“Ο μόνος του αιώνος μας εν μέσω νάνων, γίγας”
Πρόκειται να κυκλοφορήσει εντός των ημερών (από τις Εκδόσεις Αντώνη Σταμούλη, της Θεσσαλονίκης), η ογκώδης μελέτη (1242 σελίδων μεγάλου σχήματος) του Γιώργη Έξαρχου για τον Ρήγα Βελεστινλή, στην οποία πρωτοδημοσιεύεται και η αυθεντική «εικόνα» του προσώπου του (βλέπε Εξώφυλλο), μαζί με πλήθος πληροφοριών για τη ζωή και το έργο του μεγάλου οικουμενικού βάρδου, από αθησαύριστες άγνωστες και δυσπρόσιτες πηγές, οι οποίες δίνουν το αληθινό πρόσωπο του παγκόσμιου επαναστάτη, έξω από τα καθιερωμένα της «στενόμυαλης» και δήθεν πατριωτικής αγιογράφησής του, που τον θέλει «αποστεωμένο νάνο» αυτόν τον γίγαντα, με τις δήθεν «βαθυστόχαστες» προσεγγίσεις…
Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου:
JEAN-HENRI-ABDOLONYME UBICINI (1818-1884) – 1881
(Geographie diriger par. Ludovic Drapeyron, Quatrieme annee, Dixieme livraison – Avril 1881, Paris. – La grande carte de la grece par Rhigas – / Γεωγραφία με την καθοδήγηση του Ludovic Drapeyron, Quatrieme annee [τέταρτο έτος], Dixieme livraison [δέκατη παράδοση] – Απρίλιος 1881, Παρίσι. – Ο μεγάλος χάρτης της Ελλάδας του Ρήγα –).
«Πριν από τριάντα περίπου χρόνια [το 1851], καθώς επισκεπτόμουν το σχολείο της Χάλκης, στα Πριγκηπόννησα, την προσοχή μου τράβηξε η θέα ενός μεγάλου χάρτη, μάλλον ατελούς, σε νεοελληνική γλώσσα, κολλημένου στον τοίχο, τον οποίο μου έδειξε με ένα είδος μελαγχολικής υπερηφάνειας ο Δάσκαλος, δείχνοντας το όνομα του συγγραφέα που ήταν χαραγμένο στο κάτω μέρος του εμπροσθόφυλλου: Ρήγας Θετταλός. Ήταν στην πραγματικότητα η περίφημη Χάρτα της Ελλάδας σε δώδεκα φύλλα, που συνέταξε και δημοσίευσε ο Ρήγας, το 1797, στη Βιέννη, δεκαοκτώ μήνες πριν από την καταστροφή που έβαλε τέλος στη ζωή του γεωγράφου-ποιητή, του “πρωτομάρτυρα” της Ανεξαρτησίας, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες.
Οι χάρτες έχουν τη μοίρα τους όπως τα βιβλία! Το πεπρωμένο του συγκεκριμένου ήταν ασυνήθιστο. Προετοίμασε το έδαφος για την αφύπνιση των εθνικοτήτων στο Λεβάντε- σηματοδότησε τόσο την αρχή όσο και το πρόγραμμα της Επανάστασης που, σε διάστημα μικρότερο του ενός αιώνα, ανανέωσε το πρόσωπο της οθωμανικής Ανατολής.
Ο χρόνος δημοσίευσης της χάρτας του Ρήγα είναι μια ιστορική ημερομηνία. Παρ’ όλα αυτά, οι συνθήκες αυτής της έκδοσης, το τραγικό γεγονός που την ακολούθησε, καθώς και τα περισσότερα γεγονότα που αφορούν στη ζωή και στο έργο του Ρήγα, είναι ακόμα πολύ ατελώς γνωστά, ακόμα και στην Ελλάδα. Θα ήθελα να προσπαθήσω να καλύψω εν μέρει αυτό το κενό.
Ι
Ο Ρήγας το 1797 ήταν τριαντατεσσάρων ετών. Γεννήθηκε το 1763 στο Βελεστίνο, μια μικρή πόλη της Θεσσαλίας, στους πρόποδες του Πηλίου, στη θέση των αρχαίων Φερών: εξ ου και το επώνυμο Φεραίος, με το οποίο μερικές φορές αναφέρεται. Ένας Ρουμάνος συγγραφέας, ο Bolintineano, υποστήριξε, χωρίς να επικαλεστεί κάποια αιτιολογία, ότι ήταν καταγωγής Tsintsare1 [Αρμάνος/Ελληνόβλαχος]. Ένα απόσπασμα του Dr. Pouqueville υποδηλώνει ότι είχε έναν αδελφό που πήρε μέρος στον πόλεμο της ανεξαρτησίας.2 Ο πρώτος, και αναμφισβήτητα ο μοναδικός βιογράφος του Ρήγα, ο Περραιβός, ο οποίος μας έχει δώσει περίεργες πληροφορίες –ελλιπείς, δυστυχώς, και μερικές φορές ακόμα και αντιφατικές– για τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του, δεν μιλάει ούτε γι’ αυτόν τον αδελφό ούτε για τους άλλους συγγενείς του. Υποθέτει μόνο3 ότι ο πατέρας του Ρήγα πρέπει να ήταν ένας φιλελεύθερος άνθρωπος με κάποια άνεση, ώστε να μη διστάζει να αποχωριστεί τον γιο του, ο οποίος ήταν ακόμα σε μικρή ηλικία (εν μικρά ηλικία όντα), για να τον στείλει στο λύκειο της Ζαγοράς, όπου φρόντισε για τη διαβίωσή του για αρκετά χρόνια.
Το Λύκειο της Ζαγοράς, υπό τη διεύθυνση του μορφωμένου Κωνσταντίνου, κατείχε, μετά τα Αμπελάκια και τον Τύρναβο, την πρώτη θέση μεταξύ των ελληνικών σχολείων της Θεσσαλίας εκείνη την εποχή. Ο Ρήγας σημείωσε ραγδαία πρόοδο στις σπουδές του, σε τέτοιο βαθμό, λέει ο Περραιβός, ώστε οι δάσκαλοί του σύντομα δεν είχαν τίποτε άλλο να του διδάξουν. Εγκατέλειψε το σχολείο και επέστρεψε στο Βελεστίνο, πιθανότατα για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Μισούσε τους Τούρκους, και ιδιαίτερα τους Τούρκους του Βελεστίνου, τα γουρούνια του Βελεστίνου, όπως τους αποκαλούσε χαριτολογώντας, οι οποίοι είχαν “το πιο χοντρό ρύγχος και τα πιο κοφτερά δόντια” από τους Τούρκους των άλλων επαρχιών.4 Το να ζει ανάμεσά τους ήταν υπερβολικό γι’ αυτόν (πιστεύεται ότι έχασε τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία), και αποχαιρέτησε το Βελεστίνο, τη Θεσσαλία, την Ελλάδα ίσως, ανυπόμονος να κινηθεί πιο εύκολα και να αναπνεύσει πιο ελεύθερο αέρα.
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΤΩΝ ΒΡΑΓΚΟΒΑΝΩΝ
Οι οικογένειες των Βρανκοβάνου και Γκίκα της Βλαχομπογδανίας κατάγονταν από το αρβανιτοβλάχικο χωριό Αρμπανάσι (ή Αρβανιτοχώρι), στη νυν Βουλγαρία
Ήταν, υποθέτω, περίπου το 1781 ή το 1782. Την ίδια εποχή, κατά μια περίεργη σύμπτωση, ένας άλλος επιφανής Έλληνας, μεγαλύτερός του κατά δεκαπέντε χρόνια, που θα ζούσε για περισσότερο από ένα τρίτο του αιώνα, αυτός που ήταν, μετά από αυτόν, ο κύριος υποστηρικτής της ελληνικής ανεξαρτησίας, ο Κοραής, εγκατέλειπε τη γενέτειρά του, τη Σμύρνη, την οποία δεν επρόκειτο να ξαναδεί ποτέ, φεύγοντας, όπως και εκείνος, από τη θέα και την επαφή των Οσμανλήδων και προτιμώντας, όπως ο ίδιος έλεγε, τα βάσανα μιας αιώνιας εξορίας από την ταπείνωση να ζει στη σκλαβωμένη πατρίδα του.
Τι συνέβη στον Ρήγα μετά την αποχώρησή του από το Βελεστίνο; Ο Περραιβός τον θέλει να μεταβαίνει κατευθείαν στη Βλαχία, “το μοναδικό καταφύγιο των Ελλήνων φίλων της ελευθερίας”, όπου έγινε, μετά από λίγους μήνες, γραμματέας ενός μεγάλου βογιάρου, του Brancovano.5 Ο βιογράφος αναφέρει ρητά τον χρόνο άφιξης του Ρήγα στο Βουκουρέστι, το 1790, “το ίδιο έτος”, προσθέτει, “κατά το οποίο ο Μαυρογένης ήρθε στη Βλαχία ως οσποδάρος”.
Αυτή η ημερομηνία του 1790 είναι προφανώς λάθος, καθώς ο Μαυρογένης είχε διοριστεί οσποδάρος, αντί του Μιχαήλ Σούτζου, τον Ιούνιο του 1786. Όμως, ακόμα και αν αφαιρέσουμε αυτά τα τέσσερα χρόνια, ο ισχυρισμός του Περραιβού φαίνεται απίθανος. Πώς να αποδεχτούμε ότι ο Ρήγας, με τη φλόγα του για γνώση, τον ενθουσιώδη και κάπως μανιώδη πατριωτισμό του και τα σχέδια που είχαν αρχίσει να στοιχειώνουν στη φαντασία του, θα έπρεπε να παρατείνει την παραμονή του στη Θεσσαλία μέχρι τα είκοσι τρία του χρόνια; Όσο λαμπρές κι αν ήταν οι σπουδές που είχε κάνει στη Ζαγορά, οι σπουδές αυτές δεν θα μπορούσαν να τον πάνε πολύ μακριά. Ο Ρήγας ήταν πολύ μορφωμένος για την εποχή του. Η χάρτα της Ελλάδας πάνω στην οποία δούλευε για αρκετό καιρό, δηλώνει ένα ευρύ φάσμα γνώσεων και μια αρκετά μεγάλη εμπειρία. Επίσης, εκτός από τις κλασικές γλώσσες που κατείχε, χωρίς ίσως να τις έχει μελετήσει σε βάθος, μιλούσε άπταιστα –όπως μας λέει ο ίδιος ο Περραιβός– ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά, ακόμα και αραβικά. Δεν είναι κάτι που μαθαίνεις στο σχολείο. Προφανώς έπρεπε τελειώνοντας το σχολείο, και πριν φτάσει στο Βουκουρέστι, να μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον πιο καλλιεργημένο, πιο ανοιχτό, για να ολοκληρώσει τις σπουδές που ξεκίνησε στη Ζαγορά.
Ποιο ήταν αυτό το περιβάλλον; Ο Σαρίπολος τον θέλει να μένει πρώτα στην Ιταλία, “όπου ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του”, και στη συνέχεια να ταξιδεύει διαδοχικά στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία. Αυτό θα εξηγούσε πώς ο Ρήγας εξοικειώθηκε με τα κύρια γλωσσικά ιδιώματα της Ευρώπης σε νεαρή ηλικία, καθώς επίσης ίσως και την ιδιότητα του γιατρού, την οποία του αποδίδουν ορισμένοι συγγραφείς, ιδίως ο Παρανίκας, χωρίς να αναφέρουν τον τόπο όπου πήρε τα πτυχία του. Αλλά αυτό είναι μια καθαρή υπόθεση χωρίς βάση ή απόδειξη. Μια άλλη παράδοση, που έχει τις ρίζες της κατά κάποιον τρόπο στην οικογένεια Υψηλάντη και ακολουθήθηκε από αρκετούς ιστορικούς της Ελληνικής Επανάστασης, τον Αλέξανδρο Σούτζο, τον Φιλήμονα, τον Γιερβίνο και πιο πρόσφατα από τον Κ. Γούδα, στους Παράλληλους Βίους του, μας παρουσιάζει, γύρω στο 1782, τον Ρήγα στην Κωνσταντινούπολη, γραμματέα του πρώην πρίγκιπα της Βλαχίας, Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο οποίος λέγεται ότι τον πήρε όταν ήταν πολύ νέος (νέον όντα) στο σπίτι του, φρόντισε για την εκπαίδευσή του κι αργότερα τον έκανε γραμματέα και μαθητή του στην πολιτική.
Αυτή η εκδοχή, με την προϋπόθεση ότι η έκφραση νέον όντα δεν λαμβάνεται πολύ κυριολεκτικά, φαίνεται η πιο πιθανή. Εκτός από το γεγονός ότι δεν έρχεται σε αντίθεση με κανένα από τα επιβεβαιωμένα στοιχεία που έχουμε για τον Ρήγα, είναι αυτή που εξηγεί καλύτερα την υπόλοιπη ζωή του και ολόκληρο το έργο του.
Προερχόμενος από οικογένεια φαναριωτών με πρόσφατη φήμη, αν και ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος των Κομνηνών, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, μετά από μια σύντομη περίοδο ως Μεγάλος Δραγουμάνος της Πύλης, προήχθη στο οσποδαριάτο της Βλαχίας το φθινόπωρο του 1774, λίγους μήνες μετά την ειρήνη του Καϊναρτζί. Παρέμεινε στη θέση αυτή για οκτώ συνεχόμενα έτη, ένα φαινόμενο πρωτόγνωρο στη ζωή ενός Φαναριώτη πρίγκιπα, το οποίο δεν επαναλήφθηκε από τότε.
Μετά τη διαφυγή των δύο μεγαλύτερων γιων του, οι οποίοι μια μέρα εγκατέλειψαν κρυφά το Βουκουρέστι και πήγαν στα αυστριακά κράτη, απ’ όπου πολύ δύσκολα θα τους έκανε να επιστρέψουν,6 παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέρασε τα έτη 1782 έως 1786. Στα τέλη της τελευταίας χρονιάς διορίστηκε οσποδάρος της Μολδαβίας, αντικαθιστώντας τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον πρώτο προστάτη του d’ Hauterive.7
Σε αυτό το διάστημα, από το 1782 έως το 1786 είναι σκόπιμο να τοποθετήσουμε την άφιξη του Ρήγα στην Κωνσταντινούπολη και τις πρώτες του επαφές με τον Υψηλάντη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο πρώην οσποδάρος, ο οποίος είχε ισχυρούς υποστηρικτές στην Πύλη και στο Σεράι, συνέχισε να επιδεικνύει μια πριγκιπική μεγαλοπρέπεια και να διατηρεί μια εξαιρετική οργάνωση του σπιτιού του. Μπροστά από το παλάτι του στα Θεραπειά –που σήμερα είναι η θερινή κατοικία των Γάλλων πρεσβευτών– επέπλεαν οι τρεις ιπποσκευές [;], και τον έβλεπαν να ανεβοκατεβαίνει στον Βόσπορο με ένα χρυσοποίκιλτο καΐκι με επτά ζεύγη κουπιών, προς μεγάλο σκανδαλισμό των Οσμανλήδων, οι οποίοι θεωρούσαν απαράδεκτο ότι ένας γκιαούρης τολμούσε να φτάσει τη μεγαλοπρέπεια και να φέρει τα σύμβολα ενός μεγάλου βεζίρη.
Συγχρόνως, έχοντας την εύνοια των Τόρκων [Τούρκων;], ο Φαναριώτης οσποδάρος διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον πρίγκιπα Κάουνιτζ, ο οποίος τον ενημέρωσε, το 1785, για τη μυστική συμμαχία που είχε μόλις συναφθεί μεταξύ του Ιωσήφ Β’ και της Αικατερίνης με σκοπό τον διαμελισμό της Τουρκίας. Τότε ήταν που ο Υψηλάντης υπέβαλε στον Κάουνιτζ ένα λεπτομερές σχέδιο για την απελευθέρωση της Ελλάδας, το οποίο οι περιστάσεις οδήγησαν στη ματαίωση.8
Είναι αμφίβολο αν ο Ρήγας γνώριζε αυτά τα σχέδια και αν αυτά επηρέασαν αργότερα την ανάπτυξη των δικών του ιδεών σχετικά με την απελευθέρωση της χριστιανικής Ανατολής, όταν οι ιδέες αυτές, ωριμάζοντας με τον χρόνο και τα γεγονότα, οδήγησαν στη δημιουργία της Εταιρείας. Εν τω μεταξύ, είτε υιοθετήσει κανείς την εκδοχή του Φιλήμονα είτε ακολουθήσει την εκδοχή του Περραιβού, σύμφωνα με την οποία, κατά την άφιξη του Μαυρογένη στο Βουκουρέστι, ο Ρήγας βρισκόταν ήδη εκεί ως γραμματέας του Μπρανκοβάνο, ο οποίος τον παραχώρησε στον νέο οσπόδαρο, ένα γεγονός φαίνεται βέβαιο, ότι ο Ρήγας μπήκε στην υπηρεσία του Μαυρογένη στην αρχή της θητείας του τελευταίου, δηλαδή το καλοκαίρι του 1786.
II.
Εκείνη την περίοδο, η Βλαχία και η Μολδαβία, τα τρία τέταρτα των οποίων είχαν εξελληνιστεί μετά την άνοδο των Φαναριωτών πριγκίπων στην εξουσία, είχαν γίνει ένα είδος προέκτασης της Ελλάδας.
Στην αυλή του οσποδάρου, στα σπίτια των βογιάρων, μιλούσαν μόνο ελληνικά. Πράγματι, ένας πρώην γραμματέας του Υψηλάντη, ο οποίος αργότερα έγινε γενικός πρόξενος της Αυστρίας στο Βουκουρέστι και ο οποίος έγραψε ένα πολύ καλό βιβλίο για τη Βλαχία,9 ο Raicevich, αναφέρει ως ιδιομορφία το γεγονός ότι δύο ή τρεις ευγενείς της εποχής του, από πατριωτικά αισθήματα, είχαν διατηρήσει τη χρήση της εθνικής γλώσσας. Τα σχολεία, πολυάριθμα και ακμάζοντα, ήταν όλα ελληνικά σχολεία. Το Βουκουρέστι γινόταν “η νέα Αθήνα”. Έρχονταν από όλα τα μέρη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, έμποροι, γιατροί, καθηγητές, φοιτητές, τυχοδιώκτες, άλλοι έλκονταν από την επιθυμία να μάθουν, άλλοι για να αναζητήσουν την τύχη τους ή απλώς, όπως λέει ο βιογράφος του Ρήγα, “για να βρουν τα μέσα για να ζήσουν”!10
Αυτή η ελληνοποίηση της Δακίας, την οποία οι μπέηδες του Φαναριού είχαν καθιερώσει ως κανόνα διακυβέρνησης, ήταν, σε μεγάλο βαθμό, έργο του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Ο Μιχαήλ Σούτσος συνέχισε την τακτική του χωρίς ωστόσο να μοιράζεται τα οράματά του. Επί Μαυρογένη, ο οποίος διαδέχθηκε τον Σούτσο, υπήρξε μια παύση. Ο Μαυρογένης αποτελεί εξαίρεση μεταξύ των Φαναριωτών πριγκίπων. Ήταν ο γιος ενός φτωχού ψαρά από το Αρχιπέλαγος, που έγινε δραγουμάνος του στόλου υπό τον Μεγάλο Ναύαρχο Χασάν-Πασά, “τον κροκόδειλο της θάλασσας των μαχών”, διορισμένος χάρη στην εύνοια του αφεντικού του, οσποδάρος της Βλαχίας, ιδιόρρυθμος, βίαιος, αλλά με αξιοσημείωτη ευφυΐα, και άνθρωπος με καρδιά τελικά –το απέδειξε με τον θάνατό του–, ήρθε σε ρήξη με τη φαναριώτικη παράδοση και όταν, το 1787, κηρύχθηκε ο πόλεμος μεταξύ της Πύλης και της Ρωσίας, που σύντομα θα συμμαχούσε με την Αυστρία, αντί να φύγει όπως ο συνάδελφός του από τη Μολδαβία και να βρει καταφύγιο στην άλλη πλευρά των συνόρων περιμένοντας τις εξελίξεις, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ των Τούρκων και το πλήρωσε ακριβά με τη ζωή του.
Ο Ρήγας ακολούθησε την τύχη του βοεβόδα, χωρίς ωστόσο να λάβει ενεργό μέρος στον πόλεμο. Διορίστηκε κυβερνήτης της Μικρής Βλαχίας και καθ’ όλην τη διάρκεια της εκστρατείας παρέμεινε στην Κραϊόβα, με την ειδική αποστολή να εξασφαλίσει τη διαμονή και τη διατροφή των οθωμανικών στρατευμάτων, καθώς περνούσαν τον Δούναβη για να πολεμήσουν τους Αυστρο-Ρώσους. Ήταν ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης που έκανε τον μελλοντικό ιδρυτή της εταιρίας σύμμαχο των μουσουλμάνων σε έναν πόλεμο που υποτίθεται ότι έγινε για να απελευθερωθούν οι χριστιανοί από τον ζυγό των μουσουλμάνων! Αλλά ο Ρήγας δεν ξεγελάστηκε από αυτά τα φαινόμενα και φοβόταν τους Ρώσους ακόμα περισσότερο από ό,τι μισούσε τους Τούρκους.
Μετά το τραγικό τέλος του Μαυρογένη (Ιούλιος 1790)11 –ίσως και λίγο αργότερα, μετά την ειρήνη του Σίστοφ (Αύγουστος 1791)–, ο Ρήγας επέστρεψε στο εκκενωμένο Βουκουρέστι ή λίγο πριν εκκενωθεί απ’ τους αυτοκρατορικούς. Ελεύθερος πλέον από κάθε δέσμευση, από κάθε ξένη έγνοια, συνέχισε, λέει ο Περραιβός, “το σταματημένο έργο του, της χάρτας της Ελλάδας”, και φαινόταν να τον απασχολεί μόνο ένα πράγμα, η εκτέλεση του μεγάλου σχεδίου, στο οποίο είχαν υποταχθεί οι σκέψεις του, οι πράξεις του, ολόκληρη η ζωή του.
Επομένως, σε αυτή ακριβώς την ημερομηνία του 1790 ή 1791 πρέπει να συσχετίσουμε την απαρχή της πρώτης εταιρίας, αυτής που σωστά ονομάζεται εταιρία του Ρήγα, για να τη διαχωρίσουμε από τη δεύτερη, την εταιρία του Καποδίστρια, του Μαυροκορδάτου και του Υψηλάντη, η οποία προηγήθηκε κατά λίγα χρόνια του ξεσπάσματος της εξέγερσης του 1821.
Πού και πώς γεννήθηκε αυτή η ιδέα στο μυαλό του; Σύμφωνα με τον Φιλήμονα, του την πρότεινε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης,12 ο οποίος, κατά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη μετά την ειρήνη του Σιστόβ, εκμεταλλεύτηκε τον ελεύθερο χρόνο που του έδινε η πολιτική για να συνεχίσει, υπό τον μανδύα των μεταρρυθμίσεων που σχεδίαζε ο σουλτάνος Σελίμ και του οποίου είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη, τα ίδια σχέδια που είχε κάποτε συζητήσει με τον πρίγκιπά του Κάουνιτζ. Το γεγονός ότι ο οσποδάρος, ο οποίος ήταν σε διαθεσιμότητα και περίμενε μια από εκείνες τις επιστροφές της τύχης που είναι πάντα δυνατές στην Τουρκία, συνέχιζε να ονειρεύεται στους κήπους των Θεραπειών ή του Κουρουτσεσμέ,13 όπως έκανε κάποτε κάτω από τις σκιές του Κοτροτσένι14 ή στον πριγκιπικό κήπο του Ιασίου, τον εξελληνισμό της ευρωπαϊκής Τουρκίας ως ένα πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τίποτε πιο πιθανό. Όμως ούτε ο στόχος που είχε κατά νου, ούτε τα μέσα στα οποία στηρίχθηκε για να τον επιτύχει είχαν όπως θα δείξω στη συνέχεια, κάτι κοινό με το σχέδιο του Ρήγα.
Να προσθέσω ότι δεν ήταν, όπως όλα δείχνουν, ένα σχέδιο που ξεπήδησε από το μυαλό του εκείνη την ώρα. Σχεδιάστηκε και διαμορφώθηκε αργά, σταδιακά και κομμάτι-κομμάτι, όσο τα γεγονότα εξελίσσονταν. Θα ήθελα να φανταστώ τον Ρήγα την εποχή που μόλις ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Ζαγορά. Είναι δεκαοκτώ, είκοσι το πολύ.
Είναι σε θέση να διαβάσει το κείμενο ενός βιβλίου, γνωρίζει απ’ έξω τα πιο όμορφα αποσπάσματα του Ομήρου και του Αισχύλου, τις αφηγήσεις του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα, τους λόγους του Δημοσθένη- το μυαλό του είναι γεμάτο από τις ένδοξες αναμνήσεις της Σπάρτης και της Αθήνας- μιλάει γι’ αυτές με τους συμφοιτητές του. Αυτές οι συνομιλίες, αυτά τα διαβάσματα, αυτή η συνεχής επίκληση των παλαιών ημερών, κάνουν την τωρινή δουλεία ακόμα πιο πικρή γι’ αυτόν και σκέφτεται μαζί τους τα μέσα απόδρασης από αυτήν.
Αλλά τι μπορούν να κάνουν οι νέοι άνθρωποι που είναι απομονωμένοι, χωρίς υποστήριξη στον κόσμο, και οι οποίοι θα χωριστούν για να προσπαθήσουν, ο καθένας από τη δική του πλευρά, να κάνουν την τύχη τους; Είναι ένα όνειρο.
Αργότερα, τον συνάντησα στο Βουκουρέστι, μαζί με τον Μαυρογένη, στην καρδιά της νεότητας και της πολιτικής του δραστηριότητας. Το πνεύμα του έχει ωριμάσει από τα ταξίδια, από τις πολλές συναντήσεις σε σπίτια, από τη διαχείριση επιχειρήσεων. Ο πατριωτισμός του, που εξακολουθεί να είναι φλογερός, έχει γίνει πιο συγκρατημένος. Εξακολουθεί να σκέφτεται να ελευθερώσει την Ελλάδα- η ώρα δεν έχει έρθει ακόμα, αλλά θα έρθει, και, μέχρι τότε, απλώνεται παντού, πολλαπλασιάζεται, αναπτύσσει τις σχέσεις του, διευρύνει ταυτόχρονα τον κύκλο των γνώσεών του και αφοσιώνεται με θέρμη στη μελέτη των γλωσσών.
Η Γαλλική Επανάσταση που ξέσπασε ξαφνικά, προκάλεσε μια τεράστια και πρωτόγνωρη αντίδραση στην Ελλάδα και σε όλη την Ανατολή. Το όραμα αποκτά σώμα. Ο στόχος, που αόριστα διακρίνεται στο βάθος, γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρος και πλησιάζει. Στο εξής θα επιτευχθεί με όλα τα μέσα που διαθέτει, με βιβλία, με εφημερίδες, με ανοιχτή ή μυστική προπαγάνδα.
Η επαναστατική ιδέα, που ζυμωνόταν σε κάθε κεφάλι, είχε γεμίσει τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ελλάδα με λέσχες, επιτροπές και μυστικές εταιρείες. Στον Ρήγα ήρθε η ιδέα να σχηματίσει, μέσω των φίλων που είχε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, μια τεράστια οργάνωση (hetairie / εταιρεία),15 που προοριζόταν, λέει ένας Φαναριώτης συγγραφέας, “να συγκεντρώσει σε μια μοναδική εστία τις διάσπαρτες ακτίνες του Ελληνισμού”.
Κανείς δεν ήταν πιο ικανός για το έργο αυτό από ό,τι ο ίδιος σε σχέση με όλες τις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας –είχε κοιμηθεί με τα παλικάρια στη σκιά των βράχων τους– στην Κωνσταντινούπολη, είχε επισκεφθεί τους ιεράρχες και τους άρχοντες του Φαναρίου, στα παλάτια τους. Στην αυλή του Μαυρογένη είχε συναναστραφεί με τους πλούσιους εμπόρους, τους καθηγητές, τους γιατρούς που αποτελούσαν αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί η τρίτη τάξη του έθνους- στην Κραϊόβα είχε μάθει τι είδους θαρραλέοι ναυτικοί, γενναίοι καπεταναίοι υπήρχαν στη Ρούμελη και στο Αρχιπέλαγος.
Η εταιρεία αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Το 1793, την εποχή της αναχώρησης του Ρήγα για τη Βιέννη, είχε παραρτήματα σε όλη την ευρωπαϊκή Τουρκία και τη Μικρά Ασία. Στην Αλεξάνδρεια, το Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Βιέννη, δηλαδή στους πληθυσμούς των πλούσιων Ελλήνων εμπόρων, διέθετε μέλη σε μεγάλη κλίμακα.
Οι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι που ανήκαν σε αυτήν. Στους κόλπους της υπήρχαν Βλάχοι {της Δακίας}, Τσιντσάροι {Ελληνόβλαχοι}, Αλβανοί, Σέρβοι, Βούλγαροι, ακόμα και Οσμανλήδες. Ανάμεσα στους τελευταίους είναι και μια προσωπικότητα, ο Πασβάν-Ογλού, πασάς του Βιδινίου, που το όνομά του ήταν για ένα διάστημα, στη Δύση, εκείνο του διάσημου Αλή του Τεπελενίου.
Ο Πασβάν-Ογλού ήταν, όπως και ο Αλή, ένας από εκείνους τους “άρχοντες της πεδιάδας (dere-beys)” που, μετά τις στρατιωτικές πανωλεθρίες και τις εσωτερικές διαμάχες που κλόνισαν την Τουρκική Αυτοκρατορία στα τέλη του περασμένου και στις αρχές του αιώνα που διανύουμε, είχαν ανακηρυχθεί σε μικρούς κληρονομικούς αντιβασιλείς στις επαρχίες τις οποίες υποτίθεται ότι θα διοικούσαν στο όνομα του πατισάχ. Δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα που ο σουλτάνος Μαχμούτ, σύμφωνα με τα γεμάτα ενέργεια λόγια του ιστοριογράφου του, “θα οπλιζόταν με το τσεκούρι και θα ξεκινούσε τη θριαμβευτική του πορεία”.
Ο Ρήγας του είχε σώσει τη ζωή κατά τη διάρκεια της εκστρατείας έναντίον των Ρώσων. Οι Οσμανλήδες θυμόντουσαν το ευεργέτημα, περισσότερο από το αδίκημα. Ο Πασβάν, μαθαίνοντας ότι ο Ρήγας είχε επιστρέψει στο Βουκουρέστι, έστειλε αγγελιοφόρο με συγχαρητήρια επιστολή και πλούσια δώρα.
Ο Ρήγας, ο οποίος εκτιμούσε πολύ τον πασά και καταλάβαινε το όφελος που θα μπορούσε να αποκομίσει αν τον προσεταιριζόταν για το εγχείρημά του, είχε μαζί του μια πολύ ενδιαφέρουσα αλληλογραφία την οποία ο Περραιβός μάς διαφύλαξε εν μέρει
“Μπέη”, γράφει ο Ρήγας, “αρπάζοντάς σε από τον θάνατο, όταν μπορούσα να το κάνω, έκανα ό,τι με προστάζει το καθήκον- γιατί θεωρώ ότι ένας Θεός δημιούργησε το σύμπαν, έτσι ώστε, όλοι μας, όσοι κι αν είμαστε, είμαστε πλάσματά του και παιδιά του ίδιου πατέρα, και κατά συνέπεια αδέλφια. Και αυτή είναι η αλήθεια. Ας υποθέσουμε ότι ένας πατέρας είχε γεννήσει πολλούς γιους και ένας από αυτούς τους γιους είχε γίνει δερβίσης, ένας άλλος είχε γίνει πασάς, ένας τρίτος ουλεμάς, αυτός ένας νέγρος, αυτός ένας απλός τεχνίτης, και ο καθένας από τους άλλους είχε ακολουθήσει ένα διαφορετικό επάγγελμα, δεν είναι και πάλι παιδιά του ίδιου πατέρα, δεν είναι αδέρφια, και επιτρέπεται να μισούν ο ένας τον άλλον, ενώ ο πατέρας τους τους αγαπάει το ίδιο;
Οι Μουσουλμάνοι πιστεύετε ότι η θρησκεία σας υπερτερεί των άλλων. Εγώ είμαι πεισμένος για την υπεροχή της θρησκείας μου- είναι αυτός λόγος να τσακωνόμαστε και να προσβάλλουμε τον κοινό μας πατέρα, τον Θεό, με τις διαφωνίες μας, ο οποίος μας προστάζει να είμαστε δίκαιοι, τίμιοι, συμπονετικοί και να συμπεριφερόμαστε σε όσους είναι υποτελείς μας με ευγένεια και όχι ως όντα που δεν διαθέτουν λογική; Όσο για την ίδια την πίστη, δεν χρειάζεται να την εξετάζουμε και να διαφωνούμε γι’ αυτήν. Σε αυτό το ζήτημα κριτής είναι μόνο ο Θεός- και ποτέ δεν έχουμε δει, ούτε έχουμε ακούσει να λέγεται σε κανένα βιβλίο, ότι ο Θεός τιμώρησε το τάδε άτομο επειδή ήταν μουσουλμάνος, το τάδε άτομο επειδή ήταν χριστιανός, ή το τάδε άτομο επειδή ήταν ειδωλολάτρης κ.λπ. Αλλά βλέπουμε, ακούμε και βρίσκουμε γραμμένο στα βιβλία, ότι ο Θεός σε όλες τις εποχές έχει τιμωρήσει και ότι θα τιμωρεί εκείνους που καταπιέζουν τα όντα που είναι φτιαγμένα κατ’ εικόνα του, τους αδελφούς τους”.
Φαίνεται ότι η επιστολή αυτή έκανε βαθιά εντύπωση στον Πασβάν-Ογλού, γιατί μόλις την έλαβε απάντησε στον Ρήγα, ζητώντας του να τον συμβουλεύσει και να τον καθοδηγήσει, υποσχόμενος να τον υπακούει σαν να ήταν πατέρας του. Αυτή η νέα διάθεση για έναν Οσμανλή οδήγησε τον Ρήγα να του ανοιχτεί πιο πολύ:
“Εφόσον έχετε πειστεί”, του έγραψε, “για την αλήθεια όσων σας είπα, δεν μένει παρά να σας πω τι πρέπει να κάνετε και τι αναμένεται από εσάς. Πρέπει να πάρετε τα όπλα και να τιμωρήσετε αυστηρά τους κακούς μπέηδες και αγάδες στο Βιδίνι και αλλού, και αντίθετα να πάρετε υπό την προστασία σας τους καλούς Τούρκους και τους καταπιεσμένους ραγιάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι με αυτόν τον τρόπο θα προκαλέσετε την οργή του Σουλτάνου, διότι έχει προ πολλού παρεκκλίνει από το μονοπάτι του Θεού και δεν ακολουθεί πλέον τις εντολές του Κορανίου.
Αναμφίβολα θα εκδώσει φιρμάνι εναντίον σας. Στείλτε το αμέσως σε μένα. Θα δώσω ο ίδιος την απάντηση, την οποία θα σας στείλω με τo ίδιο ταχυδρομείο: και έτσι η συμπεριφορά σας θα εξηγηθεί και θα δικαιολογηθεί. Μη φοβάστε τις απειλές και τα όπλα των τυράννων που παρεκτρέπονται. Έχετε τον Θεό με το μέρος σας, ο οποίος ακούει τα βογγητά και βλέπει τα κλάματα τόσων εκατομμυρίων ανθρώπων και δεν αφήνει ποτέ ατιμώρητους τους κακούς. Ποιο έργο είναι πιο άξιο για έναν πρίγκιπα από το να ελευθερώσει από τον ζυγό ενός άθεου τυράννου τα πλάσματα του Θεού, τους συνανθρώπους του! Όποιος το αναλαμβάνει, ο Θεός είναι μαζί του, και επομένως τι μπορεί να φοβάται; Αλλά πρέπει να σου πω, φίλε μου, ότι οι ασεβείς είναι δειλοί- γιατί έχουν πάντα μπροστά στα μάτια τους το φάντασμα των κακών τους πράξεων και την εικόνα του εκδικητικού Θεού- και αυτή η εικόνα είναι η ελπίδα στις καρδιές τους. Το παρελθόν, το παρόν και, πάνω απ’ όλα, το θέαμα που προσφέρει σήμερα η Γαλλία στον κόσμο, επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια”.
Με μια πρώτη ματιά, ο ιδιαίτερος τόνος αυτής της αλληλογραφίας μεταξύ ενός Έλληνα του 18ου αιώνα και ενός μουσουλμάνου μπέη δημιουργεί αμφιβολίες. Το ερώτημα είναι αν είναι αυθεντικό, αν είναι ο Ρήγας που εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο και αν δεν είναι τελικά ο βιογράφος του Ρήγα που υποκαθιστά την προσωπικότητά του, όπως έκαναν οι ιστορικοί της αρχαιότητας. Αλλά το σκεπτικό διορθώνει αυτή την πρώτη εντύπωση, και σύντομα το απίθανο εξηγείται.
Επρόκειτο για μια μεγάλη σχέση μεταξύ του Πασβάν-Ογλού και του Ρήγα, ανεξάρτητα από το πολιτικό κίνητρο που τους ώθησε να έρθουν ο ένας προς τον άλλον. Από αντίθετα σημεία της πολιτικής και της θρησκείας, μπόρεσαν να συναντηθούν στο πλαίσιο ενός είδους φιλοσοφικού σκεπτικισμού που τους ανέβασε πάνω από τη σφαίρα των θρησκευτικών και σχολικών αντιπαραθέσεων. Ο ισλαμισμός, όταν περιορίζεται στις θεμελιώδεις αρχές του, είναι καθαρός θεϊσμός, και παρεκκλίνει από αυτόν μόνο για να καταλήξει στον πανθεϊσμό των Σούφι, όπως τον πρεσβεύει ακόμα και σήμερα η πλειονότητα των θρησκευτικών ταγμάτων στην Τουρκία, και ιδίως οι Μπεκτατζήδες. Λέγεται ότι ο Πασβάν ανήκε στην τελευταία αυτή αίρεση, δηλαδή πίστευε ελάχιστα στον προφήτη και σχεδόν καθόλου στον Θεό.
Ο Ρήγας μαθητής της σχολής του Βολταίρου και των εγκυκλοπαιδιστών, έδειχνε την ίδια αδιαφορία σχετικά με δογματικά ζητήματα. Δεν έκανε καμία διάκριση ανάμεσα σε ένα μουσουλμάνο και έναν Έλληνα και, κάτι ακόμα πιο σπάνιο, ανάμεσα σε έναν Έλληνα και έναν Λατίνο. Γι’ αυτόν όλες οι θρησκείες ήταν εξίσου καλές –για τον Πασβάν-Ογλού, ήταν όλες εξίσου κακές– πράγμα που ισοδυναμεί σχεδόν με το ίδιο πράγμα. Ωστόσο, ο Ρήγας είχε πιο καλλιεργημένο μυαλό, μια ανώτερη και σαφέστερη άποψη για την αποστολή και τα πεπρωμένα της ανθρωπότητας, για τα καθήκοντα που βαρύνουν τα άτομα, για την αλληλεγγύη που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των λαών. Αυτή η υπεροχή της οπτικής και του φωτός, ο πολιτικός ρόλος που είχε διαδραματίσει, η φήμη που είχε αποκτήσει, η ανάμνηση των υπηρεσιών που είχε προσφέρει, είναι αρκετά για να εξηγήσουν αυτή τη φανερή αντιστροφή των ρόλων, ο χριστιανός να απευθύνεται στον μουσουλμάνο, ο ραγιάς στον οσμανλή, με τον τόνο με τον οποίο ένας δάσκαλος γράφει στον μαθητή του.
Αυτή η περίεργη αλληλογραφία δεν φέρει ημερομηνία. Το περιεχόμενο της δεύτερης επιστολής, ο λεπτός υπαινιγμός για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν τότε στη Γαλλία, φαίνεται να υποδηλώνουν το έτος 1792, κατά το οποίο σημειώθηκαν οι πρώτοι θρίαμβοι των δημοκρατικών στρατευμάτων εναντίον των στρατευμάτων του συνασπισμού. Σήμερα δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τον ενθουσιασμό που προκάλεσε η Γαλλική Επανάσταση σε όλα τα μέρη του Λεβάντε και την τεράστια επιρροή που άσκησε στις ψυχές των ανθρώπων. Ο Ρήγας πρέπει να αισθάνθηκε αυτή την επιρροή περισσότερο από κάθε άλλον. Τα προηγούμενα έργα του, τα διαβάσματά του, οι επαφές των φίλων του, ο στόχος που επεδίωκε, τον έσπρωχναν προς τη Γαλλία, κι ιδιαίτερα προς τη δημοκρατική Γαλλία. Η αγαπημένη του γλώσσα, μετά τα ελληνικά, ήταν τα γαλλικά, τα οποία είχε μάθει με τον μορφωμένο νομικό Δημήτρη Καταρτζή. Τα έργα που είχε μεταφράσει για τη καθοδήγηση των συμπατριωτών του ήταν όλα γαλλικά.
Έπαιρνε τακτικά τις γαλλικές εφημερίδες, είτε μέσω της Μασσαλίας είτε με τη βοήθεια των νέων Ελλήνων που σπούδαζαν στο Παρίσι. Στο Βουκουρέστι, είχε γίνει φίλος με όλους τους αξιόλογους Γάλλους υπηκόους και προστατευόμενους που ήταν εγκατεστημένοι ή περνούσαν από τη χώρα, τον Emile Gaudin, γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, ο οποίος αργότερα έγινε μέλος του Tribunate και ο οποίος έγραψε μια μπροσούρα για τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Τουρκίας που μπορεί να συμβουλευτεί κανείς με επιτυχία ακόμα και σήμερα,16 τον πολίτη Hortolan, φίλο και ανταποκριτή του πρέσβη Descorches,17 τον Τουρναβίτη, Έλληνα πολιτογραφημένο Γάλλο, ο οποίος είχε γίνει ο κύριος αντιπρόσωπός μας στις παραδουνάβιες επαρχίες σε μια εποχή που δεν είχαμε ακόμη αντιπρόσωπο με τίτλο στις χώρες αυτές.
————————-
*Γιώργης Σ. Έξαρχος / Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ
———————
Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ
———————-
Ο ίδιος λέγεται ότι είχε απασχοληθεί, εκείνη την εποχή, για κάποιο χρονικό διάστημα με την ιδιότητα του δραγουμάνου στην υπηρεσία της Γαλλίας.18
Οι νέες αρχές που διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση ανταποκρίνονταν απόλυτα στα ιδανικά και στα σχέδια του Ρήγα, για να μην αγκαλιάσει με θέρμη τον αγώνα της. Αυτός ο αγώνας ταυτίστηκε στο μυαλό του με τον αγώνα όλων των καταπιεσμένων λαών. Ήταν μεγάλη χαρά γι’ αυτόν να βλέπει στο όμορφο σύνθημα της νεαρής Δημοκρατίας: Liberte, Egalite, Fraternite, το σύμβολο και την υπόσχεση της αναγέννησης της Ανατολής. Γι’ αυτόν, η ελευθερία ταυτιζόταν με την ανεξαρτησία –η ισότητα ήταν η κατάργηση της υπεροχής όχι μόνο μιας κάστας αλλά και μιας φυλής έναντι μιας άλλης–, η αδελφοσύνη ήταν η συμμετοχή όλων των λαών, χριστιανών και μουσουλμάνων, της ευρωπαϊκής Τουρκίας, χωρίς διάκριση καταγωγής ή θρησκείας, στα αγαθά του νέου καθεστώτος.
Η εσωτερική συγκρότηση της πρώτης εταιρείας (hetairie), η εταιρεία των φίλων, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται, είναι ελάχιστα γνωστή. Ήταν μια ένωση, που λόγω του ίδιου του σκοπού της και των μέσων δράσης της, περιβαλλόταν από ένα μυστήριο που χρησίμευε τόσο για να αποτρέψει την παρακολούθηση από τους εχθρούς της όσο και για να εξάψει τη φαντασία και τον ζήλο των μελών της, και είχε την ιδιαιτερότητα να παραμένει εντελώς αποκομμένη από άλλες ενώσεις του ίδιου είδους σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη. Όσοι καλούνταν να ενταχθούν σε αυτήν έπρεπε να ορκιστούν ότι δεν είχαν σχέση με καμία ξένη ένωση.
Η εταιρεία είχε μια σφραγίδα της οποίας ο Περραιβός περιγράφει το σχήμα και το μέγεθος. Είχε το μέγεθος ενός τάλαρου19 και απεικόνιζε τρία κάθετα ρόπαλα, το καθένα από τα οποία έφερε έναν σταυρό, με τις εξής λέξεις σε περίγραμμα: Για την πίστη, την πατρίδα, τους νόμους και την ελευθερία.
Το διάστημα από το 1791 έως το 1794 ήταν γεμάτο με αυτές τις προετοιμασίες. Στις αρχές του 1793, ο μελλοντικός βιογράφος του Ρήγα, ο Περραιβός, Θεσσαλός όπως και ο ίδιος, ήρθε για πρώτη φορά στο Βουκουρέστι. Ήταν πολύ νέος, είκοσι ετών, φτωχός, φλογερός, ενθουσιώδης. Και αυτός, χωρίς αμφιβολία, όπως οι περισσότεροι νέοι Έλληνες της εποχής εκείνης, είχε ονειρευτεί περισσότερες από μία φορές την απελευθέρωση της πατρίδας του. Όμως έπρεπε να σκεφτεί πρώτα τον εαυτό του, για να εξασφαλίσει τη διαβίωσή του: primum vivere, dein philosophari. Πήγε στον Ρήγα, για τον οποίο είχε ακούσει πολλά. Ο τελευταίος τον καλωσόρισε, τον πήρε στο σπίτι του, τον έφερε σε επαφή με το έργο του, με τα σχέδιά του, και σύντομα, όταν αποφάσισε να εγκαταλείψει το Βουκουρέστι και να εγκατασταθεί στη Βιέννη της Αυστρίας, τον πήρε μαζί του στην πρωτεύουσα αυτή.
Εδώ επιστρέφουμε στο θέμα μας, από το οποίο απομακρυνθήκαμε λίγο, την έκδοση της μεγάλης χάρτας της Ελλάδας, της οποίας ο Ρήγας μόλις είχε ολοκληρώσει τα τελευταία φύλλα.
A. Ubicini.
(Συνεχίζεται.)» (Geographie diriger par…, 1881, σ. 241-253).
***Εύγλωττο κείμενο, επιστημονικής προσέγγισης, χρήζει προσοχής… στο έτος γέννησης του Ρήγα, στις χρονολογίες μετακίνησής του, στις επαφές του, τα σχέδιά του, τις σπουδές του, και την όλη δράση του, την εταιρεία του, και για τον φόβο των Ρώσων και για το ότι «Εκείνη την περίοδο, η Βλαχία και η Μολδαβία, τα τρία τέταρτα των οποίων είχαν εξελληνιστεί», κάτι που δεν έτυχε της αρμόζουσας προσοχής μέχρι σήμερα…
Jean-Henri-Abdolonyme Ubicini (20 Οκτωβρ. 1818 – 28 Οκτωβρ. 1884). Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος, επίτιμο μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας. Γεννήθηκε στο Issoudun, σε οικογένεια μεσαίας τάξης, καταγωγής από την Λομβαρδία. Μετά από τις σπουδές στην πατρίδα του και στις Βερσαλλίες, το 1839 έγινε καθηγητής ρητορικής στο Joigny. Ξεκινώντας από το 1844, έκανε μεγάλα ταξίδια σε Ιταλία, Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ενώ βρισκόταν στο Βουκουρέστι, συμμετείχε στην Επανάσταση των Βλάχων, το 1848, και έγινε γραμματέας της προσωρινής κυβέρνησης και του Πριγκιπάτου. Όταν οι συνδυασμένες ρωσικές και οθωμανικές δυνάμεις κατέστειλαν την επανάσταση, έφυγε από τη Βλαχία για την ΚΠολη, όπου έμεινε για λίγο, πριν να επιστρέψει στη Γαλλία. Εγκατασταθείς στο Παρίσι, δημοσίευσε αρκετές μελέτες για την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τα Πριγκιπάτα του Δούναβη, και μεταξύ των πιο σημαντικών είναι το έργο Lettres sur la Turquie. Ίδρυσε το περιοδικό Revue de l’Orient και συνεργάστηκε με πολλά άλλα περιοδικά, όπως το Le Siècle, το La Presse και το Courier de Paris. Στα γραπτά του, ο Ubicini υιοθέτησε φιλορουμανική άποψη. Το 1867 έλαβε τη ρουμανική υπηκοότητα.
1 {Το έργο είναι: Dimitrie Bolintineanu, Călătorii la românii din Macedonia și Muntele Atos sau Santa–Agora, București, Tipografia Jurnalului Național, 1863, γραμμένο το 1858 και εκδομένο το 1863. Μελετητές του έργου, υποστηρίζουν ότι ουδέποτε ο Bolintineanu ταξίδεψε στην Ελλάδα, και ότι αυτό είναι φανταστικό ταξίδι του –όπως συνήθιζαν πολλοί λόγιοι εκείνη την περίοδο– με βάση τα ταξιδιωτικά βιβλία του Φρ. Πουκεβίλ. Στις σ. 150-151 γράφει ονόματα διακριθέντων Βλάχων (που ο ίδιος τους θεωρεί Ρουμάνους) στην Επανάσταση του 1821, στην πολιτική και στα γράμματα, και αναφέρει τους εξής, γράφοντας δυο λόγια για τον καθένα και τον τόπο τους: Κατσιαντώνης, Τσιόνγκας, Ευθύμιος Βλαχάβας, Χριστ. Χατζηπέτρος, Ανδρούτσος κι ο γιος του Οδυσσέας, Παλάσκας, Μπασδέκης, Καταραχιάς, Λιάκος, Κέτσαρης, Ζιάγκας, Μπουκουβάλας, Γιώτης, Κωλέττης, Ντόσιος/Δόσιος ή Ντέσιος/Δέσιος, Διονύσιος Πύρρος, Μιχαήλ Ποτλής, Βάφας, Ποστολάκας, Ρήγας, Αλέξης Νούτσος, Μάρκος Μπότσιαρης, Τζιαβέλας, Δράκος, Ζέρβας, Φωτομάρας, Λάμπρος και όλοι οι Σουλιώτες που ήταν Αρβανιτόβλαχοι. – Για τον Ρήγα πιο συγκεκριμένα γράφει: «Riga, poet mare, născut în satul Velestina, pentru care Turci îl numeau Velestenli. Greci, ca să-i pearză originea, îl numea Fereos, dupa vechiul nume al districtului aceluia.» – «Ρήγας, μέγας ποιητής, γεννημένος στο χωριό Βελεστίνα, γι’ αυτό οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Βελεστενλή. Οι Γραικοί, για να εξαφανίσουν την καταγωγή του, τον ονόμασαν Φεραίο, κατά την παλιά ονομασία του οικισμού.» (σ. 151).}
2 {«Mais ells etaient en etat de defense; car les Hellenes, revenus de leur premier etonnement, couraient de toutes parts aux armes. Un frère du Pindare modern de la Thessalie, Riga, vanait, disaiton, d’ aborder dans l’Etolie, et les hymnes de son frère retentissaient au milieu du mont Oeta et de la Doride. A leurs accents, des bandes entieres de paysans conduits par des pretres couronnes de lauriers […]» – «Αλλά αυτοί βρίσκονταν σε κατάσταση άμυνας, γιατί οι Έλληνες [Hellenes], έχοντας συνέλθει από την πρώτη τους έκπληξη, έτρεχαν με τα όπλα προς όλες τις πλευρές. Ένας αδελφός του σύγχρονου Πίνδαρου της Θεσσαλίας, του Ρήγα, λέγεται, ότι ερχόμενος στη γη της Αιτωλίας, τραγουδούσε τους ύμνους του αδελφού του και αντηχούσαν στο μέσον του όρους Οίτη και στη Δωρίδα. Στις συγκρούσεις τους, ομάδες αγροτών έχοντας επικεφαλής ιερείς, στέφονταν με δάφνες […]» (Histoire de la Régéneration de la Grèce, Comprenant le précis des evenements depui 1740 jusqu’au 1824, Par F.-C.-H.-L. Pouqueville,…, Tome III, A Paris, MDCCCXXIV [1824], σ. 175). Ανόητοι «παράγουν» και «αναπαράγουν» πλήθος ανοησίες για τον «αδελφό του Ρήγα, ονόματι Κωστή», που πολεμούσε στην Επανάσταση του 1821! Τον Κωστή με βάση αρχειακά έγγραφα που έχω δημοσιεύσει σε δυο προηγούμενα βιβλία μου για τον Ρήγα, ήταν «κλεφτρόνι»!…}
3 Στο τελευταίο μου ταξίδι στην Αθήνα, το 1869, ο Κ. Ζαΐμης, τότε πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, μου μίλησε για έναν παλιό συγγενή του Ρήγα, που ζούσε ακόμα τότε, ο οποίος κατοικούσε, αν θυμάμαι καλά, στη Λαμία της Θεσσαλίας.
4 Οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν τους χριστιανούς με τον ίδιο τρόπο. Ένας Έλληνας και ένας Λατίνος διαφωνούσαν για την υπεροχή της θρησκείας τους –πήραν ως κριτή έναν χότζα που ήταν παρών στη συζήτηση– “Ποιου!” απάντησε ο τελευταίος, “είτε το γουρούνι είναι μαύρο είτε άσπρο, είναι πάντα γουρούνι”.
5 {Ο Grigore Brancoveanu (1767-1832), 12ος απόγονος τη 5ης γενιάς του Κωνσταντίνου Μπασαράμπ Μπρανκοβάνου Α’, γιος του Μανωλάκη Μπρανκοβάνου, και της Ζωής Δημητρίου Στούρτζα, υπήρξε μέγας μπάνος, και νυμφεύτηκε την Elizabeth (Safta) Bals, κι αργότερα έγινε καλογριά με το όνομα Μοναχή Ελένη και πέθανε το 1857, χωρίς να αφήσει απογόνους. Είχε άλλα πέντε αδέλφια: Κωνσταντίνος Μπρανκοβάνου IV, Έλενα (1787-1809), Μαρία († 1837) και μια που σκοτώθηκε μικρή, 10 ετών, τη Σμαράγδα, και Σεβαστή († 1795). Ο Γρηγόριος Μπρανκοβεάνου υπήρξε πολιτική προσωπικότητα της Βλαχίας, άσκησε πολλά κυβερνητικά αξιώματα έγινε δε και μπάνος. Υιοθέτησε τη Ζωή Μαυροκορδάτου το 1824, ανιψιά της αδερφής της συζύγου του, και σύζυγο του Gheorghe Bibescu, μετέπειτα άρχοντα της Βλαχίας. Με συμβολαιογραφική πράξη, στις 27 Αυγούστου 1828, ο Γρηγόριος Μπιμπέσκου θα φέρει πλέον και το όνομα Μπρανκοβάνου διατηρώντας στη μνήμη αυτή την παλιά οικογένεια.}
6 Δείτε σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για το περιστατικό αυτό τα Documente privitore la Istoria Romanilor, του Μ. Eudoxe Hurmuzaki, Βουκουρέστι, 1871, in-4o, τόμος VII, σελ. 331-362,.
7 Δείτε την επιθεώρηση του 1879.
8 Δείτε στο Φιλήμων, ΙΙ, 10, πώς το σχέδιο αυτό περιήλθε σε γνώση της Πύλης και τι ακολούθησε.
9 Osservasioni storiche, etc. intorno la Valachia e la Moldavia, Napoli, 1788.
10 Επί σκοπώ να εύρη πόρον ζωής.
11 {Ο Ν. Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε από τους Οθωμανούς στην αρχή του Οκτωβρίου 1790, και στις 5 Οκτ. 1790 η κεφαλή του κρεμόταν στην ΚΠολη!}
12 Ήταν εγγονός του οσποδάρου για τον οποίο γίνεται λόγος. Ονομάστηκε Αλέξανδρος, όπως και ο παππούς του, σύμφωνα με το έθιμο των μεγάλων φαναριώτικων οικογενειών, όπου το όνομα που δίνεται, κατά τη βάπτιση, στο μεγαλύτερο παιδί επαναλαμβάνεται τακτικά με την παράλειψη μιας γενιάς.
13 Χωριό στον Βόσπορο, όπου η οικογένεια Υψηλάντη είχε ένα γιάλι (θερινή κατοικία).
14 Θερινή κατοικία του πρίγκιπα ηγεμόνα στο Βουκουρέστι. – {Νυν συνοικία του Βουκουρεστίου.}
15 Εταιρεία, ένωση για οποιοδήποτε σκοπό, πολιτικό, λογοτεχνικό, εμπορικό: η Βασιλική εταιρία του Λονδίνου “the Royal Society of London“, η εταιρία των Ινδιών “the India Company“, κ.λπ.
16 Du soulevement de la Grece et des provinces chretiennes de la Turquie d’Europe, του Emile Gaudin, 1822.
17 Πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, 1793-1795.
18 Σε λίγο θα επανέλθουμε σε αυτό το ελάχιστα γνωστό και κάπως σκοτεινό χαρακτηριστικό της ζωής του Ρήγα [Righas].
19 Το παλιό αυστριακό thaler, που πλησιάζει σε μέγεθος και αξία το γαλλικό ECU των έξι λιρών της ίδιας εποχής.