Στην Ελλάδα ο όχλος που λιθοβολεί εν ζωή αποθεώνει μετά θάνατον. Ένας ήρωας μπορεί να καταλήξει ζητιάνος στα σκαλιά της εκκλησίας, πριν να βρει τη θέση του στα βιβλία της ιστορίας.
Μάζα ανθρώπων απαίδευτων και φανατικών με χαμηλή νοημοσύνη και μηδενικές ηθικές αξίες που συχνά καταφεύγει στη βία. Συνώνυμα συρφετός, μπουλούκι, άτακτο στίφος.
Οι ανιστόρητοι εθνικιστές κάθε χρόνο τέτοια μέρα, ασελγούν πάνω στον Ανδρέα Κάλβο και στον στίχο “Θέλει Αρετήν και Τόλμην η Ελευθερία”: έχουν φτιάξει στο λειψό μυαλό τους μια Εθνική Παλιγγενεσία που ουδεμία σχέση έχει με την επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Αν οι “μπατριώτες” ξεστραβώνονταν κι άνοιγαν κανένα βιβλίο, θα διαπίστωναν ότι γύρω από τον κάθε ήρωα της Επανάστασης σέρνονταν μιλιούνια τα ανθρώπινα κατακάθια που τον πρόδιδαν, τον βασάνιζαν, τον σκότωναν. Όρθιοι και μόνοι μέσα στη φοβερή ερημία του πλήθους ήταν πάντα οι ήρωες μας που θυσίασαν το αίμα, το βιός και τη ζωή τους για την πατρίδα.
Τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ο όχλος δίκασε, καταδίκασε και φυλάκισε μαζί με τον επίσης ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης Δημήτριο Πλαπούτα. Ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου συνελήφθησαν με την κατηγορία ότι επιβουλεύονταν το Βασιλιά Όθωνα και ότι συνωμοτούσαν για τη διενέργεια επανάστασης κατά του καθεστώτος. Οι δυο αγωνιστές δεν προέβαλαν καμία αντίσταση κι οδηγήθηκαν στις φυλακές του Παλαμηδιού.
Μετά θάνατον αναγνωρίστηκαν κι αυτοί, μετά θάνατον απονεμήθηκαν οι δόξες και οι τιμές. Από τον ίδιο όχλο που τους μπουντρούμιασε στα κάτεργα.
Η Μπουμπουλίνα που αντέδρασε με σθένος στην φυλάκιση αυτή, κρίνεται επικίνδυνη από την κυβέρνηση κι εξορίζεται στις Σπέτσες, χάνοντας και τον κλήρο γης που το Κράτος τής είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο. Εκεί έμεινε ολομόναχη, προδομένη από τους συμπατριώτες της, περιφρονημένη από τους κυβερνήτες και έχοντας ξοδέψει και την τελευταία λίρα της για την Επανάσταση.
Μετά θάνατον οι Ρώσοι της απένειμαν την ύψιστη τιμή της ‘Ναυάρχου’ έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για μια γυναίκα.
Η Μαντώ Μαυρογένους πάμπλουτη αρχόντισσα, πεθαίνει στην ψάθα, αφού τα έχει δώσει όλα στον Αγώνα. Όταν μένει άφραγκη, κανείς δεν στέκεται στο πλευρό της.
Μετά θάνατον αναγνωρίζεται από τον ίδιο εκείνο όχλο που την περιφρόνησε. Μετά θάνατον.
Ο όχλος τότε, ο όχλος τώρα. Που σήμερα απαγγέλει Κάλβο χωρίς να διαθέτει ούτε αρετήν, ούτε τόλμην.
Ο όχλος που λιθοβολεί εν ζωή και αποθεώνει μετά θάνατον. Ο όχλος που κατάντησε τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο ζητιάνο στα σκαλιά της εκκλησίας.
Ελάχιστοι γνωρίζουν το προοδευτικό, ανήσυχο και ριζοσπαστικό πνεύμα του του οπλαρχηγού της Ελληνικής επανάστασης Νικηταρά του Τουρκοφάγου, κατά κόσμον Νικήτα Σταματελόπουλου. Οι περισσότεροι μάθαμε ό,τι μας δίδαξαν τα σχολικά βιβλία.
Μέγας και ανδρείος στρατηγός, γενναίος στη μάχη, ταπεινός στη ζωή. Το 1821 στη μάχη των Δολιανών κατόρθωσε με λίγες δυνάμεις να αποκρούσει την επίθεση με πυροβολικό του πολυάριθμου στρατού των Τούρκων. Κι επειδή στη μάχη αυτή, σκότωσε ο ίδιος πολλούς Τούρκους, ονομάστηκε Νικηταράς ο Τουρκοφάγος.
Στην πορεία της ζωής του ο οπλαρχηγός Νικηταράς φυλακίστηκε από τους Βαυαρούς, βασανίστηκε και στα τελευταία χρόνια της ζωής του τυφλός και άρρωστος πια κατάντησε ζητιάνος για να ζήσει. Το ‘φιλεύσπλαχνο’ ελληνικό κράτος, αντί να συνδράμει τον ήρωά του πήγε και τού χορήγησε ‘άδεια επαιτείας’ – να αυτά δεν μπορώ.
Τέλος πάντων, αυτά διδαχτήκαμε στο σχολείο. Αυτά που δεν διδαχτήκαμε κι έχουν ιστορικό ενδιαφέρον, είναι εκείνα που διαφοροποιούν τον Νικηταρά από τους σύγχρονούς του οπλαρχηγούς.
Ο άνθρωπος αυτός πολύ απλά έβλεπε 100 χρόνια μπροστά από την εποχή του: στην πάμπτωχη μετεπαναστατική Ελλάδα, εκείνος οραματίζεται μια νέα πατρίδα με Παιδεία, τέχνη και ανθρωπισμό.
Η επιστολή που στέλνει στον Παπαφλέσσα – ο οποίος το 1823 διετέλεσε υπουργός των Εξωτερικών – έχει μεγάλη ιστορική βαρύτητα. Τότε στρατηγός ο Νικηταράς ήταν Πολιτάρχης στο Ναύπλιο, την προσωρινή πρωτεύουσα του ελληνικού κράτος.
Κι άκου τώρα τι προτείνει ο άνθρωπος.
Στο Ναύπλιο το τζαμί του Αγά Πασά να γίνει μια μεγάλη αίθουσα θεάτρου.
Το αρχοντικό της πόλης απέναντι από το τζαμί, να μετατραπεί σε σχολείο – με εργαστήρια παρακαλώ – για να μάθουν τα παιδιά γράμματα.
Ένα μεγάλο σπίτι στην ευρύτερη περιοχή να γίνει νοσοκομείο για άπορους ασθενείς.
Και τέλος να διοριστεί ‘επιστάτης’ να κρατάει τα τεφτέρια, να δίνει λογαριασμό και γενικώς να φροντίζει τα χρήματα πάνε εκεί πού πρέπει κι όχι στις τσέπες των επιτηδείων.
Ιδού λοιπόν η επιστολή του Νικηταρά στον Παπαφλέσσα που αξίζει να μνημονευτεί.
Εξοχώτατε Υπουργέ των Εσωτερικών
Επειδή και εις την ανθρωπότητα το πρώτον αγαθόν πράγμα είναι η παιδεία, καθώς προς τούτοις εις την ιδίαν, ιερώτατον και η υπεράσπισις των πτωχών ασθενών, μάλιστα δε των στρατιωτών , ζητώ δια του παρόντος μου μέσον του Υπουργείου τούτου παρά της Υπερτάτης Διοικήσεως, ίνα δοθώσιν εις την εξουσίαν μου , πρώτον το τζαμί του Αγαπασά μεθ΄όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, ίνα χρησιμεύση δια θέατρον , δεύτερον την μεγάλην οικίαν ευρισκομένην εις το πλάτωμα απέναντι του τζαμίου, ίνα χρησιμεύση δια σχολείον μεθ΄όλα του τα περιεχόμενα εργαστήρια, και τρίτον, ένα οσπίτιον μεγάλον κατά τα Πέντε Αφέλφια , ίνα χρησιμεύση δια Νοσοκομείον, δια τα οποία αφού μου δοθεί η άδεια, αφήνω επίτροπον δια να τα τελειώσει, παρακαλώντας την Υπερτάτην δια να ήθελεν να διορίση έναν επιστάτην της, ίνα μετά του ειδικού μου λαμβάνωσι τα εισοδήματα, και κάμνωσι τα έξοδα και χρονικώς δίδωσι λογαριασμόν. Όθεν και να έχω την απόκρισιν, προσκυνώ και μένω.
Εκ Ναυπλίου τη 25 Σεπτεμβρίου 1823
Νικήτας Σταματελόπουλος
Αυτά τα ολίγα περί ηρώων και περί όχλου. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
Χρόνια πολλά.