουσα και του δεύτερου του ζώου τη φωνίτσανα λέει: Έλα. Κι άλογο κόκκινο ξεπροβαίνει. |
365 |
370 |
στον καβαλάρη δόθηκε –χωρίς να κατεβαίνει–η δύναμη πάνω στη γη, να σβήσει την ειρήνη,και μεταξύ τους να σφαχθούν οι ανθρώποι – ω!, τι θρήνοι.και δόθηκε για να κρατεί αυτός τρανό μαχαίρι.Και όταν πάλι άνοιξε σφραγίδα πια την τρίτη, |
370 |
375 |
του τρίτου ζώου άκουσα να λέει η φωνή εκείνη:Έλα. Και είδα άλογο, ντορή – μαύρο μελάνι,κι ο καβαλάρης ζυγαριά στο χέρι του να πιάνει.Και άκουσα ξανά Εγώ, ανάμεσα απ’ τα ζώα,να λέει μια δυνατή φωνή, όχι και τόσο αθώα: |
375 |
380 |
Του σιταριού μια χοίνικα ένα δηνάριο αξίζει,και τρεις χοίνικες κριθαριού ένα δηνάριο αξίζει,το λάδι, όμως, και το κρασί μην τα διαταράξεις.Και όταν τότε άνοιξε την τέταρτη σφραγίδα,άκουσα και του τέταρτου του ζώου τη φωνίτσα: |
380 |
385 |
Έλα. Και να-σου άλογο, χλεμποχολεριασμένο,κι ο καβαλάρης λέγονταν Θάνατος ή και Χάρος,κι ακολουθούσε πίσω του ο Άδης, δίχως άλλο,και δόθηκε σ’ αυτούς τους δυο της δύναμης το θάρροςστο ένα τέταρτο της γης να έχουν εξουσία |
385 |
390 |
και να ξεκάνουν τον ντουνιά με πείνα – ασιτία,και με σκληρό θανατικό και πύρινη ρομφαίακαι μ’ όλα τα θεριά της γης – που θα ορμούν παρέα.Κι όταν την πέμπτη άνοιξε σφραγίδα, απεκαλύφθηεις το θυσιαστήριο – κάτι που δεν ’καλύφθη, |
390 |
395 |
πως από κάτω ήτανε ψυχές τωνε σφαγμένων,πως για τον λόγο του Θεού μαρτύρησε επιμένωνκαθένας τους, και έκραζε τρανή φωνή, που λέει:Ως πότε ο Δεσπότης μας ο αληθινός και άγιοςθα βλέπεις τις θυσίες μας, το ανείπωτο κουράγιο, |
395 |
400 |
κι ούτε να κρίνεις θέλεις ’Σύ, εκδίκηση να πάρειςγια όσους αίμα χύσαμε στης γης το κάθε αμπάρι;Δόθηκε στον καθένα τους λευκή ενδυμασία,λιγάκι να ξεκουραστούν πήραν και προθεσμία,ώσπου να ’ρθουν οι σύνδουλοι και όλα τους τ’ αδέλφια |
400 |
405 |
να σκοτωθούνε σαν κι αυτούς σε περιπέτεια τέτοια.Κι όταν κατόπιν άνοιξε σφραγίδα, ναι, την έκτη,σεισμός μεγάλος έγινε – νόμισα η γη πως πέφτει,κι ο ήλιος εσκοτείνιασε – μαυρότριχο τσουβάλι,και η σελήνη φόρεσε αιμάτινο φουστάνι, |
405 |
410 |
όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού στη γη επάνω πέφτουν,ωσάν τα σύκα της συκιάς που άνεμοι τα δέρνουν.Και χάθηκε ο ουρανός – βιβλίο τυλιχτάρι,κάθε νησί, τόπος, βουνό, έγινε σαν κουβάρι,δεν έμεινε στη θέση του. Κι οι βασιλιάδες όλοι |
410 |
415 |
κι οι μεγιστάνες επί γης, χιλίαρχοι κι ευπόροι,κι οι ισχυροί, μα και καθείς ελεύθερος και σκλάβος,τους εαυτούς τους έκρυψαν στων σπήλαιων το βάθος,και μέσ’ στα βράχια των βουνών, φωνάζοντας στα όρη,και εις τα βράχια λέγοντας: Την ύπαρξή μας όλη |
415 |
420 |
πλακώστε-την, μην την ιδεί το πρόσωπο Εκείνουοπού στον θρόνο κάθεται, και η οργή του Αρνίου.γιατί, η μέρα έφτασε, μεγάλη οργή να δείξουν,τέτοια, να μην μπορούν ποτέ πάνω τους να βαστήξουν! |
420 |
Ζ
425 |
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΤΟ τέσσερις αγγέλους είδα πάλι,να στέκονται στις τέσσερις γωνιές της γης σαν φάροι,και να κρατούν τους τέσσερις της γης μας τους ανέμους,να μη φυσάει κανένας τους – με τρόπους θυμωμένουςπάνω στη γη, στη θάλασσα, μήτε σε δέντρο επάνω.Κι είδα έναν άλλον άγγελο –τον βρίσκω και τον χάνω!– |
425 |
430 |
να ανεβαίνει στα ψηλά ο ήλιος σαν προβάλλει,κι έχει σφραγίδα του Θεού του Ζωντανού – και ψάλλει.φωνή μεγάλη έκραξε στους τέσσερις αγγέλους,που ’χαν για έργο να χτυπούν: γη, θάλασσα, μ’ ανέμους,φωνή που τούτα έλεγε: Τη γη μην την χτυπάτε, |
430 |
435 |
μα μήτε και τη θάλασσα, και δέντρα μην βαράτε,μέχρι που να σφραγίσουμε τους δούλους του θεού μας,στο μέτωπο καθέναν τους. Κι άκουσα τα μεγέθητων αριθμών να ’ναι ψηλά, καθείς καταλαβαίνει:φτάνουν χιλιάδες εκατόν σαράντα οι σφραγισμένοι |
435 |
440 |
και συν χιλιάδες τέσσερις, – όλοι τους διαλεγμένοι,απ’ τις φυλές του Ισραήλ. Κι απ’ τη φυλή Ιούδαχιλιάδες ήταν δώδεκα. κι απ’ του Ρουβήν τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. κι από του Γαδ τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. απ’ του Ασήρ τον κλάδο |
440 |
445 |
χιλιάδες ήταν δώδεκα. εκ Νεφθαλείμ τον κλάδο[3]χιλιάδες ήταν δώδεκα. εκ Μανασσή τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. εκ Συμεών τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. κι απ’ του Λευί τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. εξ Ισσαχάρ τον κλάδο |
445 |
450 |
χιλιάδες ήταν δώδεκα. εκ Ζαβουλών τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. κι απ’ του Ιωσήφ τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα. εκ Βενιαμίν τον κλάδοχιλιάδες ήταν δώδεκα, κι ήτανε σφραγισμένοι.Όμως, μετά απ’ όλα αυτά, να και τι άλλο είδα: |
450 |
455 |
όχλο πολύ, αμέτρητο, από κάθε πατρίδα,γλώσσα, φυλή, κάθε λαό, να στέκουν ’μπρός στο θρόνο,να στέκουν ’μπρός και στο Αρνί, καθείς στ’ άσπρα ντυμένος,κρατώντας μέσ’ στο χέρι του της φοινικιάς κλωνάρια.κράζοντας με τρανή φωνή – που ’φτανε στα ουράνια: |
455 |
460 |
Η σωτηρία του θεού που κάθεται στον θρόνοκι η σωτηρία του Αρνιού. – Μα και στον ίδιο χρόνοκύκλο κάναν’ οι άγγελοι γύρω απ’ τον θρόνο, αθώα,και γύρω απ’ τους πρεσβύτερους κι από τα τέσσερα ζώα.και ’μπρός στον θρόνο πέσανε, σκύβοντας τα κεφάλια, |
460 |
465 |
αγγίζοντας ως και τη γη, προσκύνησαν αγάλια,ναι, τον θεό, και λέγοντας: Αμήν. Η ευλογία,η ευχαριστία κι η τιμή, η δόξα, η σοφία,η δύναμη και η ισχύς, ανήκουν στον θεό μας,στον μόνο που υφίσταται εις πάντας τους αιώνας. |
465 |
470 |
Αμήν. Και τότε μίλησε ένας των πρεσβυτέρων,τα λόγια τούτα λέγοντας: Όσοι είναι ντυμένοιμε τις λευκές τις φορεσιές, ποιοι είναι οι καημένοι;Αλήθεια, πούθε ήρθανε; Κι εγώ του απαντάω:Εσύ γνωρίζεις, Κύριε. Κι αυτός –ενώ μιλάω– |
470 |
475 |
μου δίνει την εξήγηση: Αυτοί που βλέπεις τώρααπό τη θλίψη έρχονται κι από μεγάλη μπόρα,και πλύνανε τις φορεσιές μέσ’ στου Αρνιού το αίμακαι γίνανε τόσο λευκές. Λέγω γι’ αυτόν το θέμα,πως είναι αιτία που αυτοί εμπρός στον θρόνο στέκουν, |
475 |
480 |
και τον θεό μερόνυχτα μέσ’ στον ναό λατρεύουν,κι εκειός που τώρα κάθεται στον θρόνο του, μπροστά σου,στέγη θ’ απλώσει επάνω τους. Ποτέ να μην πεινάσουν,να μην διψάσουνε ποτέ, ήλιος να μην τους ψήσει,κι ούτε κακό να πάθουνε και θα τους ανταμείψει, |
480 |
485 |
γιατί το Αρνί που βρίσκεται καταμεσής στον θρόνοκαθοδηγεί όλους αυτούς εις της ζωής τον δρόμο,εκεί που πάντα της ζωής οι βρύσες αναβλύζουν,και με το χέρι του θεού τα δάκρυα σφουγγίζουντότε οπού τα μάτια τους πονάνε και δακρύζουν. |
485 |
Η
490 |
ΚΙ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ άνοιξε την έβδομη σφραγίδα,απλώθηκε στον ουρανό μισάωρη ησυχία.Κι είδα και πάλι τους εφτά, να στέκονται, αγγέλους,απέναντι από τον θεό μ’ εφτά σάλπιγγες όλους.Και ήρθε άλλος άγγελος, ’μπρός στον βωμό εστάθη, |
490 |
495 |
λιβανιστήρι κράταγε χρυσό μέσ’ στην παλάμη.του δόθηκαν θυμιάματα πολλά να τα χαρίσειμαζί και με τις προσευχές προς τους αγίους πάντεςεις το θυσιαστήριο που ’χουν χρυσοστολίσει,εμπρός στον θρόνο του θεού, θυμίαμα, λεβάντες, |
495 |
500 |
και ανεβήκαν ως καπνός και προσευχές αγίωναπό το χέρι αγγέλου προς τον θεό – το θείον.Πήρε μετά ο άγγελος το χρυσοθυμιατήρικαι με φωτιά το γέμισε απ’ το θυσιαστήρι,το τίναξε πάνω στη γη. μπουμπουνητά γινήκαν, |
500 |
505 |
αστραποβόλια και φωνές, σεισμός κι όλα σειστήκαν.Και οι επτά οι άγγελοι έτοιμοι να σαλπίσουν,με τις επτά τις σάλπιγγες – και να βροντολαλήσουν.Κι ο πρώτος σαν εσάλπισε, άρχισε για να πέφτειχοντρό χαλάζι και φωτιά στο αίμα βουτηγμένη, |
505 |
510 |
της γης χτυπώντας την παρειά. της γης το ένα τρίτοκαι το ένα τρίτο των δεντρών κάρβουνα όλα μείναν,και τα πρασινοχόρταρα καήκαν – στάχτη γίναν.Κι ο δεύτερος ο άγγελος εσάλπισε, κι ω!, θαύμα!,σαν μεγαβούνι από φωτιά καιόμενο ένα πράγμα |
510 |
515 |
ρίχτηκε μέσ’ στη θάλασσα. κι έτσι το ένα τρίτοτης θάλασσας εγένετο καυτό, κοχλάζον αίμα,και πέθανε στη θάλασσα πάλι το ένα τρίτοαπ’ όσα μέσα στο νερό είχαν ζωή και αίμα,κι ήτανε όντα με ψυχές. και γίνανε συντρίμμια |
515 |
520 |
το ένα τρίτο που έπλεαν –της θάλασσας– τα πλοία.Κι ο τρίτος σάλπισε μετά άγγελος –στην αράδα–,κι έπεσε από τον ουρανό καιγόμενη λαμπάδαένα αστέρι λαμπερό, μεγάλο, στο ένα τρίτοπηγών, υδάτων, ποταμών. και το όνομα του άστρου |
520 |
525 |
είναι γνωστό ως Άψινθος. κι έγινε το ένα τρίτοαπ’ τα νερά σαν άψινθος, πικρά νερά – φαρμάκι,και πέθαναν πάρα πολλοί ανθρώποι απ’ τα νερά τους.Κι ο τέταρτος ο άγγελος εσάλπισε κι επλήγητο ένα τρίτο του ήλιου, το τρίτο απ’ τη σελήνη, |
525 |
530 |
το ’να τρίτο των αστεριών, κι έτσι να σκοτεινιάσειτο ένα τρίτο απ’ αυτά. να μη φέγγει η μέρακατά το ένα τρίτο της, το ίδιο και η νύχτα.Τότε είδα και άκουσα αετό οπού πετούσεστη μέση από τον ουρανό, και που βροντολαλούσε: |
530 |
535
|
Ουαί, ουαί, ουαί τη γη όσοι την κατοικούνε,όταν ήχοι της σάλπιγγας στον κόσμο ακουστούνεαπό τους τρεις τους αγγέλους που θε-να σαλπιγγούνε. |
535 |
Θ
ΚΑΙ ΣΑΛΠΙΣΕ ο άγγελος ο πέμπτος, κι έτσι είδααστέρι από τον ουρανό να πέφτει σαν βολίδα |
||
540 |
πάνω στα μάγουλα της γης. αυτού και του εδόθηκλειδί οπού στης άβυσσος έφερνε το πηγάδι.Και το αστέρι άνοιξε το φρέαρ της αβύσσου,κι απ’ το πηγάδι ανέβηκε καπνός, καπνός τ’ αψήλουσαν τον καπνό ’νός καμινιού, καμένου και μεγάλου, |
540 |
545 |
κι ο ήλιος εσκοτείνιασε, επίσης κι ο αέρας,απ’ τον καπνό του πηγαδιού. Κι απ’ τον καπνό εβγήκανακρίδες που καλύψανε της γης όλα τα μήκηκαι δεν εδόθηκε σ’ αυτές, δύναμη σαν εκείνηπου ’χουνε οι σκορπιοί στη γη. Εδόθη σ’ αυτές πάλι |
545 |
550 |
η εντολή μη βλάψουνε της γης, ναι, το χορτάρι,τίποτε που ’ναι πράσινο, ούτε καν και δεντράκι,παρά μονάχα εκεινούς τ’ς ανθρώπους που δεν έχουν,μία σφραγίδα του θεού πάνω στο μέτωπό τους.Σ’ αυτές εδόθη εντολή τούτους να μην σκοτώσουν, |
550 |
555 |
και για πέντε μήνες καιρό να τους εβασανίζουν.και να ’ναι ο βασανισμός με του σκορπιού παρόμοιοςόταν τσιμπήσει άνθρωπο. Και τότε θα ’ναι τέτοιοςο χρόνος και οι ημέρες του, που θα ζητούν οι ανθρώποιτον θάνατό τους μόνοι τους, αλλά δεν θα τον βρίσκουν. |
555 |
560 |
θα επιθυμούν τον πεθαμό, μα ο θάνατος θα φεύγεικαι δεν θα πάει πια σ’ αυτούς. Κι έμοιαζαν οι ακρίδεςετοιμοπόλεμ’ άλογα στη μάχη να ριχτούνε,κι είχανε τα κεφάλια τους χρυσοστεφανωμένα,κι ήτανε ανθρωπόμορφα τα πρόσωπά τους όλα. |
560 |
565 |
Κι είχαν τις τρίχες τους μακριές, σαν γυναικών τις τρίχες,και ήτανε τα δόντια τους, σαν λιονταριών τα δόντια.Και είχανε τον θώρακα, σαν σιδερένια ασπίδα,και ήχο στο φτερούγισμα, σαν θόρυβο αρμάτων,οπού τα σέρνουν άλογα πολλά κι οπού καλπάζουν |
565 |
570 |
στον πόλεμο. Κι έχουν ουρές, με των σκορπιών παρόμοιες,στην άκρη-άκρη με κεντρί. και στην ουρά τους μέσαη δύναμη οπού μπορεί να βασανίζει ανθρώπουςγια πέντε μήνες συνεχώς. Για βασιλιά τους έχουντης άβυσσος τον άγγελο. Αβαδδών τ’ όνομά του, |
570 |
575 |
στη γλώσσα την εβραϊκή, κι ελληνικά Απολλύων.Το ένα ουαί επέρασε. δύο ουαί ακλουθούνε.Και σάλπισε ο άγγελος ο έκτος, αλλά τότεάκουσα βροντερή φωνή απ’ τις γωνιές, να βγαίνει,τις τέσσερις, από του χρυσού του θυσιαστηρίου, |
575 |
580 |
που ’ταν μπροστά εις τον Θεό, λέγοντας εις τον έκτοτον άγγελο που κράταγε τη σάλπιγγα στο χέρι:Λύσε τώρα τους τέσσερις αγγέλους που ’ν’ δεμένοιεις τον μεγάλο ποταμό – τον ποταμό Ευφράτη.Και λύθηκαν οι τέσσερις οι άγγελοι που είχαν |
580 |
585 |
για έργο τον ξολοθρεμό τ’ ενός τρίτου τ’ ανθρώπωνσε ώρα, μέρα και στιγμή, σε μήνα και σε χρόνο,καθορισμένα από τα πριν. Ήταν των στρατευμάτωνο αριθμός του ιππικού μυριάδες δυο μυριάδων.[4]Σωστά τον άκουσα εγώ τον αριθμό ετούτων. |
585 |
590 |
Κι είδα έτσι τα άλογα με τους καβαλαραίους,να ’χουν πύρινους θώρακες, υακίνθινους-γαλάζιους,και θειαφοκιτρινόχρωμους. κι οι κεφαλές των ίππωνήταν λιονταροκεφαλές. κι απ’ το δικό τους στόμαφωτιά έβγαινε και καπνός, και καυτερό θειάφι. |
590 |
595 |
Κι από τα τρία αυτά κακά πέθανε το ’να τρίτοαπ’ τους ανθρώπους του ντουνιά, ήτοι από τις φλόγες,κι απ’ τον καπνό που έβγαινε μαζί με το θειάφι,κι από τα στόματα αυτών μακριά εκτοξευόταν.Γιατί σε τούτα τ’ άλογα η δύναμη είν’ στο στόμα, |
595 |
600 |
αλλά και στις ουρές αυτών. διότι οι ουρές τουςμοιάζουν με φίδια, κι έχουνε κεφάλια που χτυπούνε.Όλοι οι άλλοι άνθρωποι, όσοι δεν φονευτήκαναπό αυτές τις συμφορές, δεν εμετανοήσανγια τις κακές τις πράξεις τους, για να μην προσκυνούνε |
600 |
605 |
δαιμόνια και είδωλα, χρυσά, αργυρά, χαλκένια,και πέτρινα και ξύλινα, που δεν μπορούν να ιδούνε,κι ούτε ν’ ακούσουν δεν μπορούν κι ούτε να περπατούνε,και ούτε μετανόησαν για όσους κάναν φόνους,και ούτε για τις μαγγανειές κι ούτε για την πορνεία |
605 |
610 |
και ούτε καν για τις κλεψιές μέσα στην κοινωνία. |
610 |
Ι
ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΑΛΛΟΝ άγγελο, με δύναμη γεμάτο,να κατεβαίνει εκ τ’ ουρανού, με σύννεφο ντυμένοκαι ένα φωτοστέφανο γύρω απ’ το κεφάλι,κι είχε σαν ήλιο πρόσωπο, πόδια σαν δυο κολόνες |
||
615 |
φτιαγμένες από τη φωτιά, και κράταγε στα χέριαένα βιβλίο ανοιχτό. Και το δεξί του πόδιτο έβαλε στη θάλασσα, και το αριστερό τουτο ’βαλε πάνω στη στεριά, κι έκραξε με μεγάληφωνή ωσάν του λιονταριού τότε οπού βρυχάται. |
615 |
620 |
Και μόλις τούτος έκραξε και οι εφτά αντηχήσανφωνές από το στόμα τους. Και μόλις ακουστήκαντι λάλησαν οι εφτά βροντές, είμ’ έτοιμος να γράψω.Κι άκουσα, όμως, μια φωνή εξ ουρανού να λέγει:Να τα κρατήσεις μυστικά αυτά οπού λαλήσαν |
620 |
625 |
οι εφτά βροντές που άκουσες, ώστε να μην τα γράψεις.Κι αμέσως τότε ο άγγελος, που είχα ιδεί να στέκειστη θάλασσα και στη στεριά, σηκώνει το δεξί τουτο χέρι του στον ουρανό κι ορκίζεται αμέσωςσ’ Αυτόν που ζει αιώνια, αιώνες των αιώνων, |
625 |
630 |
σ’ Αυτόν που δημιούργησε τη γη κι όσα υπάρχουν,τον ουρανό, τη θάλασσα κι όσα εντός τους κρύβουν,πως χρόνος δεν υπάρχει πια, και πως εις τις ημέρεςπου θ’ ακουστεί τού έβδομου τού άγγελου η λαλία,όταν θα σαλπιγγολαλεί και τελεστεί αμέσως |
630 |
635 |
Μέγα μυστήριο του Θεού, χαρμόσυνη –διότι–την αγγελία έδωσε στους δούλους του προφήτες.Και η φωνή που άκουσα εκ τ’ ουρανού ερχότανκαι ελαλούσε κι έλεγε σε μένα τα πιο κάτω:Για πήγαινε και πάρε-το το ανοιχτό βιβλίο |
635 |
640 |
οπού κρατάει ο άγγελος εις το δικό του χέρι,αυτός που τώρα στέκεται στη θάλασσα επάνωκι επάνω από τη στεριά. Στον άγγελο επήγακαι να μου δώσει, είπα-του, εκείνο το βιβλίο.Κι αυτός μου λέει ξεκάθαρα: Να-το, πάρ’-το και φάτο. |
640 |
645 |
στα σωθικά θα πικραθείς, γλυκό θα ’ναι σαν μέλιστο στόμα. Και το πήρα εγώ εκείνο το βιβλίοαπό το χέρι του άγγελου και το ’φαγα αμέσως.κι ήταν στο στόμα μου γλυκό σαν μέλι, αλλά όταντο ρούφηξα –το έφαγα–, γέμισαν όλο πίκρα |
645 |
650 |
τα σωθικά μου πάραυτα. Και τότε πάλι μου ’παν:Να προφητέψεις σε λαούς και σ’ έθνη και σε γλώσσεςκαι σε βασίλεια πάμπολλα. αυτό σε σένα πρέπει. |
650 |
ΙΑ
ΚΙ ΕΤΣΙ ΜΟΥ δώσανε ραβδί, φτιαγμένο από καλάμι,και μου ’πανε: Για σήκω, ρε, σήκω και μέτρησέ τα, |
||
655 |
ολόκληρο ναό θεού και τον βωμό, επίσης,και όλους τους προσκυνητές που βρίσκονται εκεί μέσα.πρόσεξε τον αυλόγυρο να μην τονε μετρήσεις,γιατί στα έθνη δόθηκε, σ’ αυτά που θα πατήσουντην άγια Πόλη μέσα σε σαρανταδύο μήνες. |
655 |
660 |
Θα δώσω στους δυο μάρτυρες την εντολή μονάχανα προφητεύουν συνεχώς χίλιες διακόσιες μέρεςκι άλλες εξήντα βέβαια κουκουλοφορεμένοι.Αυτοί ’ναι τα δυο λιόδεντρα και τα δυο καντηλέρια,που ’μπρός στον Κύριο της γης στέκονται έτσι ολόρθα. |
660 |
665 |
Κι αν κάποιος αποπειραθεί τούτους για να τους βλάψει,φωτιά θα βγει απ’ το στόμα τους και θα τους κατακάψειπέρα για πέρα ως εχθρούς. κι αν κάποιος πάλι θέλειγια να τους βλάψει, ναι, αυτούς, σίγουρα θα πεθάνει.Αυτοί έχουνε τη δύναμη τον ουρανό να κλείσουν, |
665 |
670 |
για να μη βρέχει δυνατά τότε που προφητεύουν.Κι αυτοί ορίζουν τα νερά, σ’ αίμα τα μετατρέπουν,για να χτυπούν όλη τη γη με κάθε δυστυχία,όταν οι ίδιοι θέλουνε. Κι όταν ολοκληρώσουναυτό που ’ναι να κάνουνε, θ’ ανέλθει το θηρίο |
670 |
675 |
απ’ της αβύσσου τον βυθό, και πόλεμο θ’ αρχίσει,πόλεμο εναντίον τους, κι όλους θα τους νικήσει,σκοτώνοντάς τους βέβαια. Κι αυτώνε τα κουφάριαμέσ’ στην πλατεία θ’ αφεθούν της Πόλης της μεγάλης,που τηνε λέν’ συμβολικά Σόδομα και Αίγυπτο, |
675 |
680 |
εκεί όπου ο Κύριος αυτώνε εσταυρώθη.Και να τα βλέπουν θα ’ρχονται, λογιών-λογιών ανθρώποι,από λαούς κι από φυλές και γλώσσες κι από έθνη,τα πτώματά τους μοναχά τρεισήμισι ημέρες,και δεν θα επιτρέψουνε ετούτα τα κουφάρια |
680 |
685 |
σε μνήματα για να ταφούν. Κι αυτοί που κατοικούνεπάνω στη γη θα χαίρονται για όσα τους συμβαίνουν.κι όλοι μαζί θα ευφραίνονται και δώρα θ’ ανταλλάσσουν,γιατί, οι προφήτες τούτοι οι δυο, έχουνε βασανίσειτους κατοικούντες επί γης – *[σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο]*.
|
685 |
690 |
Μετά από τρεισήμισι ημέρες σ’ αυτούς μπήκεπνοή ζωής απ’ τον θεό και στάθηκαν στα πόδια,κι έπεσε μέγας πανικός σ’ αυτούς που τους κοιτούσαν.Κι άκουσαν δυνατή φωνή εκ τ’ ουρανού να λέγει:Για ανεβείτε εδώ ψηλά. Κι ανέβηκαν εκείνοι |
690 |
695 |
σε σύννεφο στον ουρανό κι όλοι οι εχτροί τους βλέπαν.Τη μέρα εκείνη έγινε σεισμός πολύ μεγάλος.της Πόλης το ένα δέκατο έπεσε και σωριάστηκαι πέθαναν απ’ τον σεισμό άνθρωποι εφτά χιλιάδες,οι δε λοιποί ετρόμαξαν κι άρχισαν να δοξάζουν |
695 |
700 |
τον επουράνιο θεό. Έχει, λοιπόν, περάσεικι αυτό το δεύτερο ουαί κι ακολουθεί το τρίτο.Εσάλπισε ο έβδομος ο άγγελος και να-σουφωνές γερές ακούστηκαν εξ ουρανού να λένε:Η βασιλεία έφτασε του κόσμου του Κυρίου |
700 |
705 |
–Κυρίου ολωνών ημών– και του Χριστού, του γιου του,να βασιλεύσει πανταχού, αιώνες των αιώνων.Οι είκοσι και τέσσερις πρεσβύτεροι επέσανμπρούμητα, με τα πρόσωπα, θεό επροσκυνήσαν,που κάθονταν στους θρόνους τους, ’μπρος στου θεού τον θρόνο |
705 |
710 |
και λέγανε τα λόγια αυτά, που τώρα ακολουθούνε.Σ’ ευχαριστούμε Κύριε, θεέ και παντοκράτωρ,ο Είναι, Ήταν και Θαρθεί, οπού τη δύναμή σουτη μέγιστη ανέλαβες για να κυριαρχήσεις,κι έτσι ξεσηκωθήκανε τα έθνη εναντίον, |
710 |
715 |
και η οργή σου ξέσπασε κι ήρθ’ ο καιρός να κρίνειςτα έθνη, και ανταμοιβή στους δούλους σου να δώσεις,μα και εις τους προφήτες σου και σ’ όλους τους αγίουςκαι σ’ όλους όσους σέβονται εσέ και τ’ όνομά σου,μικρούς, μεγάλους, άπαντες, και να τους αφανίσεις |
715 |
720 |
όλους αυτούς όπου τη γη τώρα την καταστρέφουν.Κι άνοιξε του θεού ο ναός στον ουρανό επάνωκαι φάνηκε η κιβωτός της διάτας του Κυρίου,μέσ’ στον δικό του τον ναό. πέσανε αστραποβόλια,κι ακούστηκαν φωνές, βροντές, μέγας σεισμός εγίνη, |
720 |
725 |
κι από το χοντροχάλαζο όλη η γη επνίγη. |
725 |
ΙΒ
ΚΙ ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ φάνηκε στον ουρανό μεγάλο:Γυναίκα που εφόραγε για ρούχο της τον ήλιοκαι κάτω από τα πόδια της βρισκόταν η σελήνη,είχε ένα δωδεκάστερο στην κεφαλή στεφάνι, |
||
730 |
μέσ’ στην κοιλιά είχε παιδί κι έκραζε από τους πόνουςκι απ’ τις ωδίνες τοκετού –τα βάσανα της γέννας.Κι άλλο σημάδι φάνηκε στον ουρανό και να-σου:Μεγάλος δράκος, κόκκινος, που ’χε εφτά κεφάλια,είχε και δέκα κέρατα, και στα κεφάλια επάνω |
730 |
735 |
εφτά κορώνες-στέμματα, η δε μακριά ουρά τουτο ένα τρίτο έσυρε απ’ τ’ ουρανού τ’ αστέριακαι τα ’ριξε πάνω στη γη. Κι ο δράκοντας εστάθημπροστά απ’ την ετοιμόγεννη γυναίκα που πονούσε,σαν θα γεννήσει, το παιδί να το καταβροχθίσει. |
735 |
740 |
Κι αυτή γέννησε αρσενικό, γιο που θα κυβερνήσειόλα τα έθνη επί γης με σιδερένια ράβδο.Κι αρπάξαν το παιδάκι της και το ’φεραν αμέσωςεμπρός στον θρόνο του θεού. Κι έφυγε η γυναίκακαι πήγε εις την έρημο, εκεί οπού ’χει τόπο, |
740 |
745 |
ετοιμασμένο απ’ τον θεό, ώστε να την εκτρέφουναυτήν μέρες εξήκοντα κι άλλες χίλιες διακόσιες.Και έγινε στον ουρανό πόλεμος, κι απ’ τη μίαο άγγελος ο Μιχαήλ και οι δικοί του αγγέλοιπολέμησαν τον δράκοντα που ήταν απ’ την άλλη, |
745 |
750 |
κι αφού δεν νίκησε αυτός, τόπος πια δεν υπήρχεγι’ αυτόν πάνω στον ουρανό. Κι ο δράκοντας ’πληγώθη,το φίδι το αρχαιότατο, το μέγα, οπού το λένεκαι Διάβολο και Σατανά, και που την πλάση όληπαραπλανά ανυπόφορα, αυτός στη γη εδιώχθη |
750 |
755 |
κι όλοι οι άγγελοι αυτού μαζί του εκδιωχτήκαν.Κι άκουσα δυνατή φωνή στον ουρανό να λέγει:Πριν από λίγο έφτασε δύναμη, σωτηρία,και βασιλεία του θεού και του Χριστού εξουσία,και διώχτηκε ο κατήγορος όλων των αδελφών μας, |
755 |
760 |
αυτός που ενώπιον θεού κατηγορούσε όλουςμέρα και νύχτα. Και αυτόν, τούτοι τονε νικήσανκαι με το αίμα του Αρνιού και με την μαρτυρία.για την ψυχή τους δείξανε μόνον αδιαφορίακαι φτάσανε ως τον θάνατο. Τώρα γι’ αυτό χαρείτε |
760 |
765 |
οι ουρανοί που ’στε ψηλά κι όσοι τους κατοικείτε.αλίμονο σε σένα γη και θάλασσα ουαί σου,σε σας κατέβη ο Διάβολος κι έχει θυμό μεγάλο,και το ’χει ’δεί ξεκάθαρα, λίγα είναι τα ψωμιά του.Κι όταν είδε ο δράκοντας στη γη ότι τον ’ρίξαν, |
765 |
770 |
άρχισε καταδίωξη να κάνει στη γυναίκαεκείνη που εγέννησε τ’ αρσενικό – τ’ αγόρι.Και στη γυναίκα δόθηκαν δυο αετού φτερούγεςγια να πετάει στην έρημο στον τόπο τον δικό της,να τρέφεται εκεί καιρό, μα και καιρούς ακόμα, |
770 |
775 |
αλλά και τον μισό καιρό μακριά από το φίδι.Κι έβγαλε από το στόμα του το φίδι ένα ποτάμικαι το νερό του τίναξε πίσω απ’ τη γυναίκαγια να την πνίξει πάραυτα και να την παρασύρει.Όμως η γη βοήθησε ετούτη τη γυναίκα |
775 |
780 |
και άνοιξε το στόμα της, τον ποταμό κατάπιεεκείνον που ο δράκοντας εκτόξευσε απ’ το στόμα.Κι ο δράκοντας εθύμωσε ενάντια στη γυναίκα,κι έφυγε να ετοιμασθεί και πόλεμο να κάνειμ’ όλους τους απογόνους της που ’ναι απ’ τη γενιά της |
780 |
785 |
και που τηρούν τις εντολές που ’χει ο θεός διατάξεικαι έχουνε του Ιησού την πρώτη μαρτυρία. |
785 |
ΙΓ
ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΣΤΗΝ αμμουδιά, στης θάλασσας την άκρη.και είδα απ’ τη θάλασσα θηρίο ν’ ανεβαίνει,να ’χει τις κεφαλές εφτά, τα κέρατά του δέκα, |
||
790 |
και πάνω εις τα κέρατα είχε δέκα κορώνες,πάνω δε στα κεφάλια του ύβρεις και βλασφημίες.Κι αυτό που είδα –το θεριό–, μοιάζει λεοπαρδάλη,και ήταν τα ποδάρια του ωσάν πόδια αρκούδας,το στόμα του δε ήτανε σαν λιονταριού το στόμα. |
790 |
795 |
Και έδωσε ο δράκοντας σ’ αυτό τη δύναμή του,έδωσε και τον θρόνο του κι όλη την εξουσία.ένα απ’ τα κεφάλια του θανατοπληγωμένο.Και τούτη η θανατοπληγή, μάλιστα εθεραπεύθη,και θαύμασε όλος ο ντουνιάς κι ακολουθεί από πίσω |
795 |
800 |
τούτο το φοβερό θεριό, και όλοι προσκύνησαντον δράκοντα που έδωσε δύναμη στο θηρίο,και έτσι επροσκύνησαν, ναι, όλοι το θηρίο,λέγοντας δε τα λόγια αυτά: Ποιος μοιάζει στο θηρίο;Ποιος το μπορεί να παραβγεί και να το πολεμήσει;
|
800 |
805 |
Και στο θηρίο δόθηκε στόμα για να μιλήσει,μεγαλοφώνως με βρισιές, ώστε να βλασφημήσει.και δόθηκε πάλι σ’ αυτό δύναμη κι εξουσία,να πολεμήσει άγρια μήνες σαράντα δύο.Και άνοιξε το στόμα του τον θεό βλασφημώντας, |
805 |
810 |
το όνομά του υβρίζοντας μα και Αυτού τον οίκον,και όλους που στον ουρανό μαζί του κατοικούνε.Του δόθηκε δε άδεια να πολεμήσει αγίουςκαι να νικήσει, ναι, αυτούς, του δόθηκε εξουσίανα ’χει σε όλες τις φυλές, λαούς, γλώσσες και έθνη. |
810 |
81 |
Κι όλοι θα προσκυνούν αυτόν στη γη όσοι κατοικούνεκαι που δεν γράφτηκε ποτέ τ’ όνομα στο βιβλίο,και στο βιβλίο της ζωής του Αρνιού του εσφαγμένουαπ’ τον καιρό που πλάστηκε τούτος εδώ ο κόσμος.Όσοι έχουνε αυτιά, ν’ ακούν. Όποιος αιχμαλωτίζει |
815 |
820 |
κι ο ίδιος θα αιχμαλωτισθεί, και όποιος με μαχαίρισκοτώνει άλλους, σίγουρα, μαχαίρι θα τον σφάξει.Κι εδώ φαίνεται η υπομονή κι η πίστη των αγίων.Μετά είδα άλλο θεριό από τη γη να βγαίνεικαι είχε δύο κέρατα κι έμοιαζε με αρνάκι, |
820 |
825 |
και η φωνή που έβγαζε όμοια ήταν με δράκου.Μπροστά στο πρώτο το θεριό την εξουσία πάσαστη δούλεψή του έθεσε. Κι όλη τη γη την κάνει,κι όσους την κατοικούν αυτή, το πρώτο το θηρίοόλοι να προσκυνήσουνε τώρα που εθεραπεύθη |
825 |
830 |
απ’ του θανάτου την πληγή. Και αρχικά να κάνειτρανά τερατουργήματα, κι έτσι πια τώρα πέφτειαπό τον ουρανό φωτιά στη γη ’μπρός στους ανθρώπους.Παραπλανά όσους στη γη πάνω πια κατοικούνε,για τα τερατουργήματα που του ’πανε να κάνει |
830 |
835 |
’μπρος στο θηρίο, λέγοντας σε όλους τους ανθρώπουςεικόνα για να κάνουνε ετούτου του θηρίουπου μαχαιροπληγώθηκε κι ωστόσο έχει ζήσει.Δόθηκε η δυνατότητα σ’ αυτό για να φυσήξει,να ζωντανέψει το θεριό, που είναι στην εικόνα, |
835 |
840 |
και να μιλήσει καθαρά η εικόνα του θηρίου,αν δεν την προσκυνήσουνε όλους θα τους σκοτώσει.Και κάνει απαξάπαντες, μικρούς μα και μεγάλους,τους πλούσιους και τους φτωχούς, ελεύθερους και δούλους,και να χαράξουν όλοι αυτοί στο δεξιό τους χέρι, |
840 |
845 |
ή πάνω εις το μέτωπο, κανείς να μην μπορέσειγια ν’ αγοράζει ή να πουλά παρά μονάχα ’κείνος,που ’χει πάνω του χάραγμα τ’ όνομα του θηρίουή και τον αριθμό αυτού που κρύβει τ’ όνομά του.Εδώ η σοφία βρίσκεται. όποιος τη γνώση έχει, |
845 |
850 |
ας λογαριάσει του θεριού τον αριθμό –σας λέγω–,που ’ναι τ’ ανθρώπου ο αριθμός, ο εξακόσια εξήντα έξι[5]. |
850 |
ΙΔ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΤΑ κοίταξα και να ξανά το Αρνίονα στέκεται στο όρος Σιών, κι είδα να ’ναι μαζί τουεκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες ανθρώποι, |
||
855 |
που ’χουν το όνομα Αυτού κι εκείνο του Πατρός τουγραμμένα εις τα μέτωπα. κι άκουσα από πάνωφωνή από τον ουρανό, ωσάν γδούπο υδάτων,που πέφτουνε από ψηλά με βουητό μεγάλο.και η φωνή που άκουσα έμοιαζε με τραγούδι |
855 |
860 |
κιθαριστών που παίζανε – ναι, παίζανε κιθάρες.Και τραγουδούν καινούρια ωδή μπροστά από τον θρόνοαλλά κι εμπρός στα τέσσερα τα ζώα και τ’ς αρχόντους–αυτούς που ’ναι πρεσβύτεροι–. αλλά κανείς να μάθειδεν μπόραγε τέτοια ωδή, παρά μονάχα τούτοι, |
860 |
865 |
οι εκατόν σαράντα τέσσερις χιλιάδες ανθρώποι,που εξαγοράστηκαν στη γη. Τούτοι ποτέ δεν πήγαννα σμίξουνε με θηλυκά[6], και μείνανε παρθένοι.Τούτοι το Αρνίο ακολουθούν όπου κι αν θε-να πάει.Οι ίδιοι εξαγοράστηκαν, πρώτοι από τους ανθρώπους |
865 |
870 |
για τον Θεό και το Αρνί. δεν έχει βγει ένα ψέμααπό το στόμα τους ποτέ. άψογοι είναι πάντα.
Κι είδα έναν άλλον άγγελο μεσουρανοπετώντας,έχοντας ευαγγέλιο αιώνιο ν’ αναγγείλεισ’ αυτούς που κατοικούν στη γη, ήτοι σε κάθε έθνος, |
870 |
875 |
φυλή και γλώσσα και λαό, μεγαλοφώνως λέγων:Τον Κύριο να φοβόσαστε και να δοξολογείτε,κι ήρθε ώρα της κρίσεως. γι’ αυτό και προσκυνήστεαυτόν που δημιούργησε τον ουρανό με τ’ άστρα,τη γη, μα και τη θάλασσα κι όλες τις βρυσομάνες.
|
875 |
880 |
Κατόπιν άλλος άγγελος, δεύτερος, ακλουθούσεκαι έλεγε τα λόγια αυτά: Η Βαβυλώνα πάει,η Βαβυλώνα έπεσε, έπεσε η μεγάλη,που με τ’ αψύ της το κρασί – τον οίνο της πορνείας,όλα τα έθνη πότισε. Και να, άγγελος τρίτος |
880 |
885 |
αυτούς τους ακολούθησε και δυνατά μιλάει:Αν κάποιος τούτο το θεριό θέλει να προσκυνήσεικι ακόμα την εικόνα αυτού, κι όποιος θέλει χαράξειστο χέρι ή στο μέτωπο σημάδια του θηρίου,κι αυτός πρόκειται για να πιει μη νοθευμένο οίνο, |
885 |
890 |
με τον θυμό και την οργή που ο Θεός κερνάειμε το ποτήρι της οργής, φωτιά μα και θειάφι,έτσι για να βασανιστεί ’μπρός στους αγιοαγγέλους,αλλά κι εμπρός εις το Αρνί. Και ο βασανισμός τουςκαπνό θα βγάζει, που ψηλά αιώνια θ’ ανεβαίνει |
890 |
895 |
και δεν θα βρουν ανάπαυση ούτε μέρα και νύχταεκείνοι οπού προσκυνούν ετούτο το θηρίο,αλλά και την εικόνα του. ακόμα κι όποιος έχειεπάνω του σαν χάραγμα τ’ όνομα του θηρίου.Εδώ βρίσκεται η υπομονή εκείνων που ’ναι άγιοι, |
895 |
900 |
κι εκείνων που τηρούν σωστά, ναι, του Θεού τις διάτεςκι όσων πιστεύουν στον Ιησού.Και άκουσα να λέγειμία φωνή εκ τ’ ουρανού: Ό,τι σου λέω γράψε:Μακάριοι είναι οι νεκροί κι εκείνοι που πεθαίνουνγια τον δικό μας Κύριο, από εδώ και πέρα. |
900 |
905 |
ναι, μας δηλώνει φανερά, το άγιο το Πνεύμα,ώστε να αναπαύονται απ’ τους δικούς τους κόπους.και μάλιστα τα έργα τους θα τους ακολουθούνε.Και είδα πάλι, ξαφνικά, χιονόλευκη νεφέλη,και πάνω της καθήμενο όμοιο με γιο ανθρώπου, |
905 |
910 |
κάποιον που στο κεφάλι του είχε χρυσή κορώνακαι κράταγε στο χέρι του, ναι, κοφτερό δρεπάνι.Και τότε βγήκε απ’ τον ναό άγγελος φωνασκώντας,λέγοντας στον καθήμενο επάνω στη νεφέλη:Για ρίξε το δρεπάνι σου και τράβα να θερίσεις, |
910 |
915 |
γιατ’ ήρθε ώρα θερισμού, στη γη όλα ξεραθήκαν.Κι αυτός που ’ταν στο σύννεφο έριξε το δρεπάνικαι έπεσε πάνω στη γη, κι όλη η γη θερίστη.
Και τότε άλλος άγγελος απ’ τον ναό εξήλθε–απ’ τον ουράνιο ναό– κι αυτός έχων δρεπάνι |
915 |
920 |
–ένα δρεπάνι κοφτερό–. Αλλά, μετά, εξήλθεακόμα ένας άγγελος απ’ του βωμού τον τόπο,που τη φωτιά εξουσίαζε. κι άρχισε να φωνάζεισ’ αυτόν οπού εκράταγε το κοφτερό δρεπάνι,λέγοντας τούτο δυνατά: Στείλε το κοφτερό σου |
920 |
925 |
δρεπάνι να τρυγήσουμε τσαμπιά απ’ της γης τ’ αμπέλια,γιατί πια ωριμάσανε όλα του τα σταφύλια.Και έριξε ο άγγελος πάνω στη γη δρεπάνι,και τρύγησε τ’ αμπέλι της. κι έβαλε τα σταφύλιαστο πατητήρι του θυμού, που ’χει ο Θεός το μέγα. |
925 |
930 |
Το πατητήρι πάτησαν έξω από την πόληκαι βγήκε αίμα –κόκκινο–, από το πατητήρι,κι έφτασε ως τα χάμουρα των ίππων – των αλόγων,χίλια εξακόσια, φτάνοντας, ναι, στάδια σε μάκρος. |
930 |
ΙΕ
ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΕΙΣ τον ουρανό άλλο μέγα σημάδι, |
||
935 |
μεγάλο μα και θαυμαστό: Εφτά αγγέλους που είχαντις έσχατες εφτά πληγές, γιατί μ’ αυτές, ναι, φτάνειστο τέλος του θεού ο θυμός. Αλλά είδα ακόμαμια θάλασσα από γυαλί και με φωτιά χαρμάνι,κι εκείνους που νικήσανε εν πρώτοις το θηρίο |
935 |
940 |
μαζί και την εικόνα του, μα και τον αριθμό του,που έχει αυτό στο όνομα, και όλοι τους στεκόντανστη θάλασσα τη γυάλινη κρατώντας τις κιθάρες,που ’ναι κιθάρες του θεού. Και τραγουδούσαν όλοιάσμα-ωδή του Μωυσή, που ’ν’ του θεού ο δούλος, |
940 |
945 |
και το τραγούδι του Αρνιού, που ’χαν αυτά τα λόγια:Μεγάλα είναι και θαυμαστά τα έργα σου θεέ μου,Κύριε ο θεός ημών, Κύριε παντοκράτωρ.δίκαιοι και αληθινοί είν’ οι δικοί σου δρόμοι,ω!, βασιλέα των εθνών. Και ποιος δεν νιώθει φόβο, |
945 |
950 |
Κύριε, σαν δοξολογεί το μέγα τ’ όνομά σου;Εσύ ’σαι ο μόνος άγιος κι όλα τα έθνη θα ’ρθουνγια να σε προσκυνήσουνε, να υποκλιθούν εμπρός σου,γιατί φανερωθήκανε τα δικαιώματά σου.Είδα μετά απ’ όλα αυτά, ξάφνου, ψηλά ν’ ανοίγει |
950 |
955 |
ο επουράνιος ναός Σκηνής του Μαρτυρίουκαι βγήκαν οι εφτά άγγελοι, εκείνοι που κρατούσανστα χέρια τις εφτά πληγές, και ήτανε ντυμένοιμάλλινα ρούχα, λαμπερά, ζωσμένα εις τα στήθημε ζώνες χρυσολάμπουσες. Και να-σου τότε ένα |
955 |
960 |
από τα τέσσερα ζωντανά` έδωσε στους αγγέλουςκούπες εφτά από χρυσό, όλες θυμό γεμάτες,θυμό του ζωντανού Θεού, αιώνες των αιώνων.Και ο ναός εγέμισε απ’ τον καπνό της δόξαςκι απ’ του Θεού τη δύναμη, κι έτσι δεν ημπορούσε |
960 |
965 |
κανείς να μπει μέσ’ στον ναό, ώσπου να τελειώσουνοι εφτά πληγές, που κράταγαν, ναι, οι εφτά αγγέλοι. |
965 |
ΙΣΤ
ΚΙ ΑΚΟΥΣΑ ΔΥΝΑΤΗ φωνή απ’ το ναό να λέγειπρος τους εφτά τούς άγγελους: Πηγαίνετε κι αδειάστετις εφτά κούπες εις την γη – κι είν’ όλες τους γεμάτες |
||
970 |
με του θεού θυμό κι οργή. Και έφυγε ο πρώτοςκι άδειασε τη φιάλη του, ναι, εις την γη επάνω.τότε παρουσιάστηκε πληγή εις τους ανθρώπουςεπώδυνη κι αγιάτρευτη – σ’ αυτούς που ’χαν σημάδι,ναι, το σημάδι του θεριού επάνω στο κορμί τους |
970 |
975 |
και προσκυνούσαν, βέβαια, ως και το είδωλό του.Κι ο δεύτερος ο άγγελος άδειασε τη φιάληεπάνω εις τη θάλασσα. και τα νερά της ’γίνανωσάν το αίμα του νεκρού, κι όποια ψυχή εκεί ζούσεπέθανε μέσ’ στη θάλασσα. Κι ο τρίτος, τη φιάλη |
975 |
980 |
την άδειασε στους ποταμούς και στων νερών τις βρύσες,κι έγινε αίμα το νερό. Και άκουσα, να λέει,τον άγγελο, που τα νερά αυτός διαφεντεύει:Δίκαιος είσαι πάντοτε ο Ων, ο Ην κι ο Όσιος,γιατί εσύ τα έκρινες. γιατί, αίμα αγίων |
980 |
985 |
και προφητών εχύσανε, κι αίμα τους έχεις δώσει,να πιούν. γιατί ’ναι άξιοι. Κι άκουσα για να λέειαπ’ το θυσιαστήριο: Κύριε, παντοκράτωρ,θεέ, ναι, παντοκράτορα, οι κρίσεις σου είναι πάντακαι δίκαιες κι αληθινές. Κι ο τέταρτος αδειάζει |
985 |
990 |
την κούπα του στον ήλιο. και άδεια του εδόθηνα κατακάψει με φωτιά – στις φλόγες, τους ανθρώπους.Και κάηκαν οι άνθρωποι, φλογοτσουρουφλιστήκαν,και βλασφημήσαν του θεού το όνομα το μέγα,αυτού που ήταν υπαίτιος για τις πληγές ετούτες, |
990 |
995 |
δεν έδειξαν μετάνοια κι ούτε τονε δοξάσαν.Κι ο πέμπτος τη φιάλη του στον θρόνο του θηρίουτην άδειασε, και έγινε στο κράτος του σκοτάδι,τη γλώσσα τους δαγκώνανε οι άνθρωποι απ’ τον πόνο,και βλασφημούσαν τον θεό, στον ουρανό επάνω, |
995 |
1000 |
απ’ τις πολλές τις συμφορές και τις πληγές που είχαν,και ούτε μετανόησαν για τα κακά τους έργα.Κι ο έκτος τη φιάλη του στον ποταμό Ευφράτη,αυτόν τον μέγα ποταμό, εκεί πάει την αδειάζεικαι το νερό του στέρεψε – ξεράθηκε η κοίτη, |
1000 |
1005 |
για να ετοιμασθεί η οδός να ’ρθουν οι βασιλιάδεςαπό πατρίδες μακρινές, όπου ανατέλλει ο ήλιος.Και είδα από του δράκοντα, αλλά κι απ’ του θηρίου,τα στόματα να βγαίνουνε κι απ’ του ψευδοπροφήτη,τρία ακάθαρτα πνεύματα όμοια με βατράχια. |
1005 |
1010 |
αυτά ’ναι μόνο παγανά και πνεύματα δαιμόνια,και ό,τι είναι δυνατόν το κάνουν να μπορέσουννα μαζευτούν οι βασιλείς όλης της οικουμένηςκαι πόλεμο να πιάσουνε εκείνη την ημέρα,που ’ναι η μεγάλη του θεού και παντοκράτορά μας: |
1010 |
1015 |
Να-με, εγώ, που έρχομαι τώρα σ’ εσάς σαν κλέφτης.είναι στ’ αλήθεια τυχερός εκείνος που φροντίζεικαι που φυλάει τα ρούχα του, για να μην περπατήσειολόγυμνος μέσ’ στις οδούς και θα θωρούνε όλοιτην πάσα ασχημοσύνη του. Και τους εμάζεψε όλους |
1015 |
1020 |
στον τόπο που εβραϊκά Αρμαγεδών τον λένε.Κι ο έβδομος ο άγγελος άδειασε τη φιάληεις τον αέρα πάνωθε. κι ευθύς φωνή μεγάληξεχύθηκε από το ναό κι απ’ τον ουράνιο θρόνο,που έλεγε τον λόγο αυτό: Γέγονε. Και γινήκαν |
1020 |
1025 |
φωνές, βροντές και αστραπές, σεισμός έγινε μέγας,τέτοιος που δεν ξανάγινε απ’ τον καιρό εκείνοπου ο άνθρωπος επλάστηκε πάνω στης γης τη σφαίρα,τόσο μεγάλος ήτανε, ναι, ο σεισμός ετούτος.Κι έγινε η μεγαλούπολη όλη τρία κομμάτια, |
1025 |
1030 |
κι οι πόλεις όλων των εθνών ’πέσαν και γκρεμιστήκαν.Κι η Βαβυλώνα η τρανή, που ο θεός ’θυμήθη,της έδωσε να πιει κρασί –σε κούπα– απ’ τον θυμό τουκι απ’ τη μεγάλη του οργή. Κι έτσι εξαφανιστήκανστο σύνολό τους τα νησιά και τα βουνά χαθήκαν. |
1030 |
1035 |
Κι έπεσε από τον ουρανό πολύ χοντρό χαλάζι,σαν καρυδοκουκούναρο απάνω στους ανθρώπους.και τον θεό βλαστήμησαν οι άνθρωποι αμέσως,για την χαλαζοσυμφορά που πάθαν τη μεγάλη. |
1035 |
ΙΖ
ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΕΝΑΣ άγγελος, απ’ τους εφτά, που είχαν |
||
1040 |
εφτά φιάλες όλοι τους, κι αυτά τα λόγια μού ’πε:Έλα για να σου δείξω εγώ ποια κρίση θα υπάρχεικαι για την πόρνη την τρανή, που ’χει στρογγυλοκάτσειπάνω απ’ όλα τα νερά, κι αμάρτησαν μαζί τηςόλοι της γης οι βασιλείς, και μέθυσαν συνάμα |
1040 |
1045 |
απ’ της πορνείας το κρασί, τη γη όσοι κατοικούνε.Και του αγγέλου μ’ άρπαξε το πνεύμα και με πήγεσε ένα τόπο έρημο. Και είδα μια γυναίκαπάνω να είναι αραχτή, στο κόκκινο θηρίο,που βλασφημούσε ασύστολα, και είχε εφτά κεφάλια |
1045 |
1050 |
αλλά και δέκα κέρατα. Και είχε η γυναίκαρούχα μαλλινολαμπερά κι από χρυσό φτιαγμένα,γεμάτη ήταν μαλάματα, μαργαριτοστολίδια,,πολύτιμα πετράδια –κι ό,τι χωράει ο νους σου–,και κράταγε στο χέρι της ένα χρυσό ποτήρι, |
1050 |
1055 |
γεμάτο από σιχασιές κι απ’ τις ακαθαρσίες,λόγω πορνείας-της στη γη. Και στο κεφάλι απάνωόνομα είχε μυστικό στο κούτελο γραμμένο:Να η μεγάλη Βαβυλών, η των πορνών μητέρα,κι όλων των σιχασιών της γης. Και είδα τη γυναίκα |
1055 |
1060 |
οπού μεθούσε πίνοντας το αίμα των αγίωνκαι των μαρτύρων του Ιησού και έτσι βλέποντάς-τηνέμεινα εγώ κατάπληκτος και θαυμασμό είχα μέγα.Και τότε μου ’πε ο άγγελος: Πες μου, γιατί θαυμάζεις;Ετούτο το μυστήριο εγώ θα σου το λύσω, |
1060 |
1065 |
με τη γυναίκα που ’ναι–την επάνω στο θηρίο,θηρίο εφτακέφαλο και με κέρατα δέκα.Αυτό που είδες, το θεριό, υπήρχε, είν’ αλήθεια,μα τώρα δεν υπάρχει πια, κάποια στιγμή θ’ ανέβειαπ’ της αβύσσου τον βυθό και θα χαθεί για πάντα. |
1065 |
1070 |
κι αυτοί που κατοικούν στη γη σίγουρα θ’ απορήσουν,προπάντων όσοι τ’ όνομα δεν το ’δανε γραμμένοεις το βιβλίο της ζωής, από γενέσεως κόσμου,γιατί θα βλέπουν το θεριό που ήταν και δεν υπάρχει,μα πρόκειται να ξαναρθεί. Εδώ απαιτείται τώρα |
1070 |
1075 |
μυαλό που να ’ναι και σοφό. Τα εφτά κεφάλια είναιεφτά πανύψηλα βουνά, που πάνω τους αράζειτούτη η παράξενη γυνή. Είναι κι εφτά ρηγάδες.ήτοι, εφτά ’ναι βασιλείς. οι πέντε έχουν πέσει,ο ένας είναι βασιλιάς κι ο έβδομος δεν ήρθε, |
1075 |
1080 |
και όταν έρθει κάποτε, λίγο καιρό θα μείνει.Και το θεριό που ήτανε και τώρα δεν υπάρχει,αυτός είναι ο όγδοος, κι απ’ τους εφτά είν’ ένας,και πάει τον δρόμο του χαμού. Κι από αυτά που είδες,μάθε, τα δέκα κέρατα είν’ δέκα βασιλιάδες, |
1080 |
1085 |
που ακόμα δεν βασίλεψαν, αλλά θα εξουσιάζουνσαν βασιλιάδες ώρα μια, μαζί με το θηρίο.Αυτοί μια γνώμη έχουνε, τη δύναμη να δώσουν,μα και την εξουσία τους, μονάχα στο θηρίο.Αυτοί θα πολεμήσουνε ενάντια στο Αρνίο, |
1085 |
1090 |
και το Αρνίο, όλους τους, βέβαια, θα νικήσει,γιατί είναι ο κύριος σε όλους τους κυρίους,αλλά είναι και βασιλιάς σε όλους τους ρηγάδες,μαζί με αυτούς που διάλεξε – πιστοί ’ναι κι εκλεκτοί του.Ξανά μού λέγει ο άγγελος: Και τα νερά οπού είδες |
1090 |
1095 |
κι όπου η πόρνη κάθεται πάνω τους αραγμένη,είναι τα πλήθη και οι λαοί, τα έθνη και οι γλώσσες.Μα και τα δέκα κέρατα που ’δες και το θηρίοκι αυτά θα τη μισήσουνε, την αραχτή την πόρνη,και θα τηνε ρημάξουνε και θα την ξεγυμνώσουν, |
1095 |
1100 |
θα την σαρκοξεσκίσουνε, θα την καταβροχθίσουν,και θα την κατακάψουνε μέσ’ στης φωτιάς τις φλόγες.Γιατί, μέσ’ στην καρδούλα τους, έχει ο θεός φυτέψειτο θέλημά του να μπορούν το σχέδιο να κάνουν,να δώσουν τα ρηγάτα τους, σαφώς, εις το θηρίο, |
1100 |
1105 |
μέχρι που να εκπληρωθούν, ναι, του θεού τα λόγια.Και η γυναίκα που ’δες πριν είν’ η μεγάλη πόλη,της γης η βασιλεύουσα όλων των βασιλιάδων. |
1105 |
ΙΗ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΤΑ άλλονε είδα να κατεβαίνει,άγγελο εκ του ουρανού, με δύναμη μεγάλη, |
||
1110 |
κι η γη όλη φωτίστηκε απ’ τη δική του δόξα,κι έκραξε δυνατή φωνή κι αυτά τα λόγια είπε:Η Βαβυλώνα έπεσε, έπεσε η μεγάλη,τόπος δαιμόνων έγινε, αλλά και καταφύγιοκάθε ακαθάρτου πνεύματος, μα και φωλιά εγίνη |
1110 |
1115 |
για κάθε όρνιο βρωμερό και μισητό απ’ όλους.Γιατί, απ’ το μεθυστικό κρασί ήπιαν της πορνείαςόλα τα έθνη επί της γης, κι οι βασιλιάδες όλοιμαζί της εκπορνεύτηκαν, κι όλοι της γης οι εμπόροιαπ’ την αλαζονεία της πλουτίσανε δεόντως.
|
1115 |
1120 |
Και άκουσα άλλη φωνή εκ τ’ ουρανού να λέγει:Φύγε, λαέ μου, έξελθε από τη Βαβυλώνα,κανείς σας να μην φορτωθεί τούτης τις αμαρτίες,και να μην συμμετάσχετε στις όποιες συμφορές της.Γιατί συσσωρευτήκανε όλες της οι αμαρτίες |
1120 |
1125 |
κι έφτασαν ως τον ουρανό, και ο Θεός τις γράφειστο νου τις ανομίες της. Δώστε, λοιπόν, σ’ εκείνη,ό,τι αυτή σάς έδωσε και να διπλοξεράστεστην κούπα που σας κέρασε. Και όση δόξα είχε |
1125 |
1130 |
και την ακολασία της, σ’ αυτή τόσα να δώστεπένθη, μα και βασανισμούς. Γιατί, μέσ’ στην καρδιά τηςαυτή δηλώνει, λέγοντας: Κάθομαι θρονιασμένη,καθώς είμαι βασίλισσα, γιατί χήρα δεν είμαικαι πένθη δεν μου πρέπουνε. Για τούτο, σε μια μέρα, |
1130 |
1135 |
θα πέσουν πάνω της πληγές, το πένθος και η πείνακι ο θάνατος κι η πυρκαγιά θα τηνε κατακάψει.Γιατί ο Κύριος θεός είν’ ισχυρός και κρίνει.Και θε-να κλάψουνε γι’ αυτή, θε-να θρηνολογήσουνόλοι της γης οι βασιλείς που πόρνεψαν μαζί της, |
1135 |
1140 |
αλλά και που ασέλγησαν, όταν καπνό ιδούνεαπ’ τις φωτιές που άναψε και μακριά θα στέκουν,φοβούμενοι τα βάσανα, λέγοντας τέτοια λόγια:Ουαί, ουαί, ω Βαβυλών, ω πόλη εσύ μεγάλη,ω πόλη εσύ πανίσχυρη, μέσα σε μία ώρα |
1140 |
1145 |
έφτασε η τιμωρία σου. Κι όλης της γης οι έμποροιθα κλάψουν, θα πενθήσουνε –γι’ αυτήν εδώ την πόλη–,γιατί δεν θ’ αγοράζει πια κανένας το φορτίο,φορτίο από μάλαμα κι ασήμι και πετράδια,μαργαριτάρια, ενδύματα λευκομαλλοφεγγάτα, |
1145 |
1150 |
μεταξωτά και λαμπερά, μα και ξυλοβοτάνια,και κάθε κατασκεύασμα απ’ ελεφαντοδόντια,και κάθε σκεύος που ’γινε από αξίας ξύλα,κι από χαλκό και σίδερο, μάρμαρο και κανέλα,και αρωματικά φυτά, θυμιάματα και μύρο, |
1150 |
1155 |
μήτε λιβάνι και κρασί, λάδι και σιμιγδάλι,σιτάρι, ζώα, πρόβατα, άλογα, ομορφούλες,σώματα αλλά και ψυχές, ’κείνων που τα πουλάνε.Και όλα τα οπωρικά, που επιθυμεί η ψυχή σου,από μπροστά σου θα χαθούν, όλα τα πλούτη χάνεις |
1155 |
1160 |
και όλες τις λαμπρότητες, κι ούτε θα τα ξανάβρεις.Όσοι εμπορεύτηκαν αυτά και πλούτισαν στην πόληθα στέκονται από μακριά, γιατί θα έχουν φόβογια όσα βάσανα περνά. θα κλαίνε, θα πενθούνε,τα λόγια λέγοντας αυτά: Ουαί, ουαί, η πόλη, |
1160 |
1165 |
η Βαβυλώνα η γνωστή – η πόλη η μεγάλη,που ’ταν ντυμένη βυσσινιά, κόκκινα και πορφύρα,χρυσάφια και μαλάματα, πολύτιμα πετράδια,μαργαριτάρια αστραφτερά, μέσα σε μία ώρατα πάντα εξαφανίστηκαν κι εχάθη τόσος πλούτος. |
1165 |
1170 |
Κι όλοι οι καραβοκύρηδες κι οι θαλασσοταξιδιώτες,και οι ναύτες κι όσοι εργάζονται στης θάλασσας τους δρόμους,στάθηκαν από μακριά, και κράζανε που βλέπανκαπνό από την πυρκαγιά, λέγοντας τέτοια λόγια:Υπήρξε άλλη όμοια σαν τη μεγάλη πόλη; |
1170 |
1175 |
Και ’ρίχναν στα κεφάλια τους χώμα και κράζαν όλοιμε πένθος και με κλάματα κι αυτά τα λόγια ’λέγαν:Ουαί, ουαί, ω Βαβυλών, ω ’σύ μεγάλη πόλη,οπού σε σένα πλούτισαν όλοι όσοι είχαν πλοίαστο κύμα ταξιδιάρικα και τίμια δουλεύαν. |
1175 |
1180 |
σε μία ώρα χάθηκαν τα πάντα και ρημάζεις.Χαρείτε τώρα για αυτή ’σύ ουρανέ και άγιοι,προφήτες και απόστολοι, γιατί ο θεός το κρίμαπου έκανε σε βάρος σας τώρα το έχει κρίνει.Και τότε ένας άγγελος, γερός-δυναμωμένος, |
1180 |
1185 |
ίσα με μια μυλόπετρα σήκωσε ένα λιθάρι,στη θάλασσα το πέταξε κι αυτά τα λόγια είπε:Με τέτοια δύναμη κι ορμή χτυπιέσαι Βαβυλώνα,πόλη μεγάλη και τρανή, δεν θα ξαναϋπάρξεις.Και δεν θα ξανακούσεις πια ήχο από κιθαρίστες, |
1185 |
1190 |
και μουσικούς και αυλητές, και σαλπιγκτές επίσης,κι όλοι οι τεχνίτες των τεχνών δεν θα βρεθούν σε σένα,τον ήχο της μυλόπετρας δεν θα τον ξανακούσεις,ούτε το φως του λυχναριού δεν θα φανεί σε σένα,φωνή νυφούλας και γαμπρού δεν θα τις ξανακούσεις, |
1190 |
1195 |
γιατί όλ’ οι εμπόροι σου στη γη ήταν μεγιστάνες,μα και γιατί τα μάγια σου πλανέψανε τα έθνη,με δύναμη των προφητών και των αγίων το αίμα,που χύθηκε απ’ όλους αυτούς, οπού στη γη σφαχτήκαν. |
1195 |
ΙΘ
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΤΑ άκουσα μεγάλη οχλαγωγία, |
||
1200 |
που λέγανε στον ουρανό: τον Κύριο Αινείτε.η δόξα και η δύναμη αλλά κι η σωτηρίαείν’ του δικού μας του θεού, γιατί αυτού οι κρίσειςαληθινές και δίκαιες, και τη μεγάλη πόρνηο ίδιος την τιμώρησε, γιατί με την πορνεία |
1200 |
1205 |
διέφθειρε όλη τη γη, κι εκδίκηση έτσι πήρεγια όσο αίμα χύθηκε απ’ τα δικά της χέριαπου σκότωσαν τους δούλους του. Δευτεροματαείπαν:Δοξάσατε τον Κύριο, και ο καπνός της δόξαςπάει κι ανεβαίνει στα ψηλά αιώνες των αιώνων. |
1205 |
1210 |
Τότε οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι επέσαν,μαζί τους και τα τέσσερα τα ζώα προσκυνήσαν,ναι, τον θεό που κάθεται στον θρόνο αναπαυμένος,και λέγοντας τα λόγια αυτά: Αμήν, και αλληλούια.Και τότε ακούστηκε φωνή να βγαίνει από τον θρόνο, |
1210 |
1215 |
τα λόγια τούτα λέγοντας: Υμνείστε τον θεό μαςοι δούλοι άπαντες αυτού και όσοι τον φοβάστε–όσοι τονε σεβόσαστε–, μικροί μα και μεγάλοι.Κι οχλαγωγία άκουσα, βοή από καταρράχτες,μπουμπουνητά πανίσχυρα, λέγοντας τέτοια λόγια: |
1215 |
1220 |
Δοξάσατε τον Κύριο. γιατί πια βασιλεύειΚύριος ο θεός ημών και μόνος παντοκράτωρ.Χαρά και αγαλλίαση – να τον δοξολογούμε,που ’ρθε η ώρα να γενεί ο γάμος του Αρνίου,και τώρα η γυναίκα του εντύθηκε νυφούλα. |
1220 |
1225 |
Της δόθηκε να στολιστεί ολόλαμπρο, καθάριοπέπλο, μαλλινοκάτασπρο, γιατί αυτό το πέπλοδικαίωμα έχουν να φορούν εκείνοι που ’ναι άγιοι.Και λέγει πάλι ο άγγελος: Γράψε, μακάριοι είναιεκείνοι οπού καλέστηκαν στου γάμου το τραπέζι |
1225 |
1230 |
κι οπού ο γαμπρός είναι το Αρνί. Και ματαξαναλέγει:Τα λόγια αυτά ’ν’ αληθινά κι είν’ του θεού μας λόγια.Κι έπεσα ’μπρός στα πόδια του για να τον προσκυνήσω.Κι αυτός έτσι μου μίλησε: Τούτο μη μου το κάνεις.ωσάν εσένα είμ’ εγώ, δούλος σαν τ’ άλλα αδέλφια, |
1230 |
1235 |
που μαρτυρούν στον Ιησού την άδολή τους πίστη.και τον θεό προσκύνησε, γιατί μονάχα η πίστηπου υπάρχει προς τον Ιησού εμπνέει τους προφήτες.Κι είδα ν’ ανοίγει ο ουρανός κι άσπρ’ άλογο προβάλλει,κι επάνω του καθότανε ’κείνος που τ’ όνομά του |
1235 |
1240 |
είναι Πιστός και Αληθινός, και με δικαιοσύνηαυτός κρίνει και πολεμά: κι έχει αυτός δυο μάτιαφλόγα φωτιάς κι αστραφτερά, και στο κεφάλι επάνωπολλά στέμματα που ’χουνε ονόματα γραμμένα,αλλά και ένα όνομα οπού κανείς δεν ξέρει, |
1240 |
1245 |
παρά αυτός που το ’γραψε, και που είναι ντυμένοςμε ρούχο οπού στα αίματα βαμμένο είν’ ποτισμένοκαι τ’ όνομά του είν’ αυτό: Ο του Θεού ο Λόγος!Και τον ακολουθούσανε πάνω σε άσπρους ίππουςτου ουρανού στρατεύματα, ντυμένα μ’ άσπρα ρούχα, |
1245 |
1250 |
μαλλινοπεντακάθαρα! Και βγαίνει από το στόμαδίκοπο κοφτερό σπαθί – διμούτσουνη ρομφαία,για να πατάξει πάραυτα όλα της γης τα έθνη.τούτος θα κυβερνήσει αυτά με σιδερένια ράβδο.στου παντοκράτορα θεού πατά το πατητήρι |
1250 |
1255 |
να τρέξει ο θυμός κι η οργή στο θεϊκό κρασάκι.Κι έχει πάνω στο ρούχο του, πιο πάνω απ’ τον μηρό του,γραμμένο τ’ όνομα αυτού: Βασιλιάς βασιλιάδων,και των κυρίων Κύριος. *[Άρχοντας των αρχόντων]*.Και είδα έναν άγγελο να στέκεται στον ήλιο |
1255 |
1260 |
και έκραξε βροντόφωνα σ’ όλα τα όρνια, λέγων,που πέταγαν μεσούρανα: Εμπρός, να μαζευτείτεστον μέγα δείπνο του θεού, να φάτε βασιλιάδωνκαι στρατηγών, χιλίαρχων και δυναστών τις σάρκες,σάρκες να φάτε αλόγατων, και των καβαλαραίων, |
1260 |
1265 |
των πάντων σάρκες φάγετε, ελεύθερων και δούλων,φάτε τις σάρκες των μικρών, τις σάρκες των μεγάλων.Και είδα τότε το θεριό, της γης τους βασιλιάδεςκι όλα τους τα στρατεύματα να είναι μαζεμέναέτοιμα για τον πόλεμο, μ’ εκείνον που καθόταν |
1265 |
1270 |
καβάλα στ’ άσπρο τ’ άλογο, ’μπρος απ’ το στράτευμά του!Και το θηρίο πιάστηκε, και ο ψευδοπροφήτης,αυτός που εμπρός του χάραζε της πλάνης τα σημάδια,και πλάνεψε όλους αυτούς οπού εγχαραχτήκανμε του θεριού το εικόνισμα και που το προσκυνήσαν. |
1270 |
1275 |
και ζωντανούς τούς έριξε τους δυο μέσα στη λίμνημε την φωτιά που φλόγιζε, καίγοντας το θειάφι.Και οι λοιποί σκοτώθηκαν με κοφτερή ρομφαίαπου ’βγαινε απ’ το στόμα, ναι, του άσπρου καβαλάρηκι όλα τα όρνια χόρτασαν από αυτών τις σάρκες. |
1275 |
Κ
1280 |
ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΤΟΤΕ άγγελο γοργά να κατεβαίνειαπό τον ουρανό ψηλά, κρατώντας εις το χέρι,ναι, της αβύσσου το κλειδί και άλυσον μεγάλη.Συνέλαβε τον δράκοντα, το φίδι το αρχαίο,αυτό που είναι ο Διάβολος κι ο Σατανάς συνάμα, |
1280 |
1285 |
κι όλον τον κόσμο τον πλανά, τον έδεσε για χίλιαχρόνια, και τον φυλάκισε στα βάθη της αβύσσου,εκεί μέσα τον έκλεισε, τον σφράγισε από πάνω,τα έθνη μην παραπλανά, καιρό – για χίλια χρόνια.μετά, όμως, τα χιλιόχρονα πρέπει για να τον λύσει |
1285 |
1290 |
για λίγο χρόνο μοναχά – για λίγα μόνο χρόνια.Και είδα θρόνους ύστερα και πάνω τους καθόνταναυτοί που εξουσίαζαν και έπρεπε να κρίνουνκαι ήταν όλων οι ψυχές που αποκεφαλιστήκανκι έδωσαν για τον Ιησού σκληρή τη μαρτυρία, |
1290 |
1295 |
και για τον λόγο του θεού. και που δεν προσκυνήσαναυτοί ποτέ τους το θεριό, ούτε το εικόνισμά του,και δεν δεχτήκαν χάραγμα στο μέτωπο, στο χέρι.και ζήσαν και βασίλεψαν με τον Χριστό χίλια έτη.και οι υπόλοιποι νεκροί ποτέ δεν ξαναζήσαν, |
1295 |
1300 |
μέχρι που να συμπληρωθούν και πάλι χίλια χρόνια.Αυτή ’ναι η πρώτη Ανάσταση. Μακάριοι οι άγιοιοπού στην πρώτη Ανάσταση μπορούν να πάρουν μέρος.ο δεύτερος ο θάνατος αυτούς δεν τους τρομάζει,γιατί επάνω τους καμιά δεν έχει εξουσία, |
1300 |
1305 |
κι έτσι θα γίνουν ιερείς εις του θεού τον οίκοκαι στου Χριστού το σπιτικό, μαζί του χίλια χρόνιαθα βασιλέψουν ασφαλώς – σ’ όλη την οικουμένη.Και όταν τα χιλιόχρονα περάσουν και διαβούνε,θα ’χει λυθεί ο Σατανάς από τη φυλακή του |
1305 |
1310 |
κι έξω θα βγει, να ξεγελά της γης όλα τα έθνη–στις τέσσερις γωνιές της γης–, τους Γώγ[η] και Μαγώγ[η],και θα μαζέψει δε αυτούς σε σύγκρουση πολέμου,που ’ν’ ο αριθμός τους μέγιστος, σαν άμμος της θαλάσσης.Κι ανέβηκαν και κάλυψαν της γης όλο το πλάτος |
1310 |
1315 |
και κύκλωσαν και έζωσαν τον τόπο των αγίων,την πόλη την πιο προσφιλή, και άρχισε να πέφτειφωτιά από τον ουρανό κι απ’ του θεού τον οίκοκαι τους κατάπιε πάραυτα. και ρίχτηκε στη λίμνηπου ’τανε θειάφι και φωτιά, ο διάβολος, που μόνο |
1315 |
1320 |
παραπλανούσε όλους τους, και μέσ’ σ’ αυτή τη λίμνηβρισκότανε και το θεριό και ο ψευδοπροφήτης,εκεί να βασανίζονται ημέρα-νύχτα πάντα,*[έτσι καθώς το ξέρουμε]* αιώνες των αιώνων.Και είδα θρόνο κάτασπρο και μέγιστο συνάμα |
1320 |
1325 |
και πάνω του καθότανε αυτός που από μπροστά τουέφυγαν γη και ουρανός, γι’ αυτά πια δεν ευρέθητόπος για να καλοσταθούν, και εξαφανιστήκαν.Και είδα τότε τους νεκρούς, μικρούς μα και μεγάλους,να στέκονται ενώπιον σ’ αυτόν τον άσπρο θρόνο, |
1325 |
1330 |
και τα βιβλία ανοίχτηκαν. κι ύστερα από λίγοκι άλλο βιβλίο ανοίχτηκε, που ’ν’ της ζωής βιβλίο.και κρίθηκαν όλ’ οι νεκροί, που ήτανε γραμμένοιεις τα βιβλία τ’ ανοιχτά, καθείς κατά τα έργα.Ο Άδης και ο Θάνατος μεσ’ στης φωτιάς τη λίμνη |
1330 |
1335 |
ριχτήκανε από Αυτόν. δεύτερος τούτος είναιθάνατος αναμφίβολα. Κι όποιος δεν είν’ γραμμένοςεις το βιβλίο της ζωής, πάει στης φωτιάς τη λίμνη.ΚΑΚΙ ΕΙΔΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ουρανό, αλλά και γη καινούρια.γιατί ο πρώτος ουρανός κι η πρώτη γη χαθήκαν |
1335 |
1340 |
και θάλασσα δεν έχει πια. Και είδα την αγίαΠόλη της Ιερουσαλήμ καινούρια να ’ναι τώρακαι κατεβαίνει εξ ουρανού, απ’ του θεού τον οίκο,σαν νύφη ετοιμοστόλιστη, που άντρα περιμένει.Κι άκουσα δυνατή φωνή εκ τ’ ουρανού να λέγει: |
1340 |
1345 |
Ιδού ο οίκος του θεού είναι με τους ανθρώπους,μαζί τους θε-να κατοικεί κι είν’ όλοι τους λαός του,κι αυτός ο ίδιος ο θεός θα ’ναι μαζί τους πάντακαι, ναι, θα διώξει ο θεός στα μάτια κάθε δάκρυ.δεν θα υπάρχει θάνατος μηδέ κραυγή και πένθος, |
1345 |
1350 |
πόνος δεν θα υπάρχει πια, τι τα παλιά περάσαν.Κι είπε αυτός που κάθονταν στον κάτασπρο τον θρόνο:Λοιπόν, να τώρα που, εγώ, τα κάνω όλα καινούρια.Γυρνά, μετά, και λέγει μου: Γράψε ότι ετούτατα λόγια είναι αληθινά και λέγονται με μπέσα. |
1350 |
1355 |
Και ύστερα επρόσθεσε: Όλα έχουνε γίνει.ξέρεις, το Άλφα είμαι εγώ αλλά και το Ωμέγα,εγώ το Τέλος και η Αρχή, εγώ σ’ όποιον διψάειθα δώσω δωρεάν να πιει νερό από τη βρύση–από τη βρύση της ζωής–. Κι αυτός που θα νικήσει, |
1355 |
1360 |
δικά του θα ’ναι όλα αυτά, και θα ’μαι εγώ θεός τουκαι γιος μου θα ’ναι δε αυτός. Δειλοί κι άπιστοι, όμως,φονιάδες μα και βδελυροί, πόρνοι, ειδωλολάτρες,και μάγοι, κι όσοι ψέματα μάθανε για να λένε,όλοι θα ’χουνε μερτικό στη λίμνη όπου καίει |
1360 |
1365 |
φωτιά και θειάφι φλογερό, αυτό είναι που λένε:ο δεύτερος ο θάνατος. *[Κι όπως το λέω είναι]*.Και ήρθε ένας άγγελος απ’ τους εφτά που είχανεφτά φιάλες γεμιστές μ’ εφτά πληγές καινούριες,κι έτσι σε μένα μίλησε: Έλα για να σου δείξω |
1365 |
1370 |
τη νύφη που ’ναι σύζυγος – γυναίκα του Αρνίου.Τα λογικά μου άρπαξε και με τη φαντασίασε ψηλοβούνι μ’ έφερε, και μου ’δειξε την πόλη,την άγια-Ιερουσαλήμ μόνη να κατεβαίνειεκ τ’ ουρανού, απ’ τον θεό, με του θεού τη δόξα. |
1370 |
1375 |
κι η λάμψη της πανόμοια πολύτιμο πετράδι,πετράδι από ίασπη και που κρυσταλλολάμπει.κι έχει τείχος μεγάψηλο, με δώδεκα πορτάρες,και στις πορτάρες πάνωθε είν’ δώδεκα αγγέλοι.σ’ αυτές τις πύλες φαίνονται ονόματα γραμμένα, |
1375 |
1380 |
των δώδεκα γιων και φυλών απ’ του Ισραήλ το έθνος:Τρεις πύλες ανατολικά κι από βορρά τρεις πύλεςκαι τρεις πορτάρες νότια, τρεις πύλες κι απ’ τη δύση.Το τείχος δε της πόλεως δώδεκα ’χε θεμέλιακι ήταν γραμμένα δώδεκα ονόματα επάνω, |
1380 |
1385 |
ονόματα των δώδεκα απόστολων τ’ Αρνίου.Κι εκείνος που μου μίλησε για μέτρο-του κρατούσεκαλάμι-χρυσοκάλαμο, έτσι για να μετρήσειτην πόλη και τις πύλες της, μα και αυτής το τείχος.Η πόλη ’ναι τετράγωνη, ίδιο μήκος και πλάτος. |
1385 |
1390 |
Με το καλάμι μέτρησε τούτη την πολιτεία.και τηνε βρήκε στάδια, ναι, δώδεκα χιλιάδες.τα τρία είναι ισομερή: μήκος, πλάτος και ύψος.Μετά, το τείχος μέτρησε, το βρήκε ότι είναιεκατόν τεσσαράκοντα και τέσσερις, ναι, πήχες, |
1390 |
1395 |
στα μέτρα τα ανθρώπινα, που ’ναι μέτρα αγγέλου.Το τείχος δε δομήθηκε με πολυτίμους λίθους[7]κι ολούθε η πόλη έλαμπε ατόφιο χρυσάφι,όμοιο με καθαρό γυαλί. Τα ’χει η πόλη όλα |
1395 |
1400 |
του τείχους τα θεμέλια φτιαγμένα από πετράδιαπολύτιμα και ακριβά: πρώτος θεμέλιος λίθοςτέθηκε από ίασπη, από ζαφείρι ο άλλος,κι ο τρίτος χαλκηδόνιο κι ο τέταρτος σμαράγδι,πέμπτος από σαρδόνυχα, και σάρδιο ο έκτος, |
1400 |
1405 |
ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βηρύλλος,από τοπάζι ο ένατος, χρυσόπρασος ο δέκα,ο ένδεκα υάκινθος, αμέθυστος ο άλλος.Μαργαριτάρια δώδεκα, οι δώδεκα πορτάρες.κάθε πορτάρα ήτανε μαργαριτοφτιαγμένη. |
1405 |
1410 |
Σαν πεντακάθαρο γυαλί από χρυσάφι ατόφιοήταν *[μπροστά σου θαυμαστή]* της πόλης η πλατεία.Κι όμως δεν είδα έναν ναό μέσα σ’ αυτή την πόλη.γιατί ο Κύριος ο θεός – θεός ο παντοκράτωρ,και το Αρνίο, βέβαια, είν’ ο ναός της πόλης. |
1410 |
1415 |
Κι η πόλη δεν χρειάζεται ήλιο ούτε σελήνηγια να τηνε φωτίζουνε. γιατί τηνε φωτίζειμόνον η δόξα του Θεού, που ’χει λύχνο τ’ Αρνίο.Και με το φως της πόλεως θα πορευτούν τα έθνη,κι οι βασιλείς όλης της γης θα φέρουνε σ’ εκείνη |
1415 |
1420 |
κάθε τους δόξα και τιμή. και όλες της οι πύλεςτη μέρα δεν θα κλείνουνε. εκεί δεν έχει νύχτα.εκεί μονάχα φέρνουνε τα πλούτη και τη δόξαπου ’χουν τα έθνη επί γης. Και μέσα της δεν θα ’μπειτίποτα το ακάθαρτο, μήτε κακός και ψεύτης, |
1420 |
1425 |
παρά όσοι το όνομα το έχουνε γραμμένοεις το βιβλίο της ζωής, που το Αρνί κρατάει. |
1425 |
ΚΒ
ΚΑΙ ΜΟΥ ’ΔΕΙΞΕ ο άγγελος το φοβερό ποτάμιπου ’χει το ζωντανό νερό, σαν κρύσταλλο να λάμπει,απ’ του θεού και του Αρνιού τον θρόνο ν’ αναβλύζει. |
||
1430 |
’Δώ κι απ’ εκεί του ποταμού, στη μέση της πλατείας,είναι το δέντρο της ζωής που τους καρπούς του δίνειφορές δώδεκα στη χρονιά – καρπό στον κάθε μήνα,και που τα φυλλαράκια του τα έθνη θεραπεύουν.Κατάρες κι αναθέματα εκεί πια δεν υπάρχουν, |
1430 |
1435 |
εκεί ’ναι ο θρόνος του θεού κι ο θρόνος του Αρνίου,κι οι δούλοι τον λατρεύουνε, βλέπουν το πρόσωπό του,κι έχουν το όνομα Αυτού πάνω στα μέτωπά τους.Και νύχτα δεν υπάρχει πια, ούτε κι ανάγκη λύχνου,κι ούτε χρειάζεται εκεί αχτίνων φως ηλίου, |
1435 |
1440 |
γιατί ο Κύριος, ο θεός, όλους αυτούς φωτίζει,ώστε να βασιλέψουνε αιώνες των αιώνων.Ξανά μου λέει ο άγγελος: Όλα τα λόγια τούταείναι σωστά κι αληθινά, κι ο Κύριος ο θεός μας–θεός πνευμάτων, προφητών– τον άγγελο έχει στείλει |
1440 |
1445 |
να δείξει εις τους δούλους του ταχιά το τι θα γίνει.Και να-’μαι, έρχομαι ταχιά. Μακάριος θα είναιόποιος τηρεί τα λόγια μου, μα και τις προφητείεςπου ’ναι γραμμένες καθαρά, σε τούτο το βιβλίο.Εγώ ο Ιωάννης τ’ άκουσα και τα ’δα όλα τούτα. |
1445 |
1450 |
Και τότε που τα άκουσα και τότε που τα είδα,έπεσα ’μπρός, προσκύνησα, στα πόδια του αγγέλου,που όλα τούτα μου ’δειξε. Κι εκείνος πάλι μου ’πε:Σταμάτα, μη με προσκυνάς. και σαν εσένα δούλοςείμαι κι εγώ, με τ’ άλλα σου τ’ αδέλφια – τους προφήτες, |
1450 |
1455 |
κι όσους τηρούν τα λόγια αυτά ετούτου του βιβλίου.γι’ αυτό προσκύνα τον θεό. Και ματαξαναλέγει:Να μην κρατήσεις μυστικά λόγια και προφητείες,που έχει το βιβλίο αυτό. η ώρα έχει φτάσει.Ο άδικος ας αδικεί, βρώμικος ας βρωμίζει, |
1455 |
1460 |
ο δίκαιος πάντα δίκαια να κάνει στη ζωή του,κι ο άγιος να αγιασθεί. Και να-μαι, ταχιά φτάνω,και θα κρατώ την πληρωμή να δώσω στον καθένα,σύμφωνα με τα έργα του. *[Το ξέρετε, νομίζω:]*Άλφα κι Ωμέγα είμ’ εγώ, πρώτος και τελευταίος. |
1460 |
1465 |
Σε όλα είμαι η αρχή και σ’ όλα είμαι τέλος.Μακάριοι όσοι τις τηρούν Αυτού τις εντολές του,για να μπορούν να ορίζουνε και της ζωής το δέντρο,και τις πορτάρες να διαβούν, στην πόλη για να μπούνε.Έξω θα μείνουν τα σκυλιά, οι μάγοι και οι πόρνοι, |
1465 |
1470 |
ειδωλολάτρες και φονείς κι όσοι αγαπούν το ψέμα.Εγώ ο Ιησούς τον έστειλα τον άγγελό μου τούτον,να αναγγείλει όλα αυτά μέσα στις εκκλησίες.Εγώ κρατώ απ’ τη γενιά κι απ’ του Δαβίδ τη ρίζα,είμαι το αστέρι το λαμπρό, που την αυγή ανατέλλει.
|
1470 |
1475 |
Το Πνεύμα τότε μίλησε, κι είπε μαζί κι η νύφη:Έλα. Κι εκειός που τ’ άκουσε, ας πει κι εκείνος: Έλα.Όποιος διψάει να ’ρχεται, κι όποιος θέλει, ας πάρειτζάμπα το ζωντανό νερό. – *[Το της ζωής το ύδωρ]*.Εγώ, σ’ όλους τ’ ομολογώ, που ακούν τα λόγια τούτα, |
1475 |
1480 |
τα λόγια τα προφητικά που ’ναι μέσ’ στο βιβλίο:Αν κάποιος θέλει πρόσθετα να βάλει στα γραμμένα,θα ρίξει πάνω του ο θεός τις συμφορές του όλες,που μέσα αναφέρονται σε τούτο το βιβλίο.κι αν κάποιος θέλει ν’ αφαιρεί από τις προφητείες |
1480 |
1485 |
ή κι απ’ τα λόγια που ’ναι-τα γραμμένα στο βιβλίο,θα του αφαιρέσει ο θεός το μερτικό του όλοαπό το δέντρο της ζωής, κι απ’ την αγία Πόλη.Αυτός που τα δηλώνει αυτά, λέγει: Έρχομαι τώρα.Αμήν, ναι, έλα Κύριε Ιησού. *[Τώρα, ναι, έλα]*.
|
1485 |
1490 |
Κυρίου Ιησού Χριστού η χάρη να ’ναι μ’ όλουςαυτούς που είναι άγιοι. Αμήν. *[Αμήν. Αμήν. Αμήν]*. |
1490 |
………………………….
[1] Της «εν Φιλαδελφεία Εκκλησίας»
[2] Της «εν Λαοδικεία Εκκκλησίας»
[3] κλάδος = φυλή
[4] 200.000.000 Ιππείς
[5] Ο «αριθμός του ανθρώπου» είναι: xξs΄ [666]
[6] Εννοεί «να σμίξουνε με γυναίκες»
[7]Εννοείται «Ίασπης»