Γιώργης Έξαρχος: Βλαχολογικοί ίαμβοι και ανάπαιστοι…14 / “Ο λαός υπό τω ονόματι Βλάχοι, ο λεχθείς ποτέ μεν Μπλάχοι, ποτέ δε Βούλγαροι…”
ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΒΛΑΧΟΛΟΓΙΚΟΙ ΙΑΜΒΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ … 14
ΕΔΩ τελειώνουν οι Βλαχολογικοί Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, και αναμένω την οιαδήποτε επιστημονική θέση ή τον αντίλογο, με το αποδεικτικό υλικό των πηγών τεκμηρίωσής της, και με τις στήλες της ΦΑΡΕΤΡΑΣ έτοιμες να τη φιλοξενήσουν αναφανδόν.
——————–
«Ο λαός υπό τω ονόματι Βλάχοι, ο λεχθείς ποτέ μεν Μπλάχοι, ποτέ δε Βούλγαροι…»
«Μετά δε το δεύτερον σχολείον, εις το τρίτον, θέλομεν ομιλήση και περί της αγάπης της Ελληνίδος, εν άλλοις, αποδεικνύοντες, ως και εξ ημών των Δακών, άλλοι μεν είναι παλαιοί Δάκες, άλλοι δε, Έλληνες Λακεδαίμονες· άλλοι δε, Μακεδόνες. άλλοι δε Ιταλοί, άλλοι Λατίνοι, ήτοι Ρωμαίοι, εκ των καισαρικών αποικιών, προ αψ [1800] ετών ως μαρτυρούσι τα επιγράμματα, και η λοιπή ιστορία Δακίας.»
-
«Ώστε τύραννος ην ο Ρωμύλος, πρώτον μεν τον αδελφόν ανελών, και τον μείζονα, και πράττων αλόγως τα προσπίπτοντα. Ταύτη και Κυρίνος προσηγορεύθη, οιονεί κύριος, καν Διογενιανώ, τω λεξογράφω, άλλως δοκή` ουδέ γαρ αγνοήσας ο Ρωμύλος, ή οι κατ’ αυτόν, δείκνυται κατ’ εκείνου καιρού την Ελλάδα φωνήν, την Αιολίδα, λέγω, ως φασιν ο τε Κάτων, εν τω περί Ρωμαϊκής αρχαιότητος, Βάρρων τε ο πολυμαθέστατος και των άλλων Αρκάδων εις Ιταλίαν ελθόντων ποτέ, και την Αιολίδα τοις βαρβάροις ενσπειράντων φωνήν.» (Ιωάννης Λυδός).
Η ΠΕΛΑΣΓΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΡΜΑΝΩΝ-ΒΛΑΧΩΝ
ΚΑΙ Η ΨΕΥΔΩΣ ΔΙΑΚΗΡΥΣΣΟΜΕΝΗ «ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΙΑ» ΤΟΥΣ
Με βάση τα όσα προκύπτουν από τη μελέτη των παλαιών πρωτογενών πηγών, οδηγείται κανείς σε αξιόπιστο συμπέρασμα, το οποίο είναι διαφορετικό από αυτό που είναι κυρίαρχο και αποδεκτό από την λεγόμενη «επιστημονική κοινότητα» (βλαχολόγων, φιλολόγων, ιστορικών, γλωσσολόγων κ.ά.), κι όπως ορθά έχει γράψει για τον εαυτό του ο ακαδημαϊκός Αντ. Κεραμόπουλλος, ότι και ο ίδιος διακήρυξε «ακολουθών άλλους»! Οι «ακολουθούντες άλλους» σε μια σκυταλοδρομία υιοθεσίας ατεκμηρίωτων ισχυρισμών σαν «αλήθειας», ουσιαστικά επέβαλλαν σαν αλήθεια… ισχυρισμούς και δοξασίας, πράγματα ατεκμηρίωτα και τα οποία δεν ευσταθούν…
—Δηλαδή, ποιο είναι το συμπέρασμα που βγαίνει από όλα τούτα;
—Ότι το όνομα «Βλάχος» είναι γνωστό στον Ελληνικό κόσμο από τον 13ο αιώνα π.Χ., ή αναμφίβολα από το 280 π.Χ., όταν έγινε η μετάφραση της «Π.Δ.» από τους «Εβδομήκοντα». Από εκεί και πέρα ήδη είναι με χρονολογική σειρά δοσμένη η εμφάνιση του ονόματος αυτού, και η ιστορική διαδρομή του, μέχρι και στις μέρες μας. Βέβαια, υπάρχει μια πολυωνυμία του ονόματος, η οποία έχει καταλήξει σε… Ομωνυμία!… Ας συνάγει ο καθένας τα συμπεράσματά του… Να μη διαφύγει όμως της προσοχής το γεγονός ότι «Βλάχοι Ορθόδοξοι», πάει να πει από τις ελληνικές χώρες, έχουν μετοικίσει ήδη το 1234 και έχουν εγκατασταθεί στην Τρανσυλβανία, και από τότε άρχισε να εμφανίζεται και εκεί ο όρος «Βλάχοι», ενώ στις ελληνικές χώρες ο όρος «Βλάχοι» υπάρχει ήδη από τον καιρό της ίδρυσης του οικισμού των Βλαχερνών στη Βυζαντίδα (1ο π.Χ. αιώνα), και τον καιρό της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, το 325 π.Χ., με τον Επίσκοπο Πέλλης της Συρίας Βαλλάχο, και το 1020, επί Βασιλείου του Μακεδόνος, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Ακόμα και οι «Μορλάκοι» (Βλάχοι της Δαλματίας) ήταν «Ορθόδοξοι» και η γλώσσα τους προσιδίαζε με αυτή των Αρμάνων Βλάχων των Ελληνικών χωρών, γεγονός που πάει να πει ότι κινήθηκαν βορειότερα μετακινούμενοι εκεί στους ιστορικούς χρόνους από τις ελληνικές χώρες και κοιτίδες τους.
Βέβαια, τις –κατά καιρούς– εκφρασμένες απόψεις, από διάφορους, για την φυλετική προέλευση των Βλάχων και την προέλευση του ονόματός τους, τις έχω ήδη παρουσιάσει αναλυτικά, σχεδόν στο σύνολό τους, οπότε δεν χρειάζεται να τις επαναλάβω και πάλι.
Πρέπει, όμως, να μη ξεχνούμε κάτι:
Οι εν Ελλάδι Βλάχοι οφείλουν το όνομά τους στον όρο Δράκος / Δράκοι. Ως γιγαντόσωμοι πολεμιστές και ορεσίβιοι Πελασγοί στα Θεσσαλικά βουνά, τα οποία είναι η κοιτίδα τους, και που φάνταζαν για τους αλλους ΔΡΑΚΟΙ! Η τροπή και η εξέλιξη στην πελασγο-αιολική διάλεκτο κάνει αυτή τη λέξη Δράκος/Δράκοι à Βλάχος/Βλάχοι! Έτσι τους ονόμασαν οι άλλοι. Ο όρος Δράκοι, με τροπή και εξέλιξη, έγινε: Δράκοι à Βράκοι à Βράχοι à Βλάχοι ή Δράκοι à Βράκοι à Βλάκοι à Βλάχοι! Η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί τον όρο Βράκοι (αντί Βλάχοι, στην α’ έκδοση της Αλεξιάδος), και ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης πάλι, πολύ πιο ξεκάθαρα, αργότερα, τους όρους Βράχοι και Βλάκοι (για τους Βλάχους)! Τουτοι οι ετεροπροσδιοριζόμενοι Δράκοι / Βράκοι / Βράχοι / Βλάκοι / Βλάχοι Πελασγοί ίδρυσαν αποικίες σε όλον τον γνωστό αρχαίο κόσμο, όπως καταδεικνύεται από τις πηγές (χωρία, εδάφια, κεφάλαια) και τους χρονολογικούς πίνακες που κατέθεσα, και άφησαν σημάδια της γλώσσας τους και των εθίμων τους παντού. Για τη γλώσσα, σχετικοί Πίνακες με Λεξιλόγια αποδεικνύουν του λόγου μου το αλήθές. Επιπρόσθετα, η Επιτύμβια Στήλη των Καμινίων Λήμνου, έτους 510 π.Χ., με κείμενα γραμμένα σε Πελασγική Γλώσσα, με Πελασγικά Γράμματα, πείθει με την ανάγνωση των κειμένων με βάση την αρμάνικη – βλάχικη γλώσσα, ότι αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία και απόδειξη για το πώς και το γιατί οι Αρμάνοι Βλάχοι είναι απομεινάρια των Πελασγών!
Οι ίδιοι όμως, από τότε έως και σήμερα αυτοπροσδιορίζονται ως Αρμάνοι. Η λ. «ΑΡΜΑΝ (Αρμάν) σημαίνει τον πόλεμον τη των Φρύγων διαλέκτω, ως φησί Παλαμήδης ιστορικός ο την κωμικήν λέξιν συναγαγών· Μεθόδιος, ή τον ιππόθορον, ην άδουσι Φρύγες εποχούμενοι ίπποις.» (Pavli Ernesti Iablonskii Opvscvla, Tomus Tritvs, Edidit Atqve Animadversiones Adiecit Iona Gvilielmvs Te Water, Lvgdvni Batavorvm, Apud A. et I. Honkoop, MDCCCIX [1809], σ. 76). Αλλά και ο γενάρχης των Δαναών, ο Δαναός, είχε και το όνομα Αρμαΐς ή Αρμαΐν, που σημαίνει Έρμων, Ερμής, από το οποίο θα μπορούσε να έχει προκύψει: Αρμαΐν à Αρμấν ή και Αρμαΐνος à Αρμấνος à Αρμάνος! Ή από την Εβραϊκή πόλη Αρίμανον, της οποίας οι κάτοικοι θα ήταν Αρίμανοι à Αριμάνοι à Αρμάνοι! Ή θα μπορούσε να προκύψει από το όνομα του βασιλιά των Πελασγών Έρμων à Άρμων à Άρμαν à Αρμấν ή από το όνομα ιερού του Διός Χάρμων à γεν. Χάρμωνος à ον. πλ. Χάρμωνοι à Χάρμανοι à Άρμανοι à Αρμάνοι à Αρμấνjι! Ή από το όνομα της πόλης Αρμένη ή Αρμήνη της Παφλαγονίας. Η από την πόλη Υρμίνη ή Ορμίνα της Ηλέίας. Οι Έλληνες ονόμαζαν την Ελλάδα –μαρτυρία του 9ου αιώνα– με το όνομα Αρμανία! Το χωριό Αρμένι στον Όλυμπο της Βιθυνίας και το χωριό Αρμένε στη νότια Εύβοια ήταν βλαχοχώρια. Το όνομα Ερμάν θα μπορούσε να δώσει τη λ. Αρμấν. Το όνομα Αρμấν θα μπορούσε να προκύψει και από τις λέξεις: «αράμενοι = αλαζόνες, καυχησιάρηδες» και «Αρειμάνιος = ο εν τω Άρει μαινόμενος» ή «Αριμάνιος = Θεός παρ’ Αιγυπτίοις». Η Άννα Κομνηνή τους επισημαίνει: «των ορεινοτέρων μερών άνδρες τολμητίαι και Αρειμάνιοι». Ο Ιωάννης Τζέτζης παρατηρεί: «Δαλμάται Αρμένοι είναι μοι δοκούσι και Φρύγες»! Ή, ότι… οι ξανθοί είναι το «αρειμάνιον γένος»! Στους Αρμάνους οφείλει το όνομά του το Θεσσαλικό χωριό Αραμηνόν ή και Αραμενόν. Στην Κύπρο συναντούμε ανδρικό όνομα –τον 14ο με 15ο αιώνα– ως «Αρμανός Τουκέτ ο βαχλιώτης»! Αργότερα, τον 17ο αιώνα, ένας περιηγητής αναφέρει, μεταξύ Ελλάδας και Μακεδονίας, την χώρα «Armenia», δίνοντας τις χώρες της Χερσονήσου στη σειρά: «Valacchia, Transilvania, Ungheria, Grecia, Armenia, Macedonia, Bulgaria, Albania». Από το όνομα Έρμενος, ενός Τελχίνα της Πελοποννησιακής Συκιώνος, θα μπορούσε να προκύψει το Αρμάνος. Ακόμα, τα «Σαρματικά έθνη ήταν οι Αλανοί Σκύθες, οι Ιαξάρται, οι Οργασοί και οι Σάκαι – ήτοι οι Σκύθες που «οι παλαιοί Αριμενίους εκάλουν». Υπάρχει και ο Αριμάνης, που εκπροσωπεί το πνεύμα του σκότους, που θα μπορούσε να δώσει τη λ. Αρμάνος! Υπήρξε ηγεμόνας των Βρούσκων ονόματι «Αρμίνιος», που εύκολα δίνει τη λ. Αρμấν!
Οι ορεσίβιοι μεγαλόσωμοι Πελασγοί, όντες πολεμικοί, ονομάζονταν Αρμάν (Αρμấν), ή Αρειμάνιοι («εν τω Άρει μαινόμενοι»), δηλ. Αρμάνοι, πάει να πει πολεμιστές, πολέμαρχοι, ότι ήταν ο πιο σπουδαίος ομόφυλός τους Αχιλλέας ο Πελασγός. Οι Πελασγοί Αρμάνοι, που φάνταζαν στους άλλους σαν… δράκοι, ονομάστηκαν Δράκοι à Βράκοι ή Βλάκοι, από όπου προέκυψε το όνομα Βλάχοι, όντες γνήσιοι απόγονοι (απομεινάρια) των Πελασγών. Αυτό έμαθαν από τους ίδιους οι διαβάντες τον Δούναβοι Σλάβοι, κατά το 860 μ.Χ., και τους ονόμασαν Βλάχους (Vlochs): «Le nom de Vlochs [Βλάχοι] etait donne par les Slaves aux peoples Celtes et Pelasgiques»! Διότι και οι Κέλτες (Γαλάτες) ήταν και αυτοί μεγαλόσωμοι, όπως οι Πελασγοί – Έλληνες Αρμάνοι. Τούτοι έχουν κοιτίδα τη Θεσσαλία και την Πίνδο, και διεσπάρησαν με τους αποικισμούς και τους εποικισμούς σε όλη την οικουμένη. Και διέδωσαν παντού την γλώσσα τους, σπαράγματα της οποίας σώζονται στους σύγχρονους λαούς που κατοικούν στις χώρες από τους στύλους του Ηρακλή στον Ατλαντικό μέχρι τους στύλους του Διόνυσου στον Γάγγη και στην Ινδία! Αυτό αποδεικνύουν τα ιστορικά και γλωσσικά στοιχεία που καταθέσαμε.
————————
*Γιώργης Σ. Έξαρχος / Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ
Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ
———————-
Το ότι οι Αρμάνοι Βλάχοι είναι απόγονοι των Πελασγών το πιστοποιούν και τα εξής εθιμικά στοιχεία, που ευθύς παρουσιάζω.
-
Πâλâρίε (έναρθρο: Πâλâρία): Καλοκαγαθία! Πρόκειται για δωρεάν διανομή βρασμένου σιταριού στον κόσμο σε ναούς, ημέρα Σάββατο ή Κυριακή ή σε εορταστική ημέρα (με τα περίφημα «υψώματα»), «για το καλό»! Δηλ. είναι Μπâρτσâτούρι (= Μοιράσματα, δωρεάν διανομή), με κόλυβα, πίτες, γλυκίσματα κ.ά., που αποτελούσαν και αποτελούν έως και σήμερα τρόπο απόδειξης της καλοκαγαθίας των Αρμάνων – Βλάχων («τρα σâ σι-άφλâ τρâ σούφλιτι» – «για να βρίσκεται για τις ψυχές»), και είναι –αναμφίβολα– έθιμο και παράδοση που κρατάει από τα αρχαία χρόνια του πρόγονού τους Πελασγού! Είναι η αρχαιοελληνική Πελωρία ή τα Πελώρια!
—Τι ήταν η Πελωρία, ή τα Πελώρια;
—Να τι γράφει ένα σχετικό λεξικό:
«Πελώρια (Peloria), εορτή των Θετταλών, πανηγυριζομένη κατ’ έτος εις τιμήν του Πελώρου εξ αιτίας τοιαύτης. Επί της βασιλείας του Πελασγού εσχίσθησαν από μέγαν σεισμόν τα Θεσσαλικά Τέμπη, και έρρευσαν τα ύδατα, τα οποία εσκέπαζον πολύ μέρος εκείνης της χώρας, και εκ τούτου ανεφάνησαν πεδιάδες ωραιόταται και πολλά επιτήδειοι εις γεωργίαν. Ταύτην την αγαθήν αγγελίαν έφερε πρώτος χωρικός τις εις τον Πελασγόν, καθ’ ον καιρόν επανηγύριζεν εορτήν εις τον Δία. Ο δε Πελασγός περιχαρής γενόμενος διά το τοιούτον αγαθόν μήνυμα, εδεξιώθη μεγάλως τον Πέλωρον, τιμήσας αυτόν με άλλα πολλά δώρα, και προσέτι με πλουσίαν και πολυτελή τράπεζαν, εις την οποίαν υπηρέτησεν αυτός και οι αξιωματικοί του. Οι δε Θετταλοί πανηγυρίζοντες και εις το εξής ταύτην την εορτήν εις τιμήν του Πελώρου, έκαμνον λαμπράν και κοινήν ευωχίαν, εις την οποίαν, κατά μίμησιν του Πελασγού και των αξιωματικών του, εγίνοντο οι κύριοι υπηρέται των δούλων.» (Λεξικόν Ιστορικομυθικόν και Γεωγραφικόν, Συντεθέν υπό Δανιήλου Δημητρίου Μάγνητος, του εκ του Πηλίου όρους κωμοπόλεως Αγίου Λαυρεντίου, Εις χρήσιν της Ελληνικής Νεολαίας, Εν Βενετία, Εκ της Ελληνικής Τυπογραφίας Φραγκίσκου Ανδρεώδα, 1834, σ. 512. Βλ. και Fasti Hellenici: The civil and literary chronology of Greece, from…, by Henry Fynes Clinton…, Vol. I, Oxford MDCCCXXX IV [1834], σ. 17).
Λόγω του ότι ο Αθήναιος (170-230 μ.Χ.) σχετίζει τα Πελώρια με τα Σατουρνάλια, να πούμε δυο λόγια για το τι ακριβώς ήταν αυτή η γιορτή:
«Ρωμαϊκή εορτή προς τιμήν του θεού Σατούρνου (Saturnus), ο οποίος ταυτίζεται με τον ελληνικό θεό Κρόνο και αντιστοιχεί με την ελληνική γιορτή των Κρονίων. Ο Κρόνος ήταν ο θεός της σποράς και τον τιμούσαν μετά τη λήξη της περιόδου της σποράς του σίτου. Ο εορτασμός άρχιζε κάθε χρόνο στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσε επτά ημέρες. Πολλά από τα έθιμα των Σατουρναλίων επιζούν μέχρι σήμερα.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις των Σατουρναλίων ξεκινούσαν με θυσία που ο δήμος προσέφερε στον θεό και τελούσε μπροστά στον ναό του. Μετά τη θυσία ακολουθούσε κοινό γεύμα για όλους τους πολίτες, με δημόσια δαπάνη. Κατά την ημέρα αυτή, αλλά και τις τρεις επόμενες, τα δικαστήρια και τα σχολεία παρέμεναν κλειστά.
Για να μνημονευθεί, μάλιστα, η εποχή του χρυσού αιώνα της βασιλείας του Κρόνου (προτού τον εκθρονίσει ο γιος του Ζευς), κατά την οποία μεταξύ των ανθρώπων επικρατούσαν ευδαιμονία και ελευθερία, επέτρεπαν στους δούλους να συμπεριφέρονται ως ελεύθεροι. Οι Ρωμαίοι οικοδεσπότες αντάλλασσαν τους ρόλους με τους δούλους τους και προσέφεραν σε αυτούς κάθε εξυπηρέτηση.
Κατά τις ημέρες των Σατουρναλίων αναστελλόταν η απαγόρευση των τυχερών παιχνιδιών. Οργανώνονταν πλούσια συμπόσια, σε καθένα από τα οποία εκλεγόταν από τους συνδαιτημόνες ένας βασιλιάς (satur-nalicius princeps), στα προστάγματα του οποίου όφειλαν να υπακούουν όλοι οι συμπότες.
Κατά την 21η και την 22α Δεκεμβρίου γινόταν αγορά, στην οποία πωλούσαν αγαλματίδια που ονομάζονταν σιγιλάρια (sigillaria). Σύμφωνα με το έθιμο, οι εορτάζοντες έπρεπε να αγοράζουν τέτοια αγαλματάκια και να τα προσφέρουν στους γνωστούς και φίλους τους, ευχόμενοι “Bona Saturnalia”. Οι πλούσιοι μοίραζαν στους φτωχούς γενναία χρηματικά βοηθήματα. Μεταξύ των δώρων ήταν και λαμπάδες, επειδή, όπως πίστευαν, το φως τους ενίσχυε το φως τού ηλίου, το οποίο ελαττωνόταν την εποχή αυτή.
Τα Σατουρνάλια διατηρήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα, οπότε καταργήθηκαν υπό την επίδραση του Χριστιανισμού. Ωστόσο, πολλά από τα έθιμά τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαιξία κ.ο.κ.) διατηρήθηκαν και μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς.
Τις περισσότερες πληροφορίες για τις τελετές των Σατουρναλίων μνημονεύει ο Λατίνος συγγραφέας του 5ου μ.Χ. αιώνα Μακρόβιος στο έργο του “Saturnalia”» (http://www.sansimera.gr/articles/1029#ixzz4AWfz Pgyn).
Τα Πελώρια οι Θεσσαλοί τα γιόρταζαν κάθε χρόνο την εποχή του θερισμού, συμμετείχε πάνδημος ο λαός, και κατ’ αυτήν συνυπήρχαν πολίτες και δούλοι, εντόπιοι και ξένοι, όλοι παρακαθήμενοι σε μεγάλα κοινά τραπέζια. Οι Αρμάνοι Βλάχοι διασώζουν τα Πελώρια ή την Πελωρία ως Πâλâρίε (έναρθρο: Πâλâρία): Καλοκαγαθία! Τούτο πάει να πει ότι, αν και οι Αρμάνοι έχουν κοιτίδα τους τα όρη, είναι από παλαιά ριζωμένοι και στις πεδιάδες και, ακόμα, ότι η Θεσσαλία είναι η κύρια κοιτίδα τους και ο χώρος εθνογένεσής τους.
-
«Μι πâτιτζάι τζούâ ντι Πάσhτι! Μι αφλάι τζούâ ντι Πάσhτι!» («Βαπτίστηκα μέρα Πασχαλιάς! Γεννήθηκα μέρα του Πάσχα!»). Πρόκειται για παροιμιώδη φράση, σχετιζόμενη με την καλοτυχία! Είναι απομεινάρι παλαιότατο, από τα χρόνια του εκχριστιανισμού των Αρμάνων Βλάχων, γύρω στον 3ο με 4ο μ.Χ. αιώνα, όταν η βάπτιση –σύμφωνα με το έθιμο– γινόταν μαζικά μέρα του Πάσχα!
—Πώς αποδεικνύεται αυτό;
—Να τι γράφει ο Σωκράτης Σχολαστικός (380-440 μ.Χ.), σχετικά με το έθιμο αυτό των Θεσσαλών:
«Φυάσσεται δε τούτο το έθος Θεσσαλονίκη και αυτή Μακεδονία, και Ελλάδι· και άλλο δε έθος εν Θεσσαλία οίδα γινόμενον· εν ταις ημέραις του Πάσχα μόνον βαπτίζουσι· διό σφόδρα πλην ολίγων, οι λοιποί μη βαπτισθέντες αποθνέσκουσιν· εν Αντιοχεία δε της Συρίας, η Εκκλησία αντίστροφον έχει την θέσιν· ου γαρ προς ανατολάς το θυσιαστήριον, αλλά προς δύσιν ορά· εν Ελλάδι δε και Ιεροσολύμοις, και Θεσσαλία τους εν ταις λυχναψίαις ευχάς, παραπλησίους ποιούνται».
Ώστε, το «Μι πâτιτζάι τζούâ ντι Πάσhτι!» «Βαπτίστηκα μέρα Πασχαλιάς!», κρατάει στους Αρμάνους Βλάχους της Θεσσαλίας τουλάχιστον από τον 3ο με 4ο μ.Χ. αιώνα!
-
«Παρμίθχι μπούνα!»: «Καλά μυαλά!», «Καλή παραμυθία!» Πρόκειται για ωραιότερη ευχή που δίνεται σε νιόνυμφους ή νιόγαμπρους, μετά την στέψη.
Αποτελεί και αυτό μια ένδειξη τιμής των Αρμάνων Βλάχων σε έναν μεγάλο Πελασγό πρόγονό τους, τον Προμηθέα! Η λ. δίνεται από τον Γεώργιο Σύγκελλο (τέλη 8ου αι. – 810): «προμηθία γαρ εστιν ανθρώποις ο νους».
Μιας και το έφερε η κουβέντα σε λέξεις «βυζαντινές» που τις έχει η αρμάνικη βλάχικη γλώσσα, ας δώσω εδώ αλφαβητικά όσες έχω πρόχειρα –από διάφορες πηγές– καταγράψει:
ΛΕΞΕΙΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ – ΒΛΑΧΙΚΕΣ
*STA: ίσταται – βλχ. στάου: ίσταμαι, στέκομαι, στα: στέκεται
*TORNA MINA: και ανθυποστρέφουσιν ωσανεί κατά των εναντίων à βλχ. τοάρνâ μấνα/μίνα: γύρνα το χέρι *αΐτης: φίλος à βλχ. αΐτσhιου: φίλος, συμπάθειά μου *αλβάτοι: οιονεί λευκοί à βλχ. άλμπι/άλγκι: άσπροι, λευκοί *αμάλη: λέγεται το χερόβολον των σταχύων à βλχ. αμάλâ: πλήθος *απαλαρίαν (επουλαρίαν): ευωχία (επούλας γαρ τας ευωχίας Ρωμαίοις έθος καλείν) à βλχ. πâλâρίε: καλοκαγαθία *αρήναν: γίνωσκε την άμμον ονομάζειν à βλχ. αρίνâ: άμμος *αρματούρα: στράτευμα εξοπλισμένων à βλχ. αρμάτâ: εξοπλισμός, αρματωσιά, συνολική ενδυμασία *αυλών: στενός τόπος à βλχ. αβλâγấ: αυλαγάς, στενός ή μικρός τόπος *βάλαν: φαλιόν καλούσιν, ίππον όλον μεν το σώμα φαιός ην, το μέτωπον δε άπαν εκ κεφαλής άχρι ες ρίνας λευκός à βλχ. μπάλjιου: ζώο (ίππος ή αίγα) μαύρου τριχώματος στο σώμα, με λευκό το κεφάλι από το μέτωπο μέχρι τη μύτη *βάρρων: ο κατά μεν Φοίνικας Ιουδαίος, κατά δε Κέλτας ανδρείος à βλχ. μπούρα: ανδρείος *βέδυ: εστιν η υγρά ουσία à βλχ. ούντου & ουντάτου: βρεγμένος, υγραμένος – «Βέδυ μεν γαρ τους Φρύγας το ύδωρ φησί καλείν· καθό και Ορφεύς» [«Και Βέδυ Νυμφάων καταλείβεται αγλαόν ύδωρ»] *βένετον: οι Ρωμαίοι το παρ’ ημίν καλλάϊνον χρώμα προσαγορεύουσιν (βενέτους επιχωρίους καλούσι – σιδηροβάφους) àβλχ. βίνjιτου: γαλάζιο, βένετο *βέντος: άνεμος Λατίνων φωνή à βλχ. βίντου {vintu}/βιμτου: άνεμος, «αέρας» *βίκηδας: γειτονείαι (γοτθ.) à βλχ. βιτσίνjι: γείτονες *βίριδες: οιονεί ανθηροί· πρασίνους δε αυτούς νυν προσαγορεύουσι à βλχ. βέρτζι: πράσινοι και βιρντιάτσâ: πρασινάδα *βόνα αμόρε: καλήν αγάπην (γοτθ.) à βλχ. μπούνâ βριάρι: καλή αγάπη *βόνα ώρα: καλή ώρα (γοτθ). à βλχ. μπούνâ οάρâ: καλή ώρα βόνα: ὃ ἑρμηνεύεται “καλόν” (γλώσσα Σκλάβων) à βλχ. μπούνου: καλός, μπόυνâ: καλή *βόνας: καλαί (γοτθ.) à βλχ. μπούνι: καλές *βρούτον: μωρόν επεχωρίαζον Ιταλοί το πάλαι από της βαρύτητος των φρενώνà βλχ. βρούτου: αγαπητός, αγαπημένος *γάνος: νυν το ύδωρι αλλαχού δε το γάλα και η χαρά à βλχ. γάρου: γάρος, άλμη από γάλα για συντήρηση του τυριού *γάρος: σηπεδών à βλχ. γάρου: άλμη, αλμύρα, γάρος *γρουνός: κορμός, πλοίον à βλχ. γρούνjιου ή γκρούνjιου: πηγούνι *Δάδα στους Τρώες: «μητέρα»à βλχ. ντάντâ: μάνα, μητέρα) *δάνος: δώρον àβλχ. ντούνâ και δοάρâ: δώρο *Δεκανοί: οι ραβδούχοι κατά Ρωμαίους à βλχ. δέκανου: ράβδος στην οποία οι ποιμένες σημείωναν με χαρακιές τις ποσότητες του ημερήσιου γάλατος που άρμεγαν και πουλούσαν στους εμπόρους. Ακόμα λέγονται οι φράσεις: «Δέκανλου βα-τσ’ λjιά-ου;», «Νjι ντάϊ δέκανλου»! *δέους, δέους: Θεός, Θεός à βλχ. Ντουμνιτζấου: Θεός *Είο: σημαίνει το εαυτού· έστι γαρ εμού, σου à βλχ. ίο ή ιό: εγώ *έννυν: τον ενιαυτόν Έλληνες à βλχ. άνου: έτος, ενιαυτός *ζάκοτος: άγαν οργίλος à βλχ. ζâκούτου: οργισμένος *ζαρκουλά: «το της κεφαλής κάλυμμα, ο εις την κοινήν γλώτταν Ρωμαίων ζαρκουλάν λέγουσι» à βλχ. ζâρκούλου: η μακριά ποιμενική κάπα *καβαλίνα: η κοπρία λέγεται à βλχ. καβαλίνâ: η κοπριά των μεγάλων ζώων (ίππων κ.λπ.), και με ανασυλλαβισμό προέκυψε η λ. μπάλικâ: η κοπριά των μικρών ζώων (αιγοπροβάτων) και των όνων *καλάνδαι: παρά δε Έλλησι νουμηνία à βλχ. κόλιντι/κόλιντρι: κάλαντα *καλαύρωψ: ράβδος εστί ποιμενική μικρόν εκατέρωθεν υπόσκαμβος, ην αφιώσιν επί τα από της αγέλης αποσκιρτώντα à βλχ. κâρλίγκου: ποιμενική ράβδος, κλίτσα και κâρλιμπάνâ: το σχήματος πλαγίου S τμήμα της άκρης της ποιμενικής ράβδου με το οποίο οι ποιμένες συλλαμβάνουν τα αποσκιρτώντα από την αγέλη ζώα *κάσας: οικίας à βλχ. κάσâ: οικία, σπίτι (γλώσσα Σκλάβων) *κατούνα: tentorium à βλχ. κατούνâ ή κâτούνâ: καλυβοοικισμός, οικισμός με σκηνές/τέντες, «στρατόπεδον» *κλάβον: τον οίακα καλούσιν à γκλάβâ: κεφαλή (ως οικία του νου) *κολόταν πρετζεφέρε à βλχ. είναι φράση στα βλάχικα, που σημαίνει: «γιατί όταν τυρί φέρεις» (Μ 252) *κομβέντον: συνέλευσιν à βλχ. κουβέντâ: συνέλευση συζητήσεων *Κορβίνος: όνομα που οφείλεται στο κοράκι οικόσημου (corvus: λατιν. κοράκι) à βλχ. κόρμπου (corbu): κοράκι, μαύρος, δόλιος, και είναι γνωστό στον Ασπροπόταμο το «γεφύρι του Κόρμπου» ή «του Κοράκου το γεφύρι» *κορδόκουβας: το δ’ όνομα η Ελλήνων γλώσσα εις λάχανον, εκλαμβάνει, και Λαχανάς εντεύθεν φημίζεται à βλχ. κουρκουμπέτâ: κολοκύθι, και κουτσhιάνου: λάχανο *κόρη: κυρίως η καθαρά και παρθένος· η εύμορφος, κατά Μολοσσούς à βλχ. κούρου: καθαρίζω και κουράτου: καθαρισμένος και καθαρός *κόρτη: αυλή à βλχ. κούρτε: αυλή, αυλαγάς *κράσσος: ο παχύς το σώμα à βλχ. γκράσου: ο παχύς στο σώμα, ο ευτραφής και λιπώδης *λάε: εκ της ετυμολογίας σαφή παρίστησι την φωνήν, επεί αλαός έστιν ο μη βλέπων το φως· ή ότι λάειν το απολαυστικώς έχειν εστίν, όπερ δείκνυσιν εμφατικωτέραν διάθεσιν à βλχ: λάιου (αρ.) και λάε (θηλ.): μαύρος, μαύρη, ο/η μη βλέπων/βλέπουσα το φως και που ζει μες στο σκοτάδι *Λογγιβάρδοι: «λόγγη γαρ το μέγα, βάρβα δε το γένειον» à βλχ. λούγκâ: μεγάλη, μακριά, και μπάρμπâ: γένια, γενιάδα *λώπτω: το πηδώ à βλχ. λούπτου, αλούπτου, αλούμτου: αγωνίζομαι, παλεύω, καταπιάνομαι *μόρος: θάνατος à βλχ. μόρου: πεθαίνω, μοάρτε & μόρα: θάνατος *νάσων: ο εύρινος à βλχ. νάσου: η μύτη, η ρίνα *νάω: ρέω à βλχ. νάρι: ρουθούνι, και κατ’ επέκταση: ρίνα, μύτη *νέπωτας: τους εγγόνους και τους ασώτους ομωνύμως καλούσιν à βλχ. νεπότου/νιπότου: εγγονός, ανεψιός *νερίνη: η ανδρία εστί à βλχ. νâρâΐρι: ανδρεία *νέρων: ο ισχυρός à βλχ. νâρâΐτου: ο ανδρείος, ο υπερηφανευόμενος *ολλάρια: ως αν Λατίνος τις φήσοι, επωνόμασται· δύναται δε τούτο τη Ελλήνων φωνή χυτροπώλια à βλχ. οάλâ: χύτρα, πήλινο αγγείο, ολαρίε: εργαστήριο κατασκευής πήλινων αγγείων, χυτροπωλείο *παγανοὶ: (τῇ τῶν Σκλάβων διαλέκτῳ) “ἀβάπτιστοι” ἑρμηνεύονται à βλχ. πâγκấνου: ακάθαρτος, πâγκâνâτάτε: ακαθαρσία *πάκεν: την ειρήνην τη Λατίνων καλούσι φωνή à (ρουμανιστί) πάτσhιε: ειρήνη *παρατούρα: οιονεί στολή επίσημος à βλχ. απâρâτούρâ: προστασία, προστατευτικό κάλυμμα (Μ 79) *πεκουνίαι: τα χρήματα καλούσι à βλχ. πικούλjιου: ταμείο, χρήματα *πήναις: ατράκτοις, νήμασι, παρά το πένω, το ενεργώ. πίννα δε το ζώον παρά το πίνος, ο σημαίνει ρύπον à βλχ. πίνου ή ουσấκου: ρύπος των ερίων *πόντην: οι Ρωμαίοι την γέφυραν καλούσι à βλχ. πούντε/πούντι: γέφυρα *πόντην: την γέφυραν Ρωμαίοι τη Λατίνων φωνή καλούσιν à βλχ. πούντε/πούντι: γέφυρα *ποντίλια: τα γεφύρια ξύλα à βλχ. ποντίκâ: η γεφυρούλα, πόντâ: η μόνη *πόρκος: ζώον Ίστρου τετρασκελές à βλχ. πόρκου: χοίρος, γουρούνι *πρετζέ κατζέ τρεκάρε: [«»] à βλχ. είναι φράση στα βλάχικα, που σημαίνει: «σε τι, γιατί πέρασμα» (Μ 252) *προμηθία: εστιν ανθρώποις ο νους à βλχ. πâρμίθχιε ή πρâμίθχιε μπούνâ: «καλά μυαλά», «καλή παραμυθία», ως ευχή σε νεόνυμφους *ρηξ: άρχων, καλείν οίδεν η Λατίνων φωνή à βλχ. ρήγα/ρίγα: βασιλιάς, ρήγας *ρίπα: η όχθη τη Λατίνων καλείται φωνή à βλχ. αρίπâ: πλευρά πτηνών, φτερούγα *ρούσιοι: πυρί διά το χρώμα à βλχ. ρούσhι/αρούσhι: ξανθοί, ξανθό-μαλλοι, ρούσοι *ρουσσάτοι: οιονεί ερυθροί à βλχ. ρόσhι/αρόσhι: κόκκινοι, ερυθροί *σάρκινα: το άχθος καλείται à βλχ. σάρτσhινâ: βάρος, εγκυμοσύνη *σατούραν: επί δε των ευωχιών à βλχ. σâτουράρε: χόρταση, σâτούλâ: χορτάτη *σέλλαν: καθέδρα à βλχ. σεάουâ/σέλâ: σέλα, κάθισμα *σκίπων: η βακτηρία à βλχ. σhκόπου: βακτηρία, ράβδος, ραβδί *σκουτάτους: αντί του ασπιδιώτας à βλχ. σκούτικου: είδος σφιχτο-ϋφασμένου προστατευτικού υφάσματος (σκουτί), και «ασπίδα» *σκυλλόμαγγος: mango canum: mango κυνοτρόφος à βλχ. μâκάρε ή μâγκάρε ντι κấνjι: σκυλοτροφή *σόλιον: ωνόμαζον αντί του σελλίον à βλχ. σόλjιου: κύκλος *σπάθαις: κώπαις à βλχ. σπάτâ: χτένι αργαλειού *στράτα: η εστρωμένη οδός Λατίνων καλείται φωνή à βλχ. στράτâ: στράτα, δρόμος *συγγουλάριον: τον μονήρη Ιταλοίς έθος καλείν à βλχ. σίγκουρου: μόνος, σιγκουράρου: μονήρης, μοναχικός *ταμπάριον, ταππάριον, ταββάριον, μπαμπάριον, μαππάριον, ομφίκιον, οφφίκιον, ιταλικά tabarro, penula, chlamys, δηλ. ταμπάριον: τη μεν χλαμύδι του σώματος περιείλησε τον λύγον // τω μεν ταμπαρίω του σώ-ματος περιείλησε τον λύγον à βλχ. τâμπάρε, έναρθρο τâμπάρια: είδος μεγάλης κάπας των ποιμένων, για κάλυψη του σώματος στις κρύες νύχτες, γι’ αυτό είχε μεγαλύτερο φάρδος και μήκος *τέντα: σκηνή à βλχ. τέντâ: σκηνή, και η μεγάλη φλοκάτη με την οποία καλύπτονταν τις νύχτες του χειμώνα όλα τα μέλη της οικογένειας *τερβουνία: τῇ τῶν Σκλάβων διαλέκτῳ ἑρμηνεύεται “ἰσχυρὸς τόπος” à βλχ. τσάρâ μπούνâ: τόπος καλός, “τόπος ισχυρός” *τζελνίκος: λέγεται ο στρατηγός τη των Βουλγάρων διαλέκτω à βλχ. τσhιέλνικου: τσέλιγκας, αρχηγός πατριάς *τόγα: οιονεί σκέπασμα à βλχ. ντοάγκâ: σκέπασμα (σκέπασμα χωρίς φλόκια) *τόρμα: χάραγμα à βλχ. ούρμâ: ίχνος, χάραγμα, κυρίως ίχνη από πατημασιές *φακίης: κατ’ αυτούς η όψις λέγεται à βλχ. φάτσâ: η όψη, το πρόσωπο *φαμίλιας : οικογενείας – βλχ. φâμιάλjι και φουμεάλjι: οικογένεια *φαμούλους: ότι φάμις ο λιμός προσαγορεύεται à βλχ. φοάμι: πείνα, λιμός *φίτυς: η γέννησις και ο γεννήτης à βλχ. φιτάρε ή φετάρε: γέννα, γέννηση *φιτύω: γεννώ à βλχ. φέτου: γεννώ *φλαμουράριοι: σημαιοφόροι à βλχ. φλâμπουράρι: σημαιοφόροι γάμου *φλώραν: το ανθηρόν à βλχ. φλόρâ/φλοάρâ: άνθος, λουλούδι *φρατζίλαν: [«φυλλουριάν»] à βλχ. φρấντζâ: φύλλο, φραντζίλâ: φυλλουριά, και σημαίνει καλύβα από φυλλώματα, και κατ’ επέκταση «σκηνίτην Βλάχον» |
—Τι συνάγεται, τελικά;
—Ότι στον όρο «ΒΛΑΧΟΙ», γνωστό τουλάχιστον από τον 13ο π.Χ. αιώνα, υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη ΟΜΩΝΥΜΙΑ, γιατί ιστορικά εντάσσονται σε αυτόν οι εξής «εθνοτικές ομάδες», με κοινό γλωσσικό υπόστρωμα:
α) Οι Αρμάνοι ή Αρειμάνιοι· γηγενείς κάτοικοι των ορέων της Θεσσαλίας και γνήσιοι απόγονοι των Πελασγών, οι οποίοι διεσπάρησαν ως Πελασγοί και Πρωτοέλληνες σε όλη την αρχαία οικουμένη και οι οποίοι όπου εγκαταστάθηκαν άφησαν στοιχεία της γλώσσας τους. Σε αυτούς οφείλεται η ονομασία Αρμανία της Ελλάδας κατά τον 9ο και 10ο μ.Χ. αιώνα, και η ονομασία της Αρμενία κατά τον 17ο αιώνα. Οι Αρειμάνιοι αναφέρονται από την Άννα Κομνηνή (1083-1153), τον Κωνσταντίνο Μανασσή (1130-1187), τον Γεώργιο Παχυμέρη (1242-1310), και από άλλους «βυζαντινούς» συγγραφείς. – Κατά τον Αππιανό, οι Κόλχοι. είναι έθνος αρειμανές Ελλήνων επί Πόντου. Οι Μαρτυρίες πάμπολλες, όπως είδαμε.
β) Οι Σκλαβίνοι ή Σκλαβηνοί ή Σθλαβινοί ή Σκλαβησιάνοι ή Σκλάβοι (με εθνοτικά παρακλάδια: Άβαροι και Άνται, Δρογουβίτες, Βελεγεζήτες, Βαϊουνήτες, Βερζήτες, Βλαχορηχίνοι, Σαγουδάτοι, Ρυγχίνοι, Στρυμονίτες, Γήπαιδες/Γήπεδες, Αμαξόβιοι, κ.ά.), οι οποίοι ήταν Γέτες, τόσο κατά τον Θεοφύλακτο Σιμοκάττη (580-; – άκμασε στα έτη 610-640), που γράφει: «Το δε Γετικόν, ταυτόν δ’ ειπείν αι των Σκλαβηνών αγέλαι», όσο και κατά τον Πατριάρχη Φώτιο (820-893, πατρ. 858-867 και 877-886), που γράφει: «Οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο […] κι αριστείαν τε Ρωμαίων κατά Σκλαβηνών ήτοι Γετών· Γέται γαρ το παλαιόν εκαλούντο». Ο Μένανδρος (6ος αι.) αναφέρει ότι ήδη από το έτος 576 μ.Χ. οι Σκλαβήνοι με τις επιθέσεις τους «απανταχόσε», έκαναν τις ελληνικές χώρες να ερημώνονται («κεραΐζονται»). Τους Σκλάβους ή Σκλαβίνους κ.λπ., οι σύγχρονοι ιστορικοί τους… βαπτίζουν Σλάβους! Αγνοούν ή παραβλέπουν τη μαρτυρία του Ρωσικού Χρονικού του Νέστορος (1111/1113), που ρητά αναφέρει ότι το έτος 860 μ.Χ., έκαναν την εμφάνισή τους στον Δούναβη οι Σλάβοι. Οι Σκλάβοι/Σκλαβίνοι κ.λπ., ως Γέτες, ήταν Βλάχοι, όπως εύστοχα έχει σημειώσει ο Κ. Ν. Σάθας: «Διά των Σκλαβίνων οι Βυζαντινοί εννοούσι τους Βλάχους, ή ως ρητώς γράφει ο Σιμοκάττης τους Θράκας Γέτας». Είναι γνωστό ότι: «Ομόγλωττοι δ’ εισιν οι Δάκοι τοις Γέταις», και «τῶν Γετῶν, ὁμογλώττου τοῖς Θραιξὶν ἔθνους», όπως έχει γράψει ο Στράβων (65 π.Χ.-23 μ.Χ.). Σε πρόσφατη μελέτη DNA στον πληθυσμό της Πελοποννήσου (δημοσίευμα 8.3.2017), «Η γενετική των πελοποννησιακών πληθυσμών και η θεωρία της εξαφάνισης των μεσαιωνικών Πελοποννήσιων Ελλήνων» καταρρίπτεται πανηγυρικά η γνωστή θεωρία του Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ (1790-1861) για την φυλετική καταγωγή των Νεοελλήνων, την οποία κατ’ ουσίαν αναπαράγουν σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι ιστορικοί (ξένοι και Έλληνες), θεωρώντας τους Άβαρους, Άντες και Σκλαβίνους που κατήλθαν στην Πελοπόννησο, και εγκαταστάθηκαν εκεί το 589 ότι ήταν Σλάβοι! Παραβλέποντας δυο βασικές πηγές: τον Σιμοκάττη και τον Πατριάρχη Φώτιο!… Ας δικαιολογήσουν τώρα οι… ιστορούντες… την έρευνα και μελέτη του DNA… {Την διεθνή ομάδα επιστημόνων απάρτιζαν ερευνητές από ιδρύματα των ΗΠΑ, Ελλάδας και Λίβανου. «Στο πλαίσιο της έρευνας, χρησιμοποιήθηκαν 2,5 εκατομμύρια μονονουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί για τη διερεύνηση της γενετικής δομής των πελοποννησιακών πληθυσμών σε ένα δείγμα 241 ατόμων που προέρχονταν από ολόκληρη την Πελοπόννησο, προκειμένου να εξεταστεί η υπόθεση της αντικατάστασης των μεσαιωνικών Ελλήνων Πελοποννήσιων από Σλάβους. Διαπιστώσαμε σημαντική ανομοιογένεια των πελοποννησιακών πληθυσμών που υποδεικνύεται από γενετικά ξεχωριστά υποσύνολα πληθυσμών και από ρεύματα ροής γονιδίων στην Πελοπόννησο. Μέσω PCA (principal component analysis – ανάλυση κύριων συνιστωσών) και ανάλυση μείγματος/επιμειξίας (admixture), οι Πελοποννήσιοι διαφέρουν ξεκάθαρα από τους πληθυσμούς της “πατρίδας” των Σλάβων και μοιάζουν πολύ με τους Σικελούς και τους Ιταλούς. Χρησιμοποιώντας μια νέα μέθοδο…. διαπιστώσαμε ότι η σλαβική καταγωγή πελοποννησιακών πληθυσμιακών υποσυνόλων κυμαίνεται από 0,2% μέχρι 14,4%. Τα πληθυσμιακά υποσύνολα που ο Φαλμεράυερ θεωρούσε ότι είναι σλαβικής ή μεσανατολικής προέλευσης δεν έχουν τέτοιες καταγωγές. Η έρευνα αυτή απορρίπτει τη θεωρία της εξαφάνισης των μεσαιωνικών Πελοποννήσιων και επιδεικνύει πώς η γενετική μπορεί να ξεκαθαρίσει σημαντικές πλευρές της ιστορίας ενός ανθρώπινου πληθυσμού». Σημειώνεται πως από την έρευνα εξαιρέθηκαν οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες, τους οποίους ο Φαλμεράυερ θεωρούσε «επιζώντες» που άντεξαν στη συγκεκριμένη «σλαβική εισβολή» (αν και για τους Τσάκωνες υποστήριζε πως, αν και μιλούσαν μια δωρική διάλεκτο, δεν είχαν δωρικές καταβολές, αλλά ήταν και αυτοί Σλάβοι, απλά από μια φυλή που είχε μεταναστεύσει νωρίτερα – θεωρία που επίσης εμφανίζεται αβάσιμη, καθώς, σύμφωνα με την έρευνα, οι διαφορές με τους υπόλοιπους Πελοποννήσιους οφείλονται στην απομόνωσή τους). Όσον αφορά τις γενετικές ομοιότητες με τους Σικελούς και τους Ιταλούς, φαίνεται ότι οι Ιταλοί και οι Σικελοί λειτουργούν ως συνδετική «γέφυρα» μεταξύ των Πελοποννήσιων και άλλων Ευρωπαϊκών πληθυσμών (Βάσκοι, Ανδαλουσιανοί και Γάλλοι). Υπενθυμίζεται ότι η Σικελία και η Κάτω Ιταλία αποτελούσαν την επικράτεια που έμεινε στην ιστορία ως «Μεγάλη Ελλάδα» (Magna Grecia), δηλ. πανάρχαιες ελληνικές αποικίες στη Σικελία και στη νότια Ιταλία, με ιστορία αιώνων.} (Βλ. George Stamatoyannopoulos, Aritra Bose, Athanasios Teodosiadis, Fotis Tsetsos, Anna Plantinga, Nikoletta Psatha, Nikos Zogas, Evangelia Yan-naki, Pierre Zalloua, Kenneth K. Kidd, Brian L Browning, Genetics of the peloponnesean populations and the theory of extinction of the medieval pelopon-nesean Greeks, European Journal of Human Genetics, [8 March 2017, http: //www.nature.com/ejhg/journal/vaop/ncur rent/full/ejhg201718a.html]).
Τα περί «Πρώιμων Σλάβων» στην Ελληνική χερσόνησο και στις ελληνικές χώρες, απηχούν τις πιο ευφάνταστες θεωρίες, οι οποίες δεν εδράζονται σε γεγονότα αλλά στην παραποίησή τους και μόνο, με εικασίες και υποθέσεις επιστημονικά έωλες και αίολες. Ο άγιος Καισάριος (330-368), ο Μένανδρος (6ος αι.), ο Προκόπιος (~500-565), και άλλοι ιστορικοί συγγραφείς, γράφοντας Άβαροι, Άνται, Σκλαβίνοι δεν εννοούσαν Σλάβους, όπως ατεκμηρίωτα ισχυρίζονται οι σύγχρονοι ιστορικοί, διότι δεν τους γνώριζαν και ούτε υπήρχαν τέτοιοι στην Χερσόνησό μας. Να τώρα που τους διαψεύδει και η γενετική! Είναι εξωφρενικό να διαβάζεις σε ακαδημαϊκό σύγγραμμα: «Στα Τακτικά του Λέοντος ΣΤ’ η επιτυχής εφαρμογή μιας σχετικής πολιτικής πιστώνεται στον Βασίλειο Α’ (867-886), για τον οποίο δηλώνεται χαρακτηριστικά: “τους Σλάβους γραικώσας”*. Οπωσδήποτε είναι υπερβολική η σύνδεση αυτής της εξέλιξης με έναν μόνο αυτοκράτορα και τις πολιτικές του.» Στον αστερίσκο, υποσημειώνει: «MPG. CVII, στ. 969»! Εάν ανατρέξει κάποιος σε αυτή την πηγή της παραπομπής, τέτοια διατύπωση δεν υπάρχει! Είναι η παράγραφος ρα’, της οποίας την ακριβή κι ολόκληρη τη διατύπωση δίνω από δύο πηγές στη μελέτη μου, που δείχνει ότι ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός γράφει μόνο για Σκλάβους, και η λ. Σλάβοι δεν υπάρχει πουθενά στα κείμενά του! Όπως το ίδιο συμβαίνει και στον Προκόπιο, στον οποίο οι σλαβολόγοι… παραπέμπουν ή τον επικαλούνται. Πάντως, η αναφερόμενη γενετική έρευνα αποδεικνύει ότι η πλειονότητα των Πελοποννησίων είναι Γασμούλοι! Δεν το αναφέρουν οι ερευνητές, μα αυτό συνάγεται.
γ) Οι Βούλγαροι ή Βούργαροι, οι οποίοι υπάρχουν πριν την κάθοδο των Βουλγάρων του Ασπαρούχ (640-701), το 680 μ.Χ., ήδη από το 202 μ.Χ., επί Ρωμαίου αυτοκράτορα Καρακάλλα (188-217, βασ. 198-217), και προκύπτει αυτό από κείμενο στην ελληνική γλώσσα που λέει ότι οι φρουροί ονομάζονταν «βουργάριοι», σε Θράκη και Μακεδονία, «βουργαρίων και / φρουρών». Τούτοι οι «βουργάριοι» / Βούργαροι, είναι εκλατινισμένοι των ελληνικών χωρών, είναι λατινόφωνοι, και σε αυτούς οφείλεται το όνομα Βούλγαροι των Θεσσαλών, στα έτη του Ι. Μαλάλα, και δη το όνομα των Θεσσαλών Μυρμιδόνων του Αχιλλέα, «νυνί δε λεγομένων Βουλγάρων». Αυτούς εννοεί ο Αίλιος Ηρωδιανός (180-250 μ.Χ.), όταν αναφέρεται σε Βούλγαρους και Βογόμιλους. Τέτοιους Βλάχους έστειλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (482-565, βασ. 527-565), στην Καρχηδόνα που ονομάστηκε Βλαχία, όταν ίδρυσε εκεί αυτοκέφαλη Αρχιεπισκοπή, με τη ΝΕΑΡΑ XXXIV – De Africana Ecclesia, το έτος 535. Σε τέτοιους Βούλγαρους (Βλάχους) αναφέρεται και ο Εννόδιος Φέλιξ (Magnus Felix Ennodius: 473/474-521), ο Ιωάννης Αντιοχείας, ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818), η Χρονογραφία «Συνέχεια του Θεοφάνη» (10ος αι.), το Χρονικόν της Μονεμβασίας, «Γένος οι Άβαρες έθνος Ουνικόν και Βουλγαρικόν», ο Κεκαυμένος (β’ μισό 10ου με α’ μισό 11ου αι.)· και η Άννα Κομνηνή, στη διατύπωση «εκ τε βουργάρων και βραχών» και στη διατύπωση «ὁπόσοι τε ἐκ Βουλγάρων καὶ ὁπόσοι τὸν νομάδα βίον εἵλοντο (Βλάχους τούτους ἡ κοινὴ καλεῖν οἶδε διάλεκτος)…»· και ο Ιωάννης Τζέτζης, του οποίου ο Σχολιαστής γράφει ότι οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ονομάζονται Βούλγαροι· και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, όταν γράφει «την Βουλγαρικήν και άμα Βλαχικήν έφοδον άγει αναιδευσαμένην»· και ο Ιωάννης Ζωναράς, όταν γράφει ότι οι Μυσοί είναι Βούλγαροι· και το Χρονικό του Ιερέως της Διοκλείας, όταν γράφει ότι οι Γότθοι, οι Σκλάβοι και οι Βούλγαροι «μιλούσαν την ίδια γλώσσα»· και ο Θεόδωρος Σκουταριώτης (~1230-1305), όταν γράφει ότι «τους κατά τον Αίμον βαρβάρους, Μυσοί μεν ωνομάζοντο πρότερον, Βλάχοι δεν νυν και Βούλγαροι»· και ο Χρονογράφος Εφραίμιος (14ος αι.), που ταυτίζει τους Βούλγαρους με τους Μυσούς και τους Βλάχους· και ο Κωνσταντίνος Ερμονιακός (άκμασε 1323-1335), που γράφει για Βούλγαρους του Αχιλλέα, που ζούσαν στη Βλαχία και πήγαν στην Τροία. Αυτή την ταυτοσημότητα Βουλγάρων και Βλάχων, διαπίστωσε ο Μιχαήλ Καντακουζηνός και έγραψε το 1806: «Εκ τούτου του ονόματος λέγεται προέρχεσθαι και το των Βουλγάρων, ήτοι από Βλαχ, ή Μπλοχ, Βούλγαρις. Και διά την ταυτότητα του γένους των εγκατοίκων Ρουμάνων εκαλέσθησαν και οι Ρωμάνοι Βλάχοι.» – «Ταύτα δε τα ονόματα Βούλγαροι και Μπλάχοι εδίδοντο απλώς πάσι τοις εγκατοίκοις της Μυσίας, ήτοι τοις μεταξύ Αίμου και Δουνάβεως, άνευ της των γενών διακρίσεως. Πάντα ταύτα δεν εξηγούσι μεν το όνομα Μπλαχ ή Βλαχ, αποδεικνύουσι δε ότι οι Βλάχοι και Βούλγαροι ήσαν οι αυτοί. Επί των ημερών της βασιλείας Αλεξίου του Κομνηνού, αυτοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως, και επί της καθόδου των Βουλγάρων, και εις καιρόν των δυνάμεων των Χούννων, ιστορούσιν οι Βυζαντιστοριογράφοι, ότι εξήλθεν ούτος ο λαός υπό τω ονόματι Βλάχοι, ο λεχθείς ποτέ μεν Μπλάχοι, ποτέ δε Βούλγαροι. Μετέπειτα ωνομάσθησαν Μοίσιοι ή Μύσιοι». Τούτη την αλήθεια επιβεβαιώνει και Το τραγούδι της Βουργάρας, που έφτασε ως τις μέρες μας: «Βουργάρας κόρη κάθονταν ψηλά σʼ ένα γιατάκι. / Ψιλά μαντίλια γύφαινε, ψιλά τραγούδια λέει. / Κι από το βρόντο τον πολύ κι απʼ τον αχμό της κόρης / ο ήλιος εμαράθηκε κι αργάει να βασιλέψει. / Τον καταριέτʼ η αργατιά κι οι ξενοδουλευτάδες. / Τον καταριέται και μια νιά, που ξενολαναρίζει, / πόχει τον άντρα τʼς άρρωστο, χρόνο και πέντε μήνες. / Γυρεύʼ από λαγό τυρί κι απʼ αγριγιογίδι γάλα. / Κι όσο νʼ ανέβει στάϊ βουνά, να κατεβεί στους κάμπους, / να στήσει τσάρκον του λαγού και στρούγκα τʼ αγριγιογίδι / ο άντρας τη ξαρρώστησε κι άλλη γυναίκα πήρε.»
δ) Οι Σκύθες, που κατά την Επιτομή του Στράβωνος Γεωγραφία: «Και νυν δε πάσαν Ήπειρον και Ελλάδα σχεδόν και Πελοπόννησον και Μακεδονίαν Σκύθαι Σκλάβοι νέμονται.» (Στράβωνος Γεωγραφικών Βίβλοι ιζ’ – Strabonis Rerum Geographicarum Libri XVII, Accedunt huic edition, ad Casauboniam III expresse, Notae Integrae G. Xylandri, Is. Casuboni, F. Morellii, Jac. Pallmerii, Selectae vero ex scriptis P. Merulae, J. Meursii, Ph. Cluverii, L. Holstenii, Cl. Salamasii, S. Bocharti, Is. Vosii, E. Spanhemii, Ch. Cellarii Aliorumque. Subjiciuntur Chrestomathiae Graec. Et Lat., Amstela-edami, Apud Joanem Wolters, MDCCVII [1707], σ. A2). Ο Λουκιανός Σαμοσατεύς (125-180 μ.Χ.) γράφει ότι ο γενάρχης των Ελλήνων Δευκαλίων ήταν Σκύθης, και τον αναφέρει «Δευκαλίωνα τον Σκύθεα»· ο Ευσέβιος ο Παμφύλου (260/265-339/340) γράφει ότι Σκύθες επέδραμαν κατά της Παλαιστίνης· ο Μέγας Αθανάσιος (296-373) γράφει ότι «Σκύθαι γαρ οι καλούμενοι Ταύρειοι»· ο Θεοδώρητος ο Κύρου (393-457) γράφει για τις συνεχείς επιδρομές των Νομάδων Σκυθών από τον Ίστρο κατά των εδαφών της Ρωμανίας· ο Στέφανος Βυζάντιος (τέλη 5ου – αρχές 6ου αι.) γράφει ότι οι Σκύθες ονομάζονταν προηγουμένως Νομαίοι και ότι είναι απόγονοι του Σκύθου – γιου του Ηρακλή· ο Ζώσιμος (5ος-6ος αι.): γράφει για Σκύθες, που «τον Τάναϊν διαβάντες εληΐζοντο τα περί την Θράκην χωρία», κατά τα έτη 249-253 «εληΐζοντο» Θεσσαλία, Αθήνα και Πελοπόννησο, και ότι το 260 «εληΐζοντο» ολόκληρη την Ιλλυρία και έφτασαν μέχρι και τη Ρώμη, και ότι το 268 Σκύθες, Έρουλοι, Γότθοι και Πεύκαι έφτασαν σε Άθω, Κασσάνδρεια, πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη, ενώ «τα περί Δοβήρον και Πελαγονίαν εληΐζοντο πάντα χωρία», και ότι «Μοίρα δε των Σκυθών Θεσσαλίαν και την Ελλάδα περιπλεύσασα τους ταύτη τόπους εληΐζετο»· και ότι το 275 οι Σκύθες έφτασαν δυτικά μέχρι τη Ρώμη και νότια μέχρι την Κιλικία στην Μικρασία· και ότι «Βαστάρνας δε, Σκυθικόν έθνος, υποπεσόντες αυτώ προσέμενος κατώκισε Θρακίοις χωρίοις· και διετέλεσαν τοις Ρωμαίων βιοτεύοντες νόμοις»· και ότι το 367, μοίρα Σκυθών του Ίστρου, «τα Ρωμαίων όρια ταραττούσης· στη Σκυθία ανήκε η πόλη Τόμις [Κωνστάντζα ή Constanţa, της νυν Ρουμανίας]». Ο Ευάγριος ο Σχολαστικός (536-μετά το 594) γράφει ότι ο Αττίλας (406-453, βασ. 434-453) ήταν βασιλιάς των Σκυθών (Μ 88). Ο Ιωάννης ο Αντιοχείας (7ος αι.) ότι οι Σκύθες κατέλαβαν 500 πόλεις νοτίως του Δουνάβεως. Ο Θεοφάνης ο Ομολογητής (760-818): γράφει ότι «Γότθους δε επιχωρίως τους Σκύθας λέγεσθαι». Ο Πατριάρχης Φώτιος (810 ή 820-893) γράφει ότι η γλώσσα των Σκυθών είναι παρόμοια με αυτή των Ελλήνων. Ο Λέων ο Διάκονος (~950) γράφει ότι ο Αχιλλέας ήταν Σκύθης. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (τέλη 11ου αι.) γράφει ότι «Το έθνος των Πατζινάκων Σκυθικόν υπάρχον». Η Άννα Κομνηνή, στο μεγαλύτερο μέρος της Αλεξιάδος αναφέρεται στους Σκύθες που «την άπασαν Ρωμαίων εληΐζοντο χώραν», με στράτευμα 80.000 «εκ τε Σαυροματών και Σκυθών και από του Δακικού στρατεύματος», με σταθερούς συμμάχους τους Πατζινάκες και τους Κομάνους. Ο Νικόλαος Καλλικλής (τέλη 11ου-αρχές 12ου αι.) γράφει ότι οι Αμαξόβιοι Σκύθες είναι στο γένος Ιταλοί· κατά τον Σπυρίδωνα Π. Λάμπρο, ως Σκύθες νοούνται οι Πατζινάκαι. Ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (1115-1195/6) γράφει «Το γαρ Σκυθικόν ληστρικόν της ετέρας περαίας του ποταμού καταπηδήσαν· ο Σκύθης όχλος ουκ έφθη δραμών επί τα έμπροσθεν· οι δρομάδες νομάδες ούτοι Σκύθαι· Σκύθην εκείνον απειροπληθή όμιλον παρεστήσατο· πανσπερμίαν Σκυθικήν κατασπαρήναι μυριαχού της Θράκης· το Σκυθικόν άγριον φύλον μέμηνεν· Σκύθαις γαρ φασιν ουδέν επεχωρίαζεν ίδιον, ότι μη ξίφος και σκύφος. […] Σκύθην νεώτατον και γενναιότατον, ους εγέννησε Ηρακλής ελθών εις την των Σκυθών γην»· Ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.) γράφει ότι «Σκύθαι δε εις την Ιταλίαν εισέβαλον, πλήθος όντες σχεδόν υπερβαίνον και αριθμόν, και Μακεδονίαν και Θεσσαλίαν και Ελλάδα κατέδραμον», και «Σκύθαι τον Ίστρον διαβάντες και αύθις την Θρακώαν χώραν ηνδραποδίσαντο, και πόλιν περιφανή την Θεσσαλονίκην επολιόρκησαν», και «Σκύθας, οι Πατζινάκαι κικλήσκονται», και «Σκυθών δε την Θρακώαν και Μακεδονικήν κατατρεχόντων χώραν». Ο Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (1256-1317) γράφει ότι η πόλη Τόμις βρίσκεται στη Σκυθία, και ότι Άβαροι, Σκλαβηνοί και Γήπεδες αποτελούν ένα έθνος. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1290-1360), γράφει ότι και οι Βούλγαροι ήταν Σκύθες. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός (1292-1383) γράφει πως το 1348 «η Σκυθών ερημοτέρα Πελοπόννησος, εν ολίγω χρόνω εφαίνετο γεωργουμένη». Το 1360 «οι δε Βλάχοι λέγονται Σκύθαι νομάδες». Ας ψάχνουν οι σύγχρονοι Έλληνες, απόγονοι των Γασμούλων ή των Γραικοσαρματών ή των Γοτθογραικών ή των Γαλατών της πάλαι Γαλλογραικίας, τους… Σλάβους προγόνους τους! Θα διαψεύδουν τις φαντασιώσεις τους τα έως και σήμερα υφιστάμενα Βλαχοχώρια των περιοχών τους και οι πάσης λογής Βλάχοι (είτε είναι σήμερα βλαχόγλωσσοι είτε όχι) και που συνεχίζουν να υπάρχουν σε πείσμα των καιρών. – Κατά τον Αππιανό υπάρχουν και Σκυθικοί Αχαιοί, κατά τον Λουκιανό τον Σαμοσατέα ήταν Σκύθης ο Δευκαλίων, γιος του Προμηθέα, και κατά τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας υπήρχε «Σκυθία Άρτεμις»..
ε) Οι Πατζινάκοι (με σχετική πολυωνυμία: Παζσινακίτες, Πετσενέγγοι κ.ά.), είναι οι νυν Βλάχοι των Μογλενών, ή της Καρατζιόβας για τους Τούρκους, στην πάλαι Αλμωπία, αυτοαποκαλούμενοι Βλάσhοι (ήτοι Βλάχοι), για τους Γκρέκους Καρατζιόβλαχοι! Τι λένε οι πηγές για αυτούς; Ιδού: Ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος (913-959, βασ. 945-959), γράφει ότι «εις το μέρος της Βουλγαρίας καθέζεται λαός, των Πατζινακιτών», και «Πατζινακίται: χώρα μεγάλη και λαός πολύς και κακά παιδία εισί», και «Κάγγαρ ονομάζονται οι Πατζινακίται», και «ως ανδρειότεροι και ευγενέστεροι των λοιπων, τούτο δηλοί η του Κάγγαρ προσηγορία». Οι Πατζινάκαι, υπό τον Ιωάννη Μπογά, πολέμησαν ως σύμμαχου των «Βυζαντινών», αναφέρει η Χρονογραφία Συνέχεια του Θεοφάνη, και ο Γεώργιος Μοναχός (9ος αι.) (Μ 119), και ο Συμεών ο Μάγιστρος (10 ος αι.), και ο Γεώργιος Αμαρτωλός (12ος αι.), και ο Γεώργιος Κεδρηνός (11ος-12ος αι.). Το Λεξικόν Σουΐδα (10ος αι.) γράφει «Δάκες, οι νυν Πατζινακίται λεγόμενοι». Ο Κεκαυμένος (β’ μισό 10ου με α’ μισό 11ου αι.) γράφει ότι οι Πατζινάκαι πολεμούσαν έναντίον της χώρας των Ρωμαίων (Ρωμανίας), καταφέροντας ισχυρά πλήγματα. Ο Σκυλίτζης (11ος αι.) γράφει ότι «Το έθνος των Πατζινάκων Σκυθικόν υπάρχον». Η Άννα Κομνηνή γράφει ότι οι Πατζινάκαι συγκρούονταν συχνά με τους «Βυζαντινούς» της Ρωμανίας, και ήταν σύμμαχοι των Σκυθών και των Κομάνων. Ο Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.) γράφει «Δάκες: οι Πατζινάκαι», και «Σκύθας, οι Πατζινάκαι κικλήσκονται», και «Οι Πατζινάκαι, Σκύθαι δ’ ούτοι ως έμπροσθεν είρηται», και «το δε των Πατζινάκων έθνος αύθις κατά την Ευρωπαίαν μοίραν κεκίνητο· Σκυθικόν δε το έθνος και πολυάνθρωπον, πέραν Ίστρου νεμόμενον», και «των Ούζων έθνους (Σκύθαι δε τούτο εστι των Πατζινάκων και κατά γένους υπεροχήν και κατά πλήθους υπερβολήν παρά τοις Σκυθικοίς προτιμώμενον έθνεσι)…», και «Πατζινάκαι διαβάντες τον Δάνουβιν […] όθεν ορμώμενοι την τε Μακεδονίαν εληΐζοντο και μέχρις Ελλάδος προήεσαν», και «Κατά τούτους τους χρόνους και του των Πατζινάκων έθνους συγκίνησις γέγονεν, εκ των σφετέρων ηθών μεταναστεύσαντος εις χώραν Ρωμαϊκήν και την Θράκην πάσαν και την Μακεδονίαν ληϊζομένου», και «Ο δ’ αυτόκράτωρ πλήθος απολεξάμενος σφριγώντων και ρωμαλέων εις το των Μογλένων θέμα τούτους συν γυναιξί και τέκνοις κατώκισε και τάγμα τούτους κατέστησεν ιδιαίτατον· οι και μέχρι το δεύρο κατά διαδοχάς διαμένουσιν, εις επίθετον σχόντες τον τόπον, εν ω κατωκίσθησαν, και Πατζινάκοι Μογλενίται καλούμενοι». Προκύπτει ότι: Δάκες = Πατζινάκαι = Σκύθες = Ούζοι = Μογλενίται! Ο Μιχαήλ ο Γλυκάς (12ος αι.) γράφει «έθνος Ουζικόν (Σκύθαι δε ούτοι) και των Πατζινακών οι ευγενέστεροι τον Ίστρον διαπεραιώσαντες», και «Πατζινακών πλήθος πολύ την Θρακίαν και Μακεδονίαν ελήϊζον». Ο Χρονογράφος Εφραίμιος (14ος αι.) γράφει: «Και Πατζινάκαι Σκυθικόν πάλιν έθνος / Θράκης επήει Μακεδονίας όρους, / αυτών νομάς τε και τόπους λελοιπότες. / […] / Ο δ’ αυτοκράτωρ εκ Σκυθών αποκρίνας / νέους σφριγώντας ευσθενείς και μαχίμους / εν Μογλένων ώκισε τούτους χωρίοις, / οικείον οι σύνταγμα τούτους καλέσας· / οι και μέχρι νυν από Μογλένου τόπου / πάσι καλούνται Μογλενοπατζινάκαι». Ο Επίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μήτρου (1661-1714), στην περίφημη Γεωγραφία του, έκδοσης 1728, γράφει ότι οι βασιλείς των Δακών ονομάζονταν Πατζινάκες/Πατζινάκοι. Και ο Διονύσιος Φωτεινός (1777-1821), το 1818, γράφει πως «Πατζινάκαι ή Πατζινακίται ονομάζονταν οι αρχηγοί των Δακών και ύστερον εκλήθησαν Βλάχοι». Ο Κωνσταντίνος Ν. Σάθας (1842-1914), το 1885, γράφει πως η ονομασία των παλαιών Αθηναίων ως «Γκάγκαροι» (και «Γγάγγαροι» ή «Γάγγαροι») σχετίζεται με τους σκηνίτες Βλάχους, που ονομάζονται Γκόγγα (= Βλάχος) από τους Αλβανούς και τους Ηπειρώτες. Οπότε, οι νυν Μογλενίτες Βλάχοι, μπορούν να ενημερωθούν σωστά για την ιστορική προέλευσή τους, και για τον ρόλο που διεδραμάτησαν στην ιστορία. Οι πηγές είναι στη διάθεσή τους. Οι Αρμάνοι έχουν τη λ. Τσhινάκου (= «πονηρός»), και πρέπει να αποτελεί συντόμευση της λ. Πâτσhινάκου (Πατσινάκος).
στ) Οι Μυσοί ή Μοισοί· να διευκρινισθεί ότι η Μυσία οφείλει το όνόμά της στην «Μυσήν: την οξύην (οξυά ή οξιά) ούτως· Λυδοί δε την οξύην Μυσήν φασι», διότι επρόκειτο για χώρα κατάφυτη από οξυές.
ζ) Βλάχοι: Ο Κεκαυμένος (β’ μισό 10ου με α’ μισό 11ου αι.) γράφει ότι οι Βλάχοι κατοικούσαν στην πεδιάδα των Φαρσάλων, μαζί με Βούλγαρους, δίπλα στον ποταμό Πλήρη (νυν Πλιούρης)· ότι οι Βλάχοι μετακινούνταν δις ετησίως, από τις πεδιάδες στα βουνά και αντίστροφα: «Αλλά και Ιούνιος μην ήδη εστί, και πως έχομεν θερίσαι γενομένης ταραχής ειπόντος δε και προς τους Βλάχους· πού εισί τα κτήνη υμών και αι γυναίκες νυν; Αυτοί είπον· εις τα όρη Βουλγαρίας ούτως γαρ έχουσι τύπον ίνα τα <των Βουλγάρων> [;!] κτήνη και αι φαμιλίαι αυτών εισίν από Απριλλίου μηνός έως Σεπτεμβρίου μηνός εν υψηλοίς όρεσι και ψυχροτάτοις τόποις· ότι «Επεί δε το των Βλάχων γένος άπιστον τε παντελώς και διεστραμμένον, μήτε εις Θεόν έχον πίστιν ορθήν μήτε εις βασιλέα μήτε εις συγγενή ή εις φίλον, αλλά αγωνιζόμενον πάντας καταπραγματεύεσθαι, ψεύδεται δε πολλά και κλέπτει πάνυ, ομνύμενον καθ’ εκάστην όρκους φρικωδεστάτους προς τους εαυτού φίλους και αθετούν ραδίως ποιούν τε αδελφοποιήσεις και συντεκνίας και σοφιζόμενον διά τούτων απατάν τους απλουστέρους, ουδέποτε δε εφύλαξεν πίστιν προς τινα, ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά του βασιλέως Τραϊανού και παντελώς εκτριβέντες εάλωσαν, και του βασιλέως αυτών του λεγομένου Δεκαβάλου αποσφαγέντος και την κεφαλήν επί δόρατος αναρτηθέντος εν μέση πόλει Ρωμαίων. Ούτοι γαρ εισι οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι. Ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού και του Σάου, ου νυν ποταμόν Σάβαν καλούμεν, ένθα Σέρβοι αρτίως οικούσιν, εν οχυροίς και δυσβάτοις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων. Όθεν αγανακτήσαντες κατ’ αυτών, ως είχηται, διέφθειραν αυτούς. Οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα. Εισί και δειλοί πάνυ λαγωών έχοντες καρδίαν, θάρσος δε έχοντες και τούτο από δειλίας. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (τέλη 11ου αι.) γράφει για τη δολοφονία του αδελφού του μετέπειτα βασιλιά των Βουλγάρων Σαμουήλ, το 976, μεταξύ Καστοριάς και Πρεσπών, «τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβίδ μεν ευθής απεβιώ αναιρεθείς μέσον Καστοριάς και Πρέσπας κατά τας λεγομένας Καλάς Δρύς παρά τινών Βλάχων οδιτών». Η Άννα Κομνηνή (1083-μετά το 1148/49 ή μετά το 1153/54) γράφει ότι Βούλγαροι και Βλάχοι, είναι ένα και το αυτό, «ὁπόσοι τε ἐκ Βουλγάρων καὶ ὁπόσοι τὸν νομάδα βίον εἵλοντο (Βλάχους τούτους ἡ κοινὴ καλεῖν οἶδε διάλεκτος) καὶ τοὺς ἄλλοθεν ἐξ ἁπασῶν τῶν χωρῶν ἐρχομένους ἱππέας τε καὶ πεζούς», ή ότι οι Βλάχοι ήταν νομάδες προερχόμενοι από Βουλγάρους. Στις Μονές του Αγίου Όρους-Άθωνος (1010-1104) ζούσαν 300 οικογένειες Βλάχων δουλοπαροίκων που κατοικούσαν στον Άθω, που διώχτηκαν από εκεί διότι «διάβολος εισήλθε εις τας καρδίας των Βλαχών και εστόλιζον τας γυναίκας και τας θυγατέρας και ενεδύοντο σχήμα ανδρείον, ίνα καταστρέψη τους ευσεβώς θέλοντας ζην και είχον αυτάς ώσπερ βοσκούς μεθ’ εαυτών, αλλά και εις τας δουλείας των μοναστηρίων, πάσας αυτάς είχον οι μοναχοί εξυπηρετούσας»!. Το Χρονικόν του Νέστορος (1111/1113) γράφει ότι πριν τον Βόλγα υπήρχε ποταμός με ονομασία Volchow (Βλάχος;!), και αναφέρει τους Βλάχους ως Voloche, Voloques, Volaques, Vlokhs, Volochi, και είναι πληθυσμοί άνωθεν του Ίστρου. Η Anonymi Historia Hungarica (1160-1170), γράφει για τους Βλάχους, και τη Βλαχία, λατινιστί: Blacus, Blacorum, Valachia (Flaccis, Flacci, Flaccia), Balacheium, Walachiae, Walachiam, Walchos (Germani Welschas dicunt, quo nomine Italos aliquando), Wallos / Gallos (Galli, Walli, Walachi, Blachi, Walones). Ο Σχολιαστής του Ιωάννη Τζέτζη γράφει ότι οι Βλάχοι ονομάζονταν Ελλαδικοί ή και Σικυώνιοι. Για τους Βλάχους έχουν γράψει και οι: Ιωάννης Κίνναμος, Νικήτας Χωνιάτης, Anonymous Gesta Hungarorum, Ιωάννης Απόκαυκος, Βενιαμίν εκ Τουδέλης, Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος, Codex Strahoviensis/Θεσσαλονίκη, Βασιλιάς Ανδρέας Β’ της Ουγγαρίας, Πάπας Γρηγόριος Θ’, Πάπας Ιννοκέντιος Γ’, Γεώργιος Ακροπολίτης, Θεόδωρος Σκουταριώτης, Γεώργιος Παχυμέρης, Χαλκοκονδύλης, Πάπας Πίος Β’, Μιχαήλ Γενναίος, Ioannis Lucii, Βλαχία Αφρικής, Μελέτιος Μήτρου, και πολλές άλλες πηγές.
η) Μογλενίτες Βλάχοι· είναι οι Πατζινάκοι.
Οι παλαιές πηγές δεν αναφέρονται στους Βλάχους που σήμερα χαρακτηριζονται ως:
θ) Κουτσόβλαχοι ή Κουτζόβλαχοι·
ι) Σαρακατσιάνοι ή Σαρακατσάνοι ή Σαρακατσαναίοι·
ια) Κατσιαούνοι ή Κατσαούνοι·
ιβ) Κατσιάνοι ή Κατσάνοι·
ιγ) Καραγκούνοι ή Καραγκούνηδες·
ιδ) Τσιντσάροι ή Τζιντζάροι·
ιε) Αρβανιτόβλαχοι ή Φαρσαριώτες·
ιστ) Γραικοβλάχοι·
ιζ) Ελληνόβλαχοι·
ιη) Γραικολατίνοι·
ιθ) Μοισιόδακες·
κ) Μορλάκοι ή Τσίτσι·
κα) Μικρόβλαχοι·
κβ) Βλαχιώτες· (αν και απαντάται στον Κατραρή)·
κγ) Καράβλαχοι·
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι όροι, που σχετίζονται με του Βλάχους, για τους οποίους δώσαμε λεπτομερή στοιχεία στη σειρά μας Διαδρομές Αυτογνωσίας…
κδ) Γέτες· Σκλαβίνοι κ.λπ.· (γι’ αυτούς) ο Ιωάννης Λυδός γράφει ότι οι Γότθοι είναι Γέτες· ο Πατριάρχης Φώτιος γράφει «Οι δε Γέται ήτοι Σκλάβοι τα περί την Θράκην ελυμαίνοντο», και «αριστείαν τε Ρωμαίων κατά Σκλαβηνών ήτοι Γετών· Γέται γαρ το παλαιόν εκαλούντο»· ο Πάπας Πίος Β’ γράφει ότι από τη Βοσνία μέχρι τον Όλυμπο οι Βλάχοι ονομάζονται Γέτες· βλ. και ο Χαλκοκονδύλης γράφει για τους Βλάχους της Μάνης και του Ταΰγετου.
κε) Δάκες· (γι’ αυτούς) ο Ιωάννης Τζέτζης γράφει ότι οι Δάκες και οι Γήπαιδες ήταν ομόγλωσσοι· ο Ρήτορας Μιχαήλ της Θεσσαλονίκης, το 1147, γράφει πως Δάκες και Γήπαιδες ήταν γείτονες και συγγενείς· ο Ιωάννης Ζωναράς γράφει πως Δάκες είναι οι Πατζινάκοι· και ο Χαλκοκονδύλης γράφει γι’ αυτούς.
κστ) Βλάχοι του Ταΰγετου· (γι’ αυτούς) γράφει ο Χαλκοκονδύλης, και ο Μελέτιος Μήτρου.
κζ) Σικυώνιοι: Κατά τον Ιωάννη Μαλάλα οι Σικυώνιοι ονομάζονταν Ελλαδικοί· και ο Σχολιαστής του Ιωάννη Τζέτζη (1110-1180/85) γράφει πως Σικυών είναι η χώρα των Ελλαδικών Βλάχων, και Ελλαδικοί ή Σικυώνιοι ονομάζονται οι Βλάχοι·
κη) Ελλαδικοί: Κατά τον Γεώργιο Αμαρτωλό (12ος αι.) «Ελλαδικοίς φιλοχρύσοις και πραγματευταίς» αισχροκέρδισαν στη Θεσσαλονίκη σε βάρος Βουλγάρων, επί Συμεώνος και επί Πατριάρχη Αντωνίου Καυλέα, γεγονός που οδήγησε τους Βούλγαρους σε πόλεμο κατά των «Βυζαντινών»· κατά τον Γεώργιο Κεδρηνό «Πελοποννήσιοι οι Ελλαδικοί λέγονται»· κατά τον Σχολιαστή του Ιωάννη Τζέτζη, η Σικυών είναι η χώρα των Ελλαδικών Βλάχων, και Ελλαδικοί ή Σικυώνιοι ονομάζονται οι Βλάχοι·
κθ) Μυρμιδόνες: Κατά τον Ιωάννη Μαλάλα, οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα «νυνί λεγόμενοι Βούλγαροι»· ο Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αι., η Ιστορία του το 1080) γράφει ότι οι Σκύθες ήταν Μυρμιδόνες το γένος και ότι και οι Πατζινάκοι ήταν Μυρμιδόνες· ο Ιωάννης Τζέτζης γράφει πως οι Μυρμιδόνες του Αχιλλέα ονομάζοναν Βούλγαροι·
λ) Βλάχοι Όλυμπου της Βιθυνίας ή Οψικίου· (γι’ αυτούς) ο Πατριάρχης Νικηφόρος (758-828) γράφει ότι ο Ιουστινιανός ο Ρινότμητος (705-714), μετεγκατέστησε από τα πέριξ της Θεσσαλονίκης 30.000 Σκλαβίνους στο Οψίκιον της Βιθυνίας· ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφει ότι στο Οψίκιον κατοικούσαν «Σθλαβησιάνοι».
λα) Μηλιγγοί και Εζερίται· ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος γράφει «Σκλάβων, των τε Μηλιγγών και Εζερετών»· ο ίδιος γράφει για το ότι «οι τε Μηλιγγοί και οι Εζερίται» ήταν Σκλαβησιάνοι ή Σκλάβοι· ο συναξαριστής του έργου «Ο βίος Νίκωνος του Μετανοείτε» (τέλη 10ου αι.) γράφει ότι «Αθρικών ους δη και Μιληγγούς καλείν ειώθασαν αντί Μυρμιδόνων οι εγχώριοι»· οι αναφορές των πηγών είναι και άλλες.
Στην μελέτη μου δίνονται πληροφορίες των πηγών για λαούς με ονόματα:
λβ) Ιταλοί·
λγ) Βλαχότουρκοι·
λδ) Βλαχαΐτες·
λε) Γκάγκαροι·
λστ) Γκόγκα·
λζ) Λαντίνοι·
λη) Μαζαράκηδες·
λθ) Μακεδονόβλαχοι·
μ) Μαλακάσιοι·
μα) Μεσσαρίτες·
μβ) Μπαγιάτηδες ή Μπαγιάσηδες·
μγ) Μποβιένοι·
μδ) Μπούιοι·
με) Βλάχοι του Μοριά.
Βέβαια, υπάρχουν και άλλες «ονομασίες» για τους Βλάχους στις ελληνικές χώρες, και μπορεί να βρει κάποιος πληροφορίες σχετικά με αυτούς, σε άλλα κυκλοφορούντα έργα μου που εκδόθηκαν μετά το έτος 2000. Αυτή η πολυωνυμία, τελικά, καταλήγει σε ένα όνομα, «ΒΛΑΧΟΙ», και δεν σημαίνει ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, αλλά μάλλον μια ομωνυμία πολλών «κοινωνικών ομάδων ή συνόλων», που έχουν κάποιο κοινό χαρακτηριστικό: ή τη γλώσσα ή το επάγγελμα, αν πράγματι ο όρος «Βλάχος» προέκυψε με βάση τον πρώτο ή τον δεύτερο παράγοντα. Γιατί, αν βάζαμε στο τραπέζι ως τρίτο παράγοντα τον «τόπο προέλευσης ή καταγωγής», θα εμπίπταμε στον παράγοντα της γλώσσας.
Τουλάχιστον με βάση τη γλώσσα ή το επάγγελμα, οι Βλάχοι υπάρχουν και ζουν σε συμπαγείς πληθυσμούς σε όλες τις χώρες της ΝΑ και της Κεντροανατολικής Ευρώπης, με ιστορική παρουσία, τουλάχιστον από το έτος της γνωστής λέξης η φράσης «ρετόρνα», ή «τόρνα τόρνα», ή «τόρνα τόρνα φράτρε», το 587 ή το 589 με 590 μ.Χ. Από τη μια ήταν ο Κομεντίολος με στρατό Ρωμαίων («Βυζαντινών») και απ’ την άλλη ο Χαγάνος με στρατό Αβάρων και Σκλαβηνών. Γράφει ο Θεοφάνης: «Ενός γαρ ζώου του φόρτον διαστρέψαντος, έτερος τον δεσπότην του ζώου προσφωνεί τον φόρτον ανορθώσασθαι τη πατρώα φωνή· τόρνα, φράτρε. και ο μεν κύριος του ημιόνου της φωνής, ουκ ήσθετο. οι δε λαοί ακούσα-ντες, και τους πολεμίους επιστήναι αυτούς υπονοήσαντες, εις φυγήν ετράπησαν, τόρνα, τόρνα, μεγίσταις φωναίς ανακράζοντες. ο δε Χαγάνος μεγάλην αισχύνην περιβαλλόμενος, ακρατώς έφυγε, και ην ιδείν Αβάρους και Ρωμαίους αλλήλους διαδιδράσκοντας, μηδενός διώκοντος.» (Θεοφάνης, Έκδ. Βενετίας, 1729, σ. 173-174). Βλαχιστί η λ. «τόρνα» είναι προστακτική του ρ. «τόρνου» = γέρνω, κλίνω και γυρνώ, πισωγυρίζω, επιστρέφω, που σημαίνει ότι μες στης νύχτας το σκοτάδι ακούγοντάς την κάποιος θα μπορούσε να κατανοήσει τη μια ή την άλλη έννοια. Οι δύο στρατοί, λοιπόν, που άκουσαν τις λέξεις ή την φράση «τόρνα, φράτρε», αμέσως πισωγύρισαν, οπισθοχώρισαν, γιατί νόμισαν πως αυτό αποτελούσε στρατιωτική διαταγή προς εκτέλεση! Την κατανόησαν (δηλ. την παρανόησαν), οπότε άρχισαν μαζικά να φωνάζουν «τόρνα, τόρνα», και να οπισθοχωρούν…
Τούτο το γεγονός αποτελεί περίτρανη απόδειξη ότι οι Άβαροι και οι Σκλαβηνοί ή Σκλαβίνοι του Χαγάνου μιλούσαν και αυτοί τούτη τη γλώσσα. Και την μιλούσε και ο στρατός του Κομεντίολου. Αλλά τις λέξεις αυτές –με το συγκεκριμένο εννοιολογικό περιεχόμενο– τις έχει μόνον η αρμάνικη βλάχικη γλώσσα, δεν τις έχει η ρουμανική! Και ας καμώνονται οι νυν Ρουμάνοι ότι είναι λέξεις της ρουμανικής! Στην ρουμάνικη το ρ. γέρνω = mă înclin και το ρ. γυρνώ = mă întorc.
Αυτό το γεγονός με τις λέξεις που ειπώθηκαν από τους αγωγιάτες το 587-590 μ.Χ., φρονώ ότι ιδώθηκε μόνον φιλολογικά και γλωσσολογικά, και δεν δόθηκε καμιά σημασία στην ιστορική πληροφορία που «κρύβει», δηλ. ότι πρόκειται για λέξεις και της γλώσσας των Αβάρων και Σκλαβήνων! Τι μπορεί αυτό να σημαίνει; Ότι οι Αρμάνοι Βλάχοι κατάγονται από Άβαρους και Σκλαβήνους ή είναι Άβαροι και Σκλαβήνοι; Ή το αντίθετο; Ότι οι Άβαροι και οι Σκλαβηνοί κατάγονταν από τους Αρμάνους Βλάχους ή είναι Αρμάνοι-Βλάχοι; Η λογική απάντηση είναι ότι στον ευρύτερο χώρο της Ελληνικής χερσονήσου οι λαοί μιλούν γλώσσες που είναι μεταξύ τους συγγενείς, και φαίνεται να έχουν κάποια συγγένεια σε λεξιλογικό επίπεδο με την λατινική γλώσσα, διότι από άποψη συντακτικής δομής και σημασιολογίας των λέξεων διαπιστώνονται συγκεκριμένες αποστάσεις. Φορείς διάδοσης αυτού του γλωσσικού υλικού, σε επίπεδο λεξιλογικό, ιστορικά, στο μακρινό παρελθόν, και για πολλούς αιώνες, υπήρξαν οι Πελασγοί, των οποίων λέξεις διασώζει η αρμάνικη. Τόσο η αρμάνικη όσο και η ρουμάνικη δεν είναι κόρες της λατινικής, και ούτε η αρμάνικη είναι κόρη της ρουμάνικης, όπως γενικά είναι… παραδεκτό για έναν και μισό αιώνα περίπου, από τους… ειδικούς και τους μη ειδικούς!
Στο έργο μου Γραμματική και Συντακτικό της Αρμάνικης Γλώσσας των Ελληνοβλάχων, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2015, καταδεικνύω ότι μόνον 1328 λέξεις έχουν «κοινές» η αρμάνικη και η ρουμάνικη γλώσσα, αλλά «όχι ίδιες», αφού υπάρχουν διαφορές από ποικίλες τροπές, του είδους: κιέπτου (αρμ.), piept (ρουμ.) = στήθος· χίκου (αρμ.), fic (ρουμ.) = συκιά· τζιάντιντου (αρμ.), dedzet (ρουμ.) = δάχτυλο· Νjιέρκουρι (αρμ.), Miercur (ρουμ.) = Τετάρτη· αλγκίνα (αρμ.), albino (ρουμ.), κ.ο.κ. Δηλ. διαπιστώνονται οι τροπές Κ à Π, Χ à Φ, Τζ à Ντ, Ν à Μ, Γκ à Μπ, ενώ διαπιστώνονται και ουσιώδεις διαφορές σημασιοσυντακτικού χαρακτήρα.
Προσθέτω κάτι ακόμα: Η αρμάνικη έχει συνεισφέρει και στην αλβανική γλώσσα: «Κατά τον Gustav Meyer η σημερινή Αλβανική γλώσσα μεταξύ των 5.110 ευχρήστων λέξεών της έχει 1.420 βλαχικάς λέξεις, δηλ. σχεδόν το έν τρίτον».
Με βάση διάφορες στατιστικές συγκρίσεις μεταξύ αρμάνικης, ρουμάνικης, ελληνικής συνάγεται ότι: «Οι στατιστικές εκτιμήσεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι η ρουμάνικη έχει “δανειστεί” το 1/5 των λέξεών της από την ελληνική και το 1/20 από την αρμάνικη. Υπό αυτή την έννοια μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι –σε λεξιλογικό επίπεδο– είναι πιο συγγενικές μεταξύ τους η ρουμάνικη με την ελληνική από ό,τι η ρουμάνικη με την αρμάνικη! Τούτη η διαπίστωση καταρρίπτει τον μύθο που θέλει την αρμάνικη παρακλάδι ή διάλεκτο της ρουμάνικης και αποστομώνει τους ποικίλους προπαγανδιστές και όσους ανοήτως ονομάζουν την αρμάνικη… “ρουμανοβλάχικα”!» (Γραμματική… ό.π., σ. 106).
Η αρμάνικη βλάχικη γλώσσα ανήκει στην αιολική διάλεκτο της εξελιχθείσας πελασγικής, της οποίας κόρη είναι η λατινική, όπως το πιστοποιούν πλήθος πρωτογενών πηγών που περιέχονται στη μελέτη μου, και μικρό μόνο μέρος χρησιμοποίησα σε τούτη τη σειρά δημοσιευμάτων. Έχω καταθέσει πλήθος ιστορικών μαρτυρίων ότι στον χώρο της Σκυθίας υπήρχαν δίγλωσσοι πληθυσμοί, με μία γλώσσα την ελληνική και μια άλλη γλώσσα συγγενική τής (μετέπειτα) λατινικής ή ιταλικής. Και τη γλώσσα αυτή, την «ελληνοϊταλική» του «έθνους των προϊστορικών Ελληνοϊταλών» της Ελληνικής Χερσονήσου –όπως έγραψε ο Θ. Μόμσεν– τη διέδωσαν οι Πελασγοί Αρμάνοι. Γι’ αυτό η αρμάνικη δεν είναι κόρη της λατινικής αλλά μητέρα της, εμπλουτισμένη στη διαχρονία της με λέξεις της εξελισσόμενης ελληνικής και με λέξεις των γειτόνων λαών. Αυτό πιστοποιώ και αποδεικνύω με διάφορα λεξιλόγια.
Δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι «ανεφύη η μιξοβάρβαρος Ιταλική διάλεκτος εν έτει από Χριστού 493· επί Ζήνωνος (425-491) Αυτοκράτορος των Ρωμαίων, διότι πρότερον ομιλείτο εις την Ιταλίαν καθαρώς η Λατινική Φωνή, και η Ελληνική μάλιστα εις τα παλάτια των Αυτοκρατόρων της Ρώμης».
—Η ρουμάνικη, τι γλώσσα είναι;
—Καταθέτω –ως απάντηση– θέσεις σημαντικών μελετητών αυτής της (μητρικής τους) γλώσσας, και μελετητών (χειριστών και χρηστών) της ίδιας γλώσσας, που έγραψαν –σε παλαιότερους εποχές– αντικειμενικά, πριν την ύπαρξη του νυν Ρουμανικού Κράτους, το 1860,δηλ. πριν να ιδρυθεί το κράτος ROMANIA. (Ρουμανία).
-
CONSTANTIN CANTACUZINO (1639-1716): «Martin Cromer, căce nu-i crédem la céle ce mai nainte zice de valahi (adecăte de rumâni, cum le zicem noi) acum însă mergu cu dânsul. Iară el de ar zice aşa: dintr-acea amestecătură a rumânilor şi a varvarilor, cu dările şi luorăle ce făcea între ei şi cu a însurărilor amestecături, valahii au răsărit limbă noao din cea veche a lor varvară şi romană, ruptă şi amestecată au, şi cu acéia să slujesc. Foarte multe însă ţin cuvinte letineşti. Săvai că şi rusască limbă, şi slovenească a o ţinea obiciuiescu, au doară căce li-s prea vecini şi au multă amestecătură cu ei, au doară căci de slovéni şi acea ţară, precum célelalte întracea tragere, carea de la Balta Meotidii pănă în Marea Adriatică supusă au fost, precum aceasta în cartea lui cea dintâiu mai pe larg au arătat, cât au coprins acei slovéni ce zice, din carii astăzi sunt sârbii, bulgarii, bosnénii, léşii, ruşii, Bohemia, moscalii, horvaţii şi alţii câţiva ca aceştea.»
-
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΝΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ (1806): «…οι Γότθοι μόνοι κατέλαβον τον τόπον παρά Τραϊανού· ήσαν δε οι Γότθοι έν και ταυτό μετά των Δακών και Γέτθων, σκύθαι άπαντες· έχουσι δε το γε νυν κατά το Κρίμι χριστιανεύοντες και Γότθον μητροπολίτην. Όσον δε διά την διάλεκτον αυτών εκ των Ρωμαϊκών αποικιών φαίνεται, ότι είναι σύγκραμα μετά των Δακών, και εκ της αμοιβαίας αυτών συγγενείας, και κατάχρησις της Ρωμαϊκής διεφθαρμένης, σμίγουσα και φωνάς Ρωσσικάς τε και Σλαβονικάς. Ήτοι λοιπόν διά την γειτονίαν το κράμα, ή διότι και αυτή είναι μία των άλλων τζαρών, οπού εκυριεύθησαν παρά των Σλοβάνων, μάλιστα εκ της Μαιώτιδος θαλάσσης έως του Αδριατικού κατά τον Μαρτίνον Κρόμερον εν τω πέμπτω αυτού βιβλίω· οί τε Λέχοι, Ρώσσοι, Βοημοί, Ορβάζοι, και άλλοι, ως Βούλγαροι, Μποσνάκοι, εξ αυτών κατάγονται των Σλοβάνων. Ουτωσί τοίνυν οι Ρωμάνοι προσέμιξαν την γλώτταν αυτών με την δεσπόζουσαν την Σλαβωνικήν, εξ ης παρέλαβον και των γραμμάτων τα στοιχεία· αμέλειται τα εκκλησιαστικά πάντα ήσαν Σλαβωνικά, και τα γράμματα των πάλαι αυθεντών, και τα χρυσόβουλλα ήσαν σλοβανιστί γεγραμμένα, άτινα σώζονται μέχρι της σήμερον».
-
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ή ΔΑΝΙΗΛ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ (1750/55-1832, 1816): «Οι θράκες, φησίν ο Στράβων, ομόγλωσσοι τοις γέταις και τοις δακοίς ήσαν. Οι γέται, φησίν, ο ιστορικός Προκόπιος, ομόγλωσσοί εισι τοις γότθοις, και, κατά το ημίν δοκούν, το γότθος από του γέτης προήλθεν ονόματος. […] Οι δε εκ τινων σλαβικών ονομάτων εικάζοντες, και τους γέτας σλαβικού έθνους αποφαινόμενοι, ούτοι μη δοκούσι και τους ημετέρους ρουμούνους, ότι προ χρόνου εν ταις εκκλησίαις αυτών σλαβική εχρώντο γλώττη, σλαβικόν έθνος νομιούσι».
-
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΦΩΤΕΙΝΟΣ (1777-1821, 1818): «…οι Δάκες ήσαν Σαρμάται, δηλαδή Σλαύοι, οίτινες εκαλούντο και Ενέται, ή Ουενέδαι κατά τον Πτολεμαίον, έθνος μεταξύ των Παφλαγόνων μεγαλώτατον.» – «[Οι Δάκες] … αν και διά της προσμίξεως του γένους των μετά του Ρωμαϊκού γένους, γενόμενοι ένα σύγκραμα έχασαν την πάλαι κλήσιν αυτών, και αντί Δάκες προσεκλήθησαν Δακο-ρωμάνοι ή Ρουμούνοι και Βλάχοι, αν και υπ’ ανάγκης και βίας των κρατούντων μετετέθησαν εκ της πάλαι γης αυτών και εκατοίκησαν εις αλλοδαπήν τόσους αιώνας, αν και εκεί συμμιγνύμενοι και συναυλιζόμενοι μετά των εγκατοίκων Μοισών, Θρακών, και άλλων εθνών, διέφθειραν την αρχαίαν αυτών διάλεκτον Σλαβονικήν, και την μεταγενεστέραν Λατινικήν, μ’ όλα ταύτα δεν έχασαν τον πολεμικόν τους χαρακτήρα […] και κατ’ εξοχήν εις την των Οθωμανών εποχήν».
-
DIMITRIE CANTEMIR (1673/74-1723, το 1710-1717): «cu nume nemuritoriu vestiți Romani, nepoții adecă și strănepoții Ellinilor Troadeani, sânt moșii strămoșii noștri a Moldoveanilor, Munteanilor, Ardeleanilor, și a tuturor oriunde să află a Romanilor…». Με απλά λόγια: «οι κάτοικοι των Ρουμανικών Χωρών (Μολδαβίας, Μουντένιας [Βλαχίας] και Αρντεάλ) είναι απόγονοι των Ρωμαίων και δισεγγονοί των Ελλήνων και των Τρώων».
Κατά τον 9ο αιώνα η Τρανσυλβανία αποτελούσε τμήμα της Μεγάλης Μοραβίας, δηλ. στην περίοδο που είχαν εγκατασταθεί εκεί οι Κύριλλος και Μεθόδιος, και οι οποίοι μάλλον είχαν γεννηθεί στην Τρανσυλβανία. Η Μεγάλη Μοραβία περιελάμβανε τότε τις εξής περιοχές: την έκταση της Τσεχίας και της Σλοβακίας, την παλαιά Βουλγαρία, την Σερβία, την Κροατία, την παλαιά Ρωσία, τμήμα της Ουγγαρίας και την Τρανσυλβανία. Η εφεύρεση του γλαγολιτικού αλφάβητου από τους δύο αδελφούς, και η «δημιουργία γραπτής σλάβικης γλώσσας», έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτιστική πρόοδο και εξέλιξη των λαών αυτών των χωρών, αλλά και στην πορεία άλλων λαών που το υιοθέτησαν, όπως π.χ. οι λαοί της Μολδαβίας και Βλαχίας και οι Λιθουανοί.
Η σλαβονική γλώσσα γίνεται επίσημη γλώσσα των λαών αυτών των περιοχών και χωρών, και απόδειξη τούτου αποτελεί η ανακαλυφθείσα επιγραφή στην Δομβρουτσά (Dobrogea), χρονολογίας 943 μ.Χ. Υιοθετείται από τους ηγεμόνες και τις αυλές τους, από τις μονές και την εκκλησία, και από τον 14ο αιώνα η «βλαχομολδαβική σλαβονική» χρησιμοποιείται γραπτά, μέχρι και στις αρχές του 16ου αιώνα, αιώνα στον οποίο γράφονται και τυπώνονται τα πρώτα έργα στη γλώσσα των Βλαχομολδαβών, πρωτογενή ή σε μετάφραση. Και συνεχίζει η σλαβονική να είναι επίσημη γλώσσα στα πριγκιπάτα για δύο αιώνες ακόμα, έως τη λήξη του 18ου αιώνα, παράλληλα με την ελληνική γλώσσα και τη συνεχώς διαμορφούμενη «βλαχομολδαβική γλώσσα».
Έχουν τυπωθεί στις «ρουμανικές χώρες», στη σλαβονική γλώσσα, πολυάριθμα βιβλία θρησκευτικά, με νομικό περιεχόμενο, φιλοσοφίας, ιστορίας, παιδαγωγικά και διδακτικά, φιλολογικά και λογοτεχνικά. Ακόμα γράφτηκαν και ορισμένα Χρονικά ή Χρονογραφίες, όπως αυτό της Ίδρυσης της Μολδαβίας, τα Μαθήματα του Νεαγκόε Μπασαράμπ προς τον γιο του Θεοδόσιο, και τα Χρονικά των Μακαρίου, Ευθυμίου και Αζαρία κ.ά. Επίσης, γράφτηκαν πάμπολλες επιγραφές στη σλαβονική γλώσσα στη διάρκεια του 14ου-16ου αιώνα.
Οι πρώτες εκδόσεις στις «ρουμανικές χώρες», ξεκινώντας από το 1508, έγιναν στη σλαβονική γλώσσα. Το γλαγολιτικό αλφάβητο και στη συνέχεια το κυριλλικό αλφάβητο, ήταν σε χρήση στη γραφή των Βλαχομολδαβών από τον 16ο αιώνα, μέχρι και τον 18ο αιώνα, αλλά συνέχιζε να υπάρχει ως το 1860, που έγινε η Ένωση των Πριγκιπάτων, οπότε και αντικαταστάθηκε διά νόμου από το λατινικό αλφάβητο.
Οι γλωσσολόγοι και φιλόλογοι της (νυν) Ρουμανίας, έχουν κατηγοριοποιήσει τις λέξεις-δάνεια από την «παλαιοσλαβική», και γενικά από τις «σλαβικές γλώσσες», με βάση χρονολογικά κριτήρια: Δίνουν, λοιπόν, τρεις κατηγορίες λέξεων: α) λέξεις παλαιές, εισαχθείσες στη «ρουμάνικη» γλώσσα στους αιώνες 6ο-12ο· β) λέξεις εισαχθείσες κατά τον 13ο αιώνα, όταν άρχισε ο «σχηματισμός» και η οργάνωση «κρατών» στα βόρεια του Ίστρου· γ) λέξεις που εισήλθαν μετά τον 13ο αιώνα, από τη βουλγάρικη, τη σερβοκροατική, την ουκρανική, τη ρώσικη κ.λπ.
Δίνω μια λίστα λέξεων, που υπάρχουν στη (σύγχρονη) ρουμάνικη γλώσσα, και είναι σλάβικης προέλευσης:
- ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ:
Κοιωνική Κατάσταση – Κοινωνία: bejenie (fugă), boier, diac, grădinar, jupân, rob, slugă, stăpân, voievod, zidar, zlătar.
Οικογένεια: babă, ibovnic, maică, nevastă, rudă.
Φυσικά και Ηθικά Χαρακτηριστικά: grijă, groază, jale, lăcomie, pizmă, veselie.
Μέρη του Σώματος: cârcă, cosiţă, costeliv, crac, obrac, stomac, trup.
Ενδυμασία: cojoc, izmană, rufă, scufie, şubă, suman.
Στρατός: izbândă, puşcă, război, sabie, steag, strajă, suliţă, trâmbiţă.
Εμπόριο: precupeţ, târg, ucenic.
Κατοικία, Εργαλεία, Οικιακά Σκεύη: bici, blană, blid, boltă, ciocan, cleşte, clopot, coasă, colibă, coş, coteţ, cumpănă, daltă, grădină, grajd, greblă, grindă, lavită, lopată, nicovală, ogradă, perie, pilă, pinten, pivniţă, ploscă, plută, pod, poli poliţă, prag, prispă, pungă, rogojină, sanie, sfeşnic, sfoară, sticlă, sită, strună, toiag, topor, ţeavă, uliţă, vadră, verigă, vâslă, zăvor.
Τροφή: colac, drojdie, hrană, icre, lacom, oţet, pită, poftă, smântână, ulei.
Γεωργία: brazdă, ogor, plug, pogon, a sădi.
Αλιεία: cârmă, corabie, mreajă, năvod, undiţă.
Χρόνος: ceas, răstimp, veac, leat, vârstă, vreme.
Ιατρική: boală, a boli, ciumă, gâlcă, a obloji, otravă, pojar, rană.
Δεισιδαιμονίες: basm, diavol, iad, idol, moroi, paparudă, tai, Rusalii, vârcolac, vrajă, zmeu.
Χλωρίδα: beznă, bârlog, bolovan, bură, clocot, crâng, crivăţ, deal, dumbravâ, gârlă, graniţă, izvor, lapoviţă, livadă, luncă, nisip, omăt, ostrov, peşteră, podgorie, potop, praf, val, văzduh, vifor, vârf, zăpadă, zare, zori.
Πανίδα: bivol, cârtiţă, dihor, dobitoc, gâscă, guşter, jivină, lebădă, molie, nevăstuică, ogar, păianjen, păstrăv, păun, prepeliţă, rac, raţă, râs, sobol, ştiucă, veveriţă, vidră, vrabie, zimbru.
Φυτά: bob, cocean, gulie, hamei, hrean, lobodă, mac, măslin, morcov, praz, pelin, răchită, rapiţă, sfeclă, ştir.
Έννοιες Συγκεκριμένες κι Αφηρημένες: caznă, ceată, cireadă, comoară, a dospi, dungă, glas, gloată, grămadă, horă, muncă, norod, pacoste, pâlc, plocon, prieten, a rodi, scârbă, sfadă, sfat, sfert, stâlp, stârv, sută, vorbă, zălog, zvon, ciudă, cobe, danie, dar, dux, har, hâtru, ispită, iute, jertfă, leac, lene, milă, nădejde, năpastă, nărav, năuc, necaz, noroc, nevoie, obicei, obidă, pagubă, poveste, primejdie, rânţ, scump, silă, slobod, soroc, spor, sprijin, stavilă, taină, temei, tihnă, treabă, treaz, vessel, veste, vină, vâlvă, vlagă, vrajbă, vrednic.
Θρησκευτική κι Εκκλησιαστική Ορολογία: a blagoslovi, a se căi, chilie, colindă, colivă, duhovnic, icoană, a ispăşi, liturghie, molitvă, monah, mucenic, odăjdii, pomană, popă, post, pravilă, praznic, potir, pristol, schit, sfânt, slovă, smirnă, stareţ, strană, denie, utrenie, vecernie.
Γραφή/Συγγραφή: buche, cazanie, ceaslov, cerneală, grămătic, letopiseţ, molitvenic, slovă, uricar.
- ΕΠΙΘΕΤΑ:
Που προσδίδουν φυσικά ή ηθικά χαρακτηριστικά: blajin, bogat, calic, cârn, coţcar, destoinic, dârz, drag, gârbov, gol, golan, grozav, haplea, milostiv, mândru, nătâng, nerod, pestriţ, pleşuv, pribeag, prost, rumen, sărac, slab, ştirb, ţeapăn, vinovat, viteaz, voinic, zdravăn, zglobiu.
- ΡΗΜΑΤΑ:
A clădi, a clăti, a clipi, a coborî, a pogorî, a croi, a dărui, a dobândi, a goni, a grăi, a iscăli, a izbi, a înveli, a învârti, a lipi, a lovi, a miji, a năvăli, a obosi, a odihni, a oglindi, a omorî, a opri, a osteni, a otrăvi, a păzi, a pipăi, a pândi, a pârli, a plăti, a porni, a prăvăli, a prăpădi, a spoi, a tăvăli, a tocmi, a topi, a trudi, a zări, a zdrobi, a dovedi, a izbăvi, a izgoni, a glăsui, a hohoti, a huli, a iubi, a iprăvi, a îngrozi, a primi, a săvârşi, a trăi etc.
Είναι 399 λέξεις «σλαβικές», στο λεξιλόγιο της (νυν) ρουμάνικης γλώσσας, από τις λεγόμενες «καθημερινής χρήσης», και από τις οποίες οι 5 λέξεις είναι ελληνικής «καταγωγής» αλλά τις εκλαμβάνουν για σλάβικες (!) και οι 20 λέξεις προσιδιάζουν με αρμάνικες.
Το ουσιώδες συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι τούτο: Αν στις «ελληνικές χώρες» υπάρχουν Βλάχοι που γνωρίζουν το σύνολο αυτών των λέξεων, τότε αναμφίβολα αυτοί έλκουν καταγωγή από τις άνωθεν του Δουνάβεως –πάλαι ποτέ– «ρουμανικές χώρες». Εάν δεν τις ξέρουν, τότε αναμφίβολα η κοιτίδα τους είναι στις «ελληνικές χώρες». Με αυτό το «κριτήριο» θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους απανταχού διεσπαρμένους Βλάχους στα Βαλκάνια και γενικά στη ΝΑ Ευρώπη, στην Κεντροανατολική Ευρώπη, ή σε οποιαδήποτε άλλη γωνιά της Γης.
Οπότε, αν λάβουμε υπ’ όψιν όλες τις πηγές που αναφέρονται στους Βλάχους, σαφώς και προκύπτει ότι είναι γηγενείς και αυτόχθονες κάτοικοι των ελληνικών χωρών, και το αποδεικνύει σήμερα η γλώσσα τους (που είναι Αιολική Πελασγική), τα εθιμικά δρώμενα που λαμβάνουν χώρα στον κύκλο ζωής και στον ετήσιο κύκλο. Τούτοι οι Βλάχοι αυτοπροσδιορίζονται σήμερα στη γλώσσα τους ως Αρμάνοι, και είναι οι Αριμάνειοι, οι Ελλαδικοί των συγγραφέων – χρονογράφων της Ρωμανίας («Βυζαντίου»), αλλά και… Βλάχοι, πολλάκις και με άλλα ονόματα χαρακτηριζόμενοι από τους συγγραφείς και χρονογράφους. Ένα δεύτερο τμήμα Βλάχων των «ελληνικών χωρών», είναι αυτό που κατάγέται από Σκλαβηνούς και Άβαρους της Σκυθίας, ή από λαούς άλλων Σκυθικών φύλων, δίγλωσσων εξ αρχαιοτάτων χρόνων, και οι οποίοι μετά την κάθοδό τους σε τούτα τα εδάφη «ΓΡΑΙΚΏΘΗΚΑΝ» και εγκατάλειψαν παντελώς τη βλάχικη γλώσσα τους. Έτσι εξηγείται το γιατί από τον Μοριά, τη Ρούμελη, τη Θεσσαλία μέχρι και την Ηπειρο, τη Μακεδονία, και σε ευρύτερο χώρο ως μέσα στη νυν Αλβανία ή και σε περιοχές της πάλαι νότιας Γιουγκοσλαβίας, στη Βουλγαρία και στη Θράκη υπήρχαν συμπλέγματα οικισμών ονομαζόμενα Βλαχοχώρια! Πού και πού συναντάς κανένα «Γραικοχώριον» ή «Τουρκοχώριον», ή τα «Αρβανιτοχώρια» στην Αττικοβοιωτία! Έτσι εξηγείται γιατί σε πάνω από 500 δημοτικά τραγούδια οι Έλληνες τραγούδησαν τη Βλάχα την έμορφη και την παινεμένη, τη Βλαχοπούλα, τα Βλαχόπουλα, τον ηρωισμό και τη ζωή τους. Για τα άλλα «μιλέτια» των Ελλήνων υπάρχουν μόνο ως πέντε δημώδη άσματα για το κάθε «μιλέτι»!
—Πού καταλήγουμε;
—Ξεκινήσαμε συστηματική αναζήτηση των πηγών, σχετικά με το ποιοι και πότε ήρθαν στην Ελλάδα ως «εισβολείς», για να βρούμε την ενδεχόμενη «εισβολή» Αρμάνων Βλάχων, αλλά οι πηγές αποδεικνύουν ότι αυτοί ανέκαθεν ζούσαν στις ελληνικές χώρες, και είναι… ιστορικά απομεινάρια των Πελασγών! Αυτό πιστοποιεί η γλώσσα τους, που είναι πελασγοαιολική, αυτό πιστοποιεί το σύνολο των εθίμων και παραδόσεών τους. Οι πηγές είναι εύγλωττες και αποκαλυπτικές.
Όμως, σε αυτή την επίπονη μακρόχρονη διαδρομή, που εξελίχθηκε σε ταξίδι στον χώρο της γνώσης, έδωσε και δυο σημαντικούς καρπούς: α) Ότι η λεγόμενη πρώιμη κάθοδος των Σλάβων αποτελεί ευφάνταστη μυθοπλασία ιστοριογραφούντων και επαγγελματιών προπαγανδιστών, ή νωχελικών ακαδημαϊκών κύκλων, που παραβλέπουν το Χρονικόν του Νέστορος (1111/1113), που ρητά λέει ότι οι Σλάβοι έκαναν εμφάνιση στον Δούναβη το 860! β) Ότι οι Κύριλλος και Μεθόδιος δεν ήταν τέκνα της Θεσσαλονίκης μα Σκλαβίνοι της Τρανσυλβανίας, που τότε υπαγόταν στη Μεγάλη Μοραβία, όπου έδρασαν. γ) Ότι ο Γεώργιος Σκεντέρμπεης ήταν «Ηπειρώτης» ή «Μακεδών» και είχε κόρη ονόματατι «Βλάχα»!
ΚΛΕΙΝΩ, λοιπόν, τούτη τη σειρά, με καταχωρισμό μιας θέσης ενός «Βλαχομολδαβού» πατριώτη και διαφωτιστή του 18ου – 19ου αιώνα, του Naum Rîmniceanu, που από το 1819, στην «ρωμαίικη» γλώσσα εκείνης της εποχής, πείθει με τα επιχειρήματά του ότι οι συμπατριώτες του (οι μετά το 1860 ονομαζόμενοι Ρουμάνοι) είναι απόγονοι Ελλήνων, θέση που συμπίπτει με εκείνη του Δημητρίου Καταρτζή, όπως είδαμε στου Ίαμβους και Ανάπαιστους 1! Ας δώσουμε και τούτη τη μαρτυρία και το βιογραφικό του άντρα:
Στην πάλαι Μολδοβλαχία ή Βλαχομπογδανία, και δη στο Βουκουρέστι, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αι., έζησε ο Naum Rîmniceanu (1779-1839),[1] από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του διαφωτισμού των Δακών κατ’ αυτήν την περίοδο, με σπουδαία παιδαγωγική δράση και σημαντικό εκπαιδευτικό έργο, που αποκάλυψε ο καθηγητής C. Erbiceanu (1838-1913) σε μονογραφία του. Σε αυτήν παρουσιάζεται η ζωή και η δράση «unui călugăr romîn, care, în totă viaţa sa, a scris în istoria naţională şi a înveţat carte pe fiii nemului nostrum romînesc, peste o jumătate de secol». – «ενός ρουμάνου καλόγερου, ο οποίος, σε όλη τη ζωή του, έγραψε για την εθνική ιστορία και έμαθε ανάγνωση στα τέκνα του δικού μας ρουμανικού γένους, για πάνω από μισό αιώνα». – Μόνον που ο Ναούμ από το Ρίμνικου αυτοπροσδιοριζόταν ως Δαξ, και απευθυνόταν στους ομογενείς του Δάκες της Δακίας, και δεν χρησιμοποιούσε (γιατί δεν ήταν σε χρήση) τους όρους Ρουμάνος, Ρουμάνοι, Ρουμανία, που αρχίζουν να υπάρχουν μετά την ένωση των άνωθεν του Ίστρου πριγκιπάτων Βλαχίας και Μολδαβίας και μετά τον σχηματισμό ενιαίου κράτους, το 1860, που ονομάστηκε Ρουμανία (România), «κλέβοντας» ουσιαστικά το όνομα της Ρωμανίας, της πάλαι ποτέ ένδοξης 1000-ετούς αυτοκρατορίας, που οι σύγχρονοι ιστορικοί αρέσκονται να την ονομάζουν Βυζάντιο…
Ο Ναούμ Ριμνιτσιάνος υπήρξε από τους πιο ευρυμαθείς του καιρού του στη χώρα του. Το έργο του είναι πλούσιο και ποικίλο: Έγραψε διδακτικά βιβλία, αντέγραψε πηγές τεκμηρίων της ιστορίας της πατρίδας του, συνέταξε πορτρέτα εξεχουσών προσωπικοτήτων, πατριωτικές ομιλίες, επικήδειους λόγους, έγραψε ποίηση, εκπόνησε σχέδια για την αναγέννηση των σχολείων, μετέφρασε μια εκκλησιαστική ιστορία σε τρεις τόμους και –επίσης– έγραψε κι άλλα έργα θρησκευτικού περιεχομένου.
Ο σεμνός και φιλόπονος καλόγερος γνώριζε τέλεια την ελληνική γλώσσα, τα περισσότερα έργα του είναι γραμμένα σε αυτή τη γλώσσα, την ελληνική, και κάποια από αυτά παραμένουν μέχρι και σήμερα ανέκδοτα χειρόγραφα.
Ολοκληρώνοντας τις σπουδές στην Ακαδημία του Αγίου Σάββα, είχε την ευκαιρία να δεχθεί τις θετικές επιδράσεις της Ελληνικής Επανάστασης από τους καθηγητές του, τα μηνύματα της οποίας οι ίδιοι μετέφεραν σε όλους τους μαθητές, έχοντας επικεφαλής τους φωτισμένους δασκάλους Γεώργιο Γεννάδιο (1784/1786-1854), φημισμένο λόγιο, Νεόφυτο Δούκα (1760-1845) κ.ά., που τότε ζούσαν και δρούσαν στη Βλαχία και στη Μολδαβία.
Ο συγκεκριμένος περίγυρος, όπως και η μελέτη της ιστορίας του Petru Maior (1756-1821), έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο να καταπιαστεί με την ιστορία του γένους του και να εναντιωθεί σε όσους επεξεργάζονταν σχέδια έναντίον της χώρας του.
Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στις σπουδές, όντας και καλός πατριώτης.
Ο Naum Rîmniceanu γεννήθηκε –κατ’ άλλους– στις 27 Νοεμβρίου 1764 στο Corbii-Muscel (νομός Argeş) και απεβίωσε πιθανώς το 1838, σε μονή στην Cernica (νομός Ilfov), έχοντας την ηλικία των 74 ετών. Βέβαια, κατά τον C. Erbiceau πέθανε σε ηλικία 60 ετών (1779-1839).[2] Ήταν γιος του πρωτόπαπα Bucur, με καταγωγή από το χωριό Jina, πλησίον του Sibiu. Σπούδασε στην Ηγεμονική Ακαδημία Βουκουρεστίου. Το 1776 τέθηκε υπό την προστασία του Φιλάρετου, μετέπειτα επισκόπου του Râmnic, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο το 1780. Καλογερεύει το 1784 στο Hurezi. Μετά την κατάληψη της Μολδοβλαχίας ή Βλαχομπογδανιας από τους Αυστριακούς, το 1788, εκπατρίστηκε μαζί με τον Φιλάρετο και τον «εκκλησίαρχο» Διονύσιο στην Τρανσυλβανία και στο Μπανάτ. Το 1795 επέστρεψε στο Râmnic, όπου συνέγραψε – συνέταξε Χρονολογία των Αυθέντων της Χώρας, με πρόλογο επηρεασμένο από ιδέες του νεοελληνικού διαφωτισμού. Το 1802 ο επίσκοπος του Buzău τον έχρισε πρωτοσύγκελο. Το 1814 ήταν ψάλτης στον ναό του Αγίου Νικολάου στο Şelari και καθηγητής στο σχολείο του ναού της «Παναγίας», όπου άνοιξε σχολείο στο οποίο δίδαξε κατά τα έτη 1818-1821, και κατά το έτος 1822 έγινε ηγούμενος στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στο Βουκουρέστι. Το 1833 αποτραβήχτηκε στη μονή Cernica, όπου πέθανε –μάλλον– το 1838. Έγραψε ποίηση, ιστορία, εκκλησιαστική ιστορία, παιδαγωγικά βιβλία, γραμματική, χρονικά κ.ά. από το 1788 έως το 1834. Το πλούσιο έργο του είναι στο μέγιστο τμήμα στα ελληνικά. Σε Ποιημάτιον, που έγραψε το 1810, έδωσε την ιστορία της καταγωγής των συμπατριωτών του Δακών, σε ποιητικούς στίχους.
Σε χειρόγραφο του Ναούμ, με τίτλο Σχολείον Β’ των πρωτοπείρων, διαστάσεων 19 x 11½, υπάρχει η αφιέρωση: Τη φιλτάτη πατρίδη Δακών ο Συγγραφεύς Δαξ ανατίθησι ,αωιθ’ [1819] στην αρχή, και μια δεύτερη αφιέρωση στη σελίδα 3: Τω παναγιωτάτω θειοτάτω τε και οικουμενικώ πατριάρχη την έως εδάφους οφειλομένην προσκύνησιν δουλικώς απονέμει ο Συγγραφεύς Δαξ. Στη σελίδα 5 υπάρχει επιστολή του προς τον πατριάρχη, με την οποία τον παρακαλεί να εγκρίνει το βιβλίο του.
Το βιβλίο αυτό του Ναούμ δεν είναι παρά μια μεθοδική γραμματική για αρχαρίους, έτους 1819, όταν ήταν καθηγητής στο Πλοέστι (Ploeşti), στο σχολείο που είχε την επωνυμία «Παναγία» («Panaghia»).
Στον πρόλογο του βιβλίου, ο Ναούμ γράφει τα κάτωθι:
Τοις ευσεβέσι παιδαγωγοίς εν Κυρίω Χαίρειν
Ίσως, ω ευσεβείς παιδαγωγοί! πρέπον ήτον να αρχίσω τον παρόντα λόγον προς την ευσέβειάν σας, από τον όρον της ανθρωπίνης γνώσεως, επιτάττοντα το μη φρονείν υπέρ ο δει φρονείν.
Έπειτα να περιγράψω την αιτίαν, και τον καιρόν της παρά του θεού δεδομένης ημίν θείας Γραφής, και την εξάπλωσιν των Γραμμάτων εις όλον τον κόσμον: τας πρώτας μαρτυρίας λαβών εκ του Ιερού Χρυσοστόμου είτα και εξ άλλων.
Αλλ’ επειδή τον σκοπόν τούτον φυλάττω εις διδασκαλίαν των Μαθητών εν καιρώ τω δέοντι μετά το δεύτερον σχολείον, σιωπώ ταύτα κατά το παρόν ότι κατά τούτον τον τρόπον αποφεύγω και την πολυλογίαν, ίσως εν’ ου δέοντι· και την περιττολογίαν προς τους ειδήμονας των πραγμάτων. έπεται λοιπόν να σας ομιλήσω τα συντείνοντα εις τον προκείμενον σκοπόν.
Η παρούσα φιλοπονία αποβλέπει εις κοινήν ωφέλειαν των πρωτοπείρων νεων· τοιούτον δε σκοπόν έτι προ πολλού τρέφων, εξ ειλικρινούς αγάπης προς τον πλησίον ήδη συνάρσει θεία συνέταξα ο βλέπει τις και αναγινώσκει.
Και δη, η μεν τάξις των σχολείων τούτων, ήτοι το να διαιρήται η φιλοπονία εις τα σχολεία είναι σύνηθες εις τας ακαδημίας. Ο δε νέος τρόπος αυτών, ως φαίνεται, νέον είναι εφεύρεμα, (sic) διά θείας βοηθείας· ότι ουδέν αφ’ εαυτών έχομεν, ουδέ αυτό το είναι.
Το δε αίτιον της τοιαύτης επιχειρήσεως, είναι και διά την ευκολίαν των παιδαγωγών, και των αφυεστέρων νέων του γένους, εις την επίδοσιν των ιερών γραμμάτων. Επειδή, καθώς μήτε πάντες οι Έλληνες είναι ευφυείς, αλλ’ οι περισσότεροι· ούτως ουδέ πάντες οι Δάκες αφυείς, αλλ’ οι περισσότεροι. Χάριν λοιπόν των αφυεστέρων Ελλήνων και Δακών ούτω συνετάχθησαν τα παρόντα σχολεία.
Το δε παρόν πρώτον σχολείον, διαιρείται εις περιόδους πέντε αι δε περίοδοι εις παραγράφους. Όθεν εις μεν την πρώτην περίοδον, ουδέν άλλο ζητούν οι Μαθηταί, ειμή των γραμμάτων την γνώσιν, των προσωδιών, και των λοιπών σημείων. Τα δε επιγραφόμενα, ή υπογραφόμενα, καθώς και τα ολόγραφα ονόματα, διά ζώσης φωνής παρά του διδασκάλου μανθάνουν.
Ομοίως και εις την δευτέραν περίοδον, ουδέν άλλο ζητούν, ειμή το να συλλαβίζουν τα γράμματα, καθ’ ην έχουσι τάξιν. Και εις την τρίτην περίοδον, το να κάμουν λέξεις από τας ιδίας συλλαβάς της δευτέρας περιόδου. Από δε την τετάρτην περίοδον εφ’ εξής, όλα τα γεγραμμένα συλλαβίζουν, και ούτως εμβαίνουν εις την πέμπτην περίοδον περί προφοράς των γραμμάτων. Μετά ταύτα, εις ιεράς προσευχάς του εσπερινού, και τελευταίον εις την επίλογον του πρώτου σχολείου, κάμνοντες από τα γράμματα συλλαβάς· από τας συλλαβάς, λέξεις· και από τας λέξεις, λόγους.
Καθώς λοιπόν οι μαθηταί δεν εξετάζουν περισσότερον ουδέν από το διατεταγμένον, ούτω και οι παιδαγωγοί δεν έχουν άλλην περισσοτέραν ζάλην. ότι γάλα είναι τα πρώτα μαθήματα· όσα δε απαιτούν ακριβεστέραν γνώσιν, εκείνα το δεύτερον σχολείον τα εξετάζει, και τα σαφινίζει, καθ’ ον ρηθήσεται τρόπον.
Όθεν επειδή γάλα είναι τα πρώτα μαθήματα των πρωτοπείρων, πρέπει και οι τροφείς παιδαγωγοί, να μεταχειρίζω[ν]ται, επιτηδείως το τοιούτον γάλα, κατά την τρυφεράν ηλικίαν των μαθητευομένων· με υπομονήν με πραότητα, με επαίνους με πατρικάς υποθήκας και μετρίαν ελευθερίαν· ή καθώς γνωμοδοτεί Πλάτων ο φιλόσοφος, και με παιγνίδια ενίοτε· ίνα μη μισήσωσι την τοιαύτην επωφελεστάτην τροφήν, αλλά μάλλον να την αγαπώσιν· επαινούντες δε πάντοτε και την πυθαγορικήν σιωπήν, ώστε περιττός λόγος να μην εύγη από το στόμα των ούτω να συναυξάνωσι και τη ηλικία τη και σπουδή, έως ου καταντίσωσιν εις άνδρα τέλειον.
Μετά δε το δεύτερον σχολείον, εις το τρίτον, θέλομεν ομιλήση και περί της αγάπης της Ελληνίδος, εν άλλοις, αποδεικνύοντες, ως και εξ ημών των Δακών, άλλοι μεν είναι παλαιοί Δάκες, άλλοι δε, Έλληνες Λακεδαίμονες· άλλοι δε, Μακεδόνες. άλλοι δε Ιταλοί, άλλοι Λατίνοι, ήτοι Ρωμαίοι, εκ των καισαρικών αποικιών, προ αψ [1800] ετών ως μαρτυρούσι τα επιγράμματα, και η λοιπή ιστορία Δακίας.
Έρρωσθε.
Το κείμενο δίνεται από τους Ρουμάνους μελετητές και μεταφρασμένο στη (νυν) ρουμανική γλώσσα. Από τη μετάφραση αυτού του κειμένου, εδώ αναδημοσιεύω την τελευταία παράγραφο:
«După a II–a şcoală si a III–a vom vorbi şi despre dragostea limbei grecesci, între altele, arătând, că şi dintre noi Dacii, unii sunt Daci vechi; alţii Eleni Lacedemoneni; alţii Macedoneni; alţii Francezi; alţii Italieni; alţii Latini sau Romani, din coloniile imperial, înainte de 1800 de ani, după cum mărturisesc inscrip–ţiunile şi ceal’altă istorie a Daciei.»
Οι υπογραμμισμένες λέξεις «alţii Francezi;» δεν υπάρχουν στο ελληνικό πρωτότυπο. Στο δε άλλο κείμενο, το μεταφρασμένο και στη ρουμανική γλώσσα, δηλώνεται ξεκάθαρα η θέση του Δάκα πατριώτη Ναούμ: «Μεταξύ ημών των Δακών. Κάποιοι είναι παλαιοί Δάκες, άλλοι Έλληνες Λακεδαιμόνιοι, άλλοι Μακεδόνες, άλλοι Ιταλοί, άλλοι Λατίνοι ή Ρωμαίοι, από τις αυτοκρατορικές αποικίες, προ 1800 ετών, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές και η λοιπή ιστορία της Δακίας.»[3]
Με απλά λόγια, το μεγαλύτερο τμήμα των Δακών του 1819 –έτος συγγραφής του κειμένου από τον Ναούμ–, άρα και των μετά το 1860 Ρουμάνων –έτος κατά το οποίο έγινε ένωση των πριγκιπάτων και η ίδρυση της Ρουμανίας–, ο πληθυσμός αυτής της χώρας ήταν Ελληνικής καταγωγής, όπως «μαρτυρούσι τα επιγράμματα, και η λοιπή ιστορία Δακίας».
Το νεοπαγές κράτος της Ρουμανίας, αντί να εδράζεται σε αυτή την ιστορική αλήθεια, έβαλε μπροστά την προπαγάνδα, για διεκδίκηση των Αρμάνων – Βλάχων της Ελλάδας σαν… Ρουμάνων! Επιδιώκοντας, μάλλον, τη γλωσσική και πολιτισμική τους εξαφάνιση, αν κρίνουμε από τα μετέπειτα γεγονότα που έλαβαν χώρα, σχετικά με το… ανακύψαν ζήτημα.
Όμως τότε, το 1819, που ο Ναούμ από το Ρίμνικο γράφει τα ανωτέρω στα ελληνικά, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος: τι γλώσσα μιλούσαν οι συμπατριώτες του Δάκες και σε ποια γλώσσα έγραφαν; – Να τι έχει γράψει σχετικά με αυτό το θέμα, το 1820, ο πρόξενος της Βρετανίας στο Βουκουρέστι και συγγραφέας William Wilkinson,[4] κείμενο στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή:
«The Wallachian or Moldavian language is composed of a corrupt mixture of foreign words, materially altered from their original orthography and pronunciation. Its groundwork is Latin and Slavonic. For many centuries is had no letters, and the Slavonic characters were used in public instruments and epitaphs. The Boyars, whose public career rendered the knowledge of a few letters most necessary, knew merely enough to sign their names. The Bible was only known by reputation. In 1735, Constantine Mavrocordato, who had undertaken the task of replacing barbarism by civilization in both principalities, made a grammar for the jargon that was spoken, in characters which he drew from the Slavonic and the Greek. He caused deveral copies of the Old and New Testament in the new language to be distributed, and he ordered the Gospel to be regularly read in the churches. He encouraged the inhabitants to study their language according to the rules of his grammar, and in a few years the knowledge of reading and writing became general among the higher orders.[5]
The modern Greek, introduced by the Hospodars, is the language of the court, but it is perfectly understiid by the Boyars, with whom it has become a native tongue. It is spoken in Wallachia with much greater purity than in any other country where it is in use. In many parts of Greece, different dialects have been adopted, some of which have but little affinity with the Hellenic, whilst in others the greater part of the wirds have been so distfigured as to render their origin difficult to trace. The Greek spoken in Wallachia differs but little from the Hellenic. The Moldavians are less in the habit of making use of it; and the study of French and other foreign languages is more general among them.» (σ. 133-134).
«Η γλώσσα της Βλαχίας ή της Μολδαβίας αποτελείται από ένα διεφθαρμένο μείγμα ξένων λέξεων, ουσιαστικά αλλοιωμένων από την αρχική ορθογραφία και την προφορά τους. Το υπόστρωμα είναι λατινικό και σλαβωνικό. Για πολλούς αιώνες δεν είχε γράμματα και οι σλαβωνικοί χαρακτήρες χρησιμοποιήθηκαν σε δημόσιες υπηρεσίες και σε τάφους. Οι Μπογιάροι, των οποίων η δημόσια καριέρα ασκήθηκε με τη γνώση των λίγων και πιο απαραίτητων γραμμάτων, γνώριζαν απλώς αρκετά για να υπογράψουν με τα ονόματά τους. Η Βίβλος ήταν γνωστή μόνον προφορικά. Το 1735, ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, ο οποίος είχε αναλάβει το καθήκον αντικατάστασης της βαρβαρότητας με τον πολιτισμό και στις δύο ηγεμονίες, έκανε μια γραμματική για τη γλώσσα που μιλιόταν, με χαρακτήρες που αντλούσε απ’ τη σλαβωνική και την ελληνική. Προκάλεσε εκτροπές στη διατύπωση της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, στη νέα γλώσσα, που τις διένειμε και διέταξε να διαβάζεται τακτικά το Ευαγγέλιο στις εκκλησίες. Ενθάρρυνε τους κατοίκους να μελετήσουν τη γλώσσα τους, σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής του, και σε λίγα χρόνια η γνώση της ανάγνωσης και της γραφής κατέστη γενική στις ανώτερες τάξεις.
Η σύγχρονη Ελληνική, που εισήχθη με τους Οσποδάρους, είναι η γλώσσα του δικαστηρίου, μα είναι απόλυτα υποτιμημένη από τους Μπογιάρους, στους οποίους έχει γίνει μητρική γλώσσα. Μιλιέται η σύγχρονη Ελληνική στη Βλαχία με τόσο πολύ μεγάλη καθαρότητα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα ή περιοχή χρησιμοποιείται. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχουν υιοθετηθεί διαφορετικές διάλεκτοι, μερικές από τις οποίες έχουν ελάχιστη συγγένεια με την Ελληνική, ενώ άλλες στο μεγαλύτερο μέρος των λέξεών τους έχουν διαστρεβλωθεί τόσο ώστε να είναι δύσκολη η καταγραφή τους. Η Ελληνική που μιλιέται στη Βλαχία διαφέρει ελάχιστα από την αρχαία Ελληνική. Οι Μολδαβοί έχουν πιο λίγο τη συνήθεια στο να τη χρησιμοποιούν· και η μελέτη της Γαλλικής και άλλων ξένων γλωσσών είναι πιο διαδεδομένη ανάμεσά τους.»[6]
Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι κατά το 1820 στη Βλαχία και στη Μολδαβία δεν υπήρχε μία και ενιαία γλώσσα, ότι αυτό που μιλιόταν ήταν ένα συνονθύλευμα μπασταρδεμένων λέξεων, των οποίων είχε μεταβληθεί η ορθογραφία και ο τονισμός, προερχομένων από τη λατινική και τη σλαβωνική. Αυτό που σήμερα αποκαλείται «ρουμανική γλώσσα» είναι αυτό που δημιουργήθηκε μετά την ίδρυση της Ρουμανίας, το 1860!
Ο Antonmaria del Chiaro, το 1718,[7] έχει γράψει τα εξής, σχετικά με τους Μολδοβλάχους και τη γλώσσα τους:
«Non gia che i Valachi sieno privy di buon ingegno,e di coraggio, a segno di potere star a confront di qualsisia bellicose Nazione; ma le con-tinue eforbitanti Gravezze, e Tributi, che molte volte in un anno deb-bon pagare, gli ha talmente awiliti, che dell’antico Romano valore non e restate loro altro che’l nome. Chiamansi adunque in Lingua loro Romu-ni, e la Patria loro, cioe la Valachia, la chiamano Tzara Rumaneasca; la loro Lingua: Limba Rumaneasca: ed in fatti, se mai vi sosse chi dubi-tasse, che la Nazione Valaca moderna tragga la sua Origine da’ Romani, che vi fi stabilitono per Colonia, consideri attentamente il loro Linguaggio, e conoscera non esser altro la Valaca favella, se non una pura, e mera cor-ruttela del Latino idioma: e ben pero vero, che di quando in quando vi si offervano frammischiate parole Turche, Greche, Illiriche, Unghere, ec. ma cio non dee recar maraviglia, se riflettiamo e alla vicinanza, e al commer-zio che hanno avuto i Valachi, con quei Popoli.» (σ. 7-8).
«Όχι ότι οι Βαλάχοι είναι γνώστες του καλού πνεύματος και του θάρρους, και να το έχουν αυτό ως ένδειξη ότι μπορούν να σταθούν ενάντια σε οποιοδήποτε έκνομο έθνος. Αλλά οι ευκατάστατοι Gravezze και Tributi, πρέπει να πληρώνουν συνεχώς πολλές φορές τον χρόνο, για να έχουν τόσα πολλά, και η παλιά ρωμαϊκή αξία δεν υπάρχει σε αυτούς εκτός από το όνομα. Γι’ αυτό αυτοαποκαλούνται στη γλώσσα τους Ρομούνοι, και την πατρίδα τους, δηλ. τη Βαλαχία, ονομάζουν Τζάρα Ρουμανεάσκα. Τη γλώσσα τους: Λίμπα Ρουμανεάσκα: Αν κάποιος αμφιβάλλει ποτέ και έχει αντιρρήσεις για το ότι το σύγχρονο Βλαχικό Έθνος [Nazione Valaca] αντλεί την προέλευσή του από τους Ρωμαίους, που εγκαταστάθηκαν εκεί ως Αποικία, ας εξετάσει προσεκτικά τη γλώσσα τους και θα κατανοήσει ότι δεν υπάρχει άλλη Valaca favella [Βλάχικη περιοχή], τόσο καθαρή κι απλή με διαφορές προς τη λατινική γλώσσα: είναι αλήθεια ότι στο πέρασμα του χρόνου εισήλθαν κι ανακατεύτηκαν λέξεις Τουρκικές, Γραικικές, Ιλλυρικές, Ουγγρικές κ.ά.; Μ’ αυτό δεν είναι κάτι θαυμαστό αν αντανακλά την εγγύτητα και το εμπόριο που ’χαν οι Βαλάχοι [Valachi] με αυτούς τους λαούς;»
«Dobbiam considerare queste due Provincie, Moldavia, e Wallachia a guisa di due Navi in un mar tempestoso, dove rare volte fi gode la tranquillita, e la calma.» (σ. 118)
«Πρέπει να εξετάσουμε αυτές τις δύο επαρχίες, τη Μολδαβία και τη Βαλαχία, που είναι όπως δύο πλοία σε θυελλώδη θάλασσα, όπου σπάνια απολαμβάνουν στιγμές ηρεμίας, και τη γαλήνη.» (σ. 118)
Ο Naum Rîmniceanu έχει γράψει (ελληνιστί) σχετικά με τους Δάκες (Βλάχους και Μολδαβούς/Μπογδάνους) και τη γλώσσα τους, στις 10 Ιανουαρίου 1829, στο έργο Ανάθημα Συγγράμματος (Protosinghelul Naum Rîmniceanu – Despre originea Romanilor, σ. 235-258),[8] τα εξής:
«Ρίζα Ρώμη των Ρωμάνων, αλλ’ εμφύλισις Δακοίς. Ανδρειότατοι Δακοί, εν πολέμοις τοις Ρωμάνοις. Υπερίσχυσε δε όπλα, Καίσαρος του Τραϊανού· Ρωμαΐζουσι Δακοί, και Δακίζουσι Ρωμάνοι. Ει Ρωμάνους ημάς είποις, έλεις γλώσσης μαρτυρίαν, Ει Δακούς δε πάλιν είποις, γ’ αίμα τε και γλώσσης μέρη. Ει λεγόμεθα Ρωμάνοι, Ρώμης από τούνομα. Τραϊανού μεν αποικία, του αυτού συμμαρτυρούντος. Εν της Ζάρμης, πόλεως βασιλευούσης, βασιλέως του Δεκέβαλ, ου μακράν Μαρισσού ούσης. Ει λεγόμεθα και Βλάχοι, Ιταλών επωνυμία· τους γαρ Ιταλούς Βολόχους, είωθεν καλείν Ευρώπη. Ρώμη δ’ ούσ’ εν Ιταλία, ου μακράν επωνυμία. Δακοί δε Δακίας άπο της ημών κληρονομίας. Λέγεσθαι δε και Μουντάνους, κατά τινών την γνώμην, έστ’ αλούτα η αιτία των βουνών δ’ επωνυμία. Των υπωρειών πλησίον χρηματίσασα καθέδρα, των αρχήθεν ηγεμόνων, και των μεταγενεστέρων. Πρώτον εν Καμπουλουγγίω, δεύτερον εν Αρτζεσίω, τρίτον εν Τιργοβεστίω, νυν δε εν Βουκουρεστίω. Πας τις ουν επωνυμίαν, εκ του κρείττονος λαμβάνει· πού δ’ αλούτα ποτέ είχε, μείζον καθέδρα βάνου;» (σ. 245).
«Συν Δακοίς γαρ εν Βλαχία κατήλθεν Ηγεμονία, διά Νέγρου Βοεβόδα, πρίγκιπος ημών προτίστου. […] Οις καγώ συναριθμούμαι, ως Δακός και πατριώτης. Και το γένος, και την γλώσσαν, και καρδία και τω ζήλω. Και τη πράξη και τοις πόνοις, και υδρώτας αφειδώς. Είθε πάντες ούτως είεν, ως καγώ τη ενεργεία.
Χαίρε πατρίς της Δακίας, μάλλον ημών της Βλαχίας, άμα και της Μολδαβίας, Ηεγεμονίαι Δακίδες. Ου γαρ μόνον εξουσία, απ’ αρχής κληρονομία, την πατρίδος γην κοσμείτοι, αλλά και ορθοδοξία. Τρισόλβιοι Αδελφοί Ηγεμονίαι Δακίδες. Δύο στύλους υμάς κόσμος, ευσεβείας πάντως έχει. Δύο και δένδρα λαμπρά, παραδείσω θαυμαστά, υφ’ ων σκιάν καταφεύγει, πας ορθόδοξος πιστός. Πάτριος αγρός πατρίς, Είθε σε Θεός ο μέγας, εύοδον αεί φυλάττει, μέχρι συντελείας πάντων. Αμήν.» (σ. 247).
«Έτι πάλιν ορών το πολυάριθμον πλήθος υμών πάνυ πολυποίκιλον· διαφόρους στάσεις, διάφορον προφοράν μιάς διαλέκτου, σχεδόν και διαφόρους ιδέας προσώπων, κατά τε το του ενός εκάστου τόπου κλήμα, και κατά την της ζωής διαγωγήν, αλλά και κατά διάφορον μίξιν εν τω αίματι ετέρων εθνών. (Όσοι γαρ Έλλησι το πάλαι εξ Ιταλίας, ή ετέραις γενεαίς μετά ταύτα, γνωστοί εισι). Έτι ορών και διάφορα ενδύματα, κατά τε των επικρατούντων δεσποτείαν, και κατά την των πλησιοχώρων συναναστροφήν, ώστε τινάς και περιγελάσθαι ίσως αλλήλους, καίτοι ομογενής, και αλλήλους ερυθριάν, τολμώ ειπείν ότι σχεδόν απορήσειε τις ει πάντες έν εισι γένος, αποδίδωμι δε τοις απαιδεύτοις την απορίαν, ως μηδέν πλέον γινώσκουσι.
Των δε τοιούτων απαιδεύτων πολλών όντων των ελασσιτομάτων, και μόνον το Βλάχος ή το Ρωμούν ικανού όντος εν ετέραις γενεαίς εις ταπείνωσιν μετά το προβάλειν με παράδειγμα έν, εν τοις εξής τοις οις γινώσκουσι την του λόγου δύναμιν ομιλήσω μόνοις· (δει γαρ τον ευγενή πάντα τη γνώσει και πράξει διαφέρειν των κοινών, οι δε λοιποί τους ευμαθείς μιμήτωσαν). Ου γαρ δύναμαι της πολυλογίας ένεκα λεπτομερώς ομιλήσας κατά την γνώμην των βραχείαν εχόντων κατάληψιν· ους μηδέ ανάγκη ακριβώς πάντα γινώσκειν· έστω ουν εις παράδειγμα ζωγραφία τις, έχουσα μεν πολλούς εζωγραφισμένους, αγνώστους δε τους πλείους, διά τε το διάφορον της χρωματουργίας, και διά τον αγνοούμενον σκοπόν του ζωγράφου· ει γαρ βασιλεύς τω του προβατοβοσκού εζωγράφισται ενδύματι, κακείνος τω του βασιλέως, ομολογήσοι αν ο αγνοών έν’ αντ’ άλλου.
Τοιούτων ουν όντων των ανθρωπίνων πραγμάτων, είπωμεν εν συντόμω και περί γένους και διαλέκτου Δακών. Έχομεν αλήθή πληροφορίαν, ότι το μεν γένος ημών εκ διγενείας συνήλθεν, εκ τε Λατίνων και Ιταλών, όπερ συναριθμείται μία γενεά, και εκ των απ’ αρχής κληρονόμων Δακίας Δακών. Η δε διάλεκτος των νυν Δακών, διερουμένη εις δέκα μερίδια, δι’ ακριβούς παρατηρήσεως ευρίσκομεν τέσσερα μερίδια γλώσσης Λατίνων. Δύο μερίδια Ιταλών, και τοι διεφθαρμένα, δύο μερίδια των παλαιών Δακών, διεφθαρμένα και ταύτα τοις ανωτέροις έν ήμισυ, μερίδιον Βουλγάρων ή Σέρβων, εκ της συνεχούσης μαθήσεως των γραμμάτων αυτών και συναναστροφής· διεφθαρμένον και τούτο· το ήμισυ δε μερίδιον εκ διαφόρων γλωσσών συνισταμένον, μάλιστα δε εν τοις ξένοις της εμπορικής ονόμασι. […] Ταύτα περί του γένους εν συντόμω, ως πρόσκαιρα και γήϊνα, και φαντασιώδη.» (σ. 249-251).
«Άρα λοιπόν η του θεοφρουρήτου ύψους υμών υψηλή εξουσία παρά Θεού διαταττομένη, ευταξίας κεφαλή διά τετάρτης ήδη ηγεμονίας επί της Δακικής Βλαχίας, συναριθμουμένης και της Δακικής Μολδαβίας μιάς. Προ πάντων είς έκαστος έως του ελαχίστου υπηκόου, οις καγώ, οφείλομεν τω Θεώ ευχαριστηρίους ύμνους, υπέρ της και αύθις απολαύσεως του θεοφρουρήτου και αγαθού ύψους υμών εις κεφαλήν ευταξίας του ημετέτου Δακικού γένους, ούτινος και δόξα και ευτυχία υπάρχει.» (σ. 257).
Ο Constantin Erbiceanu, στο ανωτέρω έργο (Cronicarii Greci…), στον πρόλογο, σε υποσημείωση, επισημαίνει ότι στη ρουμανική γλώσσα υπάρχουν πάνω από πεντακόσιες λέξεις αρχαιοελληνικής προέλευσης:
«Influinţa limbei grece vechi asupra formărei limbei vechi romăneşti şi a cuvintelor multe ce le avem în limbă şi acum încă, ne denotă destul de puternic contactul secular a Românilor cu Grecii. Aşa: Agonisesc, αγωνίζομαι, aer, αήρ, azimă, άζημον, albastru, αλάβαστρος, argat, εργάτης, asil, άσυλον, aflu, άλφω, baba, βαύβω […] flegma, φλέγμα, har, χάρις, ciocan, τυκάνη etc. etc. S’ar putea socoti numeral cuvintelor greceşti vechi întrebuinţate în limba romănescă peste cinci sute. In timpurile mai modern, când Grecii au venit in Principate, lucrul s’a întâmplat din contra. […]» (σ. ΧΙΙ-ΧΙΙΙ, υποσ. 1).
Φαίνεται πως όλα τούτα τα ορθά και αληθή τα αγνοούσαν οι της «εν Ελλάδι Βλαχίας» Αρμάνοι-Βλάχοι (Ελληνόβλαχοι), θύματα της «ρουμανικής προπαγάνδας» στα χρόνια μετά την ίδρυση του κράτους της Ρουμανίας, το 1860, και –ακόμα– τα αγνοούν παντελώς οι σύγχρονοι Ρουμάνοι –μα και πλείστοι εν Ελλάδι και αλλαχού– που θέλουν να βλέπουν τους Αρμάνους (Ελληνόβλαχους) σαν απογόνους των… Δακών![9]
Αγνοούν ή θέλουν να παραβλέπουν ότι το Αρμấν ουδεμία σχέση έχει με το Ρωμούν. Καθότι το «ΑΡΜΑΝ (Αρμάν) σημαίνει τον πόλεμον τη των Φρύγων διαλέκτω, ως φησί Παλαμήδης ιστορικός ο την κωμικήν λέξιν συναγαγών· Μεθόδιος, ή τον ιππόθορον, ην άδουσι Φρύγες εποχούμενοι ίπποις», και έχει σχέση με τους Ελληνόβλαχους Αρμάνους. Το ΡΩΜΟΥΝ «(Ρωμούν) λεγόμεθα Ρωμάνοι, Ρώμης από τούνομα», και έχει σχέση με τους Βλάχους της Δακίας ή Ρουμάνους. Αγνοούν ή παραβλέπουν ακόμα το φαινόμενο της ομωνυμίας. Καθότι ελληνιστί το Βλάχος προκύπτει από το Δράκος (= μεγαλόσωμος), με τροπή του Δ σε Β, τροπή του ρ σε λ, και τροπή του κ σε χ. Το δε Βλάχος για τους άνωθεν του Δουνάβεως Δάκες ή Δακούς προκύπτει –κατά πως έχει γράψει ο Ναούμ– «Ει λεγόμεθα και Βλάχοι, Ιταλών επωνυμία· τους γαρ Ιταλούς Βολόχους, είωθεν καλείν Ευρώπη». Άλλη προέλευση και άλλο περιεχόμενο έχει το Βλάχος στην ελληνική γλώσσα και άλλη προέλευση στη ρουμανική ή σε άλλες γλώσσες. Αυτή η ομωνυμία φαίνεται ότι δεν έχει προσεχθεί ή αποφεύγεται να ληφθεί υπ’ όψιν από τους σοβινιστικούς και εθνικιστικούς κύκλους ένθεν κακείθεν του Δουνάβεως και… αλλαχού.
Τούτες οι επισημάνσεις κι αναφορές επαυξάνονται και από τα επώνυμα των Αρμάνων Βλάχων (Ελληνοβλάχων), τα οποία διαφέρουν παντελώς από εκείνα των Βλαχοδακών. Οπότε, εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος για το πώς και το γιατί ως και σήμερα συνεχίζουν ποικίλοι κύκλοι (πολιτικών, ερευνητών, ακαδημαϊκών, συγγραφέων κ.ά.) στη Ρουμανία (και κάποιοι στην Ελλάδα) να θεωρούν τους Ελληνόβλαχους Αρμάνους σαν Δακοβλάχους Ρουμάνους!… Ποια είναι τα ιστορικά και γλωσσολογικά τεκμήρια που μπο-ρούν να εδραιώσουν έναν τέτοιον ισχυρισμό;!
Κρατώ ως τελικό συμπέρασμα την διαπίστωση του Ιωάννη Λυδού, η οποία συνάγεται και από το σύνολο των κομισθέντων πηγών, και με δεδομένο ότι η «Αιολίδα φωνή» είναι τα σημερινά «Βλάχικα» των Ελληνόβλαχων-Αρμάνων:
«Ώστε τύραννος ην ο Ρωμύλος, πρώτον μεν τον αδελφόν ανελών, και τον μείζονα, και πράττων αλόγως τα προσπίπτοντα. Ταύτη και Κυρίνος προσηγορεύθη, οιονεί κύριος, καν Διογενιανώ, τω λεξογράφω, άλλως δοκή· ουδέ γαρ αγνοήσας ο Ρωμύλος, ή οι κατ’ αυτόν, δείκνυται κατ’ εκείνου καιρού την Ελλάδα φωνήν, την Αιολίδα, λέγω, ως φασιν ο τε Κάτων, εν τω περί Ρωμαϊκής αρχαιότητος, Βάρρων τε ο πολυμαθέστατος και των άλλων Αρκάδων εις Ιταλίαν ελθόντων ποτέ, και την Αιολίδα τοις βαρβάροις ενσπειράντων φωνήν…» – Γι’ αυτό η Βλάχικη-Αρμάνικη δεν είναι κόρη αλλά μητέρα της Λατινικής. (Βλέπε και στους Ιάμβους 12, τα του Θεόδωρου Μόμσεν).
Και αν όλα τούτα που έως τώρα κατέθεσα δεν σας έχουν πείσει, να μου επιτραπεί να τα συμπληρώσω και προσαυξήσω με τη σοφία του μεγάλου μας δάσκαλου Κ. ΚΟΎΜΑ:
«Η Ελληνική γλώσσα ομού με το λαλήσαν αυτήν έθνος φαίνεται πιθανώτατα, ότι ήλθεν εις την Ελλάδα από την Θράκην, ως είπαμεν αρχήτερα. Το έθνος των Θρακών ήτο και εις τους χρόνους έτι του Ηροδότου το μέγιστον μετά τους Ινδούς απ’ όλα του κόσμου τα έθνη.. Εξηπλόνετο εντεύθεν μεν του Ίστρου έως τα όρια της Μακεδονίας, εκείθεν δε προς βορράν με αδιόριστον έκτασιν· και μέρος αυτών ή φυλή μεγάλη ονομαζόμενοι Σιγύναι κατέχον όλας τας πέραν του Ίστρου και εκ δεξιών αυτού έως του Αδριατικού κόλπου χώρας ελέγοντο Μήδων απόγονοι [Ηροδ. 5, 9]. Εσέβετο πολλούς από τους θεούς τους οποίους ευρίσκομεν και εις την των Ελλήνων θρησκείαν· αλλά δεν υπετάσσοντο εις ένα άρχοντα, ουδ’ είχαν ομόνοιαν προς αλλήλους, και η αιτία αύτη τους έκαμνεν ασθενείς [Ηροδ. 5, 3], και επομένως ανικάνους να αντιστέκονται εις επιδρομάς άλλων νεωστί επερχομένων από την Ασίαν πολεμοφόρων λαών· Εμετανάστευε λοιπόν μέρος αυτών κατά καιρούς εις χώρας άλλας έτι ακατοικήτους· και ούτως εκατοικήθησαν αι νοτιώτεραί των χώραι και αι δυτικώτεραι Ιλλυρία, Μακεδονία, Θεσσαλία, Ελλάς, Ιταλία κτλ. Διαιρούμενοι δε ούτως εις πολλούς κλώνας από μιας και της αυτής ρίζης, εδιαιρούσαν και την μίαν γλώσσαν (διηρημένην εξ άπαντος και πρότερον εις πολλά ιδιώματα εξ αυτής της φύσεως των πραγμάτων) εις πολλάς, οι μεν χειροτερεύοντές την δι’ αμέλειαν της καλλιεργείας, άλλοι δε διορθόνοντες και αυξάνοντές την ομού με την διόρθωσιν και αύξησιν των διανοημάτων των. Εκ τοιούτων αιτιών εγεννήθησαν αι γλώσσαι Γερμανική, Σλαβική, Ελληνική, Λατινική, των οποίων η συγγένεια είναι γνωστή εις τους παραλληλίζοντας αυτάς με κρίσιν.
Οι εξετάζοντες την αρχαιότητα της Ελλάδος ευρίσκουσι λαόν τινά πολύν και μέγαν ονομαζόμενον Πελασγοί, όςτις φαίνεται ότι υπήρξεν ο πρώτος της χώρας ταύτης οικήτωρ· Αλλά πόθεν; πότε; πώς ήλθαν οι Πελασγοί ούτοι εις την Ελλάδα; δεν εμπορεί τις να το εξεύρη με βεβαιότητα· διότι οι συγγραφείς μας οι πρώτοι, Όμηρος, όςτις αναφέρει το όνομα των Πελασγών με τιμητικόν επίθετον Δίοι, και Ηρόδοτος μετά ταύτα, και οι εφεξής ήξευραν ατελώς και κατά παράδοσιν ολίγα και σκοτεινά περί αυτών· ή αν ήξευράν τι τέλειον δεν ηθέλησαν να μας το φανερώσωσι· ο Στράβων μας φανερόνει μόνον, ότι άλλους της Ελλάδος κατοίκους αρχαιοτέρους των Πελασγών δεν εγνώριζαν. Επειδή ο λαός ούτος περιεπλανάτο και εμετανάστευεν ευκόλως, και εσυναντάτο όχι μόνον εις την Ευρωπαϊκήν Ελλάδα, αλλά και εις πολλά μέρη της μικράς Ασίας, και πολλάς νήσους· τούτο έδωκεν αφορμήν εις πολλούς να πιστεύσωσιν, ότι ήλθαν εις την Ελλάδα από τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, και από το Πέλαγος ωνομάζοντο Πελασγοί. Νεώτεροι δε κριτικοί, όχι μόνον τούτους, αλλά και άλλους μικροτέρους λαούς των αρχαίων χρόνων της Ελλάδος, π.χ. Καύκωνας, Λέλεγας κτλ. τους θέλουν Θράκας· τα δε διάφορα ονόματά των,ως φυλών διαφόρων του αυτού έθνους, πιθανόν είναι ότι τα έφεραν από την Θράκην, όπου κατά την μαρτυρίαν του Ηροδότου [Ηροδ. 5, 3] είχαν οι Θράκες κατά χώρας διάφορα ονόματα. Η γνώμη τούτων επιστηρίζεται και εις πολλούς άλλους λόγους, και μάλιστα, ότι εις τους αρχαιοτάτους εκείνους χρόνους η θαλασσοπλοΐα ήτο δυσκολωτάτη, και ότι εφάνησαν κατά πρώτον εις την Δωδώνην, χώραν γείτονα της Μακεδονίας, ήτις συνορεύουσα με την Θράκην έλαβεν εκείθεν τους πρώτους Πελαργούς. Διά τούτο ο Ιουστίνος, Ρωμαίος συγγραφεύς, του οποίου η ιστορία είναι συνερανισμένη από Αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγράμματα, λέγει ότι οι μετέπειτα Μακεδόνες ωνομάζοντο πρότερον Πελασγοί [Βιβ. 7, κεφ. 1]· και τους εις την Λήμνον Σίντιας, τους οποίους ο Στράβων ονομάζει Θράκας, ο Σχολιαστής Απολλωνίου του Ροδίου τους ονομάζει Τυρρηνούς, και τούτους παλιν Πελασγούς. Διά τούτο προσέτι πολλά κύρια ονόματα των Θρακών ευρίσκονται και εις τόπους όπου ομολογουμένως εκατοίκησαν Πελασγοί. Π.χ. εις Ιλιάδα Ζ, 130 απαντάται Θραξ Λυκούργος ο Δρύαντος· και τις αγνοεί τον περίφημον της Σπάρτης νομοθέτην Λυκούργον; Αλέξανδροι ευρίσκονται εις την Μακεδονίαν, Αλέξανδρος εις τους Μολοσσούς (όπου ήσαν ομολογουμένως Πελασγοί), και Αλέξανδρος ο Πάρις εις την Τροίαν, όπου πάλιν ήσαν Πελασγοί, ή κατά τον Ουϊργίλιον (Αινειάδ. Α, 627) οι Τρώες αυτοί ήσαν Πελασγοί· Πλησίον των υπωρειών του Αίμου λέγει ο Στράβων, ότι ήτο πόλις Λάρισσα [Βιβλ. Θ’]· αλλ’ εάν παρατηρήση τις ακριβώς, θέλει δειν ότι όπου εκατοίκησαν Πελασγοί υπήρξεν και πόλις Λάρισσα. Η παρά τον Πηνειόν Λάρισσα της Θεσσαλίας περιεκυκλόνετο από Πελασγούς· και παρεκτός αυτής άλλη Λάρισσα της Θετταλίας η λεγόμενη Κρεμαστή ωνομάζετο και Πελασγία. Εκ τούτων λοιπόν όλων συμπεραίνεται πιθανώτατα ότι από την Θράκην ήλθαν οι Πελασγοί εις την Ελλάδα· και το συμπέρασμα είναι άλλως φυσικώτατον και ευλογώτατον· διότι λαοί νομαδικοί και μεταναστευτικοί εκτείνονται πάντοτε εις τα έμπροσθεν ελαυνόμενοι από της κατακτήσεως την επιθυμίαν έως η ου φύσις ή πολιτικά αίτια να στήσωσι την ορμήν των· διά τούτο πράγμα εναντίον της φυσικής των εις το εκτείνεσθαο ροπής ήτο ν’ αφήσωσιν ακατοίκητα τα αμέσως γειτονεύοντα νουιώτερά των μέρη. Πιθανόν δε είναι ότι από την Θρακικήν Χερσόνησον μετέβησαν εις την αντικρύ κειμένην Τροίαν, και τας άλλας Ασιανάς χώρα όπου απαντώνται, και με τον καιρόν εκείθεν τε και από την Ελλάδα εσκορπίσθησα εις τας νήσους.
Όπως αν έχη το πράγμα, εις την Δωδώνην έφεραν οι Πελασγοί τους Θεούς των και την θρησκείαν των, εκατάστησαν αυτού το αρχαιότατον της Ελλάδος Δωδωναίον χρηστήριον, από του οποίου ονομάζει ο Όμηρος Πελασγικόν τον Δία, και εκείθεν κατά το μεταναστευτικόν ήθος των εξαπλώθησαν εις όλην την Ελλάδα· Η Δωδώνη, η Ήπειρος όλη, όλη η Θεσσαλία ήταν κατοικημέναι από Πελασγούς. Η Βοιωτία, η Φωκίς, η Εύβοια είχαν Πελασγούς κατοίκους. Της Αττικής οι κάτοικοι ήσαν Πελασγοί Κραναοί. Το Άργος της Πελοποννήσου ήτο ”Πελασγών έδος”. Τους βορείους αιγιαλούς της Πελοποννήσου εκατοίκουν Πελασγοί αιγιαλέες. Όλη η Πελοπόννησος ωνομάζετο εκ τούτων και Πελασγία. Τον χαρακτήρα της γλώσσης των εφύλατταν όπου αν υπήγαιναν, λέγει ο Ηρόδοτος· και επειδή αυτοί εκατοίκησαν όλην την Ελλάδα· άρα πανταχού της Ελλάδος έφεραν και την γλώσσαν των. Αλλά τις ήτο η Πελασγική γλώσσα; ποίας διαφοράς προσέλαβεν εις το είδος η απ’ αυτής καλλιεργηθείσα ελληνική; είναι αδύνατον να το εξεύρωμεν τώρα ημείς, ουδ’ ο Ηρόδοτος ηθέλησε να μας περιγράψη, όςτις την ήξευρε βέβαια, επειδή εις τας ημέρας του εσώζοντο Πελασγοί οι κάτοικοι της Κρηστώνος (πόλεως Ιταλικής κειμένης υπεράνω της Τυρρηνίας) και της Πλακίης και Σκυλάκης (δύω πόλεων κειμένων εις τον Ελλήσποντον), οίτινες ωμίλουν Πελασγικά [Ηροδ. 1, 57]· αλλ’ ο Ηρόδοτος καταφρονών πάσαν γλώσσαν μη διατυπωμένην κατά τον χαρακτήρα της συγχρόνου του ελληνικής ευχαριστήθη μόνον να είπη, ότι ήτο το Πελασγικόν έθνος βάρβαρον, και ότι “ήσαν οι Πελασγοί βάρβαρον γλώσσαν ιέντες”. Ήτο αληθώς η γλώσσα των τραχεία και βαρβαρόηχος, καθώς δείχνουν την τραχύτητά της αι συγγενείς της Θρακοπελασγικής αρχής γλώσσαι Γερμανική, Σλαβική και άλλαι· και μόνον η ευφυΐα και ο ευαίσθητος χαρακτήρ των κατοίκων της πανενδόξου Ελλάδος της έδωκε την αμίμητον ευρυθμίαν και χάριν, την οποίαν εθαύμασαν και θέλουν θαυμάσειν οι αιώνες άπαντες· αλλ’ όμως της χαριτωμένης ταύτης γλώσσης ύλη και βάσις υπήρξεν αναμφιβόλως η ωμή και ακαλλώπιστος των Πελασγών γλώσσα· και ήτο πολλά ωφέλιμον εάν ηξεύραμεν τα περί αυτής από τους αρχαίους με πλειοτέραν ασφάλειαν παρ’ ό,τι εξεύρομεν ατελώς από τεμάχια μεταγενεστέρων γραμματικών.» (Λεξικόν…, Κωνσταντίνου Μιχαήλ Κούμα. Τόμος Πρώτος, Α – Λ. Εν Βιέννη της Αουστρίας, 1826, σ. Γ΄-Ε΄). – Τα ενδιαφέροντα περί Πελασγών έπονται και σε άλλες σελίδες.
*****
ΕΔΩ τελειώνουν οι Βλαχολογικοί Ίαμβοι και Ανάπαιστοι, και αναμένω την οιαδήποτε επιστημονική θέση ή τον αντίλογο, με το αποδεικτικό υλικό των πηγών τεκμηρίωσής της, και με τις στήλες της ΦΑΡΕΤΡΑΣ έτοιμες να τη φιλοξενήσουν αναφανδόν. – Όσο για τους κληρονόμους και φορείς των ιδεών του Πάουλ Γιόζεφ Γκαίμπελς, στον χώρο της βλαχολογίας, που κινούνται υπό «το πνεύμα του αναστηθέντος Λαζάρου», λόγω του γνωστού θαύματος του θεανθρώπου, είμαι βέβαιος ότι γνωρίζουν ότι τα «επιστημονικά τους σκύβαλα» και τα κατά καιρούς δημοσιευμένα «εμέσματά» τους σε επαρχιακά έντυπα και σε δήθεν «επιστημονικές εκδόσεις», ήδη φιλοξενούνται στον κάλαθο των αχρήστων της Ιστορίας, μαζί με τα ποικίλα εθνικιστικά φληναφήματα ματαιόδοξων ανοήτων, των οποίων η επιστημοσύνη για την σπουδαρχία και τα μυστικά κνδύλια και τα πρυτανεία των δωρεάν σιτιζομένων έκλεισε προ πολλού τον κύκλο της.
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
[1] C. Erbiceau, Viaţa şi activitatea literară a protosinghelului Naum Rîmniceanu, Bucureşti 1900.
[2] Βλ. C. Erbiceau, ό. π. –Και: Revista pentru Istorie, Archeologie şi Filologie, Anul V, Volumul IX, Fascicolul II, Bucuresci 1903, σ. 276-283.
[3] O. Tafrali, Un manuscris necunoscut al lui Naum Rimniceanu, στο Revista pentru Istorie, Archeologie şi Filologie, ό. π., σ. 278-280.
[4] Ο William Wilkinson (που απεβίωσε το 1836) ήταν βρετανός πρόξενος στις ηγεμονίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας, στο Βουκουρέστι, στο Λεβάντε, το 1813, και ανακλήθηκε το 1816. Έγραψε το βιβλίο «An Account of the Principalities of Wallachia and Moldavia: With Various Political Observations Relating to Them». («Εκτιμήσεις για τα Πριγκιπάτα της Βλαχίας και της Μολδαβίας: Με Ποικίλες Πολιτικές Παρατηρήσεις Σχετικά μ’ Αυτούς»), το 1820.
[5] Ο συγγραφέας William Wilkinson παραπέμπει στον Πίνακα 4 του Παραρτήματος (σ. 201-215), όπου δίνει δάνειες λέξεις της Wallachian (γλώσσας των ανωδουναβιτών Βλάχων, νυν Ρουμάνω) από άλλες γλώσσες: Latin (28), Italian (63), μετά παραθέτει ορισμέ-νους αριθμούς στα ιταλικα και στη Wallachian γλώσσα και κάποιους διαλόγους σε αυτές τις δύο γλώσσες για να καταδείξει τη συγγένειά τους· Modern Greek (26), Turkish (9).
[6] Βλ. An Account of the Principalities of Wallachia and Moldavia: With Various Political Observations Relating to Them. By William Wilkinson, Esq. Late British Consul Resident at Bukorest. London: Printed for Longman, Hurst, Ree, Orme, and Brown, Paternoster-Row 1820.
[7] Istoria delle Moderne Rivoluzioni della Valachia, Con la Descrizione del Paese; Natura, Costumi, Riti, e Religione degli Abitanti; Annessavi la Tavola Topografica di quella Provincia, dove si vede cio, che erestato nella Vallachia agli Austriaci nel Congresso di Passrovitza: Composta da Antonmaria del Ghiaro Fiorentino, In Venezia, MDCCXVIII [1718], Per Antonio Bortoli…
[8] Cronicarii Greci, Carii au scris despre Români în epoca Fanariota. Textul Grecesc şi traducerea Româneasca, de Constantin Erbiceanu, professor, Bucureşti 1888.
[9] Με βάση τα σύγχρονα ρουμανικά ετυμολογικά λεξικά, πάνω από 20% των λέξεων της ρουμανικής είναι ελληνικής προέλευσης. Με βάση το λεξικό της βλάχικης – αρμάνικης του Τάκη Παπαχατζή το 26,8% των βλάχικων λέξεων είναι ελληνικής προέλευσης και το 17,4% είναι λατινικής προέλευσης, και με βάση το λεξικό της κουτσοβλαχικής του Κωνσταντίνου Νικολαΐδου το 52,0% των βλάχικων λέξεων είναι ελληνικής προέλευσης και το 39,0% είναι λατινικής προέλευσης. Βλ. Γ. Έξαρχος, Γραμματική και Συντακτικό της Αρμά-νικης Γλώσσας των Ελληνοβλάχων, Ερωδιός, Θεσσαλονίκη 2015, σ. 81-84.