Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 17 / Σκύθες, Γέτες και άλλοι “Μιγάδες Έλληνες”… | μέρος Δ

———-

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 17

ΣΚΥΘΕΣ, ΓΕΤΕΣ, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ «ΜΙΓΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ»… ΠΕΡΙΞ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΚΑΙ ΚΑΣΠΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ … ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΟΥΝ ΤΟΥΤΟ ΤΟ «ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ»… ΜΕΡΟΣ Δ’

«Τοσόνδε μέντοι επίσταμαι, ως τοις ονόμασι ταύτα δη τα γένη διεστηκότα αλλήλων ήθεσι μεν ουκέτι, γλώττη δε και φωνή τη αυτή χρώμενοι κατάδηλοί εισιν έτι και νυν. Ως μέντοι διέσπαρται ανά την Ευρώπην, πολλαχή ώκησαν, άλλη τε δη και εν τινι της Πελοποννήσου χώρας τε της Λακωνικής ες το Ταΰγετον όρος και ες το Ταίναρον ωκημένον. Ω δη και από Δακίας επί Πίνδον το ες Θετταλίαν καθήκον ενοικήσαν έθνος. Βράχοι δε αμφότεροι ονομάζονται [utrisque nomen fuit Bacchi]· και ουκ αν δη έχω διεξιέναι οποτέρους αν τούτων λέγοιμι επί τους ετέρους αφικέσθαι.»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

  1. Θεόδωρος Σκουταριώτης (~1230-1305): «Τοιαύτην νίκην περιφανή κατά Σκυθών ο αυτοκράτωρ αράμενος, τας ευχάς θεώ αποδίδουσι, την των Πατζινάκων λεγομένην εις ημάς τελετήν εις ανάμνησιν των πεπραγμένων αποτάξας, και χαριστήριον εορτή. Μικρόν δε ύστερον και κατά των Τριβαλών (οι Σέρβοι δ’ ούτοι εισιν), εκστρατεύει, και κατά κράτος ηττήσας και τούτους, προς σπονδάς υπηγάγετο…» – «Περί δε τον του θέρους καιρόν τον Ίστρον διαβάντες οι Ούννοι (Ούγγρους τούτους φασίν οι πολλοί), την τε Βρανίτζοβαν εξεπόρθησαν» – «των Ρως, ους και Σκύθας Υπερβορέους φαμέν» – «Επεί δε η των Θεσσαλών μεγίστη πόλις [= Θεσσαλονίκη] εάλω παρά των Σικελών […] και φθάσαν άχρι Μοσυνοπόλεως, εκεί κατεσκήνωσεν, έτερον δε τα κατ’ Αμφίπολιν και Σέρρας εδήου, το δε λοιπόν, όσον δηλονότι ναυτικόν, ετήρει την πόλιν των Θετταλών. […] ο εκ Κομνηνών Αλέξιος συνεβούλευεν…» – «μάλιστα δε τους κατά τον Αίμον βαρβάρους, οι Μυσοί μεν ωνομάζοντο πρότερον, Βλάχοι δε νυν και Βούλγαροι. Ούτοι ταις δυσχωρίαις πεποιθότες, και άλλοτε μεν κατά Ρωμαίων παρετέξαντο, τότε δε πρόφασιν ευρηκότες την των οικείων θρεμμάτων απαγωγήν, ες αποστασίαν απόβλεψαν. Ήσαν δε οι του κακού πρωτουργοί, Πέτρος τις και Ασάν ομογενείς και ταυτόσποροι…» – «Των δε Μυσών αποστάντων, ως είρηται, και κακά διαπραξαμένων Ρωμαίοις μέγιστα, έξεισιν ο βασιλεύς κατ’ αυτών. Λέγεται δε ως οι Βλάχοι ανεβάλλοντο την απόστασιν πρότερον, εις ην ηρέθιζον αυτούς ο Πέτρος και ο Ασάν […] εις ον πολλούς συναθροίσαντες δαιμονολήπτους, ους Ασθενάρια τινές ονομάζουσιν, έπεισαν τούτους λέγειν ενθουσιώντας, ότι ο θεός του των Βουλγάρων και των Βλάχων γένους την ελευθερία ευδόκησε, και διά τούτο τον Μυροβλύτην μέγαν μάρτυρα Δημήτριον την Θεσσαλονίκην καταλιπόντα ελθείν εις την τούτων βοήθειαν, τας μετά Ρωμαίων ενδιατριβάς καταλείψαντα·» – «και διά τούτο νεωτερίσαι τους Βλάχους, ερεσχελών και διασύρων ο Ισαάκιος<» – «Σκύθαι και Βλάχοι την λείαν παραδόντες» – «Επεί δε τα κατά Δύσιν αεί κακώς έπασχον, και οι Βλάχοι μετά Κομάνων την υπό Ρωμαίοις ελήϊζον, έξεισιν ο βασιλεύς κατ’ αυτών…» – «Οι μέντοι Βλάχοι τω αεί νικάν επαιρόμενοι και πλούτον και όπλα εκ των Ρωμαϊκών σκύλων επικτησάμενοι, ακατάσχετοι τας ορμάς ετύγχανον, και ουκέτι αγρούς και κώμας εληΐζοντο, αλλά και πόλεσι προσέβαλλον.» – «περί την Φιλιππούπολιν, και την γυναικωνίτιν επαγόμενος. Και ως ενόν ανέστειλε τας των Βλάχων και των Σκυθών επιδρομάς. | Του δε των Σέρβων ζουπάνου τα Σκόπια κατατρέχοντος…» – «μη φέρων τας μετά Σκυθών των Βλάχων επιδρομάς…» – «Ούτω μεν οι οφθαλμοί του αυτοκράτορος επί τους παραπικραίνοντας έβλεπον Βλάχους·» – «υπό των Βλάχων αλίσκεται […] | Τότε τις των δορυαλώτων Ρωμαίων ιερεύς εδείτο του Ασάν ανεθήναι, ως ίδρις της των Βλάχων φωνής· ο δε είρηκε, μηδέποτε θελήσαι Ρωμαίους ελευθερούν, αλλά θανατούν.» – «Η δε των Βλάχων αρχή βλέπει προς Ιωάννην τον τρίτον των αδελφών.» – «Του δε βασιλέως εκ καχεξίας των άρθρων πάσχοντος, Σκύθαι μετά Βλάχων τοις εν Θράκη επιόντες πολίσμασιν, εξ εφόδου αυτά έβλαπτον.» – «Βασιλεύς δε της Πόλεως εξελθών εφίσταται τη Θεσσαλονίκη, κακείθεν κατά του Χρύσου ορμά· ούτος γαρ την Στρούμμιτζαν κατασχών…» – «ους ο της Αγκύρας σατράπης τω βασιλεί απέστειλε, και Βλάχοι εάλωσαν.» – «Ως διετείνοντο ύστερον οι τειχομαχούμενοι Βλάχοι, ει παρήσαν τα προς την του τείχους καθαίρεσιν, το τε δη φρούριον [το Προύσακον, όρος εστί Θετταλικόν = το Δεμίρ Καπού πάνω στο Μπέλλες, στο νυν βλαχοχώρι Πορόια] εχειρούτο ημέρα τη αυτή, και ο Χρύσος συνελαμβάνετο.» – «εκ των Βουλγάρων, επειδή και κτηνοτρόφοι ούτοι πλέον των άλλων μάλλον εισιν.» – «Άρξας δε ο Θεόδωρος πάνυ επήυξησε την αρχήν ην παρέλαβεν, εκ τε των Ιταλών, κακ των Βουλγάρων ουκ ολίγην χώραν επικτησάμενος· την τε γαρ Θεσσαλίαν υφ’ εαυτόν εποιήσατο, Αχρίδαν τε και Πρίλαπον, Αλβανόν τε και αυτό το Δυρράχιον, ένθα και Πέτρον τον προς του Πάπα βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως προβεβλημένον, και την δίοδον ποιούμενον και το Δυρράχιον χειρωσάμενον, γενναίως κατετροπώσατο.» – «Και γίνεται υπ’ αυτόν [υπό τον Ασάν] η Αδριανού και το Διδυμότειχον, είτα Βολερόν άπαν, Σέρραι, Πελαγονία, και Πρίλαπος, και τα πέριξ αυτών. Κατέδραμε και της Μεγάλης Βλαχίας, αλλά και του Αλβάνου δεσπόζει, και τα μέχρι του Ιλλυρικού ληΐζεται, και λείαν αποκερδαίνει πολλήν.» – «Ο δε Μανούλ […] δους δε αυτώ χρήματα και τριήρεις έξ, περί την Μεγάλην Βλαχίαν αφήκεν, […]. Καταλαβών ουν τον της Δημητριάδος χώρον ο Μανούλ, κακείθεν τοις μεν την εαυτού παραδηλώσας έφοδον, τους δε και υποσχέσεσιν υποθέλξας, ου διά μακρού στράτευμα αθροίζει περί αυτόν· ήρξε τε Φαρσάλων και Λαρίσσης, και Πλαταμώνος

  2. Ιωάννης Σταυράκιος (~1240+ – πριν το 1327): «Και αίφνης ο άγρυπνος τω όντι φύλαξ και πολιούχος ημών και μέγας του μεγάλου βασιλέως στρατιώτης Δημήτριος έφιππος εφ’ ίππου λευκού τω Βουλγαράνακτι φαίνεται και καιρίαν ακοντίζει παραχρήμα τον άθλιον.» – [Παράφρασις: «Και ο κατ’ αλήθειαν άγρυπνος φύλαξ και προνοητής μέγας του μεγάλου βασιλέως στρατιώτης και θαυματουργός Δημήτριος εφάνη καβαλλάρις εις άσπρον άλογον εμπρός εις τον βασιλέα των Βουλγάρων Ιωαννίτζη και εκτύπησέ τον εις την καρδίαν τον ταλαίπωρον πληγήν θανατηφόρον.»] – «Μετά δε ολίγον εκίνησαν πάλι έθνη πολλά κατά της Θεσσαλονίκης, τουτέστι Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοι και Σαγουδάτιοι, έθνη του Παραδούναβι, Τάταροι και Σθλαβίνοι, θηριώδεις και βάρβαροι. Είχαν δε και αρχηγόν έναν ομότροπόν τους, Περβούνον το όνομα.» – «Και ως έφθασαν [ως την Θεσσαλονίκην], εμοιράσθησαν εις δύο μέρη, και οι μεν Στρυμόνιοι επίασαν το βορεινόν μέρος του κάστρου και του Βαρδαρίου, οι δε Ρυγχίνοι πάλιν και Σαγουδάτιοι το δυτικόν μέρος και την θάλασσαν.» – «Τότε και αι μικραί αυθεντίαι, ήγουν τα εκείθεν του Ντούναβι ποταμού έθνη, ώρμησαν κατά των Ρωμαίων και εκούρσευον χώρας και τόπους. Τότε και ο αυθέντης των Βουλγάρων Ιωάννης, ο και Ιωαννίτζης ονομαζόμενος, εστράτευσε και αυτός κατά των Ρωμαίων, και ερημάζοντας και χαλώντας τας χώρας και κάστρη όλα της Μακεδονίας, έφθασε και εις την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην με ορμήν ακράτητον και φουσά- τον αμέτρητον ως την άμμον της θαλάσσης, το οποίον είχε συναγμένον από διάφορα έθνη οπού ευρίσκονται πέρα από τον Δούναβιν, και ήσαν όλοι σιδερωμένοι και αρματωμένοι με κάθε λογής όργανον πολεμικόν. Υπήγαινε δε εμπρός απ’ αυτόν ο αρχιστράτηγός του, ονόματι Μαναστράς. Ελθών δε αυτός ο Μαναστράς, εκόνευσεν εις τον ποταμόν Γαλλικόν να αναπαύση το στράτευμά του, διότι είναι ο τόπος εκείνος εύμορφος και έχει λιβάδια διά τα άλογα. Ο δε Ιωαννίτζης εκόνευσεν εις του Λαγκαδά, ο οποίος τόπος είναι σιμά εις την Θεσσαλονίκην.» – «Γίγνεται γουν περί την των Θεσσαλονικέων, ην ο λόγος φθάσας εγνώρισεν, Ύπαρχος, τη κατά Δάκας μεν πορεία ερχόμενος οι σκοπός ην τούτω γενέσθαι επί καταστάσει τυρβασμάτων τινών κοσμικών, τη αιφνηδόν δε καταστρατευσάση τούτον νόσω, καθαπερεί οδοστατηθείς, γίγνεται·» – «Επί τοίνυν φιλοτίμως ούτω περί το μαρτυρικόν διατίθεται τέμενος, της προκειμένης αυτώ περί της Δακών πορείς εφάπτεται και τι των μαρτυρικών λειψάνων μεθ’ εαυτού συλλαβέσθαι υπολογίζεται, ανακόπτεται του βουλήματος […] Ως ουν την του μάρτυρος ιεράν χλαμύδα λάβοι ο Ύπαρχος συνοδοιπόρον ομού και συνέριθον, ην φαιδρώ τω προσώπω την προς τους Δάκας ευθυπορών, φθάνει τα της οδοιπορίας τον Ίστρον· ποταμός δε ούτος κυματίας τε και ναυσίπορος·» – «Σκλαβίνοι, έθνος τούτο παρίστριον και αιμοχορές.» – «τρέπεται μεν το των Σκλαβίνων έθνος κατά κράτος τω μάρτυρι.» – «Επεί γαρ ο των Σκλαβίνων άρχων, Χάτζων όνομα τούτω» – «περίπου τους της Ελλάδος τόπους απροσδόκητα τω των Σκλαβίνων λόχω ενήδρευται.» – «Τα δε κατά τους Άβαρας, Χαγάνος άρχων αυτοίς, έθνος τούτο Ουνικόν ομού και Βουλγαρικόν…» – «Εκράτει Βουλγάρων πρώην και ου πάνυ τοι πρώην Σαμουήλ εκείνος ο μέχρι του δεύρο τοις των Βουλγάρων περιλαλούμενος στόμασιν. Ούτος συν τοις άλλοις και το προς εσπέραν της των Θεσσαλονικέων άπαν βουλγαρικόν ομού και ρωμαϊκόν χειρωσάμενος, ισχυρώς ετυράννει στρατηγετών. Τω δε παις εξ οσφύος γεγένητο, όνομα τούτω Ροδομίρος…» – «Άθρει δη μοι και πάλιν εθνών πανσπερμίαν την καθ’ ημών οργώσαν και αύθις επικουρίαν μαρτυρικήν· Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοί τε και Σαγουδάτιοι, έθνη όμορα σκυθικά τε και σκλαβινίσια, θηριώδη και βάρβαρα· αρχηγός αυτοίς ανήρ τις ομότροπος, Περβούντος τούτω το όνομα.» – «αλλά πανσπερμία έθνους παντός, ότε και των Βουλγάρων ο τόρε κρατών Ιωάννης, Ιωαννίτζην δε μάλλον η φήμη έως άρτι τούτον κατονομάζει. Ούτος κατά πάσαν του κωλύοντος ερημίαν εκστρατεύει κατά Ρωμαίων και πάσαν την Μακεδόνων διαδραμών, χώρας αφανίζει, φρούρια πάντα πορθεί και εδαφίζει εξ αυτών κρηπίδων εις γην· προνομεύει, λεηλατεί, μετοικίζει το πλήθος άπαν και παροχθίους ποταμώ τω Ίστρω ποιεί και απλώς ειπείν πάσαν όσην επέδραμεν ερημοί. Ορμά και προς την των Θεσσαλονικέων πόλιν ακρατήτω φορά, στρατόν υπέρ την ψάμαθον επαγόμενος εκ Βουλγάρων, εκ δρομάδων νομάδων, Σκυθών, εκ Χαζάρων, εκ Ρωμαίων, εξ Αλβανών εκ των Ρως, πανσπερμίαν παντός εκ γένους, οπόσα βόσκει κλίμα το υπερβόρειον […] αιχμηταί ήσαν εκεί, τοξόται, κορυνηφόροι, ασπιδιώται, σφενδονήται, ακοντισταί και άπαν άλλο πολεμικής παρατάξεως εύρημα. Προτρέχει τούτου ο της στρατιάς αυτού αρχιστράτηγος Μαναστράς.» —– «Σκλαβίνοι, έθνος τούτο παρίστριον και αιμοχαρές, της λαμπράς ταυτησί πύλεως, ην γαρ παντοίοις μεν ούτοι μάλιστα τοις αγαθοίς επιβρίθουσα κάλλους δε ευ και πλούτου περιττώς έχουσα, ακηρυκτεί κατεστράτευσαν· η γαρ μαγνήτις των ευθηνουμένων αυτή αγαθών είλκε σίδηρον τον βαρβαρικόν και ο της φαιδρότητος ταύτης ήλεκτρος τα άχυρα των εθνών. Καιρός τον τροχόν του χρόνου διέτρεχε, καθ’ ον ειώθει τελείσθαι η φαιδρά τω μάρτυρι εορτή· ούτω γαρ γνώμης είχον οι βάρβαροι, ως επεί κατ’ αυτήν την εορτάσιμον του Μεγάλου νύκτα το πλήθος άπαν διανυκτερεύει πανηγυρίζον, κατά πάσαν αυτοί την άδειαν ραδίως όσα και κύμα τη πόλει επιρρήσονται.» – «Αλλά γαρ, ίνα τον λόγον του θαύματος και αύθις επαναλάβοιμι, τρέπεται μεν το των Σκλαβίνων έθνος κατά κράτος τω μάρτυρι, λίαν ευαριθμήτους ανασωσάμενον· […] Επεί γαρ ο των Σκλαβίνων άρχων, Χάτζων όνομα τούτω, ηττηθείη ούτως τω μάρτυρι, ήτταν αξίαν δυνάμεως τηλικούτου στρατιώτου Θεού…» – «περίπου τους της Ελλάδος τόπους απροσδόκητα τω των Σκλαβίνων λόχω ενήδρευται.» – «Τα δε κατά τους Άβαρας, Χαγάνος άρχων αυτοίς, έθνος τούτο Ουνικόν ομού και Βουλγαρικόν, ποίαν ουχ υπερβαίνει θαυμάτων υπερβολήν; Ορμά και τούτο το βάρβαρον κατά της κληρονομίας του Χριστιανομάρτυρος, πλήθος ότι μάλα πολύ, χιλιάδες περίπου φθάνοντας εκατόν, νέφος άντικρυς σκοτεινόν, τραφέν και παχυνθέν αχλύϊ θυμού και μανίας καπνώ. Και πρώτον μεν ακηρυκτεί αθρόον εμπεσόν πόλει, διά των κλιμάκων ένδον εισπηδάν ταύτης εφιλονείκησεν·» – «Εκράτει Βουλγάρων πρώην και ου πάνυ τι πρώην Σαμουήλ ο μέχρι του δεύρο τοις των Βουλγάρων περιπλανούμενος στόμασιν. Ούτος συν τοις άλλοις και το προς εσπέραν της των Θεσσαλονικέων άπαν βουλγαρικόν ομού και ρωμαϊκόν χειρωσάμενος, ισχυρώς ετυράννει στρατηγετών.»

    ————-

    – «Άθροι δη μοι και πάλιν εθνών πανσπερμίαν την καθ’ ημών οργώσαν και αύθις επικουρίαν μαρτυρικήν· Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοί τε και Σαγουδάτιοι, έθνη όμορα σκυθικά τε και σκλαβινίσια, θηριώδη και βάρβαρα· αρχηγός αυτοίς ανήρ τις ομότροπος, Περβούντος τούτω το όνομα.» – «Μετά δε ολίγον εκίνησαν έθνη πολλά κατά της Θεσσαλονίκης, τουτέστι Ρυγχίνοι, Στρυμόνιοι και Σαγουδάτιοι, έθνη του Παραδούναβι, Τάταροι και Σθλαβίνοι, θηριώδεις και βάρβαροι. Είχαν δε και αρχηγόν έναν ομότροπόν τους. Περβούνον το όνομα. Ετούτος ο Περβούνος είχεν αγάπην με τον Κωνσταντινουπόλεως βασιλέα Λέοντα τον μέγαν [Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, βασ. 813-820], αλλά κρυφίως εμελέτα κακά κατά των Ρωμαίων, και εζήτει καιρόν να σηκώση πόλεμον. Λοιπόν έμαθεν ο βασιλεύς την επιβουλήν του, και έστειλε και τον επίασαν και τον εβάλαν εις την φυλακήν, και είπεν όλην την βουλήν οπού είχεν, ότι έκαμεν όρκον να μην παύση ποτέ να κουρσεύη τους Ρωμαίους και όσους ανθρώπους πιάση να τους θανατώνη ανηλεώς χωρίς καμμίαν λύπην. Και έτζι τον εφόνευσεν ο βασιλεύς. Tούτο ως το έμαθαν τα βάρβαρα εκείνα έθνη, έκαμαν βουλήν πονηράν και ώρμησαν κατά των Ρωμαίων και ήλθον κουρσεύοντες τους τόπους, και την Θεσσαλονίκην. Και ως έφθασαν, εμοιράσθησαν εις δύο μέρη· και οι μεν Στρυμόνιοι επίασαν το βορεινόν μέρος του κάστρου και του Βαρδαρίου, οι δε Ρυγχίνοι πάλιν και Σαγουδάτιοι το δυτικόν μέρος και την θάλασσαν. Και ήτον πανταχού το κακόν, και κατά τον ειπόντα κακόν επάνω εις κακόν εγίνετο, διότι δύο σωστούς χρόνους εστέκονταν έξω του κάστρου οι βάρβαροι και επολεμούσαν.» – «Τότε [το 1204, μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους] και αι μικραί αυθεντίαι, ήγουν τα εκείθεν του Ντούναβι ποταμού έθνη, ώρμησαν κατά των Ρωμαίων και εκούρσευον χώρας και τόπους. Τότε και ο αυθέντης των Βουλγάρων Ιωάννης, ο και Ιωαννίτζης ονομαζόμενος, εστράτευσε και αυτός κατά των Ρωμαίων, και ερημάζοντας και χαλώντας τας χώρας και κάστρη όλα της Μακεδονίας, έφθασε και εις την μεγαλόπολιν Θεσσαλονίκην με ορμήν ακράτητον και φουσσάτον αμέτρητον ως την άμμον της θαλάσσης, το οποίον είχε συναγερμένον εις διάφορα έθνη οπού ευρίσκονται πέρα από τον Δούναβιν, και ήσαν όλοι σιδερωμένοι και αρματωμένοι με κάθε λογής όργανον πολεμικόν. Υπήγαινε δε εμπρός απ’ αυτόν ο αρχιστράτηγός του, ονόματι Μαναστράς. Ελθών δε αυτός ο Μαναστράς, εκόνευσεν εις τον ποταμόν Γαλλικόν να αναπαύση το στράτευμά του, διότι είναι ο τόπος εκείνος εύμορφος και έχει λιβάδια διά τα άλογα. Ο δε Ιωαννίτζης εκόνευσεν εις του Λαγκαδά, ο οποίος τόπος είναι σιμά εις την Θεσσαλονίκην

  3. Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310): «Είχε δε εκ νοθείας υιόν Ιωάννην μετά του οικείου λαού, τα μέγιστα συναιρόμενον. Εκείνος και γαρ ήδη καθ’ αυτόν τη του Ταρωνά θυγατρί συνών, λαόν εξαίρετον έχων, δυνατός ην και μόνος στρατηγείν και προσκτάσθαι· τους γαρ το παλαιόν Έλληνας, ους Αχιλλεύς ήγε, Μεγαλοβλαχίτας καλών επεφέρετο, ώστε μηδ’ έξω προβαίνειν εία Βερροίας τον Παλαιολόγον μέγαν δομέστικον Ιωάννην, τον Στρατηγόπουλον Αλέξιον και τρίτον τον Ραούλ Ιωάννην, συχνάς δυνάμεις περί αυτούς έχοντας. Τότε τοίνυν συναγαγών ο δεσπότης τους ειρημένους, έχων και τους εαυτού ες ότι πλείστους, προσκρούσαι μεν τα πρώτα τοις στρατηγοίς και συρρήξας, ως ώετο, προσβαλείν Θεσσαλονίκη και τα κατά δύσιν καταδραμείν κι αυτής δη πειραθήναι Κωνσταντινουπόλεως επί νουν έστρεφεν·»

    ————–

    – «Ήσαν δε σφισιν αι συνθεσίαι, η μην τον μεν Πρίγκιπα Ρωμαίοις δούναι και βασιλεί εξ αυτής κατασχείν εις δεσποτείαν αναφαίρετον τα κατά Πελοπόννησον ταύτα, Μονεμβασΐαν Μαΐνην Ιεράκιον Μυζηθράν (Ανάπλιον δε και Άργος εν αμφιβόλοις ετίθει) και άμα παν το περί την Κινστέρναν θέμα πολύ γε ον το μήκος και πολλοίς βρύον τοις αγαθοίς, και γε αυτόν ες αεί δούλον κεκλήσθαι Ρωμαίων και βασιλέως…» – «Σο δ’ ελαφροίς των στρατιωτών οικίζειν την πόλιν και λίαν επ’ ανάγκης είχεν, όπου γε και Λάκωσι πλείστοις ύστερον εκ του Μορέου αφιγμένοις επιμερίσας τόπους επί της πόλεως παρείχε κατοικείν ως αυτόχθοσι, και ρόγαις ετησίοις δωρούμενος και πλείστοις άλλοις φιλοτιμήμασιν επί πολλοίς και εντός και εκτός εχρήτο, ως αξίαν τριβήν εν πολέμοις έχουσι. Τω δε γε Γασμουλικώ, ους δε συμμίκτους η των Ιταλών είπειε γλώσσα (ήσαν γαρ εκ τε Ρωμαίων και Λατίνων γεγεννημένοι), προσανεπαύετο εκπέμπων επί νηών· ήσαν γαρ το μεν προμηθές εις πολέμους και συνετόν εκ Ρωμαίων, το δ’ ορμητικόν τε και αυθάδες εκ Λατίνων έχοντες.» – «ο δε γαρ πρωτοστάρτωρ Φιλανθρωπηνός Αλέξιος [1270-μετά το 1333· γονείς του ήταν ο Μιχαήλ Ταρχανειώτης, γιος της Μαρίας Μάρθας Παλαιολογίνας, αδελφής του βασιλιά Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και του Νικηφόρου Ταρχανειώτη, και η Μαρία Φιλανθρωπινή, κόρη του στρατηγού Αλεξίου Δούκα Φιλανθρωπινού που είχε επιδείξει αξιόλογη δράση υπό τους βασιλείς Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη και Μιχαήλ Η’] ταις νήσοις προσίσχων τας ναυς (το γαρ Γασμουλικόν θαρρούντως είχε προς τας μάχας, ως αυτούς μεν προς μάχην, τους δε γε λεγομένους προσελώντας εις ελασίαν και μόνην τάττεσθαι), προσέτι δε και Λακωνικόν έχων ους δη από Πελοποννήσου μετώκιζεν ο κρατών, τούτους πάντας επί νηών φέρων εκάκου τας νήσους και τον των εχθρών πλούτον προσήγε τω βασιλεί.» – «οι ανά την πόλιν Γασμούλοι (ους αν ο Ρωμαίος διγενείς είποι) εκ Ρωμαίων γυναικών γεννηθέντες τοις Ιταλοίς, άλλοι τε πλείστοι εκ των Λακώνων, ους και Τζάκωνας παραφθείροντες έλεγον, ους εκ τε Μορέου και των δυσικών μερών, άμα μεν πολλούς άμα δε και μαχίμους, άμα γυναιξί και τέκνοις εις Κωνσταντινούπολιν μετώκιζεν ο κρατών [Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος].» –                             ————————

     *Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ                             —————-                                                                                                                                                               Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ———————-

    «Ην γαρ το Παφλαγονικόν πολύ τε και μέγιστον, ην δ’ εξ Αλιζώνων πλείστον και τα εις πόλεμον αγαθόν, ους και Μεσοθινίτας ο κοινός είποι λόγος. Ήσαν ένθεν μεν Θράκες εκείθεν δε Φρύγες, ένθεν μεν Μακεδόνες εκείθεν δε Μυσοί, και Κάρες άλλοι πολλοί. Το εκ Μαγεδώνος και γε το Σκυθικόν προσήν, και το ξενικόν Ιταλικόν, πλείστον άλλο.» – «Εξ εκείνης γουν της προτέρας ο της Παιονίας ρηξ τω ρηγί και πατρί γεννηθείς γυναίκα πάνυ ωραία εκ Κομάνων και αιχμάλωτον, ως λέγουσιν, εαυτώ διά το κάλλος αρμοσάμενος θυγατέρα γεννά.» – «είναι γαρ και Ρωμαίους, ους αυτοί Γραικούς ονομάζουσι, του αυτού Χριστού και της αυτής εκκλησίας τοις Ιταλοίς, έχειν δε και αυτόν τούτον πατέρα πνευματικόν και λογίζεσθαι αρχιερέων όντα τον πρώτιστον. …τον Κροτώνης επίσκοπον, άνδρα λόγιον όντα και διγλωσσούντα κατ’ επιστήμην την θείαν, ον και τω πατριάρχη πέμπων και κυβερνών μετά καιρόν μετημφίαζε προς το Ελληνικώτερον […] το μεν καθ’ Έλληνας εστολίσθαι και πάλιν είχε…» – «Ει μεν ου πείθοι, αλλ’ ουν εντυγχάνειν τω πάπα υπέρ Γραικών, αδελφών και αυτών όντων και του αυτού ηξιωμένων ονόματος, και ούτως εκκόπτειν πειράσθαι τα κατά των Ρωμαίων του αδελφού μηχανήματα.» – «Μηδέ γαρ άλλως έχειν πείθειν τον πάπαν υπερμαχείν των Γραικών, ει μη ταύτα λέγοι και πράττοι· προσίστατο γαρ το σκάνδαλον, και το λευκούς Αγαρηνούς είναι Γραικούς παρ’ εκείνοις μείζον ήρετο.» – «είς ην Ιωάννης Παράστρων ωνομασμένος, πολίτης αρχήθεν και ξυνετός τα ες γλώσσαν Έλληνα, ω δη και ζήλος ην υπέρ της των εκκλησιών ενώσεως<» – «Και δη ορμήσαντες επί Φάρσαλα φρούριον, ο Φθίαν ο παλαιός έχει λόγος…» – «περισυνάγει δε και καθώς τις επακτήρ κύνας το ανά την πόλιν [ΚΠολιν] Γασμουλικόν, εφιστά δε τούτοις τον βεστιάριον Αλέξιον τον Αλυάτην [1200-1299].»

    ————

    – «διασχούσα τον επενδύτην άμφω Μιχαήλ και Σφεντίσθλαβον παρ’ εκάτερα των αυτής αγκαλών ετίθει, και συνθεσιών γενομένων απελύετο επ’ οίκου υιός κεκλημένος της των Βουλγάρων δεσποίνης μετά Μιχαήλ ο Σφεντίσθλαβος.» – «Βαρδαρειώται […] τούτους πάλαι Πέρσας κατά γένος ο βασιλεύς μετοικίσας εκείθεν εις τον Βαρδάριον εκάθισε ποταμόν, αφ’ ου και Βαρδαρειώται καλούνται.» – «Γασμούλοι et Γασμουλικόν […] τω δε γε Γασμουλικώ, ους δη συμμίκτους η των Ιταλών είπειε γλώσσα. […] βασμουλούς non γασμούλους» – «Του δε γε πειρατικού κατά θάλασσαν πλεονάσαντος, επεί το ναυτικόν αντελώς απήρτητο, έτι δε και του Σκυθικού ορμάν ηγγελμένου, (ο γαρ Τερτερής ουχ οίος τ’ ην, ουχ όπως άλλοις, ουδέ εαυτώ προσαρήγειν) πέμψας ο βασιλεύς τους μεν προς θαλάσση κατωκηκότας, έτοιμον θήρας προκειμένους τοις πειραταίς, ενδοτέρω γης αναστέλλειν προσέταττεν ως εντεύθεν υπεκδραμουμένους το χαλεπόν, τους δε την μεσογαίον Θράκης τε και Μακεδονίας κατωκημένους, επεί καταδραμουμένους ήδει τους εξελαύνοντας ην μη τις κωλύοι, ο δη και αδύνατον τηνικάδε κατεφαίνετο, τοις εκείσε φρουρίοις, ου πολύ το ασφαλές έχουσιν, εναπέκλειε. Το δε γε Βλαχικόν, ο δη σχεδόν από των εξωτέρω της πόλεως ες Βιζύην και πόρρω εις πλήθος αριθμού κρείττον ποσούμενον παρατέτατο, έθνος δυσχωρίαις χαίρον και βοσκήμασι προσανέχον, ου μην δε αλλά και μάχαις ειθισμένον ανδρών, υποπτευθέν εις αυτομολίαν ως τοις εξεληλακόσι και αυτό προσπεσούμενον, μετοικίζειν επ’ ανατολής έγνω κατά την της Βυζαντίδος αντιπεραίαν, πλην και ταπεινούν ζημίαις, μη πως άρα και υπερηφανοίεν πλήθει τε και δυνάμει θαρρούντες. Και ένθεν μεν εζημιούντο τα μέγιστα, ένθεν δε μετωκίζοντο ανοικτί, ουχ ήττον ζημίας αλλά και μάλλον την μετοίκησιν λογιζόμενοι. Ζώα γαρ εκείνα και κτήσις πάσα τα μεν εύωνα προύκειντο τοις πολλοίς, τα δε και τον τόπον αλλάξαντα καιρώ χειμώνος και τότε παντελώς διε φθείροντο. Κτήσις δε τούτων η μεν διηρπάζετο, η δε γε περιούσα κακώς παραπώλλυτο, ώστε μη οίους τ’ είναι εγχρονίζειν εκεί, αλλά του κακού παραδραμόντος αυτούς και αύθις την ιδίαν απολαμβάνειν, συχνών χρυσίων καταβολαίς εξωνησαμένους την κατοικίαν. Σότε δε δείσας και περί τω του βασιλέως σώματι ο κρατών, μη εξελθόντες οι Σκύθαι και τον τόπον καταδραμόντες συν πολλοίς άλλοις και τούτο λαβόντες *<+ ος και τον ιερομόναχον Αθανάσιον κατά τα του Γάνου όρη ενδιατρίβοντα […] Και το μεν ούτως ανακομισθέν του Βουλγαροκτόνου βασιλέως ετέρωθεν […] αλλά και βασιλεί προσαχθείς ύστερον ουδέν ήττον της παρ’ αυτού ευμενείας ετύγχανεν

  4. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος (1256-1317): «Σηνικαύτα δε πολλά τε και μέγιστα Γοτθικά έθνη κατά το πέραν του Ίστρου ανά τα υπερβόρεα μέρη πανταχού διασκέδαστο· ων τα μάλιστα παρ’ εκείνοις λόγου πολλού άξια τέσσαρα εισί. Ταύταις ωνομασμένα ταις κλήσεσι· Γότθοι, Ουεσίγοτθοι, Γήπεδες και Ουάνδηλοι· ονόμασι μόνοις και άλλω ουδενί παραλλάσσοντα. Άπαντες γαρ μια διαλέκτω και διαίτη κεχριμένοι […] Οι δη πάντες Ονωρίου και Αρκαδίου των Ρωμαϊκών σκήπτρων επειλημμένων, τον Δάνουβιν είτουν Ίστρον διαπεραιωσάμενοι, τοις καθ’ ημάς των Ρωμαίων διεσώθησαν όροις. Αμέλει τοι και Γήπεδες μεν, εξ ων δύο διηρέθησαν γένη, Λαγγόβαρδοί τε και Άραβες, τα περί Σιγγιδόνα τε και Σέρμιον χωρία κατώκησαν. Οι δε Ουεσίγοτθοι, Ρώμην και Ιταλίαν πορθήσαντες, εις Γαλλίας εκείθεν εχώρησαν, και των εκεί πάντων εκράτησαν […]. Γότθοι δ’ επί τούτοις πρότερον μεν Παννονίαν και τα πέριξ πάντα κατεσχηκότες, Θεοδοσίου του νέου επιτροπαίς εννεακαιδέκατον έτος τη αρχή έχοντος, τας περί Θράκην ώκησαν χώρας· […] Οι δε Ουάνδηλοι Αλανούς τε και Γερμανούς, οι νυν Φράγγοι καλούνται, προσεταιρισάμενοι, τον ποταμόν Ρήνον διαπεράσαντες, ηγείτο δε αυτών τηνικαύτα Γογγίδισκλος, εν Ισπανία τας οικήσεις εποίουν.» – «Θράκην δε άπειρόν τι πλήθος Ούνων οι πριν Μασσαγέται ούνομα είχον, τον Ίστρον διαβάντες, κατέτρεχον αδεώς, κατά πολλήν του κωλύοντος ερημίαν.» – «ως Γότθων των εκ της Μαιώτιδος περιοίκων, εκδρομαί πλείσται ανά την Θράκην εγένοντο, Ιουστινιανού διέποντος την αρχήν·» – «Γέρας δ’ εξαίσιον και Αχριδώ τη πατρίδι νέμων ο Ιουστινιανός, εις αρχιεπισκοπήν ταύτην ετίμα, και αυτοκέφαλον εκκλησίαν καθίστα, πρώτην Ιουστινιανήν ονομάσας· ώσπερ δευτέραν Ιουστινιανήν και αρχιεπισκοπήν και την της νήσου Κύπρου εκκλησίαν αύθις εποίει, τα ίσα γέρα τω Αχριδώ. […] Η δε Αχριδώ πόλις εστίν επί λόφου υψηλού επηρμένη, έγγιστα λίμνης μεγίστης Λυχνηδού καλουμένης. Δασσαρίτη δ’ αρχαίον ην αυτή όνομα· εξ ης και πλήθος ότι πλείστον ιχθύων αγρεύεται. […] έπειτα [ο ποταμός Δρίνος] και προς δύσιν νεύων, εισβάλλει κατά τον Ορίνον περί φρούριον, Ειλισσόν όνομα έχον, ο πάσης Βουλγαρίας το ανέκαθεν μητρόπολις ην· εν ω και τα Βουλγάρων έκπαλαι βασίλεια ίδρυτο. Αλλά ταύτα μεν ούτως.» – «αμαξόβιοι δε Σκύθες οι Άβαρες…» – «και δη στρατόν αθροίσας ηρωικόν εκ τε των περί τας Άλπεις εθνών και των αμφί τον Ρήνον κατωκημένων, έτι δε Μασσαγέτας Παίονάς τε και Μυσούς σύναμα Ιλλυριοίς και Ισαύροις, και εκ του Σκυθών γένους αριστίνδην επιλεξάμενος, ως εκατόν χιλιάδας και πεντήκοντα ίλας ιππέων αρίστων εκλέξασθαι…» – «Εν τούτοις των Εώων όντων, οι Άβαρες δις επί το καλούμενον Μακρόν τείχος την έλασιν ποιησάμενοι, Σιγγηδόνα τε και Αγχίαλον, Ελλάδα τε πάσαν, και πόλεις άλλας και φρούρια πολιορκούντες ηνδραποδίσαντο, τα μεν πυρί δαπανώντες…» – «κακείθεν στρατηγόν χειροτονήσας τον Πρίσκον [~; – 613] της Ευρώπης, ες βασίλειον ανέστρεφεν άστυ. Το δ’ Αβάρων και Σκλαβηνών έθνος τον Ίστρον διαπεραιωσάμενοι, υπό Χαγάνω τω Ούνω στρατηγούμενοι, καταδραμόντες την Θράκην, και σύμπαν το εν ποσί λείαν πεποιημένοι, άχρι δη και εις Ηράκλειαν ήκον.» – «Ου πολλώ δε ύστερον Πρίσκος και Κομεντίολος των Ευρωπαίων κλιμάτων οι στρατηγοί […] κτείνουσι μεν υπέρ τριάκοντα χιλιάδας Αβάρων και Γηπέδων και Σκλαβηνών. …»

  5. Χρονικό του ιερέα της Διοκλείας (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.): «Εξάλλου επί της βασιλείας του Βλαντίνου ένα αμέτρητο πλήθος λαού ήλθε από την περιοχή του μεγάλου ποταμού Βόλγα, από τον οποίο και πήραν το όνομά τους, δηλαδή, ονομάζονται Βούλγαροι, από τον Βόλγα τον ποταμό, μέχρι και σήμερα. Αυτοί μαζί με τις συζύγους και τους γιους και τις κόρες και με όλο τους το βιος και με πάρα πολλά υπάρχοντα έφθασαν στην επαρχία της Συλλοδουκίας. Επικεφαλής σε αυτούς ήταν κάποιος με το όνομα Κρις, τον οποίο αποκαλούσαν ‘χαγάνο’ στη γλώσσα τους, το οποίο στη γλώσσα μας ηχεί ως ‘αυτοκράτωρ’, υπό την εξουσία του οποίου υπήρχαν εννέα ηγεμόνες, οι οποίοι κυβερνούσαν τον λαό και ασκούσαν τη δικαστική εξουσία, επειδή ήταν πάρα πολύς [ο λαός]. Επιτιθέμενοι λοιπόν στην Συλλοδουκία, την κατέλαβαν.

    ————

    Από εκεί, φέροντας εις πέρας τον πόλεμο κατέλαβαν ολόκληρη τη Μακεδονία· μετά από αυτή ολόκληρη την επαρχία των Λατίνων, οι οποίοι εκείνη την εποχή αποκαλούνταν Ρωμαίοι, τότε όμως Μορόβλαχοι, δηλαδή μαύροι Λατίνοι αποκαλούνταν. Ο αυτοκράτορας των Ελλήνων, κάνοντας πλείστους όσους πολέμους εναντίον τους, καθήμενος στον θρόνο του, και μη μπορώντας να επικρατήσει αυτών σε κάποιο πόλεμο, έστειλε απεσταλμένους και έκανε ειρήνη μαζί τους· και έτσι τους διέλυσε. Παρομοίως και ο βασιλιάς Βλαντίνος, κρίνοντας ότι ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήθος λαού, έκανε ειρήνη μαζί τους. Και άρχισαν να εκτιμούν πολύ και οι δύο λαοί ο ένας τον άλλο, δηλαδή οι Γότθοι, οι οποίοι είναι και Σ[κ]λάβοι, και οι Βούλγαροι, και κυρίως διότι ήταν και οι δύο λαοί ειδωλολάτρες και μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Κατόπιν οι Βούλγαροι, ξέγνοιαστοι πλέον από κάθε πλευρά, έχτισαν για τους εαυτούς τους αγροτικές οικίες και χωριά και κατοικούν τη χώρα την οποία κατέκτησαν έκτοτε και μέχρι και σήμερα.» – «Σον καιρό εκείνο ο δούκας Καλοϊωάννης Κουμάνος [αυτοκράτωρ Ιωάννης Β΄ Κομνηνός: 1118-1143], συγκεντρώνοντας ένα ισχυρό στρατό, ήρθε μαζί με τον Γκοϊσλάβο και τους εγγονούς αυτού εναντίον του βασιλιά Γεωργίου.»

  6. Νικηφόρος Γρηγοράς (1290/95-1360): «Όθεν δε το της Βουλγαρίας επώνυμον ο τόπος κεκλήρωται, δηλώσων έρχομαι. Χώρος τις έστιν ες τα επέκεινά τε και βορειότερα του Ίστρου κείμενος, και ποταμός ρέων δι’ αυτού ου μικρός· Βούλγαν αυτόν ονομάζουσιν οι εγχώριοι· αφ’ ου δη και αυτοί το των Βουλγάρων μετειλήφεσαν όνομα, Σκύθαι το εξ αρχής όντες. Οψέ δ’ εκείθεν ούτοι μετανάσται γενόμενοι τέκνοις άμα και γυναιξίν, οπότε το της εικονομαχίας νόσημα κατά των ευσεβεστάτων επεχωρίαζε, διαπεραιούνται τον Ίστρον, πλήθος αριθμόν υπερβαίνον· και διαβάντες άμφω τας μετά τον Ίστρον Μυσίας, και πάντα λείαν Μυσών, το θρυλλούμενον, ποιούντες τα εν ποσί, καθάπερ ακρίς ή τις κεραυνός αιθέριος, οικειούνται Μακεδονίαν μετά της επέκεινα Ιλλυρίδος, αρεσθέντες τοις εκείσε καλοίς. Και βασίλειον ενδιαίτημα τούτοις είναι ες το λοιπόν νενόμισται αύτη πόλις, ην αρχιεπισκοπήν ο βασιλεύς τετίμηκεν Ιουστινιανός, και πρώτην ωνόμασεν, ως ειρήκειμεν, Ιουστινιανήν. Είτα της προσηγορίας του έθνους εκείσε διαδοθείσης, Βουλγαρία ο χώρος μετωνομάσθη, και μητρόπολις Βουλγαρίας η πρώτη Ιουστινιανή. Χρόνοις μέντοι ύστερον ο βασιλεύς Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος μετά πολλάς τας μάχας τέλος εξέτριψε και εδουλώσατο τούτους· και της μεν χώρας τους εναπολειφθέντας εξορίστους πεποίηκεν εν τη πάρα τον Ίστρον κάτω Μυσία· το δ’ όνομα, καθάπερ άλλο τι μνημείον εκείνων, εναπολέλειπται τη αρχιεπισκοπή. […] Αι γαρ Μακεδονικαί τε και Θρακικαί πόλεις ες τέλος εξέκαμον, συχνάς εν ολίγω χρόνω και δεινάς υπομείνασαι τας αιχμαλωσίας, νυν μεν των Λατίνων, νυν δε των Βουλγάρων, και των Σκυθών. Τι γαρ ουκ αν έδρασαν έθνος αιμοβόρον οι Σκύθαι Χριστιανοίς επιβρίσαντες απηνώς; Οι δε Λατίνοι ουδέν ημερώτερον των Σκυθών διετέθησαν, ότι μη και πολλώ τω μέτρω την Σκυθικήν απήνειαν υπερέβησαν. Και ουχ άπαξ τοις ταλαιπώροις εξ εκατέρων των εθνών τα της δεινής ταύτης αιχμαλωσίας ξυνεπεπτώκει παθείν, αλλά και δις και τρις και πολλάκις. […] Εν τούτοις γε μην τοις καιροίς ήρχε των Βουλγάρων ο του πρώτου Ασάν υιός όνομα Ιωάννης. Ούτος ορών τον ειρημένον Θεόδωρον τον Άγγελον […] και ων τους ομοφύλους κακοπραγούντας υπό των Ιταλικών και Βουλγαρικών εφόδων και δακρύων άξια πάσχοντας, ουκ ηλέησεν, αλλά δυστυχήμασι δυστηχήματα προσετίθει και φόνοις φόνους.» – «επί τη θυγατρί του Ασάν Ελένη τον του βασιλέως υιόν Θεόδωρον γαμβρόν εξαιτούμενοι. […] τοις παριστρίοις ομορούντα Σκύθαις […] και ο Ασάν, συζευγνύουσιν Ελένη τη του Ασάν θυγατρί δεκαετεί ούση [έτος 6730] τον του βασιλέως υιόν Θεόδωρον τον νέον Λάσκαριν […] Ο δε βασιλεύς, θέρους επιγενομένου, τας Θρακικάς τε και Μακεδονικάς περίεισι πόλεις, αρξάμενος απ’ αυτών, ως ειπείν, των Βυζαντίων πουλών, και επελάσας άχρι Στρυμόνος, και οικειούται πάσας, έτι ισταμένου του φθινοπώρου. Και ούτω πάντα σκοπόν διαθέμενος, αυτός τε εις Νίκαιαν ανεχώρησε, και τον στρατόν αφήκεν ες τα οίκοι διαχειμάσοντα.» – «Ενταύθα δε γενομένω της ιστορίας, ουκ αρεστόν μοι έδοξεν είναι σιγή παρελθείν τα περί Σκυθών, εν τούτοις τοις χρόνοις επιδραμόντων Ασίαν τε και Ευρώπην. […] Έθνος εστί πολυανθρωπότατον, βορειοτέραν πολλώ την οίκησιν έχον ή κατά πάσαν την καθ’ ημάς οικουμένην, ουδαμώς μεν ες ακρίβειαν υπό τον αρκτικόν πόλον […] Τούτους γαλακτοφάγους μεν και αβίους και δικαιοτάτους ανθρώπων Όμηρος έφησεν· […] Αλλά τροφή μεν αυτοίς η της γης αυτοφυής πόα, και τα των υποζυγίων και των άλλων βοσκημάτων αίματά τε και σώματα. […] Την γε μην προσηγορίαν αυτών διαφόρως ημίν οι πάλαι σοφοί διεπόρθμευσαν. Όμηρος μεν γαρ Κιμμερίους αυτούς καλεί, Ηρόδοτος δε ο τα Περσικά συγγραψάμενος Σκύθας πολυειδείς, ο δε Χαιρωνεύς Πλούταρχος Κίμβρους και Τεύτονας, ουκ οίκοθεν μεν, ονομάζει δ’ ουν, ώσπερ αμφιβάλλων και απιστών αυτός εαυτώ. […] ούτω και τούτων οι την έγγιστα της πρώτης οικήσαντες ΢κυθικής […] αυτοί γε ονομαζόμενοι Σκύθαι, και η τούτους τρέφουσα γη Σκυθική […] Μετά δε μακράν μακρών αύθις ενιαυτών περίοδον έτεροι, καθάπερ εκ μεγάλης πηγής της πρώτης απορραγέντες ΢κυθικής, ες δύο σχίζονται μοίρας· και η μεν, τους προς τη Ασία Σαυρομάτας καταστρέψασα, έδραμε μέχρι και ες θάλασσαν την Κασπίαν, οι και την πάτριον ήδη εκλαθόμενοι κλήσιν Σαυρομάται και Μασσαγέται εκαλούντο και Μελάγχλαινοι και Αμαζόνες· […] Οι δ’ ες την Ευρώπην αποκλίναντες, την παρωκεάνειον πάσαν καταδραμόντες ήπειρον, ες τε Σαρμάτας και Γερμανούς τα ονόματα ήμειψαν και αυτοί. Φρόνω δε ύστερον και εις την Κελτικήν εμβαλόντες και ταύτην οικειωσάμενοι, Κελτοί τε ήδη και Γαλάται εκλήθησαν. Εώ λέγειν τους οψέ του χρόνου τας Άλπεις υπερβαλόντας και κατά της Ιταλίας αύθις μυριάσιν εκστρατεύσαντες πολλαίς, Τεύτονάς τε και Κίμβρους, αυταίς γυναιξί τε και τέκνοις, οι και μόλις μεν, κατεκόπησν δ’ ουν υπό των Ρωμαϊκών δυνάμεων, υπάτων τηνικαύτα και στρατηγών τυγχανόντων του τε Μαρΐου Γαΐου και του Κάτλου Λουτατίου.» – «ων τα μεν ες μεσόγειον τεμάχιά τε και λείψανα ήσαν των πάλαι Σκυθών, όσα ες νομάδας και αροτήρας εμερίζοντο· τα δε ομορούντα τη Μαιώτιδι και την του Πόντου πληρούντα παράλιον, Ζικχοί τ’ Αβασγοί τε ήσαν, Γοτθοί τε και Αμαξόβιοι, Ταυροσκύθαι τε και Βορυσθενείται, και προς τούτοις όσοι την παρά τας εκβολάς του Ίστρου Μυσίαν ενέμοντο. Ούννοι δε ούτοι και Κόμανοι εκαλούντο· ήσαν δε οι και Σκύθας αυτούς κατωνόμαζον. […] τον Ίστρον διέβησαν άμα γυναιξί τε και τέκνοις. Και ου μικρόν τινα χρόνον ανά την Θράκην πλανώμενοι περιήεσαν, αποικίαν ζητούντες αρμόττουσαν εαυτοίς, χιλιάδες ου μείους των δέκα.» – «Ο γαρ βασιλεύς πλείστον εξήρτυσε ναυτικόν, εμπλήσας τριήρεις υπερ τας εξήκοντα εκ τε άλλων και γένους του Γασμουλικού. Ήσαν δε ούτοι συντεθραμμένοι τοις τε Ρωμαϊκοίς και Λατινικοίς έθεσιν, ως έχειν εκ μεν Ρωμαίων το εσκεμμένως ες τας μάχας ιέναι, εκ δε Λατίνων το εύτολμον. ΢υνήν δε τούτοις και στρατός εν τοις όπλοις θαλάττιος, Λάκωνες άρτι προσελθόντες εκ Πελοποννήσου τω βασιλεί, ους η κοινή παραφθείρασα γλώσσα Τζάκωνας μετωνόμασεν.» – [Παρά τον Στρυμόνα] «και γλώσση προς τούτοις ουχ ημετέρα χρώμενοι; Μυσών γαρ άποικοι των εκείσε προσοικούντων εισίν αρχήθεν οι πλείους και τοις ημίν ομοφύλοις αναμίξ την δίαιταν έχοντες.» – «πολίχνιον, ως ειπείν, υπερνέφελον, Στρούμμιτζαν ούτω πως εγχωρίως καλούμενον, υψηλώ τω όρει απειλημμένον…» – [Έτος 1337] «Αρχομένου γε μην ήρος ήδη πλήθος Σκυθών διαβάντες τον Ίστρον κατέδραμον την Ρωμαϊκήν Θράκην άχρι θαλάττης Ελλησποντίας. Ένθα δη και, συμβάν ουτωσί πως, Τούρκων τισίν εντυχόντες…»

  7. Χρονογράφος Εφραίμιος (13ος – 14ος αι.): [Επί Αναστασίου: βασ. 491-518] «Ούτος Μυσών τε και Σκυθών παριστρίων / επιδρομάς λείας τε μάχας εκκλίνων / έκτισε τείχος ευ μακρόν κεκλημένον.» – [Ιουστίνος Α΄: 450-527, βασ. 518-527] «Ούτω λιπόντος Αναστασίου βίον / Ιουστίνος Θραξ, εξ ασήμου του γένους» – [Επί Σιβερίου: 520-582, βασ. 578-582] «Εφ’ ου πεπομφώς Αβάρων αρχηγέτης / ήτησεν άνδρας τεχνίτας χειρώνακτας / αυτώ σταλήναι προς βαλανείου κτίσιν· / ο δ’ αυ λαβών, γέφυραν εν ροαίς Ίστρου / τεύξας, εκάκου Ρωμαΐδος τους όρους.» – [Επί Μαυρικίου: 539-602, βασ. 582-602] «επήλθεν άρχων Αβάρων Θράκη τότε / συν αμυθήτου στρατιάς ομαιχμία» – [Ιουστινιανός ο Ρινότμητος: 668-711, βασ. 685-695, 705-711] «ούτος Σθλαβικών βαρβάρων αποκρίνας» –  [Επί Αψιμάρου] «Ην δ’ Ιουστινιανός εν τη Χερσώνι, / όθεν διαδράς, ιέραξ ως εκ βρόχων, / προς Βουλγάρων άρχοντα διέπτη τάχος» – [Επί Φιλιππικού Βαρδάνη: βασ. 711-713] «Εφ’ ου Μυσών στράτευμα Θράκης χωρία / ήλασε λείαν καταδραμόν μυρίαν» – [Νικηφόρος Α΄: βασ. 802-811] «Ούτος κατ’ εχθρών εκστρατεύσας Βουλγάρων»

    ————–

    – [Σταυράκιος: βασ. 811] «Τούτου πεσόντος Βουλγάρων αρχηγέτης / τεμών κεφαλήν και λαβών τήσδ΄ οστέον, / και τούτο καλώς σκευάσας χρυσαργύρω, / εχρήτο λοιπόν ως κύλικι, φευ μύσους» – [Μιχαήλ Ραγκαβαίος: 770-844, βασ. 811-813] «Και Μιχαήλ δε στρατιάν συναλίσας / κατά Μυσών έξεισι δηούντων Θράκην, / και συγκροτήσας την μάχην φρικαλέαν / ήτταν απηνέγκατο, Βούλγαροι νίκην» – [Λέων ο Αρμένιος: 775-820, βασ. 813-820] «και γαρ στρατεύσας κατά Μυσών βαρβάρων / κατατρεχόντων γης όρους Ρωμαΐδος / περιφανές τρόπαιον ιστά και νίκην, / λείαν Μυσών θεις τα κατά σφας, ως λόγος.» – [Θεοδώρα: σύζυγος Θεοφίλου: 829-842] «Ταύτης κρατούσης Βουλγάρων αρχηγέτης, / […] / και καταδραμείν τους όρους Ρωμαΐδος» – «Αλλά καλόν πώς πόθεν λόγω φράσαι / εις πίστιν ήκεν ευσεβή Μυσών έθνος. / Γυνή τις όντως ευγενής εκ Βουλγάρων, / όμαιμος ούσα του Μυσών αρχηγέτου, / ήχθη δορυάλωτος εις Κωνσταντίνου· / […] / επεί δε επεισέφρησε λοιμός Βουλγάροι / […] / ου χάριν έθνος εκμανέν το Βουλγάρων-[Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος: 958-1025, βασ. 976-1025] «Και δείγμ’ εναργές η Σκυθών ερημία / λεία τε Μυσών κατά την παροιμίαν, / Περσών τ’ Αβασγών εκτριβή των τ’ Αβάρων, / ώνπερ καθείλε το θράσος κατά κράτος. / Κάθειλε δ’ ουχ ήκιστα και τυραννίδα / την του Σαμουήλ Βουλγάρων αρχηγέτου, / […] / Μυσών εχειρώσατο χιλιοστύας / πεντάδας εις τρεις τας όλας ποσουμένας / […] / πάντας αφήκεν ιέναι προς Μυσίαν. / Ους δυστυχώς έχοντας ιδών σφων κράτωρ / τέθνηκε, τρωθείς της αθυμίας βέλει. / Κακ τούδε Βασίλειος, αύγουστος μέγας, / πάσιν επωνόμαστο Βουλγαροκτόνος. / Ελών δε Μυσών τας καθ’ εσπέραν πόλεις, / Αχρίδα και Σκόπια, Πρεσθλάβας δύο, / τας εν Σαρδική και Βιδίνης χωρία / συν Περνίκω, φρούρια θ’ επτά πεντάδας, / πάντα καθυπέταξε Ρωμαίων κράτει.» – [Επί Κων/νου Μονομάχου: 1000-1055, βασ. 1042-1055] «και Πατζινάκαι των παριστρίων έθνος / λεηλατούντες κατέδραμον την Θράκην / […] / Τούτου κρατούντος Ουνικόν Τούρκων έθνος, / ορμώμενον πριν εξ ορών Καυκασίων / επήλθε πρώτον Ρωμαΐδος τοις όροις» – «ο Κατακαλών τουπίκλην κεκασμένος» – [Ισαάκιος Κομνηνός: 1093-1152] «και κατά Σκυθών εκστρατεύσας και Ούγγρων / ήττησε, τους μεν καταβαλών εν μάχαις, / σπονδάς δ’ Ούγγροις έθηκεν εξετουμένοις.» – [Επί Κων/νου Δούκα] «Ούζων γαρ έθνος εκ Σκυθών παριστρίων / Ίστρον διαβάν, μυριάριθμον στίφος, / η φασίν, εξήκοντα χιλιοστύες / Θράκης επήει Μακεδονίας όρους / δηούν λεηλατούν τε και καταστρέφον, / ο και προήλθε μέχρις αυτής Ελλάδος. / Πέρας άπαν έφθαρτο μικρού Βουλγάροις, / θεού συναρήγοντος αυτοίς υψώθεν.» – [Επί Αλέξιου Κομνηνού: 1056-1118, βασ. 1081-1118] «Και Πατζινάκαι Σκυθικόν πάλιν έθνος / Θράκης επήει Μακεδονίας όρους, / αυτών νομάς τε και τόπους λελοιπότες. / […] / Ο δ’ αυτοκράτωρ εκ Σκυθών αποκρίνας / νέους σφριγώντας ευσθενείς και μαχίμους / εν Μογλένων ώκισε τούτους χωρίοις, / οικείον οι σύνταγμα τούτους καλέσας· / οι και μέχρι νυν από Μογλένου τόπου / πάσι καλούνται Μογλενοπατζινάκαι.» – [Επί Ισαάκιου Αγγέλου: 1156-1204, βασ. 1185-1195, 1203-1204] «Ων χάριν Μυσών εκταραχθέν πως έθνος / κατ’ Αίμον οικούν, οι κικλήσκονται Βλάχοι, / απεστάτησεν Αυσόνων κραταρχίας, / αφαίρεσιν σφων θρεμμάτων ευρηκότες, / […] / δυάδ’ αδελφών, Ασάνην τε και Πέτρον, / και τούσδε Μυσούς και γένος και τον τρόπον·» – «ότι θεός Μυσών τε Βουλγάρων γένους / ελευθερίαν ευδοκεί, ζυγού λύσιν» – «και ταις απάταις υπα-χθείς ταις των Βλάχων / […] / Ασάν δε Πέτρος συν Σκύθαις εις πατρίδα / αύθις επανέδραμον ανυποστόλως. / Επήεσαν ουν Ρωμαϊκοίς χωρίοις, / λείαν Μυσών άπαντα δρώντες, ως λόγος.» – «Λεηλατούντων συν Κομάνοις των Βλάχων / τα κατά δύσιν Ρωμαϊκά χωρία, / όπλα κατ’ αυτών βασιλεύς αίρει πάλιν. / Αγχίαλο νουν παραμείψας την πόλιν / είσεισιν Αίμον την Βλάχων παροικίαν, / πάντα δε τακεί φρουρίων πολιχνίων / ευρών ερυμνήν ισχύν ενδεδυμένα / και τείχεσι πύργοις τε διειλημμένα, / Μυσούς δε βλέψας αγρίων αιγών δίκην / τους αποκρήμνους καταλαβόντας τόπους / ως Ρωμαϊκήν συμπλοκήν δεδιότας, / προς δ’ αυ Σκυθικόν υφορώμενος στίφος, / υποστροφής ήψατο της προς την πόλιν.» – «Βλάχων υπήρξεν ανυπόστατον φύλον, / πλησθέν λαφύρων Ρωμαϊκών και σκύλων / και πλούτον αβρόν ενδυθέν προς της μάχης.» – [Επί Θεοδώρου Λάσκαρη: 1175-1222, βασ. 1205-1222 πρώτος αυτοκράτορας Νικαίας] «Σέρρας παρεστήσατο συν τη Βερροία, / κρατεί Λαρίσσης Ελλάδος τε της όλης, / αιρεί τε την Πέλοπος, άλλας αυ πάλιν / συγκειμένας άγχιστα χώρας και πόλεις·» – «Πλην Αδριανού Διδυμότειχον πόλεις / κάλλιστα κρατύναντες Αυσόνων στίφος / κατείχον αυτάς, συμμαχούντων και Βλάχων.» – «πολλών κακών αίτιον έθνος Βουλγάρων / υπήρξε Ρωμαίοις τε και κραταρχία» – [Επί Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη: 1193-1254, βασ. Νίκαια 1222-1254] «Σην Αδριανού παραλαμβάνει πόλιν, μεθ’ ην Διδυυμότειχον ασφαλή πόλιν, / έπειτα Θράκην Μακεδονίαν όλην, / Βολερόν είλε και Ξάνθειαν και Σέρρας, / άστυ Πριλάπου, Πελαγονίας πλάτη / συν τοις πέριξ άπασι χωρίοις τόποις. / Αιρεί τε Πρέσπαν Δεάβολιν Αχρίδα, / Αλβανόν άπαν, Ιλλυριών το κλίμα, / και της Βλαχίας τους όρους κατατρέχει. / Έπειτ’ επανέζευξε προς την πατρίδα, / και φρουρίων μεν τινά Ρωμαίοις νέμει, / άλλα δ’ αφήκεν υφ’ εαυτόν τυγχάνειν.» – «προς τα Βλαχίας εξαπεστάλη μέρη. / και καταλαβόν Δημητριάδος τόπον, / στράτευμ’ ικανόν εν βραχεί συναλίσας, / άρχει Φαρσάλων Πλαταμώνος Λαρίσσης·» – «πηρός δε Θεόδωρος εκφύς Αγγέλων / κατήρχεν αύθις Βοδηνών Σταριδόλων / συν Οστροβού κλίματι και των εν κύκλω· / των εκ Πλαταμώνος δε και κατωτέρω / μερών κλινόντων ως προς εσπέρας τόπους, / συν Αχαΐα Βλαχίας και των πέριξ, / παλαιάς Ηπείρου τε συν Αιτωλία / άμ’ Ιλλυρικώ και Δυρραχίω πόλει, / έτι Πριλάπου, Πελαγονίας όλης, / κλεινής Αχρίδος, σελασφόρου και Πρέσπης, / ο Μιχαήλ ην δεσπότης ο δεσπότης, / ος εκ νοθείας Μιχαήλ πριν εξέφυ / Κομνηναγγέλου, συγγόνου Θεοδώρου, / ως ανόπιν είρηκε φθάσας μοι λογοις

  8. Κωνσταντίνος Ερμονιακός (άκμασε 1323-1355): Ο Αχιλλεύς απευθυνόμενος προς τον Αγαμέμνονα (Ραψωδία Θ): «Έπρεπεν ημίν, Ατρείδη, / ιεράς θυσίας πράξαι / προς τον μακροβούλον Δίαν, / ομοιώς κεις τον Απόλλων / ένεκεν των αμαρτίων / των διηνεκώς πραττόντων / άπαντες ημείς Αχαίοι / τον θυμόν θεού λυτρώσαι / εκ ψυχών και των σωμάτων / όνπερ πάσχομεν ενθάδε, / και πλείον φοβούμαι πάθειν. / Ω του θαύματος Ατρείδη, / ενδυμένε κύνου γνώμη, / αισχροκέρδη και πανούργε, / πως πανούργος η στρατεία / των μεγάθυμων Ελλήνων / το τυχόν μέλλουν ακούσαι / ή εις έγκρυμμαν ελθώσιν / ή εις πόλεμον σταθήναι, / μετ’ ανδρείας ην παρέχουν / ένεκεν τιμής και δόξης / της τε σης γαρ βασιλείας· / ου λοιδόριαν και ψόγον / εκ τινος γαρ θέλουν έχη / ένεκεν της ηρεμίας / ήνπερ μέλλουν ηρεμήσαι / της καλής αυτών στρατείας / ουγαρδέποτε οι Τρώες / τη μεγαλοβώλω γη μου / Φερσαλίαν και Βλαχίαν / την πολύκαρπον γαρ αύτην, / την πολλά ωραιωμένην, / την τρεφούσαν πλείστους άνδρας, / εκατέλυσαν καρπόν της. / Τόσον γαρ μήκος απέχει / η Τροιά της Θετταλίας / όσον πρέπει να νοήσης / ότι δεν τους πρέπει μάχη / ίνα μάχονται οι Τρώες / με την χώραν της Βλαχίας, / και πολλών μιλλιών τόπος / αναμέσον γαρ χωρίζει / το διάστημα ετούτο· / αλλά διά σέν. Ατρέα / ασυνείδητε, κερδόφορον, / ηκολούθησαν Αχαίοι, / ίνα σοι τιμήν προσφέρουν / και καλήν δόξαν κομίσουν»

  9. Χειρόγραφο έτους 1360 (Εθνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, χφ. 39, ff. 279v-281r): «[…] Σήρμιον, η Ουγκρία και Στρίαμος· οι δε Ούγκροι το παλαιόν ελέγοντο Γήπαιδες. Δορύστολον, η Δρύστα. […] Δακεία, η Βλαχία της Ουγκρίας· οι δε Βλάχοι λέγονται Σκύθαι νομάδες.

    ————–

    Οι Τατάροι λέγονται Κομάνοι και Ταυροσκύθαι […]»

  10. Πάπας Πίος Β (1405-1461): «Nec defuit initio successus. Repulsis enim usque in Superiorem Mysiam Turcis (ea nunc region Wlacchia a Flacco praetor quondam Romano, eam egregie administrante, corruption primi elementi vocatur), Sophiam quoque urbem eius gentis primariam invadit, quam suae diffisus potentiae Turcus incensam descruerat.» «At tertio qui insecutus est anno quam maximo potest nixu insugurit, motisque sub initium maii mensis per Macedonian castris, in cuibus super trecenta hominum millia fuisse perhibentur, Hungarian versus iter facit, in Italiam inde, si prima prospere cessissent, transiturus. Paraverat interea in Hristo classem triremium undecim, lemborum vero agiliumque remigiorum· numero ingentem viris, armis missilibusque egregie instructtam, eamque per copiarum ducem remulco contra fluminis impetum in superior deductam per ostium Bosnae fluvii, qui ab Olimpo monte decurrens Wlachos receni vocabulo, antea Getas, Romanos hactenus colonos, Macedonasque illis conterminam gentem ab oriente, Hunnos vero ab occidente discriminate, oppido Chille adegerat.» – [Οι πληροφορίες που δίνονται είναι σημαντικές, ότι ο Όλυμπος είναι «βουνό των Βλάχων», ότι οι Βλάχοι που κατοικούν από Όλυμπο μέχρι Βοσνία είναι απόγονοι Γετώνήτοι των γεωργών των Ρωμαίων!]

  11. Επιδημία Μάζαρι (1416): «Εν Πελοποννήσω, ως και αυτός οίδας, ξείνε, οικεί αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολλα, ων τον χωρισμόν ευρείν νυν ούτε ράδιον, ούτε κατεπείγον· α δε ταις ακοαίς περιηχείται, ως πάσι δήλα και κορυφαία, τυγχάνει ταύτα· Λακεδαίμονες, Ιταλοί, Πελοποννήσιοι, Σθλαβίνοι, Ιλλυριοί, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι (ουκ ολίγοι δε μέσον τούτων και υποβολιμαίοι), ομού τα τοιαύτα απαριθμούμενα επτά.»

  12. Κριτόβουλος ο Ίμβριος (1410-1470): «Έλληνες από Δαναού καταγόμενοι και Λυγκέως, οίτινες Αιγύπτιοι όντες το εξ αρχής εκ πόλεως Φέμμιος της εν τω Έλει κειμένης ες την Ελλάδα μετωκίσθησαν.» – «τον Γέτην Ιωάννην μετά Παιόνων τε και Δακών κινήσασα καθ’ ημών» – «αφικνείται ες το των Παιόνων άστυ το παρά τας όχθας του Ίστρου κείμενον, Πελωγράδω ούτω καλούμενον» – «Ιωάννης δε, ο Παιόνων τε και Δακών ηγεμών» – «των εν Πελοποννήσω Ιλλυριών και επαναστάντων αυτοίς» – «στάσις επάγηται τους Ιταλούς ες Πελοπόννησον» – «Κερκινίτιν ή Βόλβην λίμνην…» – «ες Φεράς της Μακεδονίας» – «φρούριον Γαρδίκιον καλούμενον, ανάλωτον πάντη και οχυρώτατον· άκρα γαρ ην ηλίβατος παρά την έσοδον του μεγάλου όρους της Υπάρτης, ο δη Ζυγός λέγεται…» – «Δράκουλιν, τον ηγεμόνα Δακών» – «υπό των Παιόνων τε και Δακών ηγεμόνος Ιωάννου του Γέτου» – «Έλληνες γαρ ήσαν και Μακεδόνιοι και Θετταλοί και Πελοποννήσιοι…»

  13. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (~1423-~1490): «ως Ελληνική φωνή ταύτα διέξιμεν, επεί ήγε των Ελλήνων φωνή πολλαχή ανά την οικουμένην διέσπαρται και συχναίς εγκαταμέμικται» – «Έλληνες μεν ουν όσα αποδεικνύμενοι έργα μεγάλα τε και περιφανή επί μέγα αφίκοντο κλέος κατά τε άλλα και Ευρώπην και δη Λιβύην, επί Γάγγην τε και Ωκεανόν και επί Καύκασον έτι ελαύνοντες, επί ταύτα δε προεληλυθότων άλλων τε πολλών και δη Ηρακλέους και έτι πρότερον Διονύσου του Σεμέλης υιέως, και προς γε έτι Λακεδαιμονίων και Αθηναίων, μετά δε ταύτα Μακεδόνων του βασιλέως και την τούτου ύστερον ηγεμονίαν εχόντων, πολλοί πολλαχή έκαστα, ως εγένοντο, άλλοι επιμνησάμενοι και συνεγράψαντο.» – «Βυζάντιον Ελληνίδα πόλιν μητρόπολιν σφων αποδεικνύντας, προς Πέρσας, υφ’ ων ανήκεστα επεπόνθεισαν, τον αγώνα ποιείσθαι, Έλληνάς τε το από τούδε Ρωμαίοις αυτού επιμιγνύντας, γλώτταν μεν και ήθη διά τω πολλώ πλέονας Ρωμαίων Έλληνας αυτού επικρατείν διά τέλους φυλάξαι, τούνομα μέντοι μηκέτι κατά το πάτριον καλουμένους αλλάξασθαι, και τους γε βασιλείς Βυζαντίου επί τω σφας αυτούς Ρωμαίων βασιλείς τε και αυτοκράτορας σεμνύνεσθαι αποκαλείν, Ελλήνω δε βασιλείς ουκέτι ουδαμού αξιούν.» – «Είεν δ’ αν ούτοι [οι Τριβαλλοί], όσα γε έξεστι τεκμαίρεσθαι όθεν προαγαγείν επί την της Ευρώπης ηγεμονίαν αφίκοντο, Ιλλυριών γένος, από της προς εσπέραν της ες το Ιόνιον χώρας προελθόντες επί την των Σκοπίων πόλιν, τη τε φωνή παραπλησία χρώμενοι εκείνοις, και γένος δε εκείνο των Ιλλυριών μέγα τε και επί πλείστον διήκον του Ιονίου πελάγους, έστε επί Ενετούς, ως αν έχειν ου χαλεπώς τεκμαίρεσθαι απ’ εκείνων δε τότε ανά την Ευρώπην σκεδασθέντας αχθήναι. Φωνή τε γαρ αμφότεροι τη αυτή χρώνται έτι και νυν, και ήθεσι τοις αυτοίς και διαίτη, ώστε ουκ ορθώς αν λέγοιεν οι γνώμην αποδεικνύμενοι περί Ιλλυριών ως είησαν οι νυν Αλβανοί. Αρχήν δε εγώ ουδέ προσίεμαι τον λόγον, ως είησαν Ιλλυριών γένος οι Αλβανοί. Ως μεν ουν απ’ Επιδάμνου και ούτοι ώρμηντο ες την προς έω χώραν της Ευρώπης, επί Θετταλίαν τε αφικόμενοι και επί Αιτωλίαν και Ακαρνανίαν, ουκ ολίγα άττα της Μακεδονίας χωρία υφ’ αυτοίς πεποιημένοι ώκουν, οίδα τε αυτούς επιστάμενος, από πολλών τεκμαιρόμενος, και πολλών δη ακήκοα. Είτε μεν ουν από Ιαπυγίας [Ιαπυγία ή Καλαβρία, μετέπειτα Απουλία], ως ένιοι φασίν, ες Επίδαμνον διαβάντες επί την χώραν ην υπηγάγοντο σφίσιν άλλος άλλη αφίκοντο, είτε αυτού περί Επίδαμνον την αρχήν των Ιλλυριών όμοροι προϊόντες κατά βραχύ κατέσχον την προς έω Επιδάμνου χώραν, ουκ έχω όπη συμνάλλωμαι ασφαλώς. Η μεν άμφω τω γένεε τούτω, Τριβαλλοί τε και Αλβανοί, από της ες τον Ιόνιον χώρας ωρμημένω, το μεν προς έω Ευρώπης ιόντες την ταύτη χώραν και ουκ ολίγα σφίσιν εις την αρχήν υπηγάγοντο, το δε προς εσπεραν ωρμημένοι σχεδόν έστε Εύξεινον πόντον αφίκοντο και επί Ίστρον, άχρι Θετταλίας, ώδε μοι ειρήσεται.» – «Βουλγάρους μεν τούτους, ους γε Μυσούς ονομάζομεν, Σέρβους δε εκείνους και Τριβαλλούς διακεκρίσθαι…» – «Λέγεται μέντοι και τόδε, ως Σουλαϊμάνης επεί ήσθετο της Τριβαλλών και Μυσών δυνάμεως επ’ αυτόν αθροιζομένης, και έπραττεν ώστε δοθήναι οι εξάκις μυρίας δραχμάς, ώστε αποδούναι αυτοίς όσα των πολισμάτων προσηγάγετό οι, και αυτόν οίχεσθαι απαλλαττόμενον ες την Ασίαν αποχωρήσειν, τηνικαύτα πολιορκούντα τα εν τη Θράκη πολίσματα Ελλήνων. Ως ουν πυθόμενοι οι Έλληνες απεδέχοντό τε και έτοιμοι ήσαν επί τούτοις σπένδεσθαι, ξυνενεχθήναι σεισμόν τε μέγαν […]. Και ελόντας παρά των Ελλήνων τα πολίσματα έχεσθαι του λοιπού της Ευρώπης, μηδέν τι τοιούτον έτι προσιεμένους. Μετά δε ταύτα ήλαυνεν επί Μυσούς και επί Τριβαλλούς. Το δε γένος τούτο παλαιότατόν τε και μέγιστον των κατά την οικουμένην εθνών, είτε από Ιλλυριών μοίρας απεσχισμένον ταύτην ώκησε την χώραν, είτε, ως ένιοι, από της πέραν του Ίστρου επ’ εσχάτων της Ευρώπης, από τε Κροατίας και Προυσίων των ες τον αρκτώον ωκεανόν και Σαρματίας της νυν ούτω Ρωσίας καλουμένης, έστε επί χώραν την διά το ψύχος αοίκητον, κακείθεν ωρμημένοι και τον τε Ίστρον διαβάντες επί την ες τον Ιόνιον χώραν αφίκοντο και ταύτη επί πολύ επί Ενετούς διήκουσαν καταστρεψάμενοι ώκησαν, είτε δη τουναντίον μάλλον ειπείν άμεινον, ως εντεύθεν από της ες τον Ιόνιον χώρας ωρμημένοι και Ίστρον διαβάντες επέκεινα εγένοντο της οικουμένης, ουκ αν δη λεγόμενον ασφαλώς λέγοιτο υφ’ ημών. Τοσόνδε μέντοι επίσταμαι, ως τοις ονόμασι ταύτα δη τα γένη διεστηκότα αλλήλων ήθεσι μεν ουκέτι, γλώττη δε και φωνή τη αυτή χρώμενοι κατάδηλοί εισιν έτι και νυν. Ως μέντοι διέσπαρται ανά την Ευρώπην, πολλαχή ώκησαν, άλλη τε δη και εν τινι της Πελοποννήσου χώρας τε της Λακωνικής ες το Ταΰγετον όρος και ες το Ταίναρον ωκημένον. Ω δη και από Δακίας επί Πίνδον το ες Θετταλίαν καθήκον ενοικήσαν έθνος. Βράχοι δε αμφότεροι ονομάζονται [utrisque nomen fuit Bacchi]· και ουκ αν δη έχω διεξιέναι οποτέρους αν τούτων λέγοιμι επί τους ετέρους αφικέσθαι. Ούτω δη κανταύθα τους τε Τριβαλλούς και Μυσούς και Ιλλυριούς και Κροατίους και Πολανίους και Σαρμάτας την αυτήν επίσταμαι ιέντας φωνήν· ει δέοι ταύτη τεκμαιρόμενον λέγειν, είη αν τούτο το γένος ταυτό τε και έν και ομόφυλον εαυτώ. Υπό δε του καιρού ες ήθη τε διενηνεγμένα αλλήλων και επί χώραν άλλην αφικόμενοι ώκησαν. Ουκούν δη λέγεται προς ουδένων ώστε σαφές τι περί αυτών έχειν ημάς ες ιστορίαν αποδείκνυσθαι. Βασίλεα μεν έστιν αυτοίς κανταύθα του Ίστρου και πέραν τε, το τε γένος τούτο πολύ μείζον και επί πολύ μάλλον διήκον, ώστ’ αν μάλλον εκείθεν φάναι κάλλιον παρέχον επί τάδε αφικέσθαι το γένος τούτο, και οικήσαι προς τη κατά τον Ιόνιον χώρα, και [παρά] τον Ίστρον διαβήναι, και αυτού μάλλον οικήσαι ή εντεύθεν ωρμημένον επί τα εκεί της οικουμένης σχεδόν τι αοίκητα αφικέσθαι. Είτε μεν ουν ανάγκη τινί προηγμένον, είτε και εκούσιον επ άμυναν στελλόμενον χωρίς ούτω απ’ αλλήλων απωκισμένον έτυχεν ως έστιν ιδείν, τεκμαίρεσθαι μάλλον τι ή διισχυρίζεσθαι δέοι αν. Εντεύθεν μεν ουν και την τε άνω Μυσίαν και κάτω Μυσίαν φάναι καλώς έχειν οίονται ένιοι, ως την άνω Μυσίαν ου την ες τα άνω του Ίστρου αλλά την ες το πέραν του Ίστρου ωκημένην χώραν, την δε κάτω Μυσίαν ου την ες τα κάτω του Ίστρου αλλά την επί τούτο του Ίστρου χώραν, έστε επί Ιταλίαν καθήκουσαν. Τους μέντοι Ιουργάρους, ους κάτω Μυσίαν καλούσιν οι άμεινον Ελληνικής επαΐοντες φωνής, επίσταμαι καθήκειν επί τον Ίστρον από της Βιδίνης πόλεως έστε επί Εύξεινον πόντον, εν Τρινάβω πόλει τα βασίλεια σφίσιν αποδεικνυμένους.» – «Φωνή δε χρώνται ουδαμή παραπλησία ετέρω τινί των γενών, αλλά άλλη το παράπαν διενεγκούση τε της Γερμανών τε και Βοέμων και Πολλάνων. Οίονται δε τινες τούτους οι μεν Γέτας γενέσθαι το παλαιόν, και υπό τον Αίμον οικούντας, υπό Σκυθών κακουμένους, αναχωρήσαι ες τήνδε την χώραν ην και νυν οικούσιν· οι δε φασι Δάκας γενέσθαι. Εγώ δε οποίον αν τι είη το γένος τούτο την αρχήν, ουκ αν ραδίως ειπείν έχοιμι· τούνομα μέντοι τούτο υπό τε σφων αυτών και υπό Ιταλών καλουμένους, ου πάνυ τι καλώς έχοιμι ετέρω τινί ονόματι καλείν τούτους. Έστι δε αυτοίς βασίλεια εν Πούδη πόλει ευδαίμονι παρά τον Ίστρον.» – «Τούτων δε έχονται Πολάνοι μεν προς άρκτον, Σαρμάται δε προς έω. Δάκες δε χρώνται φωνή παραπλησία των Ιταλών, διεφθαρμένη δε ες τοσούτον και διενεγκούση ώστε χαλεπώς επαΐειν τους Ιταλούς οτιούν, ότι μη τας λέξεις διασημειουμένων επιγινώσκειν ό τι αν λέγοιτο. Όθεν μεν ουν τη τοιαύτη φωνή διαχρώμενοι ήθεσι Ρωμαίων επί ταύτην αφίκοντο την χώραν και αυτού τήδε ώκησαν, ούτε άλλου ακήκοα περί τούτου διασημαίνοντος σαφώς οτιούν, ούτε αυτός έχω συμβαλέσθαι ως αυτού ταύτη ωκίσθη. Λέγεται μεν πολλαχή ελθόν το γένος τούτο ενοικήσαι αυτού, ου μην ότι και άξιον ες ιστορίαν οτιούν παρεχόμενον τεκμήριον.

    Μονή: «Κούρτεα ντε Άρτζες», στη νυν Ρουμανία.
    ————-

    Συμφέρεται δε Ιταλοίς τα τε άλλα και τη ες δίαιταν καταστάσει, και όπλοις τοις αυτοίς και σκευή έτι και νυν τη αυτή Ρωμαίων διαχρώμενοι, ες δύο μέντοι διηρημένοι αρχάς, έστε την Βογδανίαν και αυτήν παρ’ Ίστρον χώραν. Ου πάνυ τι ευνομείται.» – «Διαίτη δε χρώνται οι Κελτοι αβροτέρα της Ιταλών διαίτης και σκευή τη εκείνων παραπλησία, φωνήν δε προΐενται διενεγκούσαν μεν της Ιταλών φωνής, ου μέντοι τοσούτον ώστε δόξαι ετέραν είναι της Ιταλών φωνής την γλώτταν εκείνων.» – «επί Σκύθας στρατεύεσθαι, επί την αγοράν αυτών την Ουρδάν καλουμένην…» – «Σαρματία μεν ουν διήκει από Σκυθών των νομάδων επί Δάκας και Λιτουάνους, γένος των Ιλλυριών φωνή τα πολλά διαχρώμενον. Και διαίτη τε και ήθεσι του Ιησού νόμοις έποικοι, επί τους Έλληνας μάλλον τετραμμένοι ου πάνυ συμφέρονται τω Ρωμαίων αρχιερεί, Ελληνικώ δε αρχιερεί χρώνται, και τούτω πείθονται τα ες θρησκείαν τε και δίαιταν σφίσι. και ήθεσι τοις αυτοίς Ελλήνων διαχρώμενοι, σκευή τη των Σκυθών παραπλησία προσχρώνται.» – «Σαρμάται δε φωνή διαχρώνται παραπλησία των Ιλλυριών των ες τον Ιόνιον παροικούντων ες τους Ενετούς. Οπότεροι μεν τούτων παλαιότεροι, και την ετέρων οπότεροι τούτων χώραν επινέμονται, ή Ιλλυριοί επέκεινα της Ευρώπης διαβάντες Πολανίαν τε και Σαρματίαν ώκησαν, ή Σαρμάται δη επί τάδε του Ίστρου γενόμενοι την τε Μυσίαν και Τριβαλλών χώραν και δη Ιλλυριών των προς τον Ιόνιον άχρι δη Ενετών ώκησαν, ούτε άλλου τινός επυθόμην των παλαιοτέρων διεξιόντος, ούτ’ αν έχοιμι πάντη ως αληθή διασημήνασθαι.» – «Ταύτα μέντοι αυτώ κατά την Ασίαν ξυνεβεβήκει, κατά δε την Ευρώπην υπό μέντοι των Πελοποννησίων ηγεμόνων ες την χώραν αυτού τοιάδε εγένετο. Ως γαρ Θεόδωρος ο μετ’ αυτόν βασιλέα Ελλήνων γενόμενος, ως οιχόμενος παρήν ες Βυζάντιον επί την βασιλείαν, Κωνσταντίνος ο επίκλην Δράγασις, αφικόμενος ες Πελοπόννησον και παραλαβών την του αδελφού χώραν, τα τε άλλα και Σπάρτην την προς το Ταΰγετον όρος, και σχεδόν ξύμπασαν την άλλην Πελοπόννησον (πλην γαρ της του Θωμά του βασιλέως αδελφού χώρας, την άλλην υφ’ αυτώ είχε παραλαβών), ενταύθα ως αφίκετο, το τε εν τω Ισθμώ τειχείζειν παρεσκευάζετο, και την εκτός Πελοποννήσου χώραν αφίστη από βασιλέως, [την τε Βοιωτίαν κατέσχε+, και την Θήβαν πόλιν υφ’ αυτώ ποιησάμενος και ξύμπασαν την Βοιωτίαν κατέσχε. Και ο της Αττικής τύραννος φόρον τε απάγειν αυτώ υπισχνούμενος σπονδάς εποιήσατο. Και τω τε Πίνδον όρος [quem hodie Mezzono appellant] – Βλάκοι [Blaci] δ’ ενοικούσιν αυτό, των Δακών ομόγλωττοι· τοις παρά τον Ίστρον Δαξίν ομοίωντο. Αφικόμενοι παρά τούτον τον ηγεμόνα, παραδιδόντες σφίσιν, επολέμουν τοις την Θετταλίαν οικούσι Τούρκοις, λαμβάνοντες άρχοντα παρά του Πελοποννησίων ηγεμόνος. Λεωδορίκιόν τε το κατά την Λοκρών χώραν ωκημένον πολίχνιον, Πίνδου μέντοι το κατά την Φανδρίου πόλιν ωκημένον, άρχοντα λαμβάνει από βασιλέως. Το δε αύ κατά την Αχαΐαν καθήκον Αραβαίοι ώκουν άνδρες Αλβανοί, υπό βασιλέως συγχωρηθέντες άρχει της πατρώς αυτών χώρας· και ούτοι αφίκοντο ες τους Έλληνας. Συναγαγών δε και ξύμπασαν την Πελοπόννησον ες τον Ισθμόν ετείχισεν αυτόν, ως ηδύνατο τάχιστα, συγκαλέσας αυτού και τον αδελφόν, και ης αυτός ήρχε χώρας, ξύμπατας ενταύθα μεταπεμψάμενος εληλάκει το τείχος, παραδούς ενί εκάστω όσον εν τοσώδε χρόνω παρέχοιτο ωκοδομημένον. Ως δε το τείχος του Ισθμού αυτώ παρεσκευάσατο, στρατόν τε έπεμπεν επί την βασιλέως χώραν, και εδήου τε την χώραν και πολεμών διεγένετο

  14. Constantin Cantacuzino (1639-1716): «Antonie Bonfinie [1434-1503] în Istoria ce face foarte pe larg de lucrurile ungureşti, în cartea-i dintâi, în decada dentâiu, oareceşi osebire face între Dachia şi Ghetia, zicând: “Dachii, ghetilor rudă sunt, de vréme ce şi unii şi alţii acéiaşi limbă au şi dentr-un loc c}nd au ieşit, au ieşit şi au venit întracéste părţi“. Măcar că unii den Scandinaviia zic s〠fie venit dachii şi ghetii, cărora, zice el, le zicem şi goti. Iar mai mulţi zic s〠fie venit de la Dais, carii sunt în Schitia asiatică, pentru că Daeg, cum zice Stravon gheograful, că fiind vecini cu lăcuitorii Hircaniei, şi ei ca hunii şi ca alte noroade dentracolo schitice, locuri mai bune de a lăcui căutându-şi, întracéste părţi ale Apusului au venit. Ci dar€ dachii şi ghetii, zice, nu sunt din Scandenavia, ci din asiatica Schitie. Şi, de vréme ce decât ai Apusului oameni, ai Răsăritului mai vechi sunt, cu direptul dintr-acolo într-acéste părţi au venit. Mai zice acest Bonfinie ghetii sunt cărora acum le zicem vlahi

  15. Μελέτιος Μήτρου (1661-1714): «[…] Βορυσθενίς, Πόλις Ελληνίς ποτέ. Κατά τας εκβολάς του Υπάνιος ποταμού, είναι ακρωτήριον, Άλσος Εκάτης το πάλαι λγόμενον, είτα ο Ισθμός του Αχιλλέως Δρόμου, του οποίου το Δυτικόν άκρον, Ιερόν εκαλείτο, και κοινώς Ζαγόρι, […] Αντικρύ των εκβολών του Βορυσθένους, πρόσκειται και η Νήσος του Αχιλλέως, ήτις και Λευκή καλείται, και Νήσος των Μακάρων, και κοινώς Φιδονήσι» – «Εκλήθη Δακία από των Δακών, τους οποίους ο Στράβων Δαύους καλεί, και ο Ευστάθιος Δάους, αφ’ ων Δακών, οι Αθηναίοι εσχημάτισαν το των Δούλων όνομα, ως φησιν ο Στράβων. Τους δε βασιλείς αυτών των Δακών Πατζινάκας εκάλουν· λέγει ο Πλίνιος, ότι προ των Δακών εκατοίκουν αυτήν την Χώραν οι Γέται, ο δε Στράβων λέγει Βίβλ. ζ΄, ότι ο τόπος, οπού ευρίσκεται μεταξύ του Ευξείνου Πόντου, και των Γερμανών, διχώς εδιαιρείτο, και το μέρος, οπού ήτον προς ανατολάς, και τον Εύξεινον Πόντον, οι Γέται ενέμοντο, το δε προς δυσμάς οι Δακοί, του δε Ίστρου Ποταμού από Πηγών, μέχρι των Καταρρακτών, Δανουβίου λεγομένου· περί τον Δανούβιον εκατοίκουν οι Δάκαι· από δε των Καταρρακτών, μέχρι του Πόντου, Ίστρου καλουμένου· τα περί τον Ίστρον εκράτουν οι Γέται, οίτινες είχον εδικούς τους Βασιλείς κατά διαδοχήν, έως οπού καταδαμάσας αυτούς ο Αυτοκράτωρ Τραϊανός κατέστησε την Δακίαν, όχι πλέον να είναι Βασίλειον, αλλ’ Επαρχία. Ο δε Αυρηλιανός τους κατοίκους ταύτης μετατοπίσας, τους έφερεν απόπερα του Ίστρου, εντοπίσας αυτούς μεταξύ των Μοισιών, έστωντας και να υπόπτευεν, ότι με το να μην ήτον ικανός να τους καταδαμάση, μήπως και του αποστατήσωσι. Μετά τούτους εκατοίκησαν αυτήν την Χώραν οι Σαρμάται, τους οποίους και Σαυρομάτας καλούσι· μετά τούτους οι Γότθοι, μετά τους Γότθους, οι Ούνοι και μετά τους Ούνους οι Σάξονες, Έθνος Γερμανικόν, οι οποίοι νικηθέντες υπό του Μάγνου Καρόλου [742-814], και μη δυνηθέντες, ή και μη θελήσαντες να υποφέρουν τους νόμους αυτού, φυγόντες εκ της Σαξονίας, διεσπάρθησαν εις όλην την Δακίαν. Αλλά τούτων απάντων πολεμικώτεροι εστάθησαν οι Δάκαι, ώστε εις αυτούς ποτέ οι Ρωμαίοι έδιδον τέλος διωρισμένον τον κάθε χρόνον. – Εδιαιρείτο αύτη η Δακία το πάλαι εις Ριπενσίαν, Αλπεστρίαν, και Μεσόγειον, και η μεν Ριπενσία, η οποία και Παννοδακία εκαλείτο, είναι τανύν το Ερδέλ, ή μέρος της Ουγγαρίας, περιέχουσα και μέρος ακόμη της Βλαχίας, απτομένη του Τιβίσκου, και Δανουβίου των ποταμών, και προς Μεσημβρίαν εκτείνουσα. εις αυτήν εκατοίκουν Έθνη οι Πρενδαυήσιοι, των οποίων πόλις ήτον το Περεύνιον. οι Αλβοκήνσιοι, οι Σαλδήνσιοι, οι Σερουΐγγοι, οι Βούρροι, και οι Κιγγήσιοι. η δε Αλπεστρία, η οποία ήτον μεταξύ της Ριπενσίας, και της Μεσογείου, περιέχει την νυν Βλαχίαν, και μέρος της Μολδαυΐας· εις αυτήν εκατοίκουν το πάλαι έθνη διάφορα, οίον οι Πιέφιγοι, οι Σιγίνιοι, οι Σίνστοι, οι Κοντήσιοι, οι Σαϊφάλοι, οι Κακοήνσιοι, και οι Κοστοβώκοι. και τελευταίον εις την Μεσόγειον Δακίαν, (η οποία και Γεπιδία ελέγετο, ούσα τανύν αυτή η Τρανσιλουανία, μεταξύ της Ουγγαρίας, της πέραν του Δανουβίου προς δυσμάς, και μεσημβρίαν, και της Μολδαυΐας, και Βλαχίας προς ανατολάς, εκτείνουσα προς βορέαν, και δίκην Θεάτρου περικλειομένη υπό του Καρπάθου όρους). Εκατοίκουν οι Ποτουλατήνσιοι, οι Βουριδεήνσιοι, οι Βίηφοι, οι Ρατακήνσιοι, και οι Ταυρίσκοι, των οποίων η Χώρα κυρίως εν τη ανωτέρα Παννονία ούσα, Στεϋρμάρκ καλείται κατά τον Λάζιον.» – «Οι πρώτοι οικηταί της Ιταλίας, διηγούνται οι τα αρχαία γράφοντες, να ήσαν άνθρωποι Βάρβαροι, Άγριοι, οι οποίοι ούτε ήθη χρηστά είχαν, ούτε νόμους, αλλ’ ωσάν τα Θηρία έζων. Και πρώτος, οπού επήγεν εις αυτούς εξ άλλου τόπου, και ώρισεν εκεί τόπον, εστάθη ο Ίανος, τον οποίον τινές λέγουσι να ήλθεν εκ της Αρμενίας, μετά τον Κατακλυσμόν έτη 108, και αυτός να ήτον ο Νώε, τον οποίον και Οίνωτρον εκάλουν, ως εφευρετήν του οίνου. Άλλοι λέγουσιν, ότι να ήτον Έλλην, εκ πόλεως Περραιβίας, και συνωκήσας εκεί, μετέβαλε των Ιταλών και την Διάλεκτον, και την Δίαιταν, και τα ήθη, τεθείς εις αυτούς Νόμους, και διδάξας, ότι να γεωργούσι την Γην, και να πολιτεύονται. Άλλοι πάλιν λέγουσιν, ότι πρεσβύτατος εις αυτούς εστάθη ο Μάρης, τον οποίον μυθολογούσι να είχε τα μεν έμπροσθεν, όμοια Ανθρώπω· τα δε κάτω, όμοια Ίππω, όθεν και Ιππομιγή αυτόν εκάλουν. Αλλά ταύτα Ύθλος. Δοκεί δε ούτος πρώτος αναβήναι Ίππον, και εμβαλείν αυτόν Χαλινόν, και εκ τούτου επιστεύθη να εστάθη διφυής. Λέγουσιν ακόμι να έζησεν έτη 123, και τρεις φοραίς να απέθανε, και να ανέστη. Αλλά με όλον ετούτο, αβέβαιον είναι, ποίος να ήλθε πρώτος εις ετούτον τον τόπον. Τούτο όμως φαίνεται αναμφίβολον, ότι μετά τον Κατακλυσμόν, εις την διασποράν των Εθνών, έν Έθνος να ήλθε, και μίαν ονομασίαν να έβαλεν εις τον τόπον, και ετούτο το Έθνος να ήσαν οι Κίτιοι, εξ ων Ρωμαίοι, και Λατίνοι, κατά το Αλεξανδρινόν Χρονικόν· ο δε Σουΐδας λέγει, ότι Τήλεφος ο Υιός του Ηρακλέους ο υποκληθείς Λατίνος μετωνόμασε τους πάλαι Κιτίους, λεγομένους νυν Λατίνους.» – «Προς τούτοις ιστέον, ότι η Ιταλική Διάλεκτος, η οποία ομιλείται τώρα κοινώς υπό των Ιταλών, δεν ήτον απ’ αρχής, αλλ’ άρχησε να λαλήται εις τον καιρόν Θεοδωρίκου του Βασιλέως των Γότθων [454-526], όταν ετούτος εμιμήθη τους Ρωμάνους, και εις τα φορέματα, και εις τους νόμους, και εις την Διάλεκτον, ωσάν οπού τότε άρχησαν οι Γότθοι να συντυχαίνουσι Λατινικά, και οι Λατίνοι Βαρβαρικά, και από της μίξεως αυτών, ανεφύη αύτη η μιξοβάρβαρος Ιταλική Διάλεκτος, εν έτει από Χριστού 493· επί Ζήνωνος [425-491] Αυτοκράτορος των Ρωμαίων, διότι πρότερον ελαλείτο εις την Ιταλίαν καθαρώς η Λατινική Φωνή, και η Ελληνική μάλιστα εις τα παλάτια των Αυτοκρατόρων της Ρώμης.» – «Ιταλία εκλήθη από του πλήθους των Βοών, τους οποίους οι Τυρρηνοί Ιταλούς εκάλουν, ή από Ιταλού του Βασιλέως των Σικελών, ή αφ’ ενός Ιταλού ήτοι Ταύρου, από εκείνους, τους οποίους έφερεν ο Ηρακλής του Γηρυόνου, ο οποίος Ταύρος πλεύσας από Ρηγίου ήλθεν εις την Σικελίαν, εις το Πεδίον του Έρυκος, του Τιού του Ποσειδώνος, και ελυμήνατο την Βασιλείαν αυτού. Εκαλείτο υπό των Αρχαίων και με άλλα πολλά ονόματα, οίον Κρονία, ή Σατουρνία, από του Κρόνου, τον οποίον οι Ρωμαίοι Σατούρνον καλούσι, λέγοντες ότι να εκατοίκησεν εις ετούτα τα μέρη. Όθεν και την περί την Ιταλίαν θάλασσαν, Κρονίην Άλα ονομάζουσιν. Αυσονία, από Αύσονος του Υιού του Οδυσσέως, και της Καλυψούς. Οινωτρία, από Οινώτρου Αρκάδος, του Υιού του Λυκάονος, ο οποίος ήλθεν οδηγός με άλλους Έλληνας, και εκατοίκησαν εις την Ιταλίαν, προ του Τρωϊκού πολέμου έτη 479, και προ της Χριστού Γεννήσεως έτη 1650 [που σημαίνει: ο Τρωικός πόλεμοςτέλειωσε το 1171], των οποίων ο Βασιλικός θρόνος ήτον εις την Πανδοσίαν. Τυρρηνία, και Τυρσηνία, από Τυρσηνού του Υιού του Τηλέφου, ή και από των Τυρσηνών. Τυρσηνοί ούτοι εκλήθησαν, ωσάν οπού αυτοί πρώτοι ηύραν την τοιχοποιΐαν· το γαρ Τείχος Τύρσις παρά Λυκόφρονι λέγεται. […] Τανύν όμως κοινώς Ιταλία καλείται, και υπό δε των Πολώνων Βόλσκα Ζέμλα,

    και τα λοιπά.» – [Ο Θευδέριχος ο Μέγας ή Θεοδώριχος ο Μέγας (454-526) υπήρξε βασιλιάς των Οστρογότθων, άρχοντας της Ιταλίας, αντιβασιλέας των Βησιγότθων και βασιλικός

    αντιπρόσωπος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, θρυλικός ήρωας των Γερμανών. Ο Ζήνων (~425-491) βασιλιάς της Ρωμανίας – Βυζαντίου (474-475, 476-491), ονομαζόταν Καίσαρ Φλάβιος Ζήνων Αύγουστος, με αρχικό όνομα Ταρασικοδίσσας ή Τρασκαλισσαίος, με καταγωγή δε από την Ισαυρία.] – «Όρη διάσημα της Ηπείρου είναι το Πίνδον, ή η Πίνδος, κοινώς πολλάς ονομασίας έχον, κατά τους διαφόρους τόπους, ως επί το πλείστον λέγεται του Μετζόβου τα Βουνά.

    Εκλήθη Πίνδον, και Πίνδος, από του Πίνδου του Υιού του Μακεδόνος, ος τις φθονηθείς υπό των αδελφών του, ωσάν οπού ήτο και ωραιότερος, και φρονιμώτερος αυτών, ανεχώρησε της πατρώας αρχής, και εκατοίκησεν εις τι χωρίον ετούτου του Όρους, δι’ άνεσιν της ψυχής αυτού και του σώματος, και ως ελεύθερος οπού ήτον, εκαταγίνετο πάντοτε εις κυνήγια διαφόρων ζώων, και μάλιστα νεβρών, και ποτε ξεπεζούσας του ίππου, και ερευνώντας εις το δάσος, και εις τα άντρα τους νεβρούς, ακούει φωνήν, οπού τον επρόσταξε, των νεβρών μη άψη. Θεωρώντας δε τριγύρω, ωσάν δεν είδε τίποτε, ελογίασεν ότι η φωνή να είναι αοράτως, και εξ αιτίας κρείττονος· τη δε ερχομένη ημέρα, πηγαίνει πάλιν με τον ίππον του μοναχός του εις τον ίδιον τόπον, να ιδή μήπως να είναι και άλλοι θηρευταί, και θεωρώντας επιμελώς τα πέριξ, δεν βλέπει άλλο, παρά μέγαν Δράκοντα, εγείροντα ολίγον τι την κεφαλήν του προς αυτόν, από της οποίας θέας ο Πίνδος εξεπλάγη, ωσάν οπού η κεφαλή και η δέρη του Δράκοντος, να ήτον μεγαλήτερα ανδρός τελείου, όμως δεν έφυγεν ωσάν δειλός, αλλά με κάποιαν σοφίαν και τέχνην έδειξεν εις τον Δράκοντα σχήμα ευλαβείας. Και από το κυνήγι οπού είχε, τω έδωσεν ωσάν προσκυνητικόν χάρισμα. Όθεν και ο Δράκων ιδών την εύνοιαν του νέου, ολοτελώς δεν τον επείραξε (τοιαύτην ισχύν έχουσι τα δώρα, ως τε και τα άλογα ζώα ημερώνουσι)· λίαν ουν εχάρη ο Πίνδος· και έκτοτε κυνηγώντας εφιλοδώρει και τον Δράκοντα, ως ακριβόν του φίλον· και μάλλον εις το κυνήγιον ευτύχει, ως έκτινος θείας αιτίας. Αλλ’ όσον ηγαπάτο ο Πίνδος παρ’ όλων, τόσον ανδρών, όσον και γυναικών, διά την έμφυτον αυτού καλοκαγαθίαν, τόσον υπό των αδελφών του εμισείτο· οι τινες παραφυλάττοντές τον μίαν των ημερών και οι τρεις εκεί ομού εις το Όρος, πλησίον του ποταμού, τον φονεύουσι με τα ξίφη· αλλ’ αυτός ο ωραίος, ωσάν μοναχός οπού ήτον, μη δυνηθείς να κάμη άλλο, εφώναζε γοερώς, τον οποίον ακούσας ο φίλος του Δράκων (ότι αυτό το ζώον είναι φύσει οξύκοον), έτρεξε με μεγάλην ορμήν, και ευρών τους αδελφοκτόνους, έπνιξε και τους τρεις, και δεν ανεχώρει από τα λείψανα του Πίνδου· αλλ’ ως καλός παραστάτης φιλικώς τον εφύλαττε, διά να μην ήθελε βλαφθή το σώμα του υπό τινος άλλου θηρίου, έως οπού ήλθον οι φίλοι του Πίνδου, και ιδόντες μεν αυτόν φονευμένον, έκλαιον, εφοβούντο δε να πλησιάσωσι διά να τον θάψωσιν, έως οπού ο Δράκων εγνώρισε την καλήν των διάθεσιν, και αναχωρήσας, τοις έδωκε τόπον, και τον έθαψαν εκεί εις το Όρος, οπού ευρέθη φονευμένος. (Αιλιανός Περί ζώων Ιστορ. Βιβλ. ι΄). Ευρίσκεται εις ετούτο το Όρος ο Γαλατίτης Λίθος, ο οποίος τριφθείς εις νερόν, το κάνει ωσάν γάλα, και βασταζόμενος υπό των γυναικών ταις κατηβάζει γάλα. Εκατοίκουν τούτο το Όρος μέγα ον, εκτεινόμενον από της Ταυλαντίας μέχρι της Ελλάδος, προς δυσμάς οι Περραιβοί, προς μεσημβρίαν οι Δόλοπες, μεταξύ τούτων οι Αθαμάνες, και άλλα διάφορα Έθνη· οι Ζάλακρες, Μολοττικόν φύλον, και Αίθικες, ους εξελαθήναι φησίν υπό Πειρίθου του Κενταύρου, ο Ποιητής: ύστερον ελθόντες οι Βλάχοι εκ της Δακίας, ήτοι της μεγάλης Βλαχίας, εκατοίκησαν εις αυτό, καθώς και εις το Ταΰγετον της Πελοποννήσου. Εις αυτά τα Όρη κείνται και τα Χωρία των Αγράφων, και του Καρπενησίου. Τα Ακροκεραύνια Όρη, κοινώς τα νυν λεγόμενα της Χειμάρρας τα Βουνά· εκλήθησαν Ακροκεραύνια ετούτα τα Όρη, και Κεραύνια Δρυμά, κατά τον Περιηγητήν, από των συχνών Κεραυνών, οπού εις αυτά γίνονται, και από του ύψους, το οποίον έχουσι. Το Ακρωτήριον, οπού αποτελούσιν αυτά τα Όρη κατά τον Ωρικόν Λιμένα, λέγεται Χειμέριον. […] Είναι και άλλα Όρη της Ηπείρου αξιόλογα, οίον πλησίον των Ιωαννίνων τα Κιμμέρια, Τζουμέρκα λεγόμενα κοινώς, Μουτζουκέλι, Ολύτζικα, και άλλα παρά ταύτα εν άλλαις Χώραις, και λοιπά.» – «Της δε κατωτέρας Μοισίας, είτουν Βουλγαρίας, (την οποίαν ο Ζώσιμος Σκυθίαν Θρακικήν καλεί, ο Πλούταρχος Σκυθίαν Ποντικήν, και τους εντοπίους ταύτης Κελτοσκύθας, εξ ων ήτον ο Ανάχαρσις, οι οποίοι όσα είχον, κοινά τα είχον, πλην του ξίφους, και του ποτηρίου).» – «[Της Σαρματίας] … διάσημα Έθνη ήσαν οι Αλανοί Σκύθαι, οι Ιαξάρται, οι Οργασοί, και οι Σάκαι, ήτοι οι

    Σκύθαι, ούτω υπό των Περσών καλούμενοι, τους οποίους οι παλαιοί Αριμενίους εκάλουν.» – «Των παλαιών Σκυθών των εν κάτω Μυσίαν, είτα οι Δάκοι, οίτινες και Δακοί ελέγοντο, των οποίων τον Τόπον οικούσι τανύν οι Τρανσυλουανοί, οι Μολδαυοί, και οι Βλάχοι, και μέρος των Ούγγρων. Οι Γέται, οι οποίοι εκατοίκουν περί εκατέραν όχθην του Ίστρου Ποταμού, μέχρι της Μυσίας και Δακίας, και ούτοι ήσαν Γότθοι, ελθόντες εις εκείνον τον Τόπον εκ της Σκανδίας, όπου τανύν είναι μέρος των Βουλγάρων, και μέρος των Μολδαύων. Οι Τυραγέται, ήσαν εκείνοι οι Γέται, οπού εκατοίκουν περί τον Τύραν ποταμόν ήτοι τον Νέστρον, όπου τανύν είναι ανωτέρα, και κα-τωτέρα Ποδολία. Πλησίον τούτων ήσαν οι Άρπιοι, Έθνος της Μυσίας των οποίων η Χώρα λέγεται τανύν Βεσσαραβία, από το έθνος των Βέσσων

ΕΠΕΤΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

banner-article

Δημοφιλή άρθρα

  • Εβδομάδας