“Πόλεμος στην Ουκρανία: Το μετέωρο βήμα της κυβέρνησης” γράφει ο Δημήτρης Χρυσικόπουλος
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και όλα τα συνακόλουθα ζητήματα που προέκυψαν από τις πολεμικές επιχειρήσεις (κυρώσεις στη Ρωσία, ραγδαία αύξηση στις τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των τροφίμων) δεν χρειάζεται ειδική ανάλυση για να γίνει κατανοητό ότι η ήδη επιβαρυμένη κατάσταση στην Ελλάδα (από οικονομική άποψη, κυρίως) έγινε ακόμα πιο δύσκολη.
Παραδοχή Μητσοτάκη
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, τόσο στην ομιλία του στη Βουλή, όπου ενημέρωσε τα πολιτικά κόμματα για τις εξελίξεις στην Ουκρανία, όσο και στη χθεσινή συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου, παραδέχθηκε ότι «υπάρχουν προφανώς και οι οικονομικές συνέπειες αυτής της πρωτόγνωρης κρίσης, δεν θα τις κρύψουμε. Θα πρέπει να τις διαχειριστούμε και θα τις διαχειριστούμε».
Ακόμη πως «αντιλαμβανόμαστε ότι παρόμοιες τακτικές θα διαταράξουν τη διεθνή αγορά, προκαλώντας ενδεχομένως και νέες ανατιμήσεις. Συμφωνήσαμε, όμως, ότι αυτό είναι το πρόσκαιρο τίμημα που θα πληρώσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί για την υπεράσπιση των αξιών που αποτελούν τα θεμέλια της ηπείρου μας».
Δεσμεύσεις
Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση διά στόματος Μητσοτάκη δεσμεύτηκε ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τους πιο ευάλωτους που πλήττονται περισσότερο από τις τεράστιες ανατιμήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, ενώ σχεδιάζεται παρέμβαση για να ελεγχθεί το ράλι των τιμών, καθώς, για παράδειγμα, η αμόλυβδη πλέον αγγίζει και στην Αττική τα δύο ευρώ.
Έτσι ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης ανακοίνωσε τροπολογία με την οποία οι επιχειρήσεις θα πρέπει να λειτουργούν με το περιθώριο κέρδους που είχαν τον Σεπτέμβριο του 2021, λέγοντας ότι «δεν θα μπει αόριστα πλαφόν στο περιθώριο κέρδους» και προσθέτοντας ότι πρέπει «γενικά όλες οι επιχειρήσεις να καταλάβουν ότι πρέπει να βάλουν πλάτη σε αυτή τη δεδομένη συγκυρία».
Δημοσιονομικοί φόβοι
Το ερώτημα είναι αν τέτοιου είδους παρεμβάσεις είναι αρκετές για να ελέγξουν, έστω και σε κάποιο βαθμό, το «τσουνάμι» της ακρίβειας.
Δεν είναι τυχαίο ότι παράγοντες της αγοράς και, ιδίως, του τομέα των καυσίμων (αλλά και η αντιπολίτευση) συνεχίζουν να ζητούν από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μειώσεις φόρων, υποστηρίζοντας ότι οι όποιες απώλειες εσόδων από τη μείωση αυτή θα αντισταθμιστούν από την αύξηση της κατανάλωσης, η οποία, όπως σημειώνουν, έχει μειωθεί σημαντικά από την ώρα που άρχισαν οι ανατιμήσεις.
Ωστόσο η κυβέρνηση μοιάζει να μη θέλει να κάνει το συγκεκριμένο βήμα, φοβούμενη πιθανό δημοσιονομικό εκτροχιασμό, καθώς ήδη το έλλειμμα έχει εκτιναχθεί λόγω των παρεμβάσεων για την πανδημία.
Τρέχει ο πληθωρισμός
Την ίδια στιγμή, τα νέα από τις Βρυξέλλες για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα μόνο ευχάριστα δεν είναι, καθώς η Eurostat προσδιόρισε το ύψος του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή για τον περασμένο Φεβρουάριο στο 6,3% (το μέσο ποσοστό για την Ευρωζώνη προσδιορίστηκε στο 5,8%).
Ωστόσο αναλυτές σημειώνουν ότι το μέγεθος που μετρά η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία είναι μικρότερο από αυτό της ΕΛΣΤΑΤ, εκτιμώντας ότι το ύψος του πληθωρισμού για τον περασμένο μήνα στη χώρα θα διαμορφωθεί κοντά στο 7%, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τις πιέσεις προς τους καταναλωτές, αλλά και στην κυβέρνηση για τη λήψη μέτρων στήριξης, από τη μία, και αναθεώρησης των μεγεθών του προϋπολογισμού.
Πονοκέφαλοι για τον τουρισμό
Επιπλέον πονοκεφάλους προκαλούν στην κυβέρνηση και οι κίνδυνοι που ο πόλεμος στην Ουκρανία επιφυλάσσει για τον τουρισμό. Ήδη, η Μόσχα ανακοίνωσε χθες ότι καταργεί την πώληση τουριστικών πακέτων για τις χώρες που της έχουν επιβάλει κυρώσεις, όπερ σημαίνει ότι στα αντίμετρα συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα.
Αν και τα τελευταία χρόνια – και λόγω της πανδημίας – είχε καταγραφεί μείωση των αφίξεων Ρώσων τουριστών στη χώρα, η κίνηση αυτή της Ρωσίας προσθέτει άλλο έναν προβληματισμό για τις εξελίξεις στην οικονομία.
Οι στόχοι της κυβέρνησης
Όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, η κυβέρνηση επιδιώκει στην παρούσα φάση, εκτός από τις όποιες παρεμβάσεις κάνει σε εσωτερικό επίπεδο, δύο πράγματα:
● Το πρώτο είναι να υπάρξει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπιση των ραγδαίων αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας, με την Αθήνα να προτείνει στις Βρυξέλλες τη δημιουργία ενός κεντρικού ευρωπαϊκού μηχανισμού για τη στήριξη των Ευρωπαίων καταναλωτών, με την αξιοποίηση έως και 100 δισ. ευρώ από τα έσοδα των πλειστηριασμών δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
● Το δεύτερο είναι να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξουν προβλήματα στην τροφοδοσία της χώρας με φυσικό αέριο, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εισάγεται από τη Ρωσία και υπάρχει ανησυχία ότι η Μόσχα μπορεί να προχωρήσει σε αντίμετρα που θα περιλαμβάνουν και τη ροή του αερίου.
Ο Μητσοτάκης είπε ότι η χώρα έχει ήδη προχωρήσει σε κινήσεις που θα διασφαλίσουν την επάρκεια σε φυσικό αέριο (τροφοδοσία σταθμού LNG στη Ρεβυθούσα κ.λπ.) και μίλησε για την ανάγκη δημιουργίας και νέων υποδομών, ωστόσο προς το παρόν η ανησυχία παραμένει.
Στην «πρέσα» και τα τρόφιμα
Το ανησυχητικό είναι ότι εκτός από τις τιμές της ενέργειας, τον ανήφορο έχουν πάρει και οι τιμές των τροφίμων, με την τιμή του σιταριού να καταγράφει άνοδο 9,1% και να διαπραγματεύεται στα 350,75 ευρώ, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η οποία μαζί με τη Ρωσία εξάγει σχεδόν το ένα τρίτο του προϊόντος παγκοσμίως.
Παράλληλα ανοδικά κινούνται οι τιμές στο καλαμπόκι (+2,3%), στο ρύζι (+3,31%), στη σόγια (+0,46%) και τη ζάχαρη (+1,81%), αυξάνοντας την ανησυχία, τόσο για ζητήματα επάρκειας, όσο και για το πού θα «κάτσει» τελικά η τιμή τους και πόσο θα επηρεάσει τις τιμές βασικών ειδών, οι οποίες, όπως είναι γνωστό, έχουν ήδη αυξηθεί το τελευταίο διάστημα. (Αναλυτικό ρεπορτάζ στις σελίδες 22-23).
Ικανοποίηση για τη στάση στο Ουκρανικό
Μέσα σε αυτό το κλίμα η κυβέρνηση αναζητά κάποια καλή είδηση και φαίνεται ότι τη βρίσκει στο πολιτικό κομμάτι της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Όπως είπε και ο Μητσοτάκης στο Υπουργικό Συμβούλιο, υπήρξε «μια ελάχιστη κοινή εθνική στάση» στη συζήτηση στη Βουλή, ενώ υποστήριξε τη στάση της κυβέρνησης – η οποία, πρέπει να σημειωθεί, είναι ευθυγραμμισμένη με αυτήν της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ – λέγοντας ότι:
«Οι εξελίξεις δικαιώνουν τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης. Πολιτικές οι οποίες υπηρετούν το εθνικό συμφέρον. Ας μην ξεχνάμε ότι ο αναθεωρητισμός συνεχίζει να πληγώνει την Κύπρο, αλλά καραδοκεί και στη γειτονιά μας. Και αποδεικνύουν οι επιλογές μας ότι οι ίσες αποστάσεις από θύτες και θύματα νομιμοποιούν τελικά το έγκλημα, κάνοντας την αποχή, συνενοχή. Και το εύκολο “όχι στον πόλεμο” είναι μια ευχή, αλλά πάντως δεν είναι πολιτική».
«Είμαστε η Δύση και ανήκουμε στην ελευθερία»
Παράλληλα σημείωσε ότι «πολιτική είναι να προτάσσεις, όπως έχουμε κάνει συστηματικά και μεθοδικά, την ενίσχυση της εθνικής άμυνας αλλά και την οικοδόμηση ισχυρών συμμαχιών. Πολιτική είναι να θέτεις ως προτεραιότητα τη στρατηγική ευρωπαϊκή αυτονομία ως απάντηση σε αυτό το σύνθετο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον του μέλλοντος».
Επιπλέον, υποστήριξε ότι «είμαστε στο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης, γνωρίζοντας πολύ καλά τι συμβαίνει πέρα από αυτό. Και ακριβώς επειδή η Ελλάδα είναι στην άκρη της ηπείρου μας είναι και στην καρδιά της. Ανατολικά της Ευρώπης, αλλά στο κέντρο πάντα της Δύσης. Είμαστε η Δύση και ανήκουμε στην ελευθερία».
Το… ερώτημα για τα όπλα
Από την άλλη, απαντώντας στα πιεστικά ερωτήματα της αντιπολίτευσης σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει, εκτός από ανθρωπιστική βοήθεια, και όπλα στην Ουκρανία, ο Μητσοτάκης μίλησε για «ευρωπαϊκή απόφαση η οποία ουσιαστικά δεσμεύει όλα τα κράτη – μέλη» και υποστήριξε αναφερόμενος εμμέσως στην Τουρκία:
«Είχαμε κάθε λόγο, λοιπόν, εμείς, πέρα και πάνω από τις ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, διμερώς, όπως το έκαναν πολλές άλλες χώρες, να στηρίξουμε την Ουκρανία. Είχαμε έναν λόγο παραπάνω να το κάνουμε».
Τέλος, είπε ότι «το ΚΥΣΕΑ (…) είχε εξουσιοδοτήσει όλα τα μέλη του, κατά την αρμοδιότητά τους να πάρουν τις σχετικές αποφάσεις. Είχα δε ενημερώσει τηλεφωνικά όλα τα μέλη του ΚΥΣΕΑ για την απόφαση να αποστείλουμε στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία».
«Μεικτά πρόσημα»
Πάντως, η κυβέρνηση παρατηρεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις αντιδράσεις των πολιτών για τα μεγάλα ζητήματα που τους απασχολούν και τους πιέζουν. Έτσι «μεικτά πρόσημα» – κατά τη γνωστή έκφραση για το χρηματιστήριο – κατέγραψε η τελευταία δημοσκόπηση της εταιρείας Pulse για τον ΣΚΑΪ, τουλάχιστον όσον αφορά τα ζητήματα αυτά.
Συγκεκριμένα, το 47% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι τα μέτρα της κυβέρνησης για την ακρίβεια κινούνται σε λάθος κατεύθυνση (το 42% τα βρίσκει στη σωστή κατεύθυνση, αλλά ανεπαρκή), τάση που έχει αποτυπωθεί και σε μετρήσεις άλλων εταιρειών. Από την άλλη, το γεγονός ότι το 66% συμφωνεί με το εξοπλιστικό πρόγραμμα της χώρας (διαφωνεί το 27%) δίνει «πόντο» στην κυβέρνηση σε μία φάση που η κριτική αυξάνεται.
Ο χρόνος των εκλογών
Πάντως, αν υπάρχει στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση ένα «καμπανάκι» για την κυβέρνηση, αυτό δεν είναι άλλο από τα αποτελέσματα σχετικά με το ερώτημα για τον χρόνο των εκλογών, όπου το 47% τάσσεται υπέρ κάλπης στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης το 2023, το 26% υπέρ εκλογών μέχρι το καλοκαίρι και μόλις το 19% μέχρι το τέλος της χρονιάς.
Ας μην ξεχνάμε ότι το τελευταίο διάστημα έχουν επανέλθει στο προσκήνιο σενάρια περί πρόωρης προσφυγής στις κάλπες (μάλιστα, έχουν υπάρξει και αναλύσεις που λένε ότι σε περίοδο πολέμου οι ψηφοφόροι τάσσονται συνήθως υπέρ της κυβέρνησης), αν και το Μαξίμου επαναλαμβάνει διαρκώς ότι οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν στο τέλος της τετραετίας και με τον εκλογικό νόμο που ψήφισε η κυβέρνηση.