Κ. Θεοτόκη «Η τιμή και το χρήμα» – Μία απόπειρα κοινωνιολογικής προσέγγισης / γράφει ο Ηλίας Γιαννακόπουλος
Σε ένα προάστιο της Κέρκυρας, στις αρχές του αιώνα, ζει η οικογένεια της σιόρας Επιστήμης της Τρινκούλαινας, που αποτελείται από την ίδια, τον άντρα της και τα τέσσερα παιδιά τους. Οι φροντίδες για το σπίτι και τα παιδιά περνούν απ’ τα χέρια της, καθώς ο άντρας της είναι μέθυσος και ανίκανος. Ένα πρωινό η σιόρα Επιστήμη παρέχει βοήθεια στον Αντρέα, νέο από χρεοκοπημένη αρχοντική οικογένεια, που κάνει λαθρεμπόριο ζάχαρης και τον κυνηγάει η αστυνομία. Τότε γίνεται η πρώτη επαφή του με την πιο όμορφη κόρη της ηρωίδος, τη Ρήνη, και ένα αμοιβαίο αίσθημα αρχίζει να αναπτύσσεται μεταξύ τους από εκείνη την ημέρα. Λίγες μέρες αργότερα ο Αντρέας συζητεί σε μια ταβέρνα με τους φίλους του πολιτικά. Η συζήτηση όμως σε λίγο στρέφεται στο θέμα του γάμου: ο Αντρέας βλέπει σαν τη μοναδική λύση, για να μην πουλήσει το σπίτι του, να παντρευτεί την πλούσια νύφη που του προξενεύουν. Έτσι, βρίσκεται ανάμεσα στο δίλημμα της οικονομικής σωτηρίας του και της αγάπης του. Μετά από λίγο καιρό, η Ρήνη βάζει κρυφά στο σπίτι τον Αντρέα, πράγμα που ήταν μεγάλη προσβολή την εποχή εκείνη. Η σιόρα Επιστήμη, μόλις το πληροφορείται καταφθάνει αναστατωμένη στο σπίτι, ο Αντρέας όμως την καθησυχάζει υποσχόμενος πως θα παντρευτεί την κόρη της τής ζητάει όμως προίκα, για να μη χάσει το σπίτι του. Η μητέρα της Ρήνης και η ίδια, κλαίγοντας υποστηρίζουν πως δεν έχουν ανάγκη από προίκα και μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τη δουλειά τους, αφού και οι δύο εργάζονται. Ο Αντρέας όμως επιμένει απορρίπτοντας το ποσό που του υπόσχεται μετά από μεγάλη πίεση η Τρινκούλαινα. Η Ρήνη παίρνει προς στιγμή το μέρος του Αντρέα, κινούμενη από την αγάπη της, η σιόρα Επιστήμη όμως είναι ανένδοτη. Ο διάλογος συνεχίζεται για αρκετή ώρα στο ίδιο μοτίβο και τελικά ο Αντρέας φεύγει, αφού υπόσχεται στη Ρήνη πως θα την παντρευτεί. Για να κερδίσει τα χρήματα που χρειάζεται, ο Αντρέας συνεχίζει το λαθρεμπόριο. Σε κάποιο ταξίδι του όμως μαθαίνει πως η Ρήνη ετοιμάζεται να παντρευτεί. Πηγαίνει στο σπίτι της, τη βρίσκει μόνη και την πείθει να τον ακολουθήσει. Ύστερα από λίγο η σιόρα Επιστήμη πηγαίνει να τους βρει. Ο Αντρέας υπόσχεται να παντρευτεί τη Ρήνη, χωρίς καμία απαίτηση για προίκα. Αλλά ο καιρός περνάει και η υπόσχεση του Αντρέα δεν πραγματοποιείται. Στο μεταξύ η Ρήνη έχει μείνει έγκυος, και ο Αντρέας πουλάει ψάρια στην αγορά, αφήνοντάς την μόνη στο σπίτι. Η σιόρα Επιστήμη βρίσκει μια μέρα τον Αντρέα την ώρα της δουλειάς του και του ζητάει να συζητήσουν. Εκείνος όμως δε δέχεται και τη διώχνει. Πάνω στην οργή και την απελπισία της αρπάζει ένα μαχαίρι και τον τραυματίζει ελαφρά στο μπράτσο. Την ώρα που την πιάνουν οι αστυνομικοί δίνει στον Αντρέα το κλειδί του κομού που φυλάει τα λεφτά στο σπίτι της και του λέει να τα πάρει όλα, με μόνο αντάλλαγμα να την υπερασπίσει στο δικαστήριο.
Ο Αντρέας, χαρούμενος, ξεχνάει το επιπόλαιο τραύμα του και τρέχει για το σπίτι του. Δε βρίσκει όμως εκεί τη Ρήνη αλλά στο δικό της και της λέει με ενθουσιασμό τα νέα, περιμένοντας να χαρεί κι αυτή, μια που τώρα όλα τα προβλήματά τους λύνονται και μπορούν να παντρευτούν. Αναγγέλλει ακόμη στον πατέρα της πως την Κυριακή παντρεύεται την κόρη του και του δείχνει τα κλειδιά του κομού, λέγοντάς του ταυτόχρονα πως επιθυμία της σιόρας Επιστήμης είναι να του δώσει τα χίλια τάλαρα. Η Ρήνη όμως επεμβαίνει κλαίγοντας και λέει στον Αντρέα πως μετά από αυτή την συμπεριφορά του έσβησε η αγάπη της και δεν μπορεί να την ξαναγοράσει. Του δηλώνει ακόμη πως θα ξενιτευτεί και θα μεγαλώσει το παιδί της μόνη της, με τη δουλειά της. Αυτόν δε θέλει να τον ξαναδεί. Ο Αντρέας, βλέποντας τη αμετάπειστη, φεύγει από το σπίτι της βρίζοντας για μια ακόμη φορά το χρήμα, που στάθηκε η αιτία της δυστυχίας του.
(blog Φιλολογία)
Η δομή – Τα αποσπάσματα
Κάθε απόσπασμα συνιστά και μία ξεχωριστή ενότητα.
Στην πρώτη ενότητα – απόσπασμα («Οι λαθρέμποροι», «Σαν καλή νοικοκυρά…δεν είχε ζεστάνει») ο συγγραφέας μάς ενημερώνει για τα κύρια πρωταγωνιστικά πρόσωπα του έργου (Επιστήμη – Ρήνη – Αντρέας), για την οικογένεια της σιόρας Επιστήμης και για το λαθρεμπόριο. Στο ίδιο απόσπασμα προβάλλεται το βασικό κίνητρο που θα διευκολύνει την επαφή – σχέση της Ρήνης με τον Αντρέα.
Στην δεύτερη ενότητα – απόσπασμα («Στην ταβέρνα του Τραγούδη», «Και εδώ να τόνε ψηφίσουμε…και με τον ταμπουρά μου») στην ταβέρνα ο Θεοτόκης μάς προϊδεάζει – προοικονομεί για τα σχέδια του Αντρέα, ενώ παράλληλα βρίσκει την αφορμή, μέσα από συζητήσεις των ανθρώπων στην ταβέρνα, να σχολιάσει έμμεσα κάποιες καταστάσεις – γεγονότα της εποχής (πολιτικές, οικονομικές…).
Στην τρίτη ενότητα – απόσπασμα («Δουλευτάδες κι οι δύο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;», «Αντρέα, είπε με σιγαλή…το κατώφλι») αρχίζει η κλιμάκωση του δράματος. Η Επιστήμη συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω το παράνομο ζευγάρι και μπαίνει προς συζήτηση το θέμα της προίκας – χρημάτων, που θα επηρεάσει τις υπόλοιπες διεργασίες – εξελίξεις.
Στην τέταρτη ενότητα – απόσπασμα («Ανάθεμα τα τα Τάλαρα», «Εκείνη εκοίταξε πονεμένη…κι εβγήκε στο δρόμο») έχουμε την λύση του δράματος και την «κάθαρση». Ο Αντρέας πετυχαίνει τον εκβιασμό του, αλλά η Ρήνη βλέπει πιο καθαρά πως υπήρξε ένα αντικείμενο βρώμικης και φθηνής συναλλαγής και προτιμάει να γεννήσει αστεφάνωτη, παρά να επιβραβεύσει τον εκβιασμό του Αντρέα.
Εισαγωγικά
Η μελέτη οποιουδήποτε έργου του Κ. Θεοτόκη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ορισμένα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τόσο το λογοτεχνικό του έργο όσο και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του συγγραφέα. Αυτά τα στοιχεία είναι τα παρακάτω:
-
Η κοινωνική διάσταση των έργων του
-
Ο ρεαλιστικός τρόπος σκιαγράφησης των προσώπων – ηρώων
-
Τα πεδία των συγκρούσεων των προσώπων και ο τρόπος βίωσης των συγκρούσεων από τα πρόσωπα των έργων και
-
Η ιδεολογική στράτευση του Θεοτόκη στο χώρο του Σοσιαλισμού.
Το τελευταίο στοιχείο είναι εκείνο που καθορίζει σε γενικές γραμμές τους βασικούς άξονες της θεματογραφίας του Θεοτόκη και τον τρόπο παρουσίασης της χαρακτηρολογικής δομής των ηρώων του. Αν για τον συγγραφέα βασική μέριμνα ήταν η συνύπαρξη και συνύφανση της ανεξαρτησίας της Τέχνης με την ιδεολογική του στράτευση, για μένα και τους αναγνώστες είναι να βεβαιωθούμε, αν οι κοινωνικοπολιτικές επιλογές και προσανατολισμοί του δημιουργού συνεπάγονται πάντα και κατ’ ανάγκη την υποδούλωση της Τέχνης σε παραπλήσιες σκοπιμότητες.
Ο Απ. Σαχίνης γράφει σχετικά: «…Ο Κ. Θεοτόκης έγραψε μυθιστορήματα ηθογραφικά στην εξωτερική τους μορφή, αλλά που με το περιεχόμενό τους αγγίζουν ουσιαστικά κοινωνικά θέματα… στράφηκε αποφασιστικά προς την πεζογραφία που αντικρύζει τον άνθρωπο, τις ανάγκες, τις αδυναμίες ή τους περιορισμούς του, μέσα στην κοινωνία της εποχής και του τόπου του∙ τον άνθρωπο, δηλαδή, σε σύγκρουση με το διπλανό του». Ειδικά για το πρόβλημα αυτό ο Απ. Σαχίνης σημειώνει: «Κεντρικά μοτίβα στα βιβλία του Θεοτόκη – εκτός από τον «Κατάδικο» – είναι η κυριαρχία του χρήματος πάνω στις σχέσεις της ζωής και η έννοια της συναλλαγής. Ωστόσο η σοσιαλιστική του πίστη δε γίνεται ποτέ αντικαλλιτεχνικό κήρυγμα∙ ο συγγραφέας δεν ανεβαίνει στο βήμα για να προπαγανδίσει ο ίδιος την ανάγκη της μεταβολής στην κοινωνική οργάνωση μήτε τα πρόσωπά του διδάσκουν άτεχνα το ευαγγέλιο της πολιτικής αναμόρφωσης με το σοσιαλισμό…» (Απ. Σαχίνης «Το Νεοελληνικό μυθιστόρημα», 4η Έκδοση, Αθήνα 1975).
Η ανάλυση – «πολιορκία» του έργου θα βαδίσει πάνω στα έξι «μέτωπα – θέματα» που αποτελούν και το βασικό ιστό της νουβέλας.
Α. Ο Χώρος και τα Πρόσωπα
Β. Η Ευθύνη των προσώπων
Γ. Οι Σχέσεις των προσώπων
Δ. Η Πορεία της Ρήνης – Μεταμόρφωση και ωρίμανση
Ε. Ανάθεμά τα τα τάλαρα
ΣΤ. Η Νίκη του Ανθρώπου ή η Συντριβή του;
Α. Ο Χώρος και τα Πρόσωπα
Γεωγραφικός χώρος, το Μαντούκι, εργατικό προάστιο της Κέρκυρας. Οικονομικός χώρος (υπολείμματα φεουδαρχίας, ανερχόμενη αστική τάξη, ύπαρξη κάποιων βιοτεχνιών ή βιομηχανιών, λαθρεμπόριο και τα πρώτα δείγματα του Καπιταλισμού), κοινωνικός χώρος (φτωχές και εξαθλιωμένες τάξεις, κάποιες νύξεις για ύπαρξη προνομιούχων, κοινωνικές προκαταλήψεις και ταμπού, εξαρτήσεις παντός είδους, εκχρηματισμός των διαπροσωπικών σχέσεων, συναλλαγή). Γενικά, έχουμε μια ρεαλιστική απεικόνιση της σκληρής Κερκυραϊκής πραγματικότητας, μιας κλειστής κοινωνίας των αρχών του 20ού αιώνα, που ανάσαινε κάτω από το πέλμα των άγραφων και των αντίστοιχων δύσκαμπτων γραπτών.
Τα πρόσωπα μάλλον εξαρτώμενα και ετεροκαθοριζόμενα από τον κοινωνικό και φυσικό χώρο. Εξαρτήσεις κατά πρώτο λόγο οικονομικές, που αυτές συνεπάγονται τις αντίστοιχες κοινωνικές, ψυχολογικές και, βέβαια, ηθικές και που όλες μαζί καθορίζουν το πλαίσιο σκέψης και τον τρόπο δράσης των προσώπων. Ο χαρακτήρας τους δομείται και χρωματίζεται σε έντονο βαθμό από τα πρότυπα και τις αδήριτες αναγκαιότητες του κοινωνικού κατεστημένου.
«…Τα πρόσωπα του αφηγήματος, υποταγμένα στις απαιτήσεις μιας πλοκής που εξαρτά τη μοίρα τους από το κοινωνικό σύστημα και τη διάρθρωση της κοινωνίας, παρουσιάζονται ωστόσο ζωντανά, πειστικά, αυθύπαρκτα, με καθαρές τις γραμμές και τις ιδιομορφίες της ιδιοσυγκρασίας τους» (Απ. Σαχίνης «Το Νεοελληνικό μυθιστόρημα», 4η Έκδοση, Αθήνα 1975).
Β. Η Ευθύνη των προσώπων
Στο βαθμό που ο Θεοτόκης παρουσιάζει τα πρόσωπα σαν ετεροκαθοριζόμενα και ανίκανα να ξεφύγουν από τον κλοιό του κοινωνικού περιβάλλοντος (εκτός της Ρήνης φυσικά), πόσο είναι υπεύθυνα για τις σκέψεις και πράξεις τους; Είναι όμως τα πρόσωπα τόσο κοινωνικά προσδιορισμένα που έχουν χάσει την αυτονομία και ελευθερία τους; Μοιάζουν πράγματι με άτομα που έχουν παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να ξεπεράσουν τη μοίρα τους (οικογενειακή και κοινωνική); Υπάρχει παντελής απουσία εσωτερικής αντίστασης; Έχουμε ανθρώπινες φιγούρες χωρίς πρόσωπο και ταυτότητα, τυχάρπαστα ανθρωπάκια;
Όχι. Μπορεί το περιβάλλον να καθορίζει τα κύρια σημεία της συμπεριφοράς των ηρώων, αλλά το ίδιο γεννά από μόνο του την αντίδραση των προσώπων προς τις καταπιεστικές δομές του. Τα πρόσωπα, λοιπόν, στο βαθμό που σκέπτονται και ενεργούν σύμφωνα με τους νόμους της κοινωνίας – που με τους καταπιεστικούς της μηχανισμούς οδηγεί τους ήρωες του έργου σε επιλογές έξω και πέρα από τις προθέσεις τους – είναι ανεύθυνα, στο βαθμό, όμως, που σε κάποιο σημείο εμφανίζονται να θέλουν άλλα και διαφορετικά να πράττουν, να συνειδητοποιούν την αιτία (τα τάλαρα) και σε κάποιο στάδιο να επιζητούν τη ρήξη με την επικρατούσα τάξη και ηθική (Ρήνη), είναι ή καθίστανται πρώτα ελεύθερα και ύστερα υπεύθυνα.
Βέβαια, βασικός στόχος και πρόθεση του Θεοτόκη είναι να καταγράψει και να αποκαλύψει εκείνες τις δυνάμεις (οικονομικό σύστημα – χρήμα), που κινούν τα νήματα, διαμορφώνουν την προσωπικότητα των ηρώων του και γενικά βρίσκονται πότε αθέατες και πότε τυραννικά φανερές πίσω από τη λογική και τις πράξεις των ανθρώπων της Κερκυραϊκής κοινωνίας.
Ποτέ ο συγγραφέας δε θα μπορούσε να υποστηρίξει με την περιγραφή των ηρώων του την απόλυτη ευθύνη αυτών, όπως βέβαια και την απόλυτη ανευθυνότητα. Και το ένα και το άλλο θα αδικούσε και το έργο του και τους ήρωές του και περισσότερο τη σοσιαλιστική του ιδεολογία, της οποίας η προοπτική είναι ο αγώνας του ατόμου κατά των θεσμών εκείνων που το κάνουν «ον» ετερόνομο και ετερόφωτο.
Ο τρόπος που ο Θεοτόκης βλέπει τα πράγματα και προσπαθεί να τα ερμηνεύσει, βρίσκεται κάπως μακριά από την απαισιόδοξη άποψη που εκφράζει ο Σοπενχάουερ στο έργο του «Ο άνθρωπος – η κοινωνία»: «Εκείνος πούθελε υποστηρίξει πως ο άνθρωπος έχει κάποτε στη βούλησή του αυθυπαρξία, έχει έστω και μια περιορισμένη πραγματική αυτενέργεια, δε θάχε βέβαια καμιά ιδέα του πώς είναι συναρμοσμένα και συναρτημένα το ένα από το άλλο τα πράγματα του κόσμου. Μόνο το να στοχασθεί κανείς, πώς έρχεται ο κάθε άνθρωπος στη ζωή και πώς φεύγει, εξαρτημένος στη γέννησή του και στο θάνατό του από αιτίες έξω απ’ αυτόν και έξω από τη θέλησή του – μόνο αυτό αρκεί να του φανερώσει και πως όλο το διάμεσο μεταξύ αρχής και τέλους της ύπαρξης, μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι το επίσης συσχετισμένο με μύρια άλλα κι εξαρτημένο άμεσα και αναπόδραστα από μύρια άλλα. Μέσα σ’ αυτή την εξάρτηση τι μπορεί να απομείνει αποκλειστικά και ξεκάθαρα για ενέργεια, που να απορρέει από το άτομο σαν αυθύπαρκτη αιτία; Πώς μπορεί να αποδοθεί στην ύπαρξή του ένα οποιοδήποτε αυτεξούσιο, που αυτό να ρυθμίζει σε μια ορισμένη περίσταση έτσι ή αλλιώς την ενέργειά του. Η τέτοια πίστη σε αυτεξούσιο του ανθρώπου αποτελεί για κάθε σοβαρό στοχαστή απλοϊκή πλάνη…» (Σοπενχάουερ, «Ο άνθρωπος – Η κοινωνία»).
Γ. Οι Σχέσεις των προσώπων
Η σιόρα Επιστήμη, η Ρήνη και ο Ανδρέας αποτελούν το βασικό δραματικό κύτταρο του έργου. Τα τρία αυτά πρόσωπα αποτελούν τις κορυφές ενός τριγώνου. Το εσωτερικό του τριγώνου το καταλαμβάνει ο ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος των προσώπων, η ηθική με την ευρύτερη σημασία της λέξης και που εκφράζεται ειδικότερα με την υπεράσπιση της ΤΙΜΗΣ.
Στο εξωτερικό μέρος του τριγώνου κυριαρχεί η κοινωνία με τους άγραφους και γραπτούς νόμους που συμπιέζουν το άτομο και το καθοδηγούν στο κυνήγι του ΧΡΗΜΑΤΟΣ. Οι σχέσεις των ηρώων είναι άμεσες και καθορίζονται είτε από τον οικογενειακό δεσμό (Μάνα – Κόρη) είτε από τον συναισθηματικό (αγάπη Ανδρέα και Ρήνης) είτε, τέλος, από τον οικονομικό και τα μικροσυμφέροντα (Ανδρέας – Επιστήμη).
Το τρίγωνο αυτό των αλληλεξαρτημένων προσώπων αποτελεί και το πεδίο των συγκρούσεων αυτών που φτάνουν μέχρι και τον εκβιασμό του ενός προς τα άλλα πρόσωπα και μερικές φορές αυτός ο εκβιασμός στρέφεται και προς το ίδιο το «εγώ» των ηρώων. Όλες οι συγκρούσεις και οι αμοιβαίοι εκβιασμοί πότε άμεσα και πότε έμμεσα του ενός προσώπου προς τα άλλα δύο είναι το επιφαινόμενο και η εξωτερική αντανάκλαση μιας εσωτερικής σύγκρουσης και ενός εκβιασμού του «Εγώ» κάθε προσώπου ξεχωριστά.
Το «Εγώ» εμφανίζεται πότε με τη μορφή της ηθικής επιταγής διαφύλαξης της ΤΙΜΗΣ και αξιοπρέπειας (ηθικό πρόσταγμα) και πότε με το μανδύα ενός κοινωνικά προσδιορισμένου «Εγώ» – για το Φροϋδικό ΥΠΕΡ – ΕΓΩ πρόκειται – που θέτει ως πρώτη αξία το μικροσυμφέρον και το ΧΡΗΜΑ ή τουλάχιστον χρησιμοποιεί το χρήμα ως μέσα για να πετύχει το στόχο (τη διατήρηση της τιμής). Στο επίπεδο, όμως, αυτό το μέσο γίνεται στόχος και ο στόχος μέσο. Η φετιχοποίηση του χρήματος είναι γεγονός αναμφισβήτητο.
Η σιόρα Επιστήμη θέλει το γάμο της Ρήνης, θέλει να προστατεύσει την τιμή της αλλά δεν δέχεται, όμως, τον εκβιασμό και τις παράλογες απαιτήσεις του Ανδρέα (1.000 τάλαρα), ίσως γιατί η ίδια έχει γίνει τόσο φιλάργυρη ή και το πιθανότερο, επειδή έχει να θρέψει και άλλα παιδιά από μόνη της, αφού ο άνδρας της είναι ανίκανος για όλα. Ο Ανδρέας αγαπά τη Ρήνη, αλλά θέλει προίκα χίλια τάλαρα για να σώσει την αξιοπρέπειά του και να ανακτήσει τη χαμένη του κοινωνική επιφάνεια. Η Ρήνη, ίσως το τραγικότερο πρόσωπο, προσπαθεί να συμβιβάσει μέσα της τις πιο αντίρροπες και απαιτητικές δυνάμεις, την αγάπη προς τη Μάνα της αλλά και τη διαφωνία της στην άρνηση της Επιστήμης να δώσει στον Ανδρέα τα χίλια τάλαρα. Τον Ανδρέα η Ρήνη τον αγαπά αλλά μερικές φορές δε μπορεί να αγνοήσει την τόση επιμονή του να συνδέει κατ’ ανάγκη την αγάπη του με τα χρήματα. Αυτή η στάση του Ανδρέα θα σταθεί κι η αιτία για τη Ρήνη όταν αργότερα θα οδεύσει προς μία λύση που θα την καταστήσει ελεύθερη κι αυτόνομη.
Φυσικά εδώ και σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία – που ήταν σχετικά οικεία στον θεοτόκη – οι διαπροσωπικές σχέσεις και η αντιπαλότητα των προσώπων μεταξύ τους είναι αποτέλεσμα του ταξικά δομημένου κοινωνικού συστήματος κι αυταρχικά οργανωμένου. Αυτό, λοιπόν, το σύστημα με όλες τις εκφάνσεις του είναι που αναγκάζει τα άτομα να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και πολλές φορές – κι αυτό είναι το χειρότερο – και τον εαυτό τους (η αλλοτρίωση). Αυτός ο ανταγωνισμός, όμως, και η σύγκρουση των προσώπων είτε φέρνει την συντριβή τους και την πτώση είτε μερικές φορές την ανάταση και τη συνειδητοποίηση της θέσης και της δύναμής τους ως άτομα, που μπορούν να συγκρουσθούν με δυνάμεις και θεσμούς εχθρικούς προς τον άνθρωπο αλλά και που είναι αφανείς και απρόσωποι. Το ίδιο το σύστημα γεννά την αντίθεσή του. Η διαλεκτική των πραγμάτων. Η συμπεριφορά – για έκρηξη πρόκειται – της Ρήνης, κυρίως στο 4ο απόσπασμα είναι ενδεικτική και ενισχυτική των παραπάνω θέσεων.
Ο εκχρηματιοσμός των σχέσεων μεταξύ των τριών πρωταγωνιστών του έργου είναι φανερός αλλά και αποκαλυπτικός της νοοτροπίας των μελών της κοινωνίας στις αρχές του αιώνα μας. Όταν τα άτομα έχουν εξαρτήσει την ευτυχία τους από την ποσότητα του χρήματος που κατέχουν και όταν έχουν πεισθεί ότι μόνο με το χρήμα θα επιβιώσουν, τότε δεν είναι δύσκολο αυτή η εξάρτηση να γίνει ιδεολογία που συντηρεί, παράγει και αναπαράγει συνέχεια μια στάση ζωής απέναντι σε αξίες και πρότυπα που υποβαθμίζουν τα συναισθήματα, εξαχρειώνουν τον άνθρωπο και εμπορευματοποιούν την αγάπη. Δικαιολογημένη, λοιπόν, η αντίδραση της Ρήνης «όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες…».
Τις τριγωνικές, λοιπόν, σχέσεις των προσώπων – πρωταγωνιστών του έργου τις διαχέει και διαποτίζει η αντικειμενική πραγματικότητα (η κοινωνία, με κύριο εκφραστή της το χρήμα), που συμπιέζει το εσώτερο Εγώ των ηρώων στην προσπάθειά του να βρει διέξοδο και να εκφρασθεί. Είναι τέτοια η δύναμη της εξωτερικής πραγματικότητας που μόνο μέσα από τη σύγκρουση και ίσως την αυτοσυντριβή θα επέλθει η κάθαρση των προσώπων.
Δ. Η πορεία της Ρήνης – Μεταμόρφωση και ωρίμανση
Πιστεύοντας πως το βασικό πρόσωπο του έργου είναι η Ρήνη θα παρακολουθήσουμε την πορεία της από το πρωινό ξύπνημα μέχρι την έκρηξή της και την άρνηση αποδοχής των θέσεων του Ανδρέα. Είναι μια πορεία από το λήθαργο της αμάθειας και της περιθωριοποίησης προς τη γνώση και αυτοσυνειδησία. Η κοινωνική ωρίμανση ενός ατόμου, που είναι και το τελευταίο στάδιο αυτής της πορείας.
Αν δεχτούμε τη μαρξιστική άποψη σύμφωνα με την οποία «…η ουσία του ανθρώπου δεν είναι αφαίρεση που υπάρχει μέσα στο μεμονωμένο άτομο∙ στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων», τότε θα πρέπει να δούμε την ωρίμανση της Ρήνης, έστω και την κάπως επιφανειακή για μερικούς, στις σχέσεις της με τα άλλα πρόσωπα που είναι οι φορείς μιας απολιθωμένης κοινωνίας.
Στο 1ο απόσπασμα η μορφή της κόρης περιγράφεται κάπως αχνά και σε λίγα μόνο σημεία κάνει αισθητή την παρουσία της. Δε φαίνεται ικανή ακόμη να επηρεάσει τα γεγονότα. Εκείνο που τονίζει ο Θεοτόκης σ’ αυτό το απόσπασμα είναι το βιολογικό μέρος της κόρης. Είναι γυναίκα και μάλιστα σε ηλικία γάμου. Εκείνο που βασανίζει τη σιόρα Επιστήμη είναι ότι η κόρη της μεγάλωσε, οπότε και η συμπεριφορά της Ρήνης πρέπει νάναι η αρμόζουσα, για να μην προκαλεί την κοινωνία.
Η Επιστήμη προετοιμάζει από τώρα την κόρη για τη μέλλουσα συζυγική ζωή. Η εκμάθηση του ρόλου της συζύγου από τη Ρήνη πρέπει να αρχίσει από τώρα που είναι νέα, όμορφη αλλά ανύπαντρη. Σε κάποιο άλλο μάλιστα σημείο ο Θεοτόκης την παρουσιάζει με ξανθό κεφάλι και ρόδινα μάγουλα «άντυτη και ξέπλεκτη», φιγούρα κάπως ρομαντική και ονειρική. Βέβαια, ο συγγραφέας την προβάλλει έτσι για να προετοιμάσει κάπως τη συνάντησή της με τον Ανδρέα, που θα αποτελέσει και το πρώτο στάδιο της αλληλογνωριμίας.
Γενικά στο πρώτο απόσπασμα η μορφή και η θέση της Ρήνης είναι σαφώς προκαθορισμένη τόσο σε βιολογικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Το ότι είναι γυναίκα (το βιολογικό μέρος), συνεπάγεται την κοινωνική περιθωριοποίησή της, για να μην πω την υποβάθμιση και υποταγή της. Η σκέψη της Ρήνης και η ζωή της θα πρέπει να είναι σαφώς προσανατολισμένη προς το μελλοντικό σύζυγο – αφέντη της. Η σιόρα Επιστήμη από τώρα υποκαθιστά με τον τρόπο και τις διδαχές της τον αυριανό άνδρα της κόρης της.
Στο 2ο απόσπασμα η μορφή της Ρήνης εξακολουθεί να σκιαγραφείται κατά τον ίδιο τρόπο, όπως και στο 1ο απόσπασμα. Εδώ, όμως, ο Θεοτόκης αφήνει τα άλλα πρόσωπα να την παρουσιάζουν. Έτσι, μέσα από τα μάτια και την κρίση των άλλων για τη Ρήνη, ο Θεοτόκης μας αποκαλύπτει γενικότερα τη θέση της γυναίκας στην Κερκυραϊκή κοινωνία αλλά και τη γνώμη των ανδρών γι’ αυτή.
Η Ρήνη παρουσιάζεται και πάλι όμορφη, πράγμα που κάνει αίσθηση στον Ανδρέα αλλά αυτό, όμως, από μόνο του δε στέκεται ικανό να τον πείσει να την παντρευτεί. Χρειάζονται και τα τάλαρα («…Μα τι κάνουμε τα τάλαρα, ανάθεμά τα κι όπου τα ανάδειξε!» και κάποιος τρίτος «…Τι του λες, μωρέ» είπε ο μπάρμπας «αυτή για μας δεν είναι, δεν έχει παράδες!…»). Έτσι ευθέως τίθεται η οικονομική διάσταση του προσώπου της Ρήνης και συνακόλουθα η κοινωνική της θέση, αφού το πρώτο προσδιορίζει το δεύτερο. Ο Ανδρέας, βέβαια, θα μπορούσε να αδιαφορήσει κάπως για την κοινωνική θέση της Ρήνης, αν υπήρχαν τα τάλαρα («…Θα την έπαιρνα, μα τον Άγιο» είπε ο Ανδρέας… ‘μα τι να σου κάμω. Είναι βλέπεις τα όβολα. Για την οικογένεια τόσο, τόσο δε θα μ’ έγνοιαζε…»). Αυτό είναι το βάσανό του.
Μπορεί, όμως, η οικονομική και κοινωνική θέση της Ρήνης να μην είναι η ιδανική αλλά δεν παύει να έχει όλα εκείνα τα στοιχεία – αρετές, που κοσμούν ένα κορίτσι της τάξης της: («…Και ανάκουστη, και αμελέτητη και δουλεύτρα…»). Το ηθικό μέρος της Ρήνης προβάλλεται έντονα και με ιδιαίτερο τρόπο.
Η προσωπογραφία, λοιπόν, της Ρήνης κατά κάποιο τρόπο ολοκληρώνεται πριν ο Θεοτόκης την παρουσιάσει σε άλλο επίπεδο και από άλλη οπτική γωνία στο 3ο απόσπασμα.
Έχουμε στο 2ο απόσπασμα τη Ρήνη να φωτίζεται από τέσσερις πλευρές και να αποκαλύπτεται έτσι όλη η προσωπικότητά της. Η εξωτερικής της εμφάνιση, η οικονομική της κατάσταση, η κοινωνική της τάξη – θέση και βέβαια η ηθική της. Από τα τέσσερα παραπάνω στοιχεία – γνωρίσματα της κόρης εκείνο που θα καθορίσει τη μοίρα και θα προσδιορίσει την πορεία της είναι κατά πρώτο λόγο η οικονομική της θέση και σε δεύτερο στάδιο το ηθικό της μέγεθος. Από το ηθικό δε τρίπτυχο, εκείνο που θα την κάνει «γενναία» και ικανή να διακινδυνεύσει την αντιπαράθεση με τους γύρω της είναι το «δουλεύτρα».
Στο 3ο απόσπασμα έχουμε τη σύγκρουση των τριών προσώπων με κυρίαρχο θέμα το γάμο της Ρήνης με τον Ανδρέα, που όμως η λύση του φαίνεται να εξαρτάται από το πόσα τάλαρα θα δώσει η Επιστήμη κι αν τα δώσει.
Η Ρήνη φαίνεται να αγαπά πραγματικά τον Ανδρέα, γι’ αυτό δεν μπορεί να εννοήσει τους μικροϋπολογισμούς για τα τάλαρα που κάνει τόσο αυτός όσο και η μάνα της. Πιστεύει πως τα τάλαρα θα την οδηγήσουν στην ευτυχία («Ω δώσ’ τα μάνα:» είπε τότες κλαίοντας η Ρήνη και σηκώνοντας προς τη μάνα τα χέρια της∙ «μ’ αυτά θ’ αγοράσεις την ευτυχία μου…»), όχι γιατί θεωρεί η Ρήνη το χρήμα σαν αξία αυτή καθεαυτή – αυτή είναι κάπως η θέση και η στάση των δύο άλλων προσώπων – αλλά γιατί το βλέπει σαν το μέσο, για να κερδίσει τον Ανδρέα.
Εκείνο, βέβαια, που κάνει αίσθηση και κατά κάποιο τρόπο κάνει συμπαθή τη μορφή της Ρήνης, είναι αυτό που συνέχεια επαναλαμβάνει και φαίνεται να πιστεύει: («Δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»). Νομίζω πως αυτή η άποψη που εκφράζει η Ρήνη – γεμάτη από παράπονο και κάποια δόση απορίας – είναι δηλωτική για το πώς βλέπει το συγκεκριμένο ζήτημα του γάμου και της ζωής γενικότερα, σε σχέση με τα άλλα δύο πρόσωπα, τον Ανδρέα και τη μάνα της.
Πιστεύει η Ρήνη ότι η θέληση και η ικανότητα για εργασία είναι από μόνα τους αρκετά για να φέρουν την ευτυχία και όχι τα τάλαρα οπωσδήποτε. Επίσης, έμμεσα αρχίζει να διαφαίνεται ο τρόπος αντιμετώπισης του κοινωνικού περίγυρου («…ποιόν έχουμε ανάγκη;»).
Μέσα από τα κλάματα και των τριών προσώπων («εκλαίγαν και οι τρεις…») και αφού προηγήθηκε κάποια σιωπή – αρκετή βέβαια για να εννοήσει πολλά η Ρήνη – η κόρη προσπαθεί ίσως για τελευταία φορά να πείσει τη μάνα της να δώσει τα τάλαρα. Τώρα, όμως, όχι τόσο παρακαλώντας αλλά θυμωμένη και απελπιστικά επαναστατημένη. Νομίζω πως ο Θεοτόκης τεχνηέντως τοποθέτησε το εθύμωνε κοντά στο επαναστατούσε και ύστερα από κάποιο κλίμα σιωπής («Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε και που απελπισμένη επαναστατούσε…»). Ήθελε ακριβώς να δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις κι εκείνο το κλίμα που θα βοηθούσε τη Ρήνη να δει ξεκάθαρα το άθλιο παιχνίδι της εξαγοράς της ύπαρξης και ευτυχίας της. Ίσως εδώ κάπως η σιωπή και η επακόλουθη «επανάσταση» – αντίδραση της Ρήνης να θυμίζει το Σολωμικό «άστραψε φως, κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του». Βέβαια, η διαφορά με το σκηνικό του Σολωμού είναι φανερή. Εδώ το σκοτάδι και η σιωπή – κλίμα υποβολής και αυτοσυγκέντρωσης – εκεί το φως. Το φως, όμως, στο 3ο απόσπασμα και στη συγκεκριμένη σκηνή το υποκαθιστά και εν μέρει το εκφράζει αλληγορικά η αντίδραση της Ρήνης («κανένας εκείνο το βράδυ δεν εσκεφτόταν ν’ ανάψει το φως»).
Η Ρήνη σε κάποιο σημείο γνωστικής και ιδεολογικής ωρίμανσης αποδίδει τις ευθύνες στη μάνα της («Εσύ, μάνα» είπε, «κι όχι ο Ανδρέας, εσύ με παίρνεις στο λαιμό σου για λίγα λεφτά. Έχεις και δεν τα δίνεις…»). Έμμεσα, όμως, πιο πάνω με μορφή παραπόνου και απορίας – δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει και διαφορετικά ακόμη, αφού αγαπούσε τον Ανδρέα – αποδίδει κάποια ευθύνη και στον Ανδρέα με τη γνωστή της φράση: («δουλευτάδες και οι δύο ποιόνε έχουμε ανάγκη;»).
Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις – κραδασμοί της Ρήνης την οδηγούν στην έκρηξη («Και τώρα ήταν η Ρήνη που εθύμωνε…»). Αυτή η έκρηξη – προσδιορίζεται με έμφαση χρονική μάλιστα «και τώρα» – ίσως θα σημάνει και το τέλος μιας πορείας και την αρχή μιας άλλης.
Η ιδιαιτερότητα του 3ου αποσπάσματος βρίσκεται στην παρουσία και των τριών προσώπων που μέσα από την τεχνική ενός οξύτατου διαλόγου ο Θεοτόκης παρουσιάζει όλη την ιδεολογία των ανθρώπων της Κερκυραϊκής κοινωνίας. Τα τρία πρόσωπα γίνονται φορείς των άγραφων νόμων που συνήθως στις κλειστές κοινωνίες είναι απρόσωποι, σκληροί και υπερασπιστές της ηθικής τάξης και κοινωνικής αρμονίας. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον ζει και ασφυκτιά η Ρήνη, μέχρι που τολμά να διαφοροποιηθεί από αυτό σε πρώτη φάση για να φθάσει μέχρι και την άρνηση στο 4ο απόσπασμα.
Στο 4ο απόσπασμα που αποτελεί και το αποκορύφωμα όλης της συγκινησιακής και συνειδησιακής κλίμακας της Ρήνης, το δράμα των τριών πρωταγωνιστών βαίνει προς τη λήξη του, αφού πρώτα κορυφώθηκε με τη χειρονομία της Επιστήμης να δώσει τα τάλαρα στον Ανδρέα, με την απέλπιδα προσπάθεια του Ανδρέα να πείσει τη Ρήνη να τον παντρευτεί και βέβαια με τη σθεναρή αντίσταση της Ρήνης στις προτάσεις – παρακλήσεις του Ανδρέα.
Εδώ η κύρια ηρωίδα μας, η Ρήνη, παρουσιάζεται πλέον πολύ διαφορετική. Με τα λόγια και τη συμπεριφορά της μας κάνει να ξεχάσουμε την εικόνα που μας είχε δώσει ο Θεοτόκης στα δύο προηγούμενα αποσπάσματα (1ο και 2ο). Η Ρήνη πλέον έχει ωριμάσει εσωτερικά. Όλο το σκηνικό του αποσπάσματος είναι χρωματισμένο με σκιερά χρώματα και επικρατεί ένα κλίμα γεμάτο από συγκινήσεις.
Το πρόσωπο και η θέση της Ρήνης είναι πλέον σταθερά και δίνει την αίσθηση ατόμου που ξέρει, τι λέει και τι πράττει. Φαίνεται να έχει πάρει τις μεγάλες αποφάσεις και είναι σίγουρη γι’ αυτές. Ούτε μια στιγμή δεν παλινδρομεί μπροστά στο πρώην είδωλό της, τον Ανδρέα. Η φιγούρα της κόρης είναι θλιμμένη, αλλά καθόλου δε δίνει την εντύπωση της μοιραίας γυναικούλας.
Όλο το σκηνικό του αποσπάσματος είναι δομημένο στην αντίθεση της χαράς του Αντρέα – γιατί έφθασε η ώρα να παντρευτεί τη Ρήνη – και της θλίψης της Ρήνης για όλα όσα προηγήθηκαν. Σε λίγο, βέβαια, θα επέλθει η ισορροπία των χρωμάτων, αφού και ο Ανδρέας θα βυθιστεί στο χώρο της κατήφειας.
Κι εδώ επικρατεί ο διάλογος με την τεχνική του οποίου ο Θεοτόκης πετυχαίνει να δώσει την κοινωνική ωρίμανση και συνειδητοποίηση της Ρήνης. Η λογική κι η επιχειρηματολογία της αποκαλύπτουν την ανωτερότητα της ηθικής της απέναντι σε κείνη του Ανδρέα. Ξεσκεπάζει την ηθικά διάτρητη θέση του Ανδρέα, που το μόνο που έχει να αντιπαραθέσει στη σθεναρή στάση – αντίσταση της Ρήνης είναι, πως η αγάπη θα ξανάρθει αφού ήρθαν και τα τάλαρα τώρα.
Οι απαντήσεις και τα λόγια της Ρήνης είναι πυρακτωμένα βέλη. Οι θέσεις που προβάλλει είναι κρυστάλλινες και έχουν μια διαλυτική δύναμη που ξεσκεπάζουν όλο το παιχνίδι της αγοραπωλησίας της αγάπης της. Εκείνο, όμως, που κυριαρχεί στις απαντήσεις της Ρήνης προς τον Ανδρέα είναι το «όχι», που επαναλαμβάνει έξι φορές και δύο το «δεν» («δεν έρχομαι, δεν έρχομαι»). Το «όχι» αυτό δεν απευθύνεται μόνο στον Ανδρέα αλλά και σε όλη την κοινωνία με τους μηχανισμούς και τα πρότυπά της, την ηθική και τη λογική της.
Εκείνο, επίσης, που κάνει αίσθηση και αποκτά κάποια βαρύτητα είναι η φράση που επαναλαμβάνεται δύο φορές «είμαι δουλεύτρα∙ ποιόνε έχω ανάγκη;» (Σε σύγκριση με το αντίστοιχο του 3ου αποσπάσματος εδώ έχουμε ενικό αντί για πληθυντικό. Το «εμείς» αντικαταστάθηκε και διαφοροποιήθηκε από το «εγώ»). Με την κάπως αποφθεγματική αυτή φράση η Ρήνη φαίνεται να πιστεύει πως η ικανότητα για εργασία είναι αρκετή για να την κρατήσει όρθια και να αντιμετωπίσει την εχθρότητα του περιβάλλοντος. Θέλει και το διακηρύσσει έμμεσα, την ελευθερία της και απεχθάνεται κάθε εξάρτηση. Το «ποιόνε έχω ανάγκη;» είναι νομίζω δηλωτικό της απόφασής της να απομακρύνει κάθε σκέψη για καινούριους προστάτες και επιστάτες. Εδώ ο Θεοτόκης δίνει στοιχεία του δικού του ιδεολογικού προσανατολισμού, όταν μέσα από τα λόγια της Ρήνης κηρύττει την αξία της εργασίας και την απελευθερωτική δύναμη που αυτή καθεαυτή έχει μέσα της η εργασία.
Η Ρήνη στο απόσπασμα αυτό δεν έρχεται σε μια απλή αντιπαράθεση ή σύγκρουση με τα άλλα πρόσωπα του έργου, αλλά σε ρήξη. Αυτή η ρήξη, βέβαια, δεν έχει τόσο συναισθηματικό χαρακτήρα όσο κοινωνικό και γενικότερα ιδεολογικό. Η ρήξη με τα πρόσωπα – φορείς αυτά και εκφραστές όλης της απολιθωμένης ιδεολογικά κοινωνίας – την καθιστά αυτόματα άτομο αυθύπαρκτο και αυτόφωτο. Η κοινωνική απελευθέρωση της Ρήνης δε σημαίνει κατ’ ανάγκην και απελευθέρωση ή τουλάχιστον αλλαγή και της κοινωνίας της. Ίσως αυτό νάταν μέσα στις προθέσεις του πολιτικού Θεοτόκη όχι, όμως, και του λογοτέχνη Θεοτόκη. Η κοινωνία θα εξακολουθήσει για πολύ ακόμη να δυναστεύει τα άτομα ακόμη κι αυτά που κατορθώνουν να αντιστέκονται.
Πρόθεση του συγγραφέα ήταν να αποδοκιμάσει μέσα από τη συμπεριφορά της Ρήνης το συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα και το συνακόλουθο εποικοδόμημά του (κοινωνία, πολιτική, ηθική…).
Το «όχι», λοιπόν, της Ρήνης στο 4ο απόσπασμα συνιστά μια συνειδητή πράξη ανυπακοής τόσο σε κοινωνικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Για να φτάσει στο «όχι» έπεισε τον εαυτό της ότι η ανυπακοή δεν είναι αμαρτία αλλά αρετή. Μέσα από τις συγκρούσεις των τριών προηγούμενων αποσπασμάτων ωθήθηκε σ’ αυτή την πράξη ανυπακοής στον Ανδρέα – και σ’ ό,τι αυτός εκφράζει – για να δείξει ότι αυτή η πράξη είναι το μέσο και η προϋπόθεση για την προσωπική της ελευθερία και αυτοεπιβεβαίωση. Μόλις η ηρωίδα μας τόλμησε να σκεφτεί και να αισθάνεται μόνη της, τότε μπόρεσε να βρει και το θάρρος να εκφράσει αυτό, που από καιρό την πίεζε. Το «όχι» σε όλους.
Ε. Ανάθεμά τα τα τάλαρα
Ο Θεοτόκης θέλοντας να γράψει ένα έργο με κοινωνική και ίσως πολιτική χροιά χρησιμοποιεί όλη εκείνη την τεχνική που προφυλάσσει μεν το έργο από τον κίνδυνο της προπαγάνδας, δεν το καθιστά, όμως, «άγευστο» και ανεύθυνο από κοινωνικές σκοπιμότητες και πολιτικές προθέσεις. Οι ήρωές του στο μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι μιας κοινωνίας που έχει δομηθεί πάνω στις επιλογές ενός οικονομικού συστήματος που θέλει τον άνθρωπο ανταγωνιστή με το συνάνθρωπό του μανιώδη θηρευτή του χρήματος.
Η φτώχια και η εξαθλίωση οδηγούν στη δημιουργία ανθρώπου που πρώτιστο στόχο έχει το ΧΡΗΜΑ και σαν μέσο για την επίτευξη αυτή του στόχου δε διστάζει – ή μάλλον αναγκάζεται κι αυτό είναι η τραγωδία του – να χρησιμοποιήσει ακόμη και τη μόνη περιουσία που του έχει μείνει, την ΑΓΑΠΗ. Όταν το χρήμα γίνεται ο στόχος και η αγάπη το μέσο και όχι το αντίθετο, όταν η ευτυχία των ηρώων του έργου είναι εξάρτηση του χρήματος, τότε δεν απέχει πολύ από το να γίνει και ο ίδιος ο άνθρωπος το μέσο με το οποίο θα συντηρείται και θα αναπαράγεται το υφιστάμενο σύστημα και όχι το αντίθετο, το σύστημα, δηλαδή, να λειτουργεί χάριν του ανθρώπου. Αντί να έχουμε τον εξανθρωπισμό του συστήματος, έχουμε τη συνεχή φροντίδα του να αφομοιώνει τον άνθρωπο και να τον καθιστά ανίκανο να σκέφτεται, να κρίνει και κατ’ ακολουθίαν ικανό μόνο να συμφωνεί, να αποδέχεται και να εσωτερικεύει γενικά ό,τι του επιβάλλεται έξωθεν.
Ο συγγραφέας τα είδε όλα αυτά καθαρά κι αυτά ακριβώς θέλει να καταγγείλει και να σαρκάσει μέσα από τις ιστορίες απλών ανθρώπων στη νουβέλα «Η τιμή και το Χρήμα». Γνωρίζει πολύ καλά πως στον καπιταλισμό οι σχέσεις των ανθρώπων μετατρέπονται σε σχέσεις πραγμάτων (Η αγάπη της Ρήνης σχεδόν εξαγοράζεται με τα τάλαρα) και στερούνται από κάθε ηθική και συναίσθημα. Το κάθε άτομο γίνεται στόχος των τυφλών και απρόσωπων οικονομικών δυνάμεων που κυβερνούν τη ζωή του («Πάρε, μωρέ, αυτήνε που σου λέω εγώ, και βλέπεις α δεν τα βλογήσεις. Ζωή χαρισάμενη, μωρέ! Τάλαρα, μου λες; Αυτά είναι οι θεοί σε τούτην τη γης! Φάε, αγάπη, μωρέ!»).
Ο Θεοτόκης παρουσιάζει όλους τους ήρωές του να εντοπίζουν την αιτία της κακοδαιμονίας τους στα τάλαρα («ανάθεμά τα τα τάλαρα»).
Σχολιάζοντας τη φράση «ανάθεμά τα τα τάλαρα» ο Απ. Σαχίνης σημειώνει: «…έτσι, η φράση αυτή δε μένει παρά σαν μια δραματική επωδός μέσα στο πεζογράφημα, που δυναμώνει την αίσθηση της πίκρας και της αδικίας. Και το δράμα στην ουσία του είναι αυτό: όλοι να υποφέρουν και κανείς τους να μην είναι προσωπικά υπεύθυνος» (Απ. Σαχίνης, «Τα Νεοελληνικό μυθιστόρημα, 4η Έκδοση, Αθήνα 1975).
Αυτή η φράση πότε θυμίζει οργή και καταγγελία, πότε παράπονο και πότε ένδειξη αδυναμίας του ήρωα να ξεφύγει από κάτι, που, ενώ το γνωρίζει, δεν μπορεί να το παραμερίσει. Ίσως κι αυτό νάναι που κάνει τα πρόσωπα συμπαθή και ίσως – ίσως τραγικές φιγούρες. Η προσπάθειά τους για λύτρωση φαίνεται εκ των προτέρων αποτυχημένη, αφού το χρήμα ακόμη δεσπόζει σαν αξία στην κοινωνία τους.
Ακόμη κι ο γέρο – μεθύστακας (πατέρας της Ρήνης) που κάπου – κάπου εμφανίζεται στα τέσσερα αποσπάσματα σαν απόμακρη και λίγο προφητική μορφή, ακόμη κι αυτός καταγγέλλει τα τάλαρα.
Στο βαθμό που ο Θεοτόκης ήθελε να δείξει πως ο άνθρωπος είναι δημιούργημα των εξωτερικών συνθηκών και κύρια των οικονομικών, το πέτυχε απόλυτα. Εξάλλου, μέσα από τις συγκρούσεις και ταπεινώσεις όσο και τις ανατάσεις των ηρώων του (Ρήνη) κατέδειξε πως τα νοητικά και ψυχικά φαινόμενα δεν αυτονομούνται από το σύνολο των όρων της κοινωνικής ζωής.
ΣΤ. Η νίκη του ανθρώπου ή η συντριβή του;
Το έργο με το τέλος του αποπνέει ένα μήνυμα αισιοδοξίας και νίκης του ανθρώπου πάνω σε ό,τι τον εξαθλιώνει. Ο συγγραφέας καταφάσκει υπέρ της άποψης ότι ο άνθρωπος μπορεί έστω και δύσκολα να ξεπεράσει τους κοινωνικούς θεσμούς που τον αλυσοδένουν από την αρχή της ζωής του μέχρι το θάνατό του και να καταστεί αυτός υποκείμενο των μεταβολών και όχι αντικείμενο.
Θα ήταν κάπως αντιφατικό και αναιρετικό των προοδευτικών ιδεών του Θεοτόκη, αν το έργο του «Η τιμή και το χρήμα» άμεσα ή έμμεσα μας «δίδασκε» ότι ο άνθρωπος θάναι πάντα δεσμώτης των κοινωνικών προκαταλήψεων και ανίκανος να υπερνικήσεις τους πολύπλοκους μηχανισμούς του κοινωνικού κατεστημένου.
Ο συγγραφέας το έδειξε πολύ καλά μέσα στη νουβέλα, ότι η πορεία του ανθρώπου όσο κι αν είναι από πριν κι από άλλους καθορισμένη και διαμορφούμενη, υπάρχει κάποιο περιθώριο γι’ αυτόν, αφού πρώτα αποκτήσει συνείδηση της θέσης του και απολυτρωθεί από την πλαστή συνείδηση που του την επιβάλλει η ταξικά διαρθρωμένη κοινωνία του, να αντισταθεί στο περιβάλλον του σε πρώτη φάση και σε μια δεύτερη να συγκρουσθεί μαζί του και να αποκτήσει έτσι την ποθητή γι’ αυτόν ελευθερία μακριά από οικονομικές και κοινωνικές εξαρτήσεις. Η όλη πορεία της Ρήνης, μέσα από συγκρούσεις συναισθηματικής και ιδεολογικής υφής, επιχειρηματολογεί από μόνη της τη δυνατότητα του ανθρώπου να αλλάξει τη μοίρα του κι όταν ακόμη τα περιθώρια των κινήσεών του είναι περιορισμένα.
Χωρίς να έχουμε ένα πανηγυρικό τόνο ή αντίστοιχο θριαμβευτικό με το τέλος του 4ου αποσπάσματος, είναι φανερό το μήνυμα ελπίδας και βεβαιότητας που στέλνει ο Θεοτόκης με τη φράση της Ρήνης «δεν έρχομαι, δεν έρχομαι». Μια άρνηση συμβιβασμού και υποχώρησης στην ευτυχία των «τάλαρων».
Ο συγγραφέας γνώστης της διαλεκτικής της ιστορίας και των νόμων που διέπουν τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς δεν τρέφει αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας εύκολης και γρήγορης αλλαγής της κοινωνίας όπου ζει. Η κοινωνία υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τη συνείδηση του ανθρώπου (τη γνώμη που έχει γι’ αυτή). Πέρα απ’ αυτό, όμως, σίγουρο είναι, πως κύρια προϋπόθεση για οποιαδήποτε αλλαγή των κοινωνιοδομών του συστήματος είναι η βαθύτατη γνώση της θέσης του ανθρώπου σ’ αυτό αλλά και η γνώση των αρχών και κανόνων που διέπουν το σύστημα αυτό.
Ο συγγραφέας με το πρόσωπο της Ρήνης αυτό ακριβώς ήθελε να δείξει, πως προϋπόθεση για μια ριζικότερη και ουσιαστικότερη αλλαγή της κοινωνίας είναι το πέρασμα του ατόμου – πολίτη από το στάδιο της άγνοιας και της πλαστής συνείδησης σε κείνο της γνώσης και της πραγματικής (αληθινής) συνείδησης για τον εαυτό του και τον κόσμο. Αυτό, βέβαια, δεν είναι πάντοτε αρκετό για να επιφέρει τις απαραίτητες αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα. Γιατί κοινωνία δεν είναι μόνο το άθροισμα των μελών που την αποτελούν αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις και κύρια αυτές, που αν δεν αλλάξουν ο μεμονωμένος άνθρωπος θα κινείται μέσα στα πλαίσια που προδιαγράφουν αυτές.
Ο Αντρέας και η Ρήνη ζώντας στην ίδια κοινωνία ακολουθούν διαφορετική πορεία με το τέλος του έργου. Ο Αντρέας οδηγείται στη συντριβή μη μπορώντας να βρει διέξοδο και κραυγάζει: («Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε πάλι απελπισμένος, «Πάει η ευτυχία μου!»). Αντίθετα η Ρήνη, όταν εγνώρισε τι προηγήθηκε (απόρριψη της πλαστής συνείδησης), θαρρετά λέει το «όχι» και κερδίζει την πρώτη της νίκη. Και ίσως αυτό για τον Θεοτόκη να ήταν αρκετό για την εποχή του και για την κοινωνία μέσα στην οποία ζει και κινείται η ηρωίδα του κι ο ίδιος.
Η σύγκρουση των αξιών
Γενικότερα ο Κ. Θεοτόκης στην «Τιμή και το Χρήμα» θεμελιώνει όλο το έργο του πάνω σε ένα πλαίσιο συγκρούσεων και αντιθέσεων. Κυρίαρχη αντίθεση είναι αυτής της Τιμής και του Χρήματος και της Αγάπης – έρωτα και του υλικού συμφέροντος. Οι τρεις ήρωες του έργου (Επιστήμη – Ρήνη – Αντρέας) αποτελούν ένα τριγωνικό πλαίσιο αλληλοσυγκρουόμενων και αμοιβαίων εκβιασμών. Η βασική αντίθεση ανάμεσα στο Χρήμα (υλικό στοιχείο) και στην Τιμή (ηθικοπνευματικό στοιχείο με κοινωνικές αναφορές) διαχέεται σε όλο το έργο, πυροδοτεί τη συμπεριφορά των ηρώων και τελικά οδηγεί στη συντριβή όλων.
Η τιμή – ο Ηθικός κώδικας της εποχής φαίνεται να υποχωρεί στην επέλαση του Χρήματος ως στοιχείου της υλιστικής θεώρησης της ζωής. Σε όλο το έργο αναδύεται το ερώτημα – θέση για την Ευθύνη και την Ελευθερία του ανθρώπου στο βαθμό που αυτός είναι δέσμιος – σύμφωνα και με τις αρχές του Νατουραλισμού – των φυσικών και κοινωνικών συνθηκών. Ο Θεοτόκης πλέκει έτσι την υπόθεση του έργου ώστε τα πρόσωπα, όταν δεν έχουν τα «τάλαρα» μοιάζουν ή είναι δυστυχισμένα. Και όταν, όμως, κατορθώνουν να τα αποκτήσουν ή να ξεφύγουν από την βασανιστική πίεση, δεν αποκτούν την ποθητή ευτυχία.
Βιβλιογραφία:
- Απ. Σαχίνη: «Το Νεοελληνικό Μυθιστόρημα», Έκδοση 4η, Αθήνα 1975, σελ. 195-215.
- Α. Καραντώνη: «Ο Πεζογράφος», Νέα Εστία, τόμος 8ος (1951).
- Αιμ. Χουρμούζιου: «Κων/νος Θεοτόκης», Αθήνα 1946, σελ. 106.
- Περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 92.
- Κων/νος Θεοτόκης, επιλογή – εισαγωγή Τάκης Αδάμος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986.
——————————————–
ΙΔΕΟπολις