Απόψεις Κοινωνία

“Γυναικοκτονίες: Η μαύρη λίστα της απόγνωσης” γράφει η Δήμητρα Κουνέλη

———

Δήμητρα Κουνέλη

Είναι η Βασιλική στα Μεσκλά Χανίων, η Κωνσταντίνα στη Μακρυνίτσα, η Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, η Ελένη στην Αγία Βαρβάρα, η Γαρυφαλλιά στη Φολέγανδρο, η Αννίσα στη Δάφνη, η Μαρία στη Σωτηρίτσα Λάρισας, η Σταυρούλα στο Ρέθυμνο, η Ελένη στην ανατολική Θεσσαλονίκη, η Μόνικα στην Κυπαρισσία, η Δώρα στη Ρόδο, η Νεκταρία στην Ιεράπετρα, η Ντεμέκ στη Θεσσαλονίκη, η Ελιόνα στη Λακωνία, η Τζεβριέ στην Αλεξανδρούπολη και η Αλεξάνδρα στη Νέα Μάδυτο Θεσσαλονίκης.

Είναι η θλιβερή λίστα του 2021 με τις γυναικοκτονίες που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία, ξυπνώντας συνειδήσεις για την έμφυλη βία στην Ελλάδα και προκαλώντας οργή για τους θύτες που ήταν σύζυγοι ή σύντροφοι των γυναικών.

Ξεχωριστή θέση στη «μαύρη λίστα» των γυναικοκτονιών αποτελεί η περίπτωση της Ελένης Τοπαλούδη, που δολοφονήθηκε τον Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο από δύο δράστες, τον σύντροφο της κοπέλας και έναν φίλο του, οι οποίοι, αφού βίασαν την Ελένη, τη χτύπησαν και την πέταξαν στη θάλασσα με αποτέλεσμα τον πνιγμό της, καθώς λόγω της κακοποίησης ήταν ανήμπορη να σώσει τον εαυτό της.

Μάλιστα, τις προηγούμενες ημέρες επρόκειτο να αρχίσει στο Εφετείο η δίκη των δραστών της δολοφονίας, που καταδικάστηκαν πρωτόδικα σε ισόβια και 15 χρόνια κάθειρξη για τη δολοφονία και τον βιασμό της Ελένης, χωρίς να τους αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Η δίκη πήρε αναβολή προκαλώντας την αγανάκτηση των γονιών της Ελένης, που καθημερινά βιώνουν τον Γολγοθά της απώλειας της κόρης τους με αυτό τον φρικτό τρόπο.

Εξίσου συνταρακτική ήταν και η δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς από την Αλόννησο, μέσα στο σπίτι της στα Γλυκά Νερά, από το χέρι του συζύγου της Μπάμπη Αναγνωστόπουλου και μπροστά στα μάτια της 11 μηνών κόρης του ζευγαριού. Μάλιστα, ο Αναγνωστόπουλος σκηνοθέτησε ολόκληρο σενάριο ληστείας για να παραπλανήσει τις αρχές, αλλά «πιάστηκε στη φάκα» των έμπειρων αστυνομικών που χειρίστηκαν την υπόθεση και ομολόγησε τον φόνο.

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, μία ακόμη γυναίκα δολοφονούνταν από τον σύζυγό της στα Γιάννενα, ο οποίος την ξυλοκόπησε μέχρι θανάτου, και γινόταν η πρώτη γυναικοκτονία για το 2022. Μακάρι να είναι η τελευταία…

Ο ορισμός της γυναικοκτονίας

Ακόμη και η χρήση του όρου «γυναικοκτονία» προκαλεί αντιδράσεις από μερίδα της πατριαρχικής κοινωνίας στην οποία ζούμε. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, «γυναικοκτονία είναι η ανθρωποκτονία από πρόθεση γυναικών επειδή είναι γυναίκες. Η γυναικοκτονία συνήθως διαπράττεται από άντρες, αλλά κάποιες φορές συνεργούν και γυναίκες, συνήθως μέλη της ίδιας οικογένειας».

Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων εξειδικεύει ακόμη περισσότερο τον όρο: έτσι ως γυναικοκτονίες ορίζονται οι δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους. Ο όρος περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

● τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα άσκησης βίας από ερωτικό σύντροφο,

● τον βασανισμό και τη δολοφονία γυναίκας ως αποτέλεσμα μισογυνισμού,

● τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών ως «εγκλήματα για λόγους τιμής»,

● τη στοχευμένη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών στο πλαίσιο ένοπλων συγκρούσεων,

● τη δολοφονία γυναικών λόγω προίκας,

● τη δολοφονία γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού τους και της ταυτότητας φύλου,

● τη δολοφονία αυτόχθονων γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους,

● βρεφοκτονία και εμβρυοκτονία βασισμένη στην επιλογή φύλου,

● περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με τον ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων,

● κατηγορίες μαγείας,

● περιπτώσεις γυναικοκτονίας οι οποίες συνδέονται με συμμορίες, το οργανωμένο έγκλημα, εμπόρους ναρκωτικών και την εμπορία γυναικών και κοριτσιών.

Δέκα αληθινές διηγήσεις

Το βιβλίο της δημοσιογράφου Τζένης Κριθαρά «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις», από τις εκδόσεις ΚΨΜ, η οποία ερευνά τα φαινόμενα της γυναικοκτονίας και της έμφυλης ανισότητας, που ευθύνονται για τον θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων σε όλον τον κόσμο, παρουσιάζει δέκα αληθινές ιστορίες γυναικών στην Ελλάδα, οι οποίες βίωσαν την έμφυλη βία σε κάθε έκφανσή της.

Σύμφωνα λοιπόν με το βιβλίο, ο όρος γυναικοκτονία είναι η λέξη που ενοχλεί, που διχάζει, που προκαλεί. Πατριαρχία, σεξισμός, τοξική αρρενωπότητα, εσωτερικευμένος μισογυνισμός, ενοχοποίηση του θύματος και σεξουαλική αντικειμενικοποίηση: συμπεριφορές και στερεότυπα που διαμορφώνουν, φυσιολογικοποιούν και δικαιολογούν τη γυναικοκτόνο πρόθεση. Αιτίες που οπλίζουν το χέρι κάθε κακοποιητή. Αποδείξεις πως η ισότητα των φύλων αποτελεί γράμμα του νόμου και όχι πνεύμα της πολιτείας.

Η έμφυλη βία, που καταγράφεται καθημερινά σε όλες τις εκφάνσεις της, δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες περί έμφυλης ισοτιμίας. Ο δρόμος που μένει να διανυθεί είναι μακρύς.

Ο δημοσιογράφος Νίκος Μπογιόπουλος, που προλογίζει το βιβλίο της Τζένης Κριθαρά, γράφει χαρακτηριστικά:

«Γιατί, λοιπόν, γυναικοκτονία; Μα επειδή ο όρος είναι σαφής. Και είναι σαφής τόσο, όσο και το αίτιο που τον έχει δημιουργήσει. Η “γυναικοκτονία” ως όρος υπάρχει επειδή υπάρχει το πρόβλημα. Και αποτελεί εργαλείο για την ανάδειξη ενός προβλήματος, ενός εγκλήματος, που κάποιοι θα ήθελαν να περνά σαν κάτι ανύπαρκτο μπροστά από τα μάτια και, κυρίως, από τη συνείδηση των ανθρώπων.

Δεν είναι λίγοι, δε, εκείνοι που απορρίπτουν τον όρο “γυναικοκτονία” από τη σκοπιά της υπεράσπισης, υποτίθεται, της ανθρώπινης ιδιότητας των γυναικών. Λες και αμφισβήτησε κανείς την ανθρώπινη ιδιότητα των γυναικών χρησιμοποιώντας τον όρο “γυναικοκτονία”.

Εάν αυτή η λέξη δημιουργεί στο μυαλό τους αυτή την αντίδραση, υπό το πρόσχημα ότι αμφισβητείται η ανθρώπινη ιδιότητα του θύματος, τότε, όταν λέμε “πατροκτονία”, αμφισβητούμε την ανθρώπινη ιδιότητα του πατέρα που έπεσε θύμα; Όταν λέμε “μητροκτονία”, αμφισβητούμε την ανθρώπινη ιδιότητα της μητέρας που έπεσε θύμα; Όταν λέμε “παιδοκτονία”, αμφισβητούμε την ανθρώπινη ιδιότητα του παιδιού που έπεσε θύμα; Ή μήπως, όταν τα λέμε αυτά, το κάνουμε για να αναδείξουμε ακριβώς το μέγεθος της απαξίας αυτού του είδους των εγκλημάτων;» διερωτάται ο Μπογιόπουλος.

Η συγγραφέας, από την πλευρά της, επισημαίνει:

«Δυστυχώς, η κοινωνία αποδεικνύεται διττά κατώτερη των περιστάσεων όταν πρόκειται για τη στήριξη θυμάτων έμφυλης βίας. Από τη μία πλευρά αποτελεί έναν αμέτοχο παρατηρητή, όταν ο θύτης βιάζει / χτυπάει / σκοτώνει το θύμα, και από την άλλη παίρνει πάρα πολύ εύκολα τον ρόλο του κριτή και του κατήγορου, όταν πρόκειται για αποφάσεις που μπορούν να βοηθήσουν τα θύματα να γλυτώσουν.

Για παράδειγμα, όταν μία κακοποιημένη γυναίκα παίρνει τα παιδιά της και φεύγει, το πρώτο πράγμα που ακούγεται είναι πως “διέλυσε το σπίτι της”. Αυτή το διέλυσε; Όχι ο κακοποιητικός σύζυγος; Όταν ένας απατημένος σύζυγος σκοτώσει τη σύζυγό του, ακούγονται φράσεις όπως “Τα ’θελε και αυτή”, “Τι δουλειά είχε να μπλέξει με άλλον”, “Δεν σεβάστηκε τον άντρα της”.

Ας αφεθεί – προς το παρόν – στην άκρη το αυτονόητο δικαίωμα ενός ανθρώπου να συνάπτει σχέσεις με όποιον το επιθυμεί. Εάν ο σύζυγος ήθελε να απαλλαγεί από την αμαρτωλή σύζυγο, θα μπορούσε να χωρίσει. Γι’ αυτό υπάρχουν τα διαζύγια. Το αν είναι ηθικό ή ανήθικο να διατηρεί κανείς παράλληλη σχέση, δεν θα πρέπει να αποτελεί ούτε αιτία για φόνο, αλλά ούτε και αφορμή για αθώωση του θύτη και ενοχοποίηση του θύματος.

Αυτού του είδους τα λαϊκά δικαστήρια και οι παγιωμένες αντιλήψεις που τα συγκροτούν έχουν αποτυπωθεί στο υποσυνείδητο εκατομμυρίων γυναικών. Έτσι, ακόμη και όταν αντιλαμβάνονται πως βρίσκονται μέσα σε μία κακοποιητική σχέση, διστάζουν να μιλήσουν και να ζητήσουν βοήθεια γι’ αυτό. Ο βαθύς συντηρητισμός της πατριαρχικής ελληνικής κοινωνίας κάνει τις γυναίκες να πιστεύουν πως κρατώντας μυστικό το βασανιστήριό τους προστατεύουν (!) τον εαυτό τους, την οικογένειά τους και την υπόληψή τους.

Στην πραγματικότητα, όμως, εκχωρούν στον κακοποιητή το δικαίωμα να συνεχίσει να ασκεί βία επάνω τους και στερούν από τον εαυτό τους τη δυνατότητα να βοηθηθούν οι ίδιες και να βοηθήσουν πολλές άλλες γυναίκες. Διότι, ακόμη και αν μία γυναίκα σωθεί, αν ο κακοποιητής δεν τιμωρηθεί όπως του αναλογεί, θα συνεχίσει να επαναλαμβάνει αυτή τη συμπεριφορά σε κάθε γυναίκα που συναντά. Ακριβώς επειδή το πρόβλημα δεν είναι το θύμα, αλλά ο θύτης και το κοινωνικό πλαίσιο που του οπλίζει το χέρι».

Συγκλονιστικές μαρτυρίες

Το βιβλίο παρουσιάζει δέκα γυναίκες που αφηγούνται τις δικές τους εμπειρίες. Δέκα άνθρωποι που υπέστησαν βία λόγω του φύλου τους αποκαλύπτουν – χωρίς να περιγράφουν τίποτε άλλο πέρα από το βίωμά τους – πώς γεννάται, πώς εκφράζεται και πώς συγκαλύπτεται το έμφυλο έγκλημα. Τίποτα δεν είναι πιο ωμό από τη βία, τίποτα δεν είναι πιο βίαιο από την ανισότητα. Αναδημοσιεύουμε δύο από αυτές τις ιστορίες.

Εκείνη που δεν πίστευε κανείς

«Με βίασε, κατάφερα να πω μέσα στα κλάματά μου. Το είπα ξανά και ξανά, με βίασε. (…) Η αλήθεια είναι ότι δεν επιστρέψαμε ποτέ. Κανείς δεν θα με πίστευε. Όλα τα ίχνη είχαν εξαφανιστεί με το μπάνιο που έκανα εκείνη τη νύχτα όταν γυρίσαμε στο σπίτι και με την απόφαση της μητέρας μου να πετάξει τα ρούχα που φορούσα στα σκουπίδια.

Για μήνες δεν ανταλλάσσαμε ούτε «καλημέρα» με τους γονείς μου. Θεωρούσαν τόσο ντροπιαστικό αυτό που τους είχα κάνει. Μόνο που εγώ δεν είχα κάνει απολύτως τίποτα. Άλλος είχε κάνει κακό σε εμένα. Ακόμη και σήμερα, οι γονείς μου μού κρατούν κακία. Ούτε εγώ τους έχω συγχωρήσει. Συγκατοικούμε με τις κολλητές μου σε ένα δυαράκι που μετά βίας μας χωράει και τις τρεις, όμως έχουμε η μία την άλλη. Δεν είναι ότι δεν φοβόμαστε. Φοβόμαστε και, μάλιστα, πάρα πολύ.

Η δική μου εμπειρία έχει στιγματίσει και τις τρεις. Όμως, πλέον, δεν αφήνουμε ποτέ η μία την άλλη μόνη της και, φυσικά, ποτέ δεν αμφισβητούμε η μία τα λεγόμενα της άλλης. Χρειάστηκε να μάθω από πολύ νωρίς τι θα πει πόνος, απόρριψη, ντροπή, ενοχή και εγκατάλειψη. Ευτυχώς, όμως, έμαθα εξίσου νωρίς τι θα πει γυναικεία αλληλεγγύη, φιλία, αγάπη και εμπιστοσύνη.

Από τη μέρα που έφυγα από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής όπου ζούσα με τους γονείς μου, ορκίστηκα στον εαυτό μου πως δεν θα επιτρέψω σε κανέναν να με κάνει να αισθανθώ τύψεις για κάτι που εγώ υπέστην. Χάρη στην ομαδική ψυχοθεραπεία που κάνω εδώ και χρόνια, αλλά και μέσα από την εθελοντική εργασία σε οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών και τη στήριξη όσων έχουν υποστεί κακοποίηση, έχω πάρει άλλον έναν όρκο: δεν θα σταματήσω ποτέ να φωνάζω και να παλεύω για το δίκιο των ανθρώπων που έχουν υποστεί βία και εξευτελισμό, ακόμη και αν είμαι η τελευταία που θα μείνει στο πλευρό τους.

Πολλές φορές μου λένε να μη βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα. Ότι το θύμα μπορεί να μην είναι πάντα αθώο. Δεν με νοιάζει. Προτιμώ να χαραμίσω λίγη αγάπη και λίγη ανθρωπιά σε κάποιον που μπορεί και να μην τα δικαιούται, από το να τα στερήσω από κάποιον που μπορεί να τα έχει απόλυτη ανάγκη».

Εκείνη που υπήρξε παράπλευρη απώλεια

«Έκτοτε, όποτε καταλάβαινα πως η μητέρα μου κινδύνευε, έτρεχα για να σταματήσω το κακό. Ένα μεσημέρι, ο μπαμπάς μου την είχε πιάσει από τα μαλλιά και βουτούσε το κεφάλι της στη λεκάνη της τουαλέτας, επειδή είχε ξεχάσει να του αγοράσει after save από το σούπερ μάρκετ. Μπήκα στο μπάνιο και άρχισα να τσιρίζω μέχρι που την άφησε και βγήκε ατάραχος.

Μία άλλη φορά, καθόμασταν με τη μητέρα μου στο σαλόνι, εγώ παρακολουθούσα κινούμενα σχέδια και εκείνη σιδέρωνε τα ρούχα μου για το σχολείο. Ενώ ήμασταν και οι δύο απορροφημένες στις ασχολίες μας, εμφανίστηκε ο πατέρας μου κρατώντας μερικά ρούχα του στα χέρια.

Ήταν κόκκινος από τον θυμό του και άρχισε να βρίζει τη μητέρα μου που δεν είχε ήδη σιδερώσει τα δικά του ρούχα για τη δουλειά. Αφού την έσπρωξε και τη χαστούκισε, πήρε το σίδερο και της έκαψε την πλάτη. Πατούσε το σίδερο πάνω στην μπλούζα της και, ενώ η μητέρα μου ούρλιαζε από τον πόνο, της έλεγε: “Να σιδερώσω εγώ τα δικά σου ρούχα, αφού δεν σιδερώνεις εσύ τα δικά μου;”.

Εκείνη τη φορά, η μητέρα μου χρειάστηκε να πάει στο νοσοκομείο, όπου έμεινε για δύο μέρες. Ήταν δύο απαίσιες μέρες για εμένα. Ο μπαμπάς δεν με πήγε στο σχολείο, καθόμουν μόνη μου στο σπίτι όλη τη μέρα και ήθελα τη μαμά μου, αλλά δεν ήξερα το τηλέφωνο του νοσοκομείου. Το απόγευμα που γυρνούσε ο μπαμπάς μου από τη δουλειά, έφερνε σουβλάκια να φάμε, αλλά εγώ δεν μπορούσα ούτε να φάω ούτε να πιω οτιδήποτε. Φοβόμουν να τον ρωτήσω πότε θα γυρίσει η μαμά, γιατί έτρεμα στη σκέψη πως μπορεί να μη γύριζε ποτέ, πως μπορεί να είχε πεθάνει και να μη μου το έλεγαν.

Τελικά, η μητέρα μου επέστρεψε στο σπίτι την τρίτη μέρα. Ήταν Σάββατο και έπρεπε να μείνει ξαπλωμένη στο κρεβάτι για λίγες ημέρες. Εγώ της πήγαινα νερό και κοίταζα το ρολόι για να δω πότε ήταν η ώρα να πάρει τα χάπια της. Ανέβαινα τότε στο κρεβάτι και της τα έδινα. Μετά καθόμουν δίπλα της μέχρι να αποκοιμηθεί».

 topontiki

banner-article

Ροη ειδήσεων