Το ράλι στις τιμές της ενέργειας ανατρέπει τα δεδομένα. Τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίσουν να καίνε λιγνίτη για μεγαλύτερο διάστημα προτού κάνουν τη μετάβαση στις ΑΠΕ, τόνισε ο Φρανς Τίμερμανς.
«Τα πράγματα έχουν αλλάξει. Εννοώ ότι η ιστορία πήρε μια πολύ απότομη τροπή πριν από μια εβδομάδα, και πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτήν την ιστορική αλλαγή», δήλωσε ο Τίμερμανς.
«Η Πολωνία και πολλές άλλες χώρες είχαν σχέδια να απαγκιστρωθούν από τον λιγνίτη και στη συνέχεια να χρησιμοποιήσουν προσωρινά φυσικό αέριο και να μεταβούν κατόπιν στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αν συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τον λιγνίτη για μεγαλύτερο διάστημα, αλλά στη συνέχεια μετακινηθούν αμέσως στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αυτό θα μπορούσε να είναι εντός των παραμέτρων που ορίσαμε για την κλιματική μας πολιτική» σημείωσε.
Περισσότερο από το ένα τρίτο του φυσικού αερίου της Ευρώπης προέρχεται από τη Ρωσία. Ο Τίμερμανς υπογράμμισε ότι η Ε.Ε. πρέπει να «απογαλακτιστεί από την εξάρτηση… πολύ πιο γρήγορα από ό,τι περιμέναμε».
Για τον σκοπό αυτό, η Ε.Ε. θα εφαρμόσει μια δέσμη μέτρων την επόμενη εβδομάδα με στόχο να περιορίσει τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο μιας διακοπής του ρωσικού εφοδιασμού με φυσικό αέριο και να επιταχύνει τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα.
Την Πέμπτη, ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας δημοσίευσε ανάλυση σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη θα μπορούσε να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου κατά περισσότερο από το ένα τρίτο μέσα σε ένα χρόνο. Μια «βραχυπρόθεσμη επιλογή» θα ήταν η μετάβαση από την ηλεκτρική ενέργεια φυσικού αερίου μέσω της «αυξημένης χρήσης του στόλου της Ευρώπης με καύση λιγνίτη ή με τη χρήση εναλλακτικών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο, εντός των υφιστάμενων σταθμών παραγωγής ενέργειας με αέριο», ανέφερε. Αλλά ο οργανισμός δεν συνέστησε αυτή την προσέγγιση.
Ορισμένες χώρες κοιτάζουν ήδη μια στροφή πίσω στον λιγνίτη. Όπως μεταδίδει το Politico, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι δήλωσε στους νομοθέτες της χώρας την περασμένη εβδομάδα ότι «οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής με καύση λιγνίτη μπορεί να χρειαστεί να ανοίξουν ξανά για να καλύψουν τυχόν ελλείψεις βραχυπρόθεσμα» ως συνέπεια της ρωσικής επιθετικότητας στην Ουκρανία.
Εκπρόσωπος της Πολωνίας είπε ότι η κατάσταση ήταν «πολύ δυναμική αυτή τη στιγμή» για να προδικάσει τη μακροπρόθεσμη πολιτική απάντηση. Ωστόσο, η υπουργός Ενέργειας Άννα Μόσκουα είπε στο Politico νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι η Ε.Ε. πρέπει να «απορωσοποιήσει» τον ενεργειακό της τομέα.
Η εισβολή στην Ουκρανία «δεν βοηθά την υπόθεση του φυσικού αερίου», δήλωσε ο Nαρέτζ Τερζιάν, εκπρόσωπος της Διεθνούς Ένωσης Παραγωγών Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου. Ωστόσο, επισήμανε ότι «υπάρχει μια σημαντική διάκριση που πρέπει να γίνει μεταξύ του ρόλου που διαδραματίζει το φυσικό αέριο στο ενεργειακό σύστημα της ΕΕ και από πού το παίρνει η ΕΕ». Η αναζήτηση νέων πηγών εισαγωγών και η γεώτρηση για νέους πόρους εντός της ίδιας της Ευρώπης θα πρέπει επίσης να είναι μέρος της απάντησης, είπε.
Ο Τίμερμανς σημείωσε ότι ενώ ορισμένες χώρες μπορεί να επιδιώξουν να κάψουν τώρα λιγνίτη, η απάντηση δεν θα πρέπει «να επιβραδύνει τη μετάβασή μας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, γιατί αυτό είναι που χρειαζόμαστε για να αποτρέψουμε τον άλλο θανάσιμο κίνδυνο που αντιμετωπίζουμε, που είναι η κλιματική κρίση».
Έδωσε το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία εκπονεί σχέδια για να ενισχύσει τους στόχους της για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο υπουργός Κλίματος και Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ δεν απέκλεισε την Κυριακή το ενδεχόμενο να καθυστερήσει η σταδιακή κατάργηση του λιγνίτη και των πυρηνικών στη χώρα, δηλώνοντας στη γερμανική δημόσια τηλεόραση ότι «δεν υπάρχουν ταμπού». Ωστόσο, πρόσθεσε ότι η καθυστέρηση της πυρηνικής εξόδου δεν θα βοηθούσε στην αντικατάσταση του φυσικού αερίου, καθώς οποιαδήποτε παράταση πέραν του τρέχοντος έτους θα εγείρει σημαντικά ζητήματα ασφάλειας και εφοδιασμού και ότι ο περισσότερος λιγνίτη δεν αποτελεί εναλλακτική, καθώς η Γερμανία εισάγει το ήμισυ του λιγνίτη της από τη Ρωσία.