Στο προηγούμενο άρθρο υποστηρίξαμε ότι το να ελπίζουμε πως οι νέες παραλλαγές του κορονοϊού θα γίνουν ενδημικές, στο άμεσο μέλλον, είναι θεμιτό, αλλά όχι και τόσο εύλογο: αφού για να γίνει η νόσος COVID-19 από πανδημική ενδημική, θα πρέπει η επικράτηση της ενδημικής παραλλαγής του κορονοϊού να συμβεί πλανητικά και ταυτοχρόνως.
Έπειτα από δύο πολύ δύσκολα χρόνια πανδημίας, φαίνεται πως εισερχόμαστε δειλά δειλά στην προενδημική φάση της συμβίωσης του είδους μας με τον κορονοϊό. Μήπως αυτό σημαίνει ότι έχει επιτευχθεί ή, τουλάχιστον, ότι είναι ήδη ορατή η ανοσία της αγέλης; Η πιθανολογούμενη είσοδος στην ενδημική φάση της εξάπλωσης του νέου κορονοϊού σχετίζεται -και πώς ακριβώς- με την περιβόητη ανοσία της αγέλης; Όπως θα δούμε, ο στόχος της επίτευξης της ανοσίας της αγέλης στην πανδημία της νόσου COVID-19 είναι μια επιστημονικά και ιστορικά ανεπιβεβαίωτη υπόσχεση, που, αν εφαρμοστεί μαζικά, ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει σοβαρότερα προβλήματα και ανείπωτη ανθρώπινη δυστυχία.
Tο ανοσιακό σύστημα των εμβίων όντων και ειδικά των θηλαστικών περιγράφεται συχνά ως μια «πολεμική μηχανή» που τα προστατεύει από τις «επιθέσεις» των μικροοργανισμών (βακτήρια, παράσιτα, ιούς) και ενεργοποιείται μόνο για να τους εξαλείφει. Μια πολεμοχαρής μεταφορά, που αδικεί κατάφωρα τις περίπλοκες ανοσιακές λειτουργίες αυτού του αξιοθαύμαστου προστατευτικού, ταυτοποιητικού συστήματος.
Οι οπαδοί της «ανοσίας της αγέλης» υποστηρίζουν ότι η επίτευξη της συλλογικής ανοσίας είναι εφικτή μόνο αν μολυνθεί από τον κορονοϊό ένας πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων ενός πληθυσμού. Κάτι που, όπου έχει συμβεί, αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο να περιοριστεί σε μια ελεγχόμενη επιδημική νόσο. Με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν μεγάλο αριθμό σοβαρών νοσήσεων που επιβαρύνουν το νοσηλευτικό σύστημα της χώρας, το οποίο μη μπορώντας να ανταποκριθεί καταρρέει από τις πιέσεις των νέων κυμάτων της επιδημίας
Πράγματι, για τη σύγχρονη Ανοσολογία, το ανοσιακό σύστημα εξελίχθηκε και διαρκώς εξελίσσεται ως βιολογική μηχανή εντοπισμού, ταυτοποίησης των «ίδιων» από τα «μη ίδια» ή «ξένα» στοιχεία που εισέρχονται στον οργανισμό και μόνο όταν είναι απαραίτητο, λειτουργεί ως εξολοθρευτική μηχανή των πιο «απροσάρμοστων» και δυνητικά επικίνδυνων εισβολέων.
Μόλις αναγνωριστούν επικίνδυνοι εισβολείς, πυροδοτούνται δύο διαφορετικές αλλά στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους μορφές ανοσιακής απόκρισης: η πρωτογενής, στοιχειώδης «έμφυτη ανοσία», που τίθεται σε λειτουργία αμέσως μόλις εισβάλει στον οργανισμό μας ένας ξένος και δυνητικά επικίνδυνος μολυσματικός παράγοντας. Υπάρχει, ωστόσο, και μία δευτερογενής «επίκτητη ανοσία», η οποία ενεργοποιείται κατόπιν.
Στη δεύτερη περίπτωση, παράγονται από τα ανοσοκύτταρά μας εξειδικευμένα πρωτεϊνικά μόρια, τα αντισώματα, τα οποία όχι μόνο αναγνωρίζουν επιλεκτικά τους εξωγενείς ή τους ενδογενείς μολυσματικούς παράγοντες (τα αντιγόνα), αλλά πυροδοτούν και τις κατάλληλες ανοσιακές αντιδράσεις για την εξάλειψη ή, εναλλακτικά, για την ένταξη των ξένων μικροοργανισμών στο εσωτερικό του οργανισμού.
Ακριβώς αυτή τη θεμελιώδη λειτουργία της «επίκτητης ανοσίας» ενός οργανισμού, δηλαδή την ικανότητα του ανοσιακού του συστήματος να διακρίνει, να «θυμάται» και να εξαλείφει τους μολυσματικούς παράγοντες με τους οποίους έχει έλθει σε επαφή, εκμεταλλεύονται τα εμβόλια που δημιουργούμε για να προστατευτούμε από μια σειρά μεταδοτικές νόσους. Πράγματι, τα εμβόλια εισάγουν στον οργανισμό μας είτε μια εξασθενημένη εκδοχή είτε ένα τμήμα του ιού, αναγκάζοντας έτσι το ανοσιακό μας σύστημα να μάθει να αναγνωρίζει και να εξουδετερώνει τον ιό όποτε εμφανίζεται, ώστε να μην μπορεί πια να ασκεί τη μολυσματική του δράση.
Μέσω της πρακτικής των μαζικών εμβολιασμών διαπιστώθηκε, επίσης, η δυνατότητα επίτευξης σε ανθρώπινους ή άλλους ζωικούς πληθυσμούς του φαινομένου της «ανοσίας της αγέλης», δηλαδή της επίκτητης συλλογικής ανοσίας σε κάποιες μεταδοτικές ασθένειες.
Η ανακάλυψη αυτή έγινε τη δεκαετία του 1930, όταν δημοσιεύτηκαν τα συμπεράσματα της πρωτοποριακής επιδημιολογικής έρευνας του Αμερικανού γιατρού A.W. Hedrich για την ιλαρά στα παιδιά: όσο αυξανόταν ο αριθμός των παιδιών που αποκτούσαν ανοσία στον ιό της ιλαράς, τόσο μειωνόταν ο αριθμός των νέων κρουσμάτων.
Μαγικές συνταγές για την επίτευξη ανοσίας της αγέλης
H πολυπόθητη και πολυσυζητημένη, στις μέρες της νέας πανδημίας, «ανοσία της αγέλης» (herd immunity) στις παραλλαγές του κορονοϊού μπορεί να επιτευχθεί, μόνο αν ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ατόμων ενός πληθυσμού -από το 80% έως το 85%- έχει μολυνθεί και αποκτήσει ανοσία στις λοιμώξεις από αυτόν τον μολυσματικό παράγοντα.
Η άμεση και πιο ορατή συνέπεια της επίτευξης αυτής της συλλογικής ή πληθυσμιακής ανοσίας (community ή population immunity) είναι ότι τα περισσότερα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες δε διατρέχουν πια αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρά και προστατεύονται από τη συγκεκριμένη λοίμωξη, επειδή περιβάλλονται από ανθρώπους που έχουν αναπτύξει ανοσία στην COVID-19.
Ωστόσο, η «ανοσία της αγέλης» μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε μέσω μαζικών προληπτικών εμβολιασμών είτε μέσω της φυσικής λοίμωξης ή και νόσησης αρκετά μεγάλου αριθμού ατόμων ενός πληθυσμού από τον συγκεκριμένο κορονοϊό, προκειμένου να αναπτύξουν εξειδικευμένα αντισώματα σε αυτόν τον μολυσματικό παράγοντα.
Όσον αφορά τις διαφορές μεταξύ της ανοσίας ύστερα από εμβολιασμό και της ανοσίας έπειτα από νόσηση, αυτές είναι, αφ’ ενός, η αποτελεσματικότητα και, αφ’ ετέρου, οι χρόνοι που απαιτούνται σε κάθε περίπτωση: ο εμβολιασμός είναι ένας σχετικά γρήγορος και αρκετά επιτυχημένος τεχνητός τρόπος επίτευξης συλλογικής ανοσίας, ενώ οι πολυάριθμες φυσικές μολύνσεις είναι ένας πολύ πιο χρονοβόρος και ιδιαίτερα επώδυνος τρόπος για να αναπτύξει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ανοσία σε μια ιογενή νόσο.
Πάντως, και οι δύο στρατηγικές για την επίτευξη ανοσίας -είτε μέσω εμβολιασμού είτε μέσω φυσικής νόσησης- προϋποθέτουν και βασίζονται στην ενεργοποίηση των ίδιων ακριβώς μηχανισμών του ανοσιακού συστήματος των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ότι η λεγόμενη «ανοσία της αγέλης» απέναντι στον κορονοϊό προσφέρει κάποια προστασία, κυρίως στα άτομα που δεν έχουν ακόμη μολυνθεί ούτε εμβολιαστεί ή, ενώ εμβολιάστηκαν ή νόσησαν, δεν έχουν πια πλήρη ανοσία. Έτσι, σε έναν πληθυσμό, όσοι ή όσες δεν έχουν ανοσία προστατεύονται από τις μολύνσεις του κορονοϊού, επειδή τα άτομα που έχουν όντως ανοσία λειτουργούν ως εμπόδιο ή ως ασπίδα προστασίας στη διάδοση του κορονοϊού.
Στο αποφασιστικό ερώτημα αν και για πόσο χρονικό διάστημα διατηρείται ενεργή η επίκτητη ανοσία, οι μέχρι στιγμής έρευνες και οι διαθέσιμες επιδημιολογικές απαντήσεις δεν είναι καθόλου σαφείς, επειδή η διάρκειά της κυμαίνεται από ιό σε ιό και εξαρτάται τόσο από τις νέες παραλλαγές του όσο και από τις υγειονομικές και κοινωνικές συνθήκες ζωής των ξενιστών του.
Πάντως, θεωρητικά, εφόσον έχει πράγματι επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης, τότε η ικανότητα του νέου κορονοϊού να προκαλεί μολύνσεις ή και επαναμολύνσεις τείνει σχεδόν να εκμηδενιστεί, κάτι που ασφαλώς δεν ισχύει ακόμη για τη νόσο COVID-19.
Τα διαθέσιμα, μέχρι στιγμής, εμβόλια κατά του κορονοϊού μπορούν μόνο να περιορίζουν το ιικό φορτίο του και τις πιο σοβαρές εκδηλώσεις της νόσου COVID-19, χωρίς ωστόσο να μπορούν να εμποδίσουν τη διάδοσή του ή τη δημιουργία νέων παραλλαγών. Αυτό αποδεικνύει η πιο πρόσφατη και επικρατέστερη παραλλαγή Ομικρον, που δείχνει σαφώς ότι ακόμη και οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμένων δεν μπορούν να εμποδίσουν τη διάδοσή της
Το δυστύχημα είναι ότι η φυσική ανοσία μετά τη μόλυνση από τον κορονοϊό, ενός αρκετά μεγάλου αριθμού ανθρώπων ενός πληθυσμού, είναι εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθεί ή να περιοριστεί μέσω της ελεγχόμενης νόσησης, με αποτέλεσμα να δημιουργεί έναν πολύ μεγάλο αριθμό σοβαρά νοσούντων ή και θανάτων που επιβαρύνουν το νοσηλευτικό σύστημα της χώρας, το οποίο δεν μπορεί να ανταποκριθεί και καταρρέει στις πιέσεις των κυμάτων της επιδημίας.
Γι’ αυτό θεωρείται προτιμότερο να επιτευχθεί η συλλογική ανοσία μέσω καθολικών εμβολιασμών. Εξάλλου, οι μαζικοί εμβολιασμοί, στο παρελθόν, είχαν μεγάλη επιτυχία, τόσο στην προστασία των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού όσο και στην αποφυγή της κατάρρευσης των δημόσιων νοσηλευτικών συστημάτων, εξαιτίας της επιδημικής κρίσης.
Όμως, ακόμη κι αν τα διαθέσιμα εμβόλια είναι αποτελεσματικά κατά των ήδη γνωστών παραλλαγών του κορονοϊού και ο εμβολιασμός του πληθυσμού με αυτά γίνει καθολικός, υπάρχει πάντα η δυνατότητα, η επίκτητη ανοσία που αυτά μας παρέχουν να αποδειχτεί ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των νέων παραλλαγών, όπως πολύ επώδυνα διαπιστώσαμε τον τελευταίο χρόνο με τις παραλλαγές Δέλτα και Όμικρον!
Επομένως, ακόμη κι αν έχει επιτευχθεί, πρόωρα, κάποια ανοσία της αγέλης, δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι αυτή θα διαρκέσει για πάντα, ούτε και ότι ο κορονοϊός θα σταματήσει να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στους ξενιστές του και άρα ότι θα εξαλειφθεί οριστικά. Κάτι που είναι μάλλον απίθανο να συμβεί, όπως γνωρίζουμε από την εμπειρία των προηγούμενων ιικών επιδημιών, όπως π.χ. συμβαίνει με τις ετήσιες επιδημίες του ενδημικού ιού της γρίπης (βλ. «Μηχανές του Νου», 8.1.22).
Τα επιστημονικά αντισώματα στις ανοσιακές ουτοπίες
Η αισιόδοξη άποψη ότι, αργά ή γρήγορα, θα επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης και, είτε μέσω φυσικών νοσήσεων είτε μέσω των εμβολιασμών, ο κορονοϊός SARS-CoV-2 θα πάψει να μεταδίδεται επειδή δεν θα βρίσκει πια ξενιστές για να μολύνει, είναι ένα καθησυχαστικό μύθευμα που δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά.
Βέβαια, η νοσηρότητα και η θνητότητα των νέων παραλλαγών του ιού τείνουν όντως να μειώνονται, κάτι που δεν ισχύει καθόλου για τη μεταδοτικότητά τους, η οποία έχει σαφώς αυξηθεί, με αποτέλεσμα να δημιουργούν (στατιστικά) εξίσου σοβαρά υγειονομικά και κοινωνικά προβλήματα με τις προηγούμενες παραλλαγές.
Για παράδειγμα, η πιο πρόσφατη και επικρατέστερη παραλλαγή Όμικρον δείχνει σαφώς ότι ακόμη και οι χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμένων δεν μπορούν να εμποδίσουν τη διάδοσή της, αφού οι ήδη εμβολιασμένοι πολίτες τους μπορούν κάλλιστα να επαναμολυνθούν και να μεταδίδουν τον ιό, μολονότι είναι εντελώς ασυμπτωματικοί! Γεγονός που καθιστά την Όμικρον απειλητική, όχι τόσο για τα ηπιότερα συμπτώματα που προκαλεί, αφού μολύνει κυρίως τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και όχι τόσο τους πνεύμονες, αλλά επειδή αναπαράγεται και εξαπλώνεται πολύ ταχύτερα από όλες τις άλλες γνωστές παραλλαγές του κορονοϊού.
Γι’ αυτό, τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όσο και οι περισσότεροι ειδικοί επιμένουν ότι είναι απαραίτητη η τρίτη δόση του εμβολίου κατά του κορονοϊού, επειδή ενισχύει -έστω και ανεπαρκώς- τις άμυνες του ανοσιακού μας συστήματος κατά των νέων παραλλαγών, χωρίς βέβαια να διασφαλίζει και την εξάλειψή τους.
Η επίτευξη της ανοσίας της αγέλης, μέσω αποκλειστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας του κορονοϊού και της νόσου COVID-19, είναι μια επιστημονικά και ιστορικά ανεπιβεβαίωτη υπόσχεση, που, αν εφαρμοστεί μαζικά, ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει σοβαρότερα προβλήματα και ανείπωτη ανθρώπινη δυστυχία.
Όπως επισημαίνει σε πρόσφατο ειδικό αφιέρωμα του περιοδικού «Nature» ο Kristian Andersen, ο Αμερικανός ανοσολόγος στο Scripps Research Institute a La Jolla της Καλιφόρνιας, η στρατηγική της φυσικής ανοσίας της αγέλης «θα οδηγήσει σε μη αποδεκτούς αριθμούς θανάτων, που δεν είναι απαραίτητο να συμβούν. Δεν υπάρχει μαγικό ραβδί για την αντιμετώπιση της πανδημίας και οφείλουμε να αποδεχτούμε την πραγματικότητα, ποτέ μέχρι τώρα δεν έχει επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης μέσω των φυσικών μολύνσεων από έναν νέο ιό. Και ο κορονοϊός SARS-CoV-2 δεν αποτελεί εξαίρεση».
Εδώ και δύο χρόνια, ακούμε από τις περισσότερες κυβερνήσεις ότι οφείλουμε να εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες, ωστόσο οι ίδιες δεν ακολουθούν τις συμβουλές της επιστήμης αλλά, πολύ συχνά, υιοθετούν στρατηγικές κατά της επιδημίας με κοντόφθαλμα μικροπολιτικά και οικονομικά κριτήρια, που όπου εφαρμόζονται, επιτείνουν τα προβλήματα από την αναποτελεσματική διαχείριση της επιδημίας του κορονοϊού.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, κρίνεται αναγκαία από τους πολιτικούς η προσφυγή στην επικείμενη «ανοσία της αγέλης», ένα εύπεπτο και κοινωνικά καθησυχαστικό μύθευμα που, όντας εντελώς ατεκμηρίωτο από τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, μπορεί να υπόσχεται την οριστική έξοδο από την κρίση με τρόπο μαγικό: δεδομένου ότι δεν μπορεί να μας διασφαλίσει πως, τελικά, θα επικρατήσουν οι «άνοσοι» άνθρωποι, ενώ μέχρι τώρα υπάρχουν μόνο ασυμπτωματικοί φορείς του κορονοϊού, ο οποίος και συνεχίζει να μεταδίδεται και να δημιουργεί νέες παραλλαγές.