“Ααχ! Βρε, Γιώργη μου Μιλίκ’! Τι Ιθνουγραφικό έφκιασις!!” γράφει η γκουστιρίτσα
“Ααχ! Βρε, Γιώργη μου Μιλίκ’! Τι Ιθνουγραφικό έφκιασις!!”
Πήρα τ’ φίλη μ’, τ’ Πηνιλούδα
στ’ Μιλίκη να πάμι αγκαζιέ!
Γκουστιρίτσα κι αυτήν πιριουπής
είμιστι αμφότιρις, κο, πολύ σινιέ!
Μ’ ακάλτσιν ου Γιώργης ου Μιλίκς
να πάνου αυτοπροσώπους
ιντύθκα σα λατέρνα
μην πάνου όπους – όπους!
Δε μ’ έφτανι ι Μιλίκς, κο,
η Φαρέτρα μ’ έσκασι τ’ χουλή!
«Να πας, μι λιέει, του δίχους άλλου
κο, είσι προυσωπικότητ’ τρανή!»
“Πάμι, κο Πηνιλούδα
θα φκιάσμι κι σουξιέ
θα πάρουμι γνώρα κι του Μιλίκ’
κο, θα βριθούμι μπιζ μπιζιέ”.
Ψιου, ψιου μι τν Πηνιλούδα
τάχαμι κανονίσ’
δήθιν είμιστι τς Λαογραφίας
ι Γιώργης να θαρείσ’! (να νομίσει).
Κι μι τό ‘λιγιν ι αδερφός μ’
ι τρανίτιρους ι Κώτσιους
άνξι, κο,ντόντου, κάνα βιβλίου
μην είσι τόσου ντότσιους ! (ντουβάρι).
Κο, λιες να τς ξιγιλάσου;
Να μη μι πάρνι χαμπάρ’;
Πιρί Λαουγραφίας δε σκαμπάζου
είμι πουλύ στουρνάρ’!
Αμέτ – μουχαμέτ του έβαλα
να φαίνμι κουλτουριάρα!
Γιατί δε σι του κρύβου
είμι, κο, κι μαγκουσάρα! (μαγκιόρα)
Αντραλίσκα σαν του τήρσα
μι ήρθι, κο, να νταβλιαστώ!
Τέτοιου Μουσείο στη Μιλίκ’!
Δεν του είχα, κο, μουλουιμό!Σα πάτσα του πουδάρι μ’
στου Ιθνουγραφικό
μνήσκου καταπληξίας
πρόβατου απουλουλό!
Τι τάματα! Τι θάματα!
Κορ, τι Αναστινάρια!
Τι μάσκις, κο, τι πράματα
να τρέμνε τα ντβάρια!
Μέσα σι μουναδικά ικθέματα
σιάστσα (απόρησα) κο, η καψιρή
κι άιντις να τουν ξιγιλάσου
ιγώ του μουστιρή!
Α, κο Πηνιλούδα, τ’ λιέου
ι Γιώργης είνι τούτους;
Τουν θουρώ κι αντιριούμι
παριφθύς ιμνήσκου μούτους! (βουβός).
Μα πήρα τουν αποθαρρό μ’ (αναθάρρεψα)
σαν άκσα στν αυλή τ’ νταούλια κι ζουρνάδις!
Έτριξα να χουρέψου
σβάρνα πήρα τς στάμνις!
“Άι, Πηνιλούδα, χόριψι
τα δάχλα μ’, σι λιέου, βάστα
πρωτ’ θε να σύρου του χουρό
κι ας είμι, κορ, κι τάπα!” (κοντή).
Γύρβα να ιντυπουσιάσου
η δόλια μ’, κο, του Γιώργ’!
Ααχ! Όπ’ γάμους κι χαρά
η γκουστιρίτσα πρώτ’!
Του γλιέπου. Τουν σακάτιψα
τουν ήρθι ι ουρανός σφουντύλ’
σαν είδι πως του κνούσα
σα μπάμπου (γριά) του μαντήλ’!
Κι ήρθα κι μπιρδικλώθκα
απ’ τα πουλλά τσαλίμια!
Άι, λιέου, τώρα θα μι στείλ’
ι Γιώργης στα τσακίδια.
Μα, ι Γιώργης μι κουβάλτσι
σταμάτσαν τα κλαρίνα
κι όχ’ μόνο δε μι ούριαξι (μάλωσε)
μι τάισεν κι προυβατίνα!
Κι γω κι η Πηνιλούδα
σας του λιέμε ιφθαρσώς
του καλύτιρου Μουσείου
είνι τ’ Γιώργη, κο! Αμ πώς!!
………………
εις σε, Γιώργη Μιλίκ’!
«Τα σχαρίκια μ’, ω ρε Γιώργη
που έφκιασις τέτοιου Μουσείου!»
«Ααχ! Α, ρε Μιλκιώτις
σας κλήρουσιν λαχείου!»
Η γκουστιρίτσα
…………….
αμέτ – μουχαμέτ: πάση θυσία
μαγκουσάρα: μαγκιόρα
στουρνάρ’: αγράμματη
ντόντου: αδελφή
μουλουιμό: δεν μπορούσα να το πιστέψω