Χρήστος Σκούπρας “Ώρες αιώρες: … και άλλα του θανάτου λάφυρα / Σχόλια για το νέο βιβλίο του Γιάννη Καισαρίδη”
Μνήμης χάριν ποιητού
Δημήτρη Καρασάββα
” Πατώντας στη σκιά και τον θάνατο αναζητά το φως και την ιερότητα της ζωής”
Το καλοκαίρι που μας πέρασε κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γιάννη Καισαρίδη με τίτλο Ώρες αιώρες (Κέδρος, 2021). Πριν το διαβάσω ρώτησα ένα φίλο πώς του φάνηκαν τα διηγήματα. «Καισαριδικά» μου απάντησε. Τι εννοείς; «Άλλα καλά, άλλα κάπως δυσνόητα». Το μυαλό μου πήγε στην υποδοχή και την πρόσληψη του μυθιστορήματος του Καισαρίδη Αποτομή (Νησίδες, 2016), που, πιθανόν, η δυσκολία της δομής και οι γλωσσικές επιλογές αποθάρρυναν τον αναγνώστη να ανακαλύψει τις αρετές του. Στο παρόν κείμενο επιχειρώ, με τα σύντομα σχόλια που ακολουθούν, να εκθέσω τις δικές μου αναγνωστικές αντιδράσεις και να εξηγήσω για ποιο λόγο βρίσκω κάποια από τα κείμενα της νέας συλλογής διηγημάτων του αριστουργηματικά.
Τα διηγήματα του βιβλίου Ώρες αιώρες, όπως εύστοχα έχει γραφτεί, αποτελούν «επιτύμβια πεζά»[1] για τις απουσίες των ανθρώπων της πόλης. Εκτεταμένα κείμενα, μικροδιηγήματα, ιστορίες των κατοίκων, προσωπικές μνήμες του συγγραφέα, αποτυπώνουν την Ιστορία της Βέροιας (απελευθέρωση από τους Τούρκους, Μεσοπόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Μεταπολίτευση) και συνθέτουν ένα ιδιαίτερο σύμπαν. Πολλά από τα κείμενα συνομιλούν μεταξύ τους δημιουργώντας την υποψία ότι συνιστούν κατά μία έννοια «μυθιστορηματική ύλη». Βέβαια, αυτή η υπόθεση εργασίας χρήζει ευρύτερης διερεύνησης για το πώς ο Καισαρίδης αντιμετωπίζει τα λογοτεχνικά είδη. Στη συνέχεια του κειμένου, επικεντρώνομαι κυρίως στο διήγημα με τον τίτλο «Ίριδες» με σκοπό να καταγράψω τις αντιδράσεις που μου προκάλεσε η ανάγνωση, αναζητώντας τα νήματα που, πιθανόν, να τροφοδοτούν και άλλες ιστορίες της συλλογής.
Το διήγημα «Ίριδες» αφηγείται την προσπάθεια μιας παρέας παιδιών να κρεμάσουν κουδουνάκια σε λαιμούς νεοσσών πουλιών που μεγαλώνουν σε μια φωλιά του ιστορικού πλάτανου της Κεντρικής[2]. «Καλοκαίρι του 1917. Παλαιά Μητρόπολη της πόλης. Εντός της έχουν καταλύσει στρατεύματα και υποζύγια των γαλλικών δυνάμεων της Αντάντ». Στην Παλαιά Μητρόπολη ένας Γάλλος υπολοχαγός ξυρίζεται και τραγουδάει ένα χαρούμενο σκοπό. Τα παιδιά σκαρφαλώνοντας αντικρίζουν τη φωλιά, μια ιριδίζουσα εστία έντονου φωτός και προσπαθούν να κρεμάσουν τα κουδουνάκια στους νεοσσούς. Το τρίτο παιδί της παρέας, ο Δημητρός, περνώντας από τα γερμένα κλαδιά του ιστορικού πλάτανου βρίσκεται μέσα στην Παλιά Μητρόπολη και σαν ένας μικρός άγγελος, ένα πουλί, ενώνεται, με την ομορφιά και το μυστήριο των σεβαστικών παραστάσεων της εκκλησίας. Η Βάπτιση, Ο Χριστός Χαλκίτης, η Γέννηση[3] κ.α. Η πλοκή του διηγήματος κορυφώνεται όταν ο Δημητρός πέφτει πάνω στον Γάλλο υπολοχαγό ρίχνοντας το μπουκαλάκι του με το άρωμα ξυρίσματος. Από τον θόρυβο, τα παιδιά που είναι σκαρφαλωμένα στον πλάτανο τρομάζουν και ένας νεοσσός γλιστράει από τα χέρια τους και πληγώνεται θανάσιμα με την πτώση. «Το κουδουνάκι που φέρει στον λαιμό του ηχεί σπαρακτικά.»
Αλήθεια τι αριστουργηματικό έχει το συγκεκριμένο διήγημα; Ο Καισαρίδης δημιουργεί ένα παπαδιαμαντικής προέλευσης σύμπαν με έναν τρόπο όμως πολύ ιδιαίτερο και προσωπικό. «Καισαριδικό». Στο διήγημα συναιρούνται αριστοτεχνικά ιστορικοί χρόνοι καθοριστικοί για την πόλη μέσω της πλοκής. Η άλωση της από τους Τούρκους, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, αλλά και το παρόν διαγράφεται έντονα όχι μόνο με τον ενεστώτα της αφήγησης, αλλά, κυρίως, με τις ιστορίες που ανακαλούνται για την Παλιά Μητρόπολη από την παρελθοντική εποχή μέχρι τη σημερινή της αποκατεστημένη μορφή και τον ρόλο που διεκδικεί στο παρόν και στο μέλλον της πόλης. Η αφήγηση συναιρεί την Ιστορία με τις ιστορίες της πόλης με τρόπο απλό και ουσιώδη.
Η πλοκή κορυφώνεται με το μάγεμα που αισθάνεται ο Δημητρός αντικρίζοντας τις σεβαστικές τοιχογραφίας της εκκλησίας. Ιερότητα, Μυστήριο, θρησκευτικότητα, Απορία μπροστά στην Ομορφιά και την Τέχνη, θέλω να προσθέσω και τον όρο Παράδοση, αλλά συγκρατούμαι λόγω της πολυσημίας του όρου. Οι μίσχοι του πλάτανου τρανεύουν, τα μυρμήγκια ακολουθούν τη διαδρομή τους στον κορμό του, τα παιδιά παίζουν σκαρφαλώνοντας, κυνηγώντας ο ένας τον άλλο, οι νεοσσοί θα φέρουν το κουδουνάκι τους στο λαιμό πετώντας. Τι έχουμε εδώ; Ποια «Βάπτιση» απεικονίζεται; Το μάγεμα λύνεται με μια απλή στιγμή, ένα μπουκαλάκι άρωμα θραύεται, ένας νεοσσός τραυματίζεται θανάσιμα. Η ζωή; Η ζωή της πόλης; Των κατοίκων της;
«Η ζωή της πόλης συνεχίζεται , επειδή τα μάτια –καρφιά της πόλης διατηρούσαν ακόμα φως στον πυρήνα τους, πυγολαμπίδας φως, πλην ικανό να σε οδηγήσει μέσα στην κάθυγρη νύχτα.»
Με το σύνολο των βιβλίων του αλλά και με τη καινούρια συλλογή ο Καισαρίδης μιλώντας για τις απώλειες των απλών ανθρώπων της πόλης τροφοδοτεί το βλέμμα και τη σκέψη μας προς την συνειδητοποίηση της μαγείας της ζωής, αλλά, κυρίως, προς την ιερότητα του χώρου, επανορίζοντας, κατά μία έννοια, τον συλλογικό εαυτό μας. Στο κείμενο με τίτλο «Σεβίζων αρχάγγελος της πόλης»[4], που συνομιλεί οργανικά με το διήγημα « Ίριδες», γράφει: «Πώς μπορούμε να καλλιεργήσουμε –στην πόλη γύρω μας- την ιερότητα του βλέμματος με όλο αυτόν τον ορυμαγδό που μας περιβάλλει και μας διαλύει; Τη διείσδυση στις εσωτερικότερες πτυχές του είναι των πραγμάτων και όχι στην κολακεία του φαίνεσθαι; Πώς θα καταφέρω να παρατηρώ μέσα στην πόλη τα πράγματα γύρω μου να διαστέλλονται και να συστέλλονται και, ακολουθώντας τη μυστική ζωή τους, να βρίσκω- και να εφευρίσκω- την ουσία τους και τα ερεθίσματά τους, την αρχέγονη ιερότητά τους με τη βοήθεια του ονείρου και της φαντασίας;»
Τα προσωπικά αναγνωστικά σχόλια στοιχίζονται κυρίως στην πεποίθηση πως ο λόγος για τις απώλειες των απλών ανθρώπων, ο λόγος για τον θάνατο, καθιστά τον αφηγητή ικανό να αντικρίζει το θαύμα και το μυστήριο της ζωής. Ωσάν δια του θανάτου ο αφηγητής και έμμεσα οι αναγνώστες να ανακαλύπτουν τη μαγεία της ζωής, να ανακαλύπτουν τα ρυάκια που κυλούν και τροφοδοτούν τον Τριπόταμο ή τη μυστική, ιερή, ζωή της πόλης. Αυτή η εξοικείωση με τον θάνατο μέσω των «επιτύμβιων πεζών» του συγγραφέα ανακαλεί στη μνήμη μου τα ασύγκριτα λόγια του Παπαδιαμάντη «εφ’ ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα». Πατώντας σ’ αυτόν τον θαλασσόβραχο ο Καισαρίδης δεν μας εξοικειώνει με τον θάνατο μόνο, αλλά εξασκεί το βλέμμα στο μάγεμα της ζωής και την αξία της, στην ιερότητα του χώρου. Η ανάγνωση του διηγήματος μας οδηγεί εκεί χωρίς περιττά στολίδια.
Ο Καισαρίδης κοσμεί τη δική του ασπίδα του Περσέα με ανεύρετους, χαμένους Γιάννηδες, Χρυσούλες και Μουσιάρηδες με σκοπό όχι να φονεύσει τη Μέδουσα χωρίς να πετρώσει, αλλά για να οξύνει το βλέμμα και τη φαντασία αντικρίζοντας την ομορφιά και το ιερό. Πατώντας στη σκιά και τον θάνατο αναζητά το φως και την ιερότητα της ζωής. Εκτός από το διήγημα «Ίριδες», η ιερότητα του χώρου και το παιγνιώδες της μνήμης του θανάτου αναδεικνύονται στα αριστοτεχνικά κείμενα , «Η λίμνη», «Σωτήρης και Μαριάνθη» κ.α.
Θα ήθελα εδώ να προσθέσω κάποιες σκέψεις για το διήγημα «Η λίμνη». Ο αφηγητής μας καθιστά θεατές ενός παράξενου ομίλου από Μπούλες και Γενίτσαρους στη Νάουσα. Κεντρική ηρωίδα η χήρα μάνα – κυρά Κατερίνη- που θρηνεί σπαρακτικά, χορεύοντας μνημόσυνο ανακάλεμα, τον χαμό του μοναχογιού της στον Μακεδονικό Αγώνα. Η επιτελεστικότητα της γλώσσας του κειμένου, η θεατρικότητα της αφήγησης ενισχύουν τη δραματικότητα και τη μέθεξη. Η δομή του διηγήματος προσιδιάζει σ΄ αυτή της αρχαίας τραγωδίας με τα επεισόδια και τα χορικά δρώμενα της Αποκριάς συνοδευόμενα με τα παραδοσιακά άσματα. Ο ήρωας του διηγήματος, πρόσφυγας από την Καισάρεια, αρνείται τον αγροτικό κλήρο στον κάμπο της Ημαθίας επιλέγοντας να «γκιζερίσει» στη γιορτή της Νάουσας, εκεί όπου προκαταβολικά θεάται μοίρα και βάσανα της δικής του ζωής ως θεατής του μνημόσυνου χορού της κυρά- Κατερίνης.
Οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της ζωής και του θανάτου ανθρώπων της πόλης που φιλοτεχνεί ο Καισαρίδης εγείρουν πολλά ερωτήματα. Επιλέγω να παραθέσω δύο από αυτά, όχι για να συνθέσω απαντήσεις, αλλά για να στοχαστούμε για τις τυχόν επιλογές που προκρίνει ο αναγνώστης. Με ποιον τρόπο η τοπικότητα που αναδύεται από τις ιστορίες του βιβλίου Ώρες αιώρες συνθέτει μια καθολικότητα που αφορά γενικά τους αναγνώστες της λογοτεχνίας; Πολλοί συγγραφείς και κριτικοί συμφωνούν πως η κουλτούρα είναι πάντα τοπική όμως οι φιλοδοξίες της είναι καθολικές. Το δεύτερο ερώτημα που μ’ απασχολεί σχετίζεται με το δημόσιο διάλογο σχετικά με τις χρήσεις της λογοτεχνίας. Συγκεκριμένα, εάν τα κείμενα του Καισαρίδη αναπαριστούν πετυχημένα, όπως υποστηρίζω, τη μυστική ζωή της πόλης, πώς θα μπορούσαν να αποτελούν σημείο αναφοράς για την ίδια την πόλη τουλάχιστον, έτσι ώστε να έχουν την ίδια λειτουργία με ό, τι αποτελεί μνημείο αυτού του τόπου; Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες και οφείλουν να είναι προσωπικές. Το πρώτο βήμα, βέβαια, και το πιο σημαντικό, θα συμβεί εάν διαβάσει κανείς τη συλλογή διηγημάτων Ώρες αιώρες για να αναζητήσει τη δική του στάση ή να θέσει τις δικές του απορίες.
[1] Λίνα Παντελέων, «Επιτύμβια πεζά», Η Καθημερινή, 23-11-2021
[2] Στον πλάτανο της οδού Κεντρικής απαγχονίστηκε ο Μητροπολίτης της Βέροιας Αρσένιος κατά την άλωση της Βέροιας από τους Τούρκους (1430;),
[3] Τοιχογραφίες της Παλαιάς Μητρόπολης (12ος -14ος αι.). Ειδικά η τοιχογραφία της Βάπτισης με την πρωτοτυπία των θεμάτων που πλαισιώνουν το κεντρικό θέμα -τη Βάπτιση του Χριστού- ελκύει την προσοχή. Στην τοιχογραφία υπάρχουν παιδιά που παίζουν σε ένα γεφύρι, ψαρεύουν, κολυμπάνε πάνω σε δελφίνια, κλπ. Η παλαιά Μητρόπολη της Βέροιας, μετά την αποκατάστασή της, αποδόθηκε στο κοινό το 2016.
[4] Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον αρχαιολόγο Θανάση Παπαζώτο (1951-1996) που με τις έρευνες και τις μελέτες του ανέδειξε τη σημασία των Βυζαντινών ναών και εικόνων της Βέροιας
………………..