Γρηγόρης Φεϊζατίδης “Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα” – ” Ένα πρώτο βιβλίο αξιώσεων”/ γράφει η Δήμητρα Σμυρνή
Είναι η πρώτη του είσοδος στη Λογοτεχνία μ’ ένα βιβλίο. Γιατί η είσοδος του Γρηγόρη Φεϊζατίδη στον σύνθετο, απαιτητικό και γοητευτικό κόσμο της Λογοτεχνίας έχει γίνει νωρίτερα και μάλιστα με πρώτα βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, όπως, για παράδειγμα, στου Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και στη συνέχεια με δημοσιεύσεις διηγημάτων του σε ανθολογίες και περιοδικά.
Και έρχεται τώρα το πρώτο του βιβλίο, “Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα”, διηγήματα, εκδόσεις Βακχικόν, για να κάνει την είσοδό του συγγραφέα του στη Λογοτεχνία περισσότερο γνωστή και εκτεθειμένη στη ματιά και στην κρίση ενός πλατύτερου κοινού και φυσικά και του τοπικού, αφού ο συγγραφέας είναι Βεροιώτης.
Ήδη ο τίτλος του βιβλίου,”Ο Θεός πίσω από την ντουλάπα”, δημιουργεί ερωτηματικά, αλλά και αντιφατικές προθέσεις, που ξεκινούν από την θετική περιέργεια -πολύ ελκυστική- για να φτάσουν μέχρι και τη μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα για το περιεχόμενο. Νικά η πρώτη.
Το βιβλίο είναι συλλογή διηγημάτων, που παίρνει τον τίτλο της από ένα της διήγημα, όπως συμβαίνει συνήθως, εισάγοντας, βέβαια, έμμεσα στον κόσμο του φανταστικού. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του βιβλίου έχει ήδη περάσει στον αναγνώστη, μέσω του τίτλου.
Το οπισθόφυλλο δημιουργεί ενδιαφέρον και προσανατολίζει περισσότεροι, καθώς κλείνει έτσι: “Οι ήρωες και οι ηρωίδες αγωνίζονται, βαλτώνουν, ανασταίνονται, νικούν ή γονατίζουν νικημένοι μέσα στον βούρκο της νεοελληνικής πραγματικότητας.”
Νεοελληνική πραγματικότητα. Δόθηκε ο χώρος, ο χρόνος αλλά και η προσωπικότητα των ηρώων με δύο τρεις πινελιές. Ήρωες καθημερινοί, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που όμως ο καθένας δεν μπορεί να δει τις αθέατες πλευρές τους έτσι, όπως ο συγγραφέας τους τις ζωντανεύει, φωτίζοντας ολοκληρωτικά τις φιγούρες τους.
Έχουν ειπωθεί άπειρες ιστορίες μέσα από την Λογοτεχνία. Εκείνο όμως που ξεχωρίζει έναν συγγραφέα είναι το ύφος, το προσωπικό ύφος. Αυτό θα δημιουργήσει την εικόνα, τα πρόσωπα, τον χώρο, τα συναισθήματα, αυτό θα πλέξει και τον μύθο, όχι στατικά αλλά περίτεχνα.
Κι αυτό που διαπιστώνει κανείς στον Φεϊζατίδη είναι πως το προσωπικό ύφος υπάρχει. Και είναι μόλις η πρώτη του ολοκληρωμένη και σίγουρα φιλόδοξη προσπάθεια.
Μπορεί η τραγικότητα προσώπων και καταστάσεων να συνυπάρξει με το εκλεπτυσμένο αλλά διάχυτο χιούμορ; Μπορεί η με λεπτομέρειες καταγραφή του πραγματικού -κάποτε με ωμό ρεαλισμό- να συνυπάρξει με το φανταστικό σε μια αλληλουχία πειστική; Μπορεί η σκληρότητα που διαπερνά την κοινωνία να δέσει με την τρυφερότητα, κουμπώνοντας με τέχνη; Φαίνεται πως μπορεί.
Χώρος και χρόνος η Ελλάδα του σήμερα. Η Ελλάδα της παθογένειας. Η Ελλάδα, όπου οι κοινωνικές δεσμεύσεις γίνονται δεσμά, όπου τα όρια ελευθερίας και συνείδησης μπερδεύονται, όπου η ανεργία θερίζει και δημιουργεί εφιάλτες, όπου η συνειδητοποίηση των γηρατειών αποκαλύπτει κάποτε παράλληλα και την ηθική καταβαράθρωση μέρους της νεολαίας, όπου το “Γιασεμί και το πετρέλαιο” αναδίδουν το καθένα τη δική του μυρωδιά.
Οι ήρωες. Είτε με την πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση, είτε με την τριτοπρόσωπη, είναι το ίδιο δυνατοί. Είτε με τα αθώα λόγια ενός μικρού παιδιού στο έξοχο “Ο πολεμιστής με τα σιδερένια κόκαλα”, είτε με την πικρή αυτογνωσία και οργή του 70άρη, είτε με το σύννεφο της απόγνωσης, που διακατέχει την Νατάσα, τη γκαρσόνα, ο συγγραφέας αλλάζει περσόνες πειστικά, αποδεικνύοντας ένα πράγμα, πως ξέρει πολύ καλά τον Άνθρωπο!
Η αγάπη στη λεπτομέρεια με την οποία φτιάχνει τις εικόνες του, όχι απλά δεν κουράζει, δημιουργεί εκείνη την ατμόσφαιρα που ένας καλός σκηνογράφος θα τοποθετούσε τα θεατρικά του πρόσωπα.
“Η φωνή του αντηχεί στα ογδόντα πέντε τετραγωνικά, ανακλά σε τοίχους, σε πίνακες και έπιπλα, σκαλώνει σε κάθε καρφί, σε κάθε φωτογραφία, σε κάθε φθαρμένο ύφασμα, σε πολυθρόνες και καναπέδες, χτυπάει πάνω σε υγρασίες και αναμνηστικά παλιών χαμόγελων και φτάνει στα αυτιά της πολλαπλασιασμένη χίλιες φορές, μία για κάθε γωνιά του πατρικού σπιτιού που σέρνει μαζί της.”
………….
“Ο κόσμος του Μπάρμπα… Το έλεγε ξανά και ξανά, λες και έδινε δεξίωση σε ξένους διπλωμάτες, όπως σ΄εκείνη τη διαφήμιση με τα χρυσά σοκολατάκια. Πρεζόνια ήταν οι περισσότεροι, άπλυτοι και απελπισμένοι. Με το που έπεφτε η νύχτα, τον χειμώνα από νωρίς, το καλοκαίρι πιο αργά, μαζεύονταν όλοι στα ΚΤΕΛ σαν μυρμήγκια γύρω από νεκρό έντομο που είχε σωριαστεί ανάσκελα. Ξεκινούσαν από κάθε γωνιά της πόλης, γεμάτοι ελπίδα και δίψα κι έκαναν βόλτες στην Γαμβέτα, λες και βρίσκονταν στην παραλιακή.”
Είτε στέρεα τοποθετημένος στην πραγματικότητα, που την ξέρει καλά, είτε αποδρώντας σε σφαίρες του φανταστικού, που τόσο πολύ μπήκε πια στην εποχή μας σαν επακόλουθο της συνεχούς πίεσης που υφιστάμεθα, απειλώντας κάποτε την ισορροπία του ψυχισμού μας, κάποτε σαν μια ανάγκη για να ξεφεύγουμε απ΄αυτήν, ο Φεϊζατίδης καταγράφει με το πρώτο του αυτό βιβλίο μια είσοδο αξιώσεων στον κόσμο της Λογοτεχνίας μας.