“Είναι αυτονόητο ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες πρέπει να είναι αποκεντρωμένες και ελεγχόμενες δημοκρατικά από την κοινότητα”
Χάρης Ναξάκης*
Ο Γ. Ν. Χαράρι είναι ένας ευφυής ιστορικός που έγινε παγκόσμια γνωστός με το θαυμάσιο βιβλίο του για τον χόμο σάπιενς. Στο νέο του βιβλίο,”Ο ανθρωποθεός”, ο Χαράρι ασχολείται με την νέα τεχνολογία, αλλά παρότι επισημαίνει ορισμένες δυστοπικές επιπτώσεις της θεωρεί ότι είναι ουδέτερη και η χρήση της καλή ή κακή, απελευθερωτική ή ανήθικη.
Η εποχή των φώτων, ο δυτικός ορθολογισμός, από την εποχή του Νεύτωνα και του Καρτέσιου και με εργαλεία τη μηχανιστική αντίληψη και την αναγωγιστική προσέγγιση, περιέγραψαν έναν φυσικό κόσμο αμετάβλητο και σταθερό, που αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουμε τις πρωταρχικές του αιτίες, τα τελικά αίτια των φαινομένων, έτσι ώστε να τα χειραγωγήσουμε και να τα προσομοιώσουμε σε ένα μηχανικό αυτόματο. Η γνώση όμως και κατ’ επέκταση η επιστήμη και οι εφαρμογές της είναι ενδεχομενική και όχι ουδέτερη, όπως αφελώς(;) υποστηρίζει η φιλελεύθερη και αριστερή εκδοχή του διαφωτισμού. Ο μύθος της ουδετερότητας και της αντικειμενικής προόδου της επιστήμης στηρίζεται εκτός των άλλων στην λανθασμένη πεποίθηση ότι η ορθολογική γνώση είναι εξ ορισμού αληθής, έχει απόλυτη αυτονομία από την κοινωνία και η αλήθεια είναι άχρονη γιατί ερμηνεύει μια προϋπάρχουσα αντικειμενική πραγματικότητα.
Η γνώση όμως είναι ενδεχομενική, διότι η ιστορία των επιστημών και η εξέλιξη της τεχνολογίας καθορίζεται από τα κυρίαρχα κοινωνικά και πολιτισμικά πρότυπα και τις σχέσεις ισχύος, εξουσίας, που τις γέννησαν, έτσι ώστε να τις καθιστούν μια από τις ενδεχόμενες μορφές που θα μπορούσαν να πάρουν μέσα από ένα σύνολο γνώσεων. Τα τεχνολογικά συστήματα για παράδειγμα, που επινοήθηκαν από τον φορντισμό και τον τεϋλορισμό και συγκρότησαν την αλυσίδα συναρμολόγησης (γραμμή παραγωγής) και την επιστημονική οργάνωση της εργασίας (υπερεξειδίκευση των εργασιακών καθηκόντων), αποτελούν μια συγκεκριμένη τεχνολογική επιλογή της κυρίαρχης επιχειρηματικής ελίτ.
Η επιλογή αυτή είχε ως στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την μείωση του εργατικού κόστους, την εγκαθίδρυση μηχανισμών ελέγχου της ζωντανής εργασίας και την απαλλοτροίωση των άμεσων παραγωγών (εργάτες-τεχνίτες) από την γνώση που κατείχαν. Τα συγκεκριμένα τεχνολογικά συστήματα δεν ήταν ανάγκη να επινοηθούν, να σχεδιαστούν και να χρησιμοποιηθούν σε μια κοινωνία με άλλες κοινωνικές προτεραιότητες. Ας μην παραβλέπουμε επίσης το γεγονός ότι η γνώση ενίοτε είναι κατευθυνόμενη.
Ο κοινωνιολόγος M.J.Mohoney, Πανεπιστήμιο Πενσυλβάνια, έστειλε αντίγραφα μιας επιστημονικής εργασίας σε 75 κριτές (αξιολογητές) αλλοιώνοντας τα συμπεράσματα έτσι, ώστε άλλες φορές να είναι υπέρ της κυρίαρχης επιστημονικής άποψης και άλλοτε εναντίον. Το συμπέρασμά του ήταν ότι όταν τα αποτελέσματα ήταν αντίθετα με τις απόψεις των αξιολογητών, του κυρίαρχου επιστημονικού δόγματος, απορρίπτονταν, όταν συμφωνούσαν με το άρθρο, προτείνονταν προς δημοσίευση.
Η εξέλιξη λοιπόν της επιστημονικής γνώσης δεν είναι προϊόν της αποκάλυψης μιας προϋπάρχουσας επιστημονικής αλήθειας, αλλά εξαρτάται από τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες και τα κυρίαρχα πολιτισμικά πρότυπα. Ο δρόμος που ακολούθησε δεν ήταν αντικειμενικός διότι θα μπορούσε να ήταν διαφορετικός. Για παράδειγμα αντί η επιστημονική γνώση στο χώρο της γενετικής μηχανικής να εξελίσσεται για να χρησιμοποιηθεί ως μηχανισμός γενετικής ενίσχυσης, όπως η ενίσχυση μυών, μνήμης, ύψους ή ως επιλογή φύλου και αναπαραγωγικής κλωνοποίησης ανθρώπων, θα μπορούσε σε μια κοινωνία με άλλες προτεραιότητες να πάρει έναν άλλο δρόμο, αυτόν της αλληλεγγύης και της αξιοπρέπειας, να χρησιμοποιηθεί για να ενισχυθεί μια ιατρική της πρόληψης.
Ο επιστημονικός δρόμος των γενετικών ενισχύσεων προσόντων, χαρακτηριστικών και αισθητικής τελειοποίησης, επιλέχθηκε γιατί οι προτεραιότητες του κυρίαρχου σήμερα ανθρωπολογικού μοντέλου είναι ο ανταγωνισμός, ο καταναλωτισμός, η ιδιοτέλεια, η βούληση για ισχύ και κυριαρχία και η παραγωγή αυτής της γνώσης γίνεται από τις εταιρείες ευγονικής και η κατανάλωσή της από τους σχεδιαστές γονείς. Βέβαια πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η επιστημονική γνώση και οι εφαρμογές της δεν είναι ένα αποκλειστικά κοινωνικοπολιτικό δημιούργημα, αποτέλεσμα του κυρίαρχου πολιτισμικού προτύπου, αλλά επηρεάζεται και από φυσικούς περιορισμούς και νομοτέλειες, γεγονός που δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Η πρόοδος λοιπόν είναι η πεποίθηση ότι το αύριο είναι καλύτερο από το χθες, η προηγούμενη γενιά κινητών τηλεφώνων είναι πρωτογονισμός, ότι ο Γκαίτε ήταν ένας αφελής ρομαντικός όταν έλεγε “κι ύστερα από τόσα φώτα να ‘μαι μωρός όπως και πρώτα”, ότι το σώμα είναι περιττή πολυτέλεια και πρέπει να αντικατασταθεί από την γενίκευση της εικονικότητας μέσω του διαδικτύου για να καταστεί ομοίωμα του πραγματικού. Προοδευτικός είναι αυτός που θεωρεί ότι η ανθρώπινη αλήθεια πρέπει να αναζητηθεί μόνο στην ανιούσα κίνηση της ιστορίας με όχημα την τεχνολογική πρόοδο.
Αν λοιπόν η τεχνολογική πρόοδος είναι αντικειμενική και ουδέτερη κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί ηθικά, φιλοσοφικά και φυσικά όρια. Το μέτρο είναι απαγορευμένη λέξη για τους προοδευτικούς. Γιατί να μην κατευθυνθεί η επιστημονική έρευνα όχι απλά στην κατασκευή βιονικών ποδιών για παραπληγικούς, αλλά και σε βιονικά πόδια για υγιείς, “κανονικούς” ή γιατί να μην δημιουργήσουμε νέα γενιά χαπιών, που όχι απλά να ενισχύουν την μνήμη σε ηλικιωμένους, αλλά να πολλαπλασιάζουν την μνήμη σε “κανονικούς”; Ποιός και γιατί να έχει αντίρρηση σε μια προοδευτική ευγονική, γιατί να υπάρχουν περιορισμοί στην γενετική ενίσχυση; Το μόνο όριο είναι ότι δεν υπάρχουν όρια. Οι γενετικές ενισχύσεις είναι απευκταίες επειδή δεν υπάρχει πρόσβαση σε αυτές λόγω εισοδηματικών ανισοτήτων και όχι επειδή επανασχεδιάζουν το σώμα και την νόησή μας.
Αν θεωρείς την ανθρώπινη κατάσταση ως μηχανή ικανοποίησης των απεριόριστων επιθυμιών ενός αυτοαναφορικού όντος, όπως ο νεοφιλελευθερισμός και ο αριστερός φιλελευθερισμός, τότε η έρευνα και η τεχνολογία θα κατευθυνθεί προς αυτό το πρότυπο. Αντίθετα αν θεωρείς ότι η απεριόριστη ικανοποίηση επιθυμιών σε εκπτωχεύει ως ύπαρξη, διότι σε μετατρέπει σε ένα κυνηγό επιθυμιών, επιδιώκοντας κάτι που εξαφανίζεται μόλις ικανοποιηθεί, τότε αναζητάς την σχόλη, ενίοτε την απραξία, την απλή ενατένιση, όπως και την αίσθηση της μακροπρόθεσμης αναπαραγωγής, σταθερότητας και ασφάλειας. Τα τελευταία εξασφαλίζονται από αγαθά και παραγωγικά μέσα που δεν είναι τελευταίας τεχνολογίας, αλλά ποιοτικά, ανθεκτικά και εύκολα επισκευάσιμα.
Ταυτόχρονα οι ερευνητικές καινοτομίες δεν πρέπει να μεταφράζονται σε τεχνολογικές και ακόμα περισσότερο σε εφαρμοσμένες με μόνο κριτήριο αν αυτό είναι εφικτό να γίνει οικονομικά και τεχνολογικά. Ό,τι είναι εφικτό δεν είναι βιώσιμο και μακροπρόθεσμα κοινωνικά αποδεκτό. Για παράδειγμα οι ενεργειακές τεχνολογίες χρησιμοποιούν πόρους από την φύση, από τα αναντικατάστατα αποθέματα της, ρυπαίνοντας και υποβαθμίζοντας το περιβάλλον, αφαιρώντας από την ευζωία των μελλοντικών γενεών.
Είναι αυτονόητο, βέβαια, ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες πρέπει να είναι αποκεντρωμένες και ελεγχόμενες δημοκρατικά από την κοινότητα. Αν πιστεύεις λοιπόν ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι συνώνυμη με την επιθυμία ισχύος, με τον ιδιοτελή και ναρκισσιστικό εαυτό σου, τότε τον ενισχύεις γενετικά και πράττεις το αντίθετο αν θεωρείς ότι η ζωή είναι ένα δώρο και εμείς ατελή όντα, δεν χρειάζεται να ισιώσουμε την ανθρώπινη φύση, αλλά να δεχτούμε τις ικανότητές μας ως χαρίσματα. Αν πιστεύεις ότι καταναλώνω άρα υπάρχω, τότε θα συναινέσεις στην ανάπτυξη της απαραίτητης γνώσης για την απεριόριστη παραγωγή εμπορευμάτων και την συνακόλουθη καταστροφή των αναντικατάστατων φυσικών πόρων, ενώ αν θεωρείς ότι η ευζωία δεν είναι ταυτόσημη με τον καταναλωτισμό θα απαιτήσεις αυτές οι γνώσεις να μείνουν ερμητικά κλεισμένες σε ένα συρτάρι. Τεχνολογική αποανάπτυξη, όρια, μέτρο.
Πότε θα ανοίξει αυτή η συζήτηση;
*Ναξάκης Χάρης, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
charisnax@yahoo.gr