Πολιτισμός

“Οι ποδηλάτες της άδολης ζωής” / γράφει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης

…………….

Ο πραγματικός κόσμος εδώ είναι η ίδια η ζωγραφική, η ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού που κάνει τον άνεμο να φυσά, «ζωγραφική αδεία», από παντού, ένας άνεμος που τα επιτρέπει όλα και τα κάνει όλα καινούργια. Ολα είναι τόσο αληθινά, έξω από κάθε σύμβαση της αληθοφάνειας.

Γιάννης Ψυχοπαίδης

                                 Στη μνήμη του Αλέκου Φασιανού

Ο Ιούνιος είναι ο μήνας της ποδηλασίας. Ο ζωγράφος με το χέρι του το γράφει καθαρά πάνω στον ουρανό αυτής της ζωγραφιάς.

Και από κάτω ένας δυνατός άνεμος σπρώχνει προς τα πίσω τα ανακατεμένα μαλλιά ενός κόκκινου ποδηλάτη, ένα μαντίλι στον λαιμό του το παίρνει ο άνεμος προς την αντίθετη κατεύθυνση, ένα ρούχο στο μπράτσο του κυματίζει με ανάποδη φορά προς την άλλη μεριά της εικόνας και μια πολύχρωμη γραβάτα ανεμίζει ελεύθερη στον δικό της αέρα.

Και δίπλα οι χαμηλές οικοδομές, τα ισόγεια με τις αναμονές για το λαϊκό όνειρο του δεύτερου ορόφου, στο βάθος η καθαρή θάλασσα μέσα στο φως και ένα ήπιο τοπίο με χαμηλούς λόφους μέσα στα γήινα χρώματα.

Όπως στη σχολική πατριδογνωσία, όπως στις εικόνες από τα παλιά παιδικά «αναγνωστικά», όλα είναι στη θέση τους. Οι εποχές, οι μήνες, οι μέρες, κάθε πράγμα έχει την ομορφιά του δικού του, ξεχωριστού κόσμου. Ο Ιούνιος είναι ο μήνας της ποδηλασίας. Και ο άνεμος που φυσάει από όλες τις μεριές δεν υπακούει στη λογική του «πραγματικού» κόσμου. Ο πραγματικός κόσμος εδώ είναι η ίδια η ζωγραφική, η ζωγραφική του Αλέκου Φασιανού που κάνει τον άνεμο να φυσά, «ζωγραφική αδεία», από παντού, ένας άνεμος που τα επιτρέπει όλα και τα κάνει όλα καινούργια. Ολα είναι τόσο αληθινά, έξω από κάθε σύμβαση της αληθοφάνειας.

Μέσα από ένα αυστηρό και καθόλου φλύαρο εικαστικό λεξιλόγιο, είναι της ζωγραφικής το τρυφερό αεράκι που μπορεί και βάφει κόκκινους και μπλε τους ποδηλάτες, που κάνει τα μαλλιά και τα μαντίλια να ανεμίζουν ατίθασα προς όλες τις κατευθύνσεις, που κάνει τα ποδήλατα να γίνονται πολύχρωμα παιχνίδια και τις μορφές να ’χουν μόλις βγει από τις αρχαίες λευκές ληκύθους. Ολα είναι τόσο αληθινά και αγαθά σαν ένα τρυφερό ψέμα.

Όπως τα ζωγραφισμένα ψωμιά του Θεόφιλου που δεν πέφτουν από τον τοίχο του φούρναρη γιατί υπακούν στους δικούς τους ζωγραφικούς νόμους, όπως η μεγάλη λαϊκή παράδοση μπορεί και συναντιέται με τη μεγάλη βυζαντινή ζωγραφική τέχνη στις εικόνες του Μακρυγιάννη διά χειρός Παναγιώτη Ζωγράφου, έτσι κι εδώ σ’ αυτούς τους αγέρωχους, πολύχρωμους ποδηλάτες. Στην τέχνη του Φασιανού ο μπερντές του Καραγκιόζη κουβεντιάζει με τον Ευρωπαίο Ματίς, η γιαπωνέζικη χαρακτική με τις περσικές μινιατούρες, η μεγάλη εμβληματική τέχνη της κλασικής αρχαιότητας εμβαπτίζεται μέσα στον πλούτο της αστείρευτης λαϊκής εικονογραφίας.

Οι ανθρώπινες μορφές του Αλέκου Φασιανού, άχρονες παρουσίες, ζουν τις απλές ιεροτελεστίες της καθημερινότητας, τις τελετουργίες του μικρού – μέγα κόσμου της ανθρώπινης ύπαρξης, ιεροφάντες της λιτής ζωής, νοσταλγοί της αιώνιας νεότητας, βιοπαλαιστές μιας διαρκούς εφηβείας. Λάμπουν μέσα σ’ ένα καθαρό χρωματικό φάσμα, κάνοντας το ελάχιστο σχέδιο και χρώμα να αποκτά πλούσιο εικαστικό ρυθμό και τον κυματισμό, την πληρότητα και την πυκνότητα ενός ολόκληρου κόσμου. Ενός κόσμου βιωμένου βαθιά μέσα από τα πρωτογενή αισθήματα μιας ζωής γεμάτης χάρη και αβρότητα, με την ευγένεια, την αξιοπρέπεια και τον πλούτο του ελάχιστου.

.

.

Μοναχικοί ήρωες στα ιδιωτικά δωμάτια, καβαλάρηδες, ποδηλάτες, τρυφεροί ερωτιδείς, περιπατητές, συνομιλητές, αναπαυόμενοι στη νωχέλεια και τη χαλάρωση, οι ζωγραφικοί ήρωες του Αλέκου Φασιανού σφύζουν από ζωή και γεύονται τις εποχές, παραδομένοι στην αθωότητά τους, νοσταλγοί της αληθινής ομορφιάς του καθημερινού βίου. Κληρονομώντας την αρμονία και τη λιτή πειθαρχία του κλασικού κόσμου, η ζωγραφική του Φασιανού αποτυπώνει με εικαστική σοφία το αβέβαιο όριο ανάμεσα στο παιγνιώδες, το πραγματικό και το υπερβατικό.

Λάμπει η γήινη χρωματική γκάμα, πάλλεται η χρωματική ύλη, τα πρόσωπα όμως μεταφέρουν και τη σιωπηρή ακινησία του σταματημένου χρόνου. Η αποθέωση της ζωής συνυπάρχει με τη μελαγχολία μιας απουσίας. Είναι η ανθρώπινη μοίρα; Είναι το αίσθημα μιας χαρμολύπης; Σαν αναθηματικές, επιτύμβιες στήλες μοιάζουν οι εικόνες, ελάχιστες και σχηματικές οι κινήσεις των προσώπων, χαιρετισμοί ή αποχαιρετισμοί ενός κόσμου που υπάρχει και που, όμως, έχει χαθεί.

Ίσως αυτό να ’ναι και μια διάσταση της ζωής, ένα όριο της ανθρώπινης ευτυχίας. Να νοσταλγούμε αυτό που ήδη κατέχουμε, αλλά και να παλεύουμε να το διατηρήσουμε στο πείσμα του αμείλικτου χρόνου.

Και αυτό κάνει η τέχνη του Φασιανού. Ακινητοποιεί τον χρόνο, αναιρεί την ανθρώπινη φθαρτότητα με όπλο την απλότητα και την αισθητική ομορφιά, ζητά να διαφυλάξει ακέραια στον χρόνο την ανθρώπινη μορφή και μαζί το μεγαλείο μιας άδολης ζωής, έμπλεης αυθεντικών, πρωτογενών αισθημάτων.

Η τέχνη του Φασιανού με τη διαχρονική της φύση, διαπερνά και παγώνει τον χρόνο, μοιάζει να ήταν πάντα εδώ, μια εικαστική μαρτυρία, ένα αγκάλιασμα του χθες με το σήμερα που με τον πιο φυσικό και αβίαστο τρόπο μάς μιλά γι’ αυτά τα πολύτιμα που έχουμε και αυτά τα πιο πολύτιμα που κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε.

Γράφει ο Σεφέρης: «…δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη…».

Αυτή η χάρη έχει δοθεί πλουσιοπάροχα στην τέχνη του Αλέκου Φασιανού, μια χάρη που έγινε ένα σπουδαίο κομμάτι ενός σύγχρονου πολιτισμού που αναζητά και βρίσκει στους σκοτεινούς αιώνες το φως ενός αισθητικού και ηθικού μέτρου.

«…είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια, γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά», μας λέει ο ποιητής.

Τα «Λιγοστά» λόγια, το τρυφερό μεγαλείο μιας τέχνης ταπεινής, αυτής του Αλέκου Φασιανού, μένουν μια παρακαταθήκη ζώσας, θαλερής μνήμης στους επερχόμενους, πολύτιμο φορτίο κάθε ψυχής που κάνει πανιά για τα δικά της πραγματικά ή φανταστικά ταξίδια.

 efsyn

banner-article

Ροη ειδήσεων