Απόψεις Ιστορία

Γιώργης Έξαρχος: Διαδρομές… αυτογνωσίας… 13 / “Το πανάρχαιο φαινόμενο της διγλωσσίας…”

Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150 – 211 και 216)

ΓΙΩΡΓΗΣ Σ. ΕΞΑΡΧΟΣ – ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ… 13

ΠΕΡΙ ΓΕΤΩΝ, ΖΑΜΟΛΞΗ / ΣΑΜΟΛΞΗ ΚΑΙ ΑΝΑΧΑΡΣΗ… ΤΟ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΓΛΩΣΣΙΑΣ ΣΕ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΣΠΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ ΚΑΙ Η ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΑΓΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ…

«ΜΙΓΑΔΕΣ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΚΑΙ «ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΚΥΘΙΖΟΥΣΙ»…

«…οι Γελωνοί από καταγωγή είναι Έλληνες, που ξεσηκώθηκαν απ᾽ τα εμπορικά κέντρα κι εγκαταστάθηκαν στη χώρα των Βουδίνων, κι η γλώσσα που μιλούν είναι ανάμεικτη, σκυθοελληνική. Αυτή τη γλώσσα λοιπόν των Γελωνών δεν τη μιλούν οι Βουδίνοι, ούτε Γελωνοί και Βουδίνοι ζουν με τον ίδιο τρόπο· γιατί οι Βουδίνοι, καθότι ντόπιοι, είναι νομάδες κι οι μόνοι στην περιοχή αυτή που τρων κουκουνάρια από πεύκο, ενώ οι Γελωνοί δουλεύουν τη γη και τρων ψωμί σιταρένιο κι έχουν κήπους, και δε μοιάζουν καθόλου με τους Βουδίνους στην όψη και στο χρώμα. Βέβαια οι Έλληνες και τους Βουδίνους τούς λένε Γελωνούς, αυτό όμως είναι λάθος…»

Η ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΗ «ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΘΟΔΟΣ ΣΛΑΒΩΝ» ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ…

Έχουμε κομίσει –στα προηγούμενα δημοσιεύματα– τις πηγές οι οποίες με πειστική σαφήνεια αναφέρουν ότι οι Σκλάβοι ή Σκλαβήνοι ή Σκλαβινοί (και όλες οι υπαγόμενες σε αυτούς «εθνοτικές ομάδες»: Σαγουδάτοι, Ρυγχίνοι κ.λπ., ως και οι Άβαροι/Αβάρεις και Άνται/’Αντες κ.ά.) ήταν Γέτες, και ότι οι Γέτες ήταν Έλληνες. Το ξανατονίζω Έλληνες, όχι Γραικοί, μιας και οι δύο αυτοί όροι δεν ταυτίζονται τόσο στα αρχαιοελληνικά κείμενα (βλ. Ησίοδος κ.ά.), όσο και στα κείμενα των λεγόμενων «βυζαντινών συγγραφέων» (βλ. Προκόπιος κ.ά.). Στις παρουσιασθείσες πηγές είναι και αυτές που δίνουν «λέξεις» της γλώσσας των Σκλαβήνων, ως και το περίφημο και φημισμένο «τόρνα τόρνα φράτρε», κατανοητό από Αβάρους και Σκλαβήνους κ.λπ., κάτι το οποίο αποφεύγεται να λέγεται από τους ιστορικούς, αλλά και από τους βαλκανολόγους, τους βλαχολόγους κ.ά.

Είδαμε ότι από τις αρχαίες πρωτογενείς πηγές προκύπτει ότι οι Γέτες υπήρχαν έως και τη Θεσσαλία και εκτείνονταν στον χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, ότι οι Ηδωνοί προέρχονταν από Θεσσαλούς και καλούνταν και Κένταυροι, ότι αυτών ο βασιλιάς ονομαζόταν Γέτας (δημοσιεύσαμε και εικόνες από σχετικά νομίσματα), και ότι από αυτόν τον Γέτα πήραν το όνομά τους οι Γέτες. Βέβαια, οι Γέτες που έζησαν στην περιοχή της Θράκης, ήταν κατά κάποιον τρόπο «συμπατριώτες των Θρακών» αλλά δεν ήταν ομόφυλοί τους. Μάλιστα, στις χώρες νοτίως του Δουνάβεως υπήρξαν αναμεμιγμένοι οι Γέτες με τους Κέλτες ή Κελτούς, οπότε γίνεται λόγος για Κελτογέτες ή Γετοκέλτες, και πλήθος τοπωνυμίων ή ανθρωπωνυμίων στη νυν Βαλκανική (όπως προκύπτουν από επιγραφές και νομίσματα σε ανασκαφικές εργασίες) πιστοποιούν ότι αυτά τα ονόματα είναι γετοκελτικά και όχι σλάβικα, όπως η κυρίαρχη άποψη «τους θέλει» και η οποία διαμορφώθηκε κατά μεγάλο μέρος από τα λεγόμενα «κομμουνιστικά καθεστώτα» των χωρών της Ανατολικής και ΝΑ Ευρώπης στο β’ μισό του 20ού αιώνα. Τόσο παλαιές μελέτες (βλ. π.χ. Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859), όσο και νεότερες έρευνες (βλ. HPAKΛEOYΣ ΣΩTHPOΣ ΘAΣIΩN. Изследвания в чест на Иля Прокопов от приятелите и учениците му по случай неговата 60-годишнина / HPAKΛEOYΣ ΣΩTHPOΣ ΘAΣIΩN. Studia in honorem Iliae Prokopov sexagenario ab amicis et discipulis dedicata, TIRNOVI 2012, ISBN 978-954-400-717-1), αποκαλύπτουν την γετική παρουσία, με μαρτυρίες ελληνόγλωσσες (επιγραφές και νομίσματα), και πρόκειται για πανάρχαια παρουσία δίγλωσσων πληθυσμών (με μια «εθνοτική πολυωνύμία»), με κυρίαρχη ομιλούμενη και γραπτή γλώσσα την ελληνική. Σε περιόδους που υφίστανται και Θρακοκέλτες αλλά και Θρακομακεδόνες, που άφησαν δείγματα της γλώσσας τους με ελληνική γραφή και αυτοί…

  • «Το όνομα Γέτα προέρχεται από ένα θέμα ΚΑΤΑ το οποίο όπως και το ΤΑΚΑ εκφράζει την ιδέα της πρόσληψης, της παρακολούθησης, της κατανόησης. Από το ελληνικό ρήμα κλάω, το σανσκριτικό tchit, το γοτθικό gitan. Από τα ουσιαστικά: σανσκρ. tchit (το ευφυές, το πνεύμα), σκανδιναβικό geda (το ευφυές, το πνεύμα), και από τα επίθετα: λατινικό catus, σκυθικό geta, σανσκριτικό ychitra, λιθουανικό kytras, πολωνικό chytry. Στο ίδιο θέμα επισυνάπτεται η γερμανική λέξη Got (Έξυπνος, Θεός) και η σκανδιναβική λέξη Gautr (Προφύλαξη), εκτός αν το gauir αντιστοιχεί στο λατινικό cautus και επομένως προέρχεται από ένα θέμα KAVA που εκφράζει την ιδέα της κάλυψης, της απόκρυψης (πρβλ. λατ. caveo).» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 27).

  • «Οι Γέτες πήραν το όνομά τους από το Geta (Εξυπνος) που ήταν το επίθετο του θεού Ήλιου από τον οποίο ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν. Ανήκαν στην οικογένεια που περιλάμβανε επίσης τους Μασσα-Γέτες, οι οποίοι αποκαλούνταν επίσης Γιοι του Ήλιου. Οι πρόγονοί τους πρέπει να ζούσαν στην Ασία, στην περιοχή των Μασσα-Γετών. Η ιστορία δεν μας επιτρέπει να γνωρίζουμε τα διαφορετικά στάδια με τα οποία οι Γέτες σημάδεψαν τις μεταναστεύσεις τους από την Κασπία Θάλασσα στους πρόποδες του Αίμου. Τους βλέπουμε μόνον εγκατεστημένους στον Τύρα ποταμό, στα μισά του δρόμου μεταξύ του σημείου αναχώρησης και του σημείου άφιξης. Τον 6ο π.Χ. αιώνα, τους βρίσκουμε ήδη μόνιμα εγκαταστημένους στη Θράκη (βλ. Ηρόδοτος IV, 93). Οι Γέτες που έφτασαν στον βορρά, αναμίχτηκαν με σαρματικούς λαούς, όπως οι Κρόβύζοι (τους οποίους γνωρίζει ο Εκαταίος ο Μιλήσιος, γύρω στα 500 πριν από τον Ιησού Χριστό, στα νότια του Ίστρου), οι Οιτένσιοι, οι Οβουλένσίοι, οι Δεμένσιοι, οι Πριαρένζιοι και οι Τριζοί. Γύρω στο 516 π.Χ, οι Γέτες αντιστάθηκαν θαρραλέα στον βασιλιά Δαρείο. Ο Μέγας Αλέξανδρος, γύρω στο 335 π.Χ., πολέμησε τους Γέτες που κατέφυγαν πριν από αυτόν στις στέπες που βρίσκονται μεταξύ Ίστρου και Δνείστερου, καθώς οι πρόγονοί τους, οι Σκύθες, είχαν αποσυρθεί στο παρελθόν ενώπιον του Δαρείου. Το 292 π.Χ., ο Λυσίμαχος, βασιλιάς της Θράκης, ηττήθηκε και συνελήφθη από τον βασιλιά των Γετών Δρομιχαίτην. …» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 39).

  • «Το όνομα Volo-gaisus αποτελείται από τη λ. gaisus που στη σκυθική γλώσσα σημαίνει ξίφος (βλ. The Scythians, σελ. 33) και από τη λ. Hvala (ή Kvala) που δηλώνει μαρτύριο, θάνατο (βλ. Halia), και Vologuisus σημαίνει Ξίφος Θανάτου.» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 40).

  • «Όπως λέγεται οι Daves κατάγονταν από το Davus (Λαμπρός, Ουρανός ή Ήλιος), και οι απόγονοι των Daves, οι οποίοι λέγονται Davikes ή Dakes, συνέδεσαν την καταγωγή τους με έναν Dakus (σκανδιναβικά Dagr, η Ημέρα) που ήταν ο Υιός του Ουρανού ή του Ήλιου, ομοίως και οι Δανοί λέγεται ότι κατάγονταν από τον Danr (ή Dagnr, απόγονος του Dagr), εγγονός του Dagra.» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 64). – Γετιστί dava = χωριό, οικισμός, κατούνα.

  • «…οι Σκύθες και οι Γέτες ασχολούνταν και με αγροτικές εργασίες. Γνώριζαν τότε ήδη το άροτρο (λιθ. zoch) και το υνί του αρότρου (λατ. culter· λιθ. Zagre, zagarai· πρβλ. ελλ. σάγαρις) που το ονόμασαν σχιστήρι (γοτθικά hoha· σανσκρ. kokas ο λύκος· πρβλ. vrikas, λύκος). Πολύ αργότερα οι Σλάβοι φαίνεται ότι εφηύραν το άροτρο με βάση το υπόδειγμα των αμαξών και των ελκήθρων. το αποκαλούσαν και με το όνομα «αντεροβγάλτης» (λιθ. plugas’ πρβλ. σλαβ. wluk, λύκος), και με αυτό το όνομα υιοθετήθηκε και από τους Γερμανούς (πρβλ. pfiug) και τους Σκανδιναβούς (plogr). Ωστόσο, η καλλιέργεια της γης δεν μπόρεσε να γενικευτεί στους Σκύθες από όταν αυτοί οι λαοί εγκατέλειπαν όλο και περισσότερο τη νομαδική ζωή. …» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 91-92).

  • «Οι Σκύθες και οι Γέτες δεν πρέπει πλέον να θεωρούνται, όπως μέχρι τώρα, βάρβαροι, χωρίς να έχουν κάποια σημασία και χωρίς κανένα ενδιαφέρον στην αρχαία ιστορία. … να ξέρετε ότι οι Σκύθες είναι επίσης ο ισότιμοι και ισάξιοι των Σαρμάτων που ήταν οι Πρόγονοι των Σλαβικών Λαών …» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 303).

Να σημειώσω εδώ ότι βλαχιστί η λ. γκιάτâ / (έναρθρο) γκιάτα = έξυπνος, ευφυής, γενναίος, ξανθομάλλης και γαλανομάτης, πονηρός, ατρόμητος. Έτσι όρισαν οι γέροι εκ μητρός συγγενείς μου τον Γκιάτα, αδελφό του προ-προ-προπάππου μου από αυτήν την προγονική ρίζα, αν και το βαφτιστικό του ήταν Ρίζος/Ρίζας, κατά κόσμον Αρίζα Γκιάτα!…

Ηρόδοτος (~484-425 π.Χ.).

Πλάι σε τούτα τα χωρία, που δίνουν μια εικόνα περί των Γετών, να πάμε στην αρχαιότατη διγλωσσία πολλών Σκυθών, στην κοιτίδα τους, με βάση τα γραπτά του Ηρόδοτου (~484-425 π.Χ.):

«[4.102.1] Οἱ δὲ Σκύθαι δόντες σφίσι λόγον ὡς οὐκ οἷοί τέ εἰσι τὸν Δαρείου στρατὸν ἰθυμαχίῃ διώσασθαι μοῦνοι, ἔπεμπον ἐς τοὺς πλησιοχώρους ἀγγέλους· τῶν δὲ καὶ δὴ οἱ βασιλέες συνελθόντες ἐβουλεύοντο ὡς στρατοῦ ἐπελαύνοντος μεγάλου. [4.102.2] ἦσαν δὲ οἱ συνελθόντες βασιλέες Ταύρων καὶ Ἀγαθύρσων καὶ Νευρῶν καὶ Ἀνδροφάγων καὶ Μελαγχλαίνων καὶ Γελωνῶν καὶ Βουδίνων καὶ Σαυροματέων. [4.103.1] τούτων Ταῦροι μὲν νόμοισι τοιοισίδε χρέωνται· θύουσι μὲν τῇ παρθένῳ τούς τε ναυηγοὺς καὶ τοὺς ἂν λάβωσι Ἑλλήνων ἐπαναχθέντες τρόπῳ τοιῷδε· καταρξάμενοι ῥοπάλῳ παίουσι τὴν κεφαλήν. [4.103.2] οἱ μὲν δὴ λέγουσι ὡς τὸ σῶμα ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ ὠθέουσι κάτω (ἐπὶ γὰρ κρημνοῦ ἵδρυται τὸ ἱρόν), τὴν δὲ κεφαλὴν ἀνασταυροῦσι, οἱ δὲ κατὰ μὲν τὴν κεφαλὴν ὁμολογέουσι, τὸ μέντοι σῶμα οὐκ ὠθέεσθαι ἀπὸ τοῦ κρημνοῦ λέγουσι ἀλλὰ γῇ κρύπτεσθαι. τὴν δὲ δαίμονα ταύτην τῇ θύουσι λέγουσι αὐτοὶ Ταῦροι Ἰφιγένειαν τὴν Ἀγαμέμνονος εἶναι. [4.103.3] πολεμίους δὲ ἄνδρας τοὺς ἂν χειρώσωνται ποιεῦσι τάδε· ἀποταμὼν ἕκαστος κεφαλὴν ἀποφέρεται ἐς τὰ οἰκία, ἔπειτα ἐπὶ ξύλου μεγάλου ἀναπείρας ἱστᾷ ὑπὲρ τῆς οἰκίης ὑπερέχουσαν πολλόν, μάλιστα δὲ ὑπὲρ τῆς καπνοδόκης· φασὶ δὲ τούτους φυλάκους τῆς οἰκίης πάσης ὑπεραιωρέεσθαι. ζῶσι δὲ ἀπὸ ληίης τε καὶ πολέμου. [4.104.1] Ἀγάθυρσοι δὲ ἁβρότατοι ἄνδρες εἰσὶ καὶ χρυσοφόροι τὰ μάλιστα, ἐπίκοινον δὲ τῶν γυναικῶν τὴν μεῖξιν ποιεῦνται, ἵνα κασίγνητοί τε ἀλλήλων ἔωσι καὶ οἰκήιοι ἐόντες πάντες μήτε φθόνῳ μήτ᾽ ἔχθεϊ χρέωνται ἐς ἀλλήλους. τὰ δὲ ἄλλα νόμαια Θρήιξι προσκεχωρήκασι. [4.105.1] Νευροὶ δὲ νόμοισι μὲν χρέωνται Σκυθικοῖσι, γενεῇ δὲ μιῇ πρότερόν σφεας τῆς Δαρείου στρατηλασίης κατέλαβε ἐκλιπεῖν τὴν χώρην πᾶσαν ὑπὸ ὀφίων. ὄφιας γάρ σφι πολλοὺς μὲν ἡ χώρη ἀνέφαινε, οἱ δὲ πλεῦνες ἄνωθέν σφι ἐκ τῶν ἐρήμων ἐπέπεσον, ἐς οὗ πιεζόμενοι οἴκησαν μετὰ Βουδίνων τὴν ἑωυτῶν ἐκλιπόντες. [4.105.2] κινδυνεύουσι δὲ οἱ ἄνθρωποι οὗτοι γόητες εἶναι. λέγονται γὰρ ὑπὸ Σκυθέων καὶ Ἑλλήνων τῶν ἐν τῇ Σκυθικῇ κατοικημένων ὡς ἔτεος ἑκάστου ἅπαξ τῶν Νευρῶν ἕκαστος λύκος γίνεται ἡμέρας ὀλίγας καὶ αὖτις ὀπίσω ἐς τὠυτὸ ἀποκατίσταται. ἐμὲ μέν νυν ταῦτα λέγοντες οὐ πείθουσι, λέγουσι δὲ οὐδὲν ἧσσον, καὶ ὀμνῦσι δὲ λέγοντες. [4.106.1] Ἀνδροφάγοι δὲ ἀγριώτατα πάντων ἀνθρώπων ἔχουσι ἤθεα, οὔτε δίκην νομίζοντες οὔτε νόμῳ οὐδενὶ χρεώμενοι. νομάδες δέ εἰσι, ἐσθῆτά τε φορέουσι τῇ Σκυθικῇ ὁμοίην, γλῶσσαν δὲ ἰδίην ‹ἔχουσι›, ἀνθρωποφαγέουσι δὲ μοῦνοι τούτων. [4.107.1] Μελάγχλαινοι δὲ εἵματα μὲν μέλανα φορέουσι πάντες, ἐπ᾽ ὧν καὶ τὰς ἐπωνυμίας ἔχουσι, νόμοισι δὲ Σκυθικοῖσι χρέωνται. [4.108.1] Βουδῖνοι δέ, ἔθνος ἐὸν μέγα καὶ πολλόν, γλαυκόν τε πᾶν ἰσχυρῶς ἐστι καὶ πυρρόν. πόλις δὲ ἐν αὐτοῖσι πεπόλισται ξυλίνη, οὔνομα δὲ τῇ πόλι ἐστὶ Γελωνός· τοῦ δὲ τείχεος μέγαθος κῶλον ἕκαστον τριήκοντα σταδίων ἐστί, ὑψηλὸν δὲ καὶ πᾶν ξύλινον, καὶ ‹αἱ› οἰκίαι αὐτῶν ξύλιναι καὶ τὰ ἱρά. [4.108.2] ἔστι γὰρ δὴ αὐτόθι Ἑλληνικῶν θεῶν ἱρὰ Ἑλληνικῶς κατεσκευασμένα ἀγάλμασί τε καὶ βωμοῖσι καὶ νηοῖσι ξυλίνοισι, καὶ τῷ Διονύσῳ τριετηρίδας ἀνάγουσι καὶ βακχεύουσι. εἰσὶ γὰρ οἱ Γελωνοὶ τὸ ἀρχαῖον Ἕλληνες, ἐκ τῶν δὲ ἐμπορίων ἐξαναστάντες οἴκησαν ἐν τοῖσι Βουδίνοισι· καὶ γλώσσῃ τὰ μὲν Σκυθικῇ, τὰ δὲ Ἑλληνικῇ χρέωνται. [4.109.1] Βουδῖνοι δὲ οὐ τῇ αὐτῇ γλώσσῃ χρέωνται καὶ Γελωνοί, οὐδὲ δίαιτα ἡ αὐτή· οἱ μὲν γὰρ Βουδῖνοι ἐόντες αὐτόχθονες νομάδες τέ εἰσι καὶ φθειροτραγέουσι μοῦνοι τῶν ταύτῃ, Γελωνοὶ δὲ γῆς τε ἐργάται καὶ σιτοφάγοι καὶ κήπους ἐκτημένοι, οὐδὲν τὴν ἰδέην ὅμοιοι οὐδὲ τὸ χρῶμα. ὑπὸ μέντοι Ἑλλήνων καλέονται καὶ οἱ Βουδῖνοι Γελωνοί, οὐκ ὀρθῶς καλεόμενοι. [4.109.2] ἡ δὲ χώρη σφέων πᾶσά ἐστι δασέα ἴδῃσι παντοίῃσι· ἐν δὲ τῇ ἴδῃ τῇ πλείστῃ ἐστὶ λίμνη μεγάλη τε καὶ πολλὴ καὶ ἕλος καὶ κάλαμος περὶ αὐτήν. ἐν δὲ ταύτῃ ἐνύδριες ἁλίσκονται καὶ κάστορες καὶ ἄλλα θηρία τετραγωνοπρόσωπα, τῶν τὰ δέρματα παρὰ τὰς σισύρνας παραρράπτεται, καὶ οἱ ὄρχιες αὐτοῖσί εἰσι χρήσιμοι ἐς ὑστερέων ἄκεσιν. [4.110.1] Σαυροματέων δὲ πέρι ὧδε λέγεται. ὅτε Ἕλληνες Ἀμαζόσι ἐμαχέσαντο (τὰς δὲ Ἀμαζόνας καλέουσι οἱ Σκύθαι Οἰόρπατα, δύναται δὲ τὸ οὔνομα τοῦτο κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν ἀνδροκτόνοι· οἰὸρ γὰρ καλέουσι ἄνδρα, τὸ δὲ πατὰ κτείνειν), τότε λόγος τοὺς Ἕλληνας νικήσαντας τῇ ἐπὶ Θερμώδοντι μάχῃ ἀποπλέειν ἄγοντας τρισὶ πλοίοισι τῶν Ἀμαζόνων ὅσας ἐδυνέατο ζωγρῆσαι, τὰς δὲ ἐν τῷ πελάγεϊ ἐπιθεμένας ἐκκόψαι τοὺς ἄνδρας. [4.110.2] πλοῖα δὲ οὐ γινώσκειν αὐτὰς οὐδὲ πηδαλίοισι χρᾶσθαι οὐδὲ ἱστίοισι οὐδὲ εἰρεσίῃ· ἀλλ᾽ ἐπεὶ ἐξέκοψαν τοὺς ἄνδρας, ἐφέροντο κατὰ κῦμα καὶ ἄνεμον· καὶ ἀπικνέονται τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος ἐπὶ Κρημνούς. οἱ δὲ Κρημνοί εἰσι γῆς τῆς Σκυθέων τῶν ἐλευθέρων. ἐνθαῦτα ἀποβᾶσαι ἀπὸ τῶν πλοίων αἱ Ἀμαζόνες ὁδοιπόρεον ἐς τὴν οἰκεομένην. ἐντυχοῦσαι δὲ πρώτῳ ἱπποφορβίῳ τοῦτο διήρπασαν καὶ ἐπὶ τούτων ἱππαζόμεναι ἐληίζοντο τὰ τῶν Σκυθέων. [4.111.1] οἱ δὲ Σκύθαι οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα· οὔτε γὰρ φωνὴν οὔτε ἐσθῆτα οὔτε τὸ ἔθνος ἐγίνωσκον, ἀλλ᾽ ἐν θώματι ἦσαν ὁκόθεν ἔλθοιεν, ἐδόκεον δ᾽ αὐτὰς εἶναι ἄνδρας τὴν πρώτην ἡλικίην ἔχοντας, μάχην τε δὴ πρὸς αὐτὰς ἐποιεῦντο. ἐκ δὲ τῆς μάχης τῶν νεκρῶν ἐκράτησαν οἱ Σκύθαι καὶ οὕτως ἔγνωσαν ἐούσας γυναῖκας. [4.111.2] βουλευομένοισι ὦν αὐτοῖσι ἔδοξε κτείνειν μὲν οὐδενὶ τρόπῳ ἔτι αὐτάς, ἑωυτῶν δὲ τοὺς νεωτάτους ἀποπέμψαι ἐς αὐτάς, πλῆθος εἰκάσαντας ὅσαι περ ἐκεῖναι ἦσαν· τούτους δὲ στρατοπεδεύεσθαι πλησίον ἐκεινέων καὶ ποιέειν τά περ ἂν καὶ ἐκεῖναι ποιέωσι· ἢν δὲ αὐτοὺς διώκωσι, μάχεσθαι μὲν μή, ὑποφεύγειν δέ· ἐπεὰν δὲ παύσωνται, ἐλθόντας αὐτοὺς πλησίον στρατοπεδεύεσθαι. ταῦτα ἐβουλεύσαντο οἱ Σκύθαι βουλόμενοι ἐξ αὐτέων παῖδας ἐκγενήσεσθαι. [4.112.1] ἀποπεμφθέντες δὲ οἱ νεηνίσκοι ἐποίευν τὰ ἐντεταλμένα. ἐπεὶ δὲ ἔμαθον αὐτοὺς αἱ Ἀμαζόνες ἐπ᾽ οὐδεμιῇ δηλήσι ἀπιγμένους, ἔων χαίρειν· προσεχώρεον δὲ πλησιαιτέρω τὸ στρατόπεδον τῷ στρατοπέδῳ ἐπ᾽ ἡμέρῃ ἑκάστῃ. εἶχον δὲ οὐδὲν οὐδ᾽ οἱ νεηνίσκοι, ὥσπερ οὐδὲ αἱ Ἀμαζόνες, εἰ μὴ τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἵππους· ἀλλὰ ζόην ἔζωον τὴν αὐτὴν ἐκείνῃσι, θηρεύοντές τε καὶ ληιζόμενοι. [4.113.1] ἐποίευν δὲ αἱ Ἀμαζόνες ἐς τὴν μεσαμβρίην τοιόνδε· ἐγίνοντο σποράδες κατὰ μίαν τε καὶ δύο, πρόσω δὴ ἀπ᾽ ἀλληλέων ἐς εὐμαρείην ἀποσκιδνάμεναι. μαθόντες δὲ καὶ οἱ Σκύθαι ἐποίευν τὠυτὸ τοῦτο. καί τις μουνωθεισέων τινὶ αὐτέων ἐνεχρίμπτετο, καὶ ἡ Ἀμαζὼν οὐκ ἀπωθέετο ἀλλὰ περιεῖδε χρήσασθαι. [4.113.2] καὶ φωνῆσαι μὲν οὐκ εἶχε (οὐ γὰρ συνίεσαν ἀλλήλων), τῇ δὲ χειρὶ ἔφραζε ἐς τὴν ὑστεραίην ἐλθεῖν ἐς τὠυτὸ χωρίον καὶ ἕτερον ἄγειν, σημαίνουσα δύο γενέσθαι καὶ αὐτὴ ἑτέρην ἄξειν. [4.113.3] ὁ δὲ νεηνίσκος ἐπεὶ ἀπῆλθε, ἔλεξε ταῦτα πρὸς τοὺς λοιπούς· τῇ δὲ ὑστεραίῃ ἦλθε ἐς τὸ χωρίον αὐτός τε οὗτος καὶ ἕτερον ἦγε, καὶ τὴν Ἀμαζόνα εὗρε δευτέρην αὐτὴν ὑπομένουσαν. οἱ δὲ λοιποὶ νεηνίσκοι ὡς ἐπύθοντο ταῦτα, καὶ αὐτοὶ ἐκτιλώσαντο τὰς λοιπὰς τῶν Ἀμαζόνων. [4.114.1] μετὰ δὲ συμμείξαντες τὰ στρατόπεδα οἴκεον ὁμοῦ, γυναῖκα ἔχων ἕκαστος ταύτην τῇ τὸ πρῶτον συνεμείχθη. τὴν δὲ φωνὴν τὴν μὲν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαθεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον. [4.114.2] ἐπεὶ δὲ συνῆκαν ἀλλήλων, ἔλεξαν πρὸς τὰς Ἀμαζόνας τάδε οἱ ἄνδρες· Ἡμῖν εἰσὶ μὲν τοκέες, εἰσὶ δὲ καὶ κτήσιες. νῦν ὦν μηκέτι πλεῦνα χρόνον ζόην τοιήνδε ἔχωμεν, ἀλλ᾽ ἀπελθόντες ἐς τὸ πλῆθος διαιτώμεθα· γυναῖκας δὲ ἕξομεν ὑμέας καὶ οὐδαμὰς ἄλλας. [4.114.3] αἱ δὲ πρὸς ταῦτα ἔλεξαν τάδε· Ἡμεῖς οὐκ ἂν δυναίμεθα οἰκέειν μετὰ τῶν ὑμετερέων γυναικῶν· οὐ γὰρ τὰ αὐτὰ νόμαια ἡμῖν τε κἀκείνῃσί ἐστι. ἡμεῖς μὲν τοξεύομέν τε καὶ ἀκοντίζομεν καὶ ἱππαζόμεθα, ἔργα δὲ γυναικήια οὐκ ἐμάθομεν· αἱ δὲ ὑμέτεραι γυναῖκες τούτων μὲν οὐδὲν τῶν ἡμεῖς κατελέξαμεν ποιεῦσι, ἔργα δὲ γυναικήια ἐργάζονται μένουσαι ἐν τῇσι ἁμάξῃσι, οὔτ᾽ ἐπὶ θήρην ἰοῦσαι οὔτε ἄλλῃ οὐδαμῇ. [4.114.4] οὐκ ἂν ὦν δυναίμεθα ἐκείνῃσι συμφέρεσθαι. ἀλλ᾽ εἰ βούλεσθε γυναῖκας ἔχειν ἡμέας καὶ δοκέειν εἶναι δικαιότατοι, ἐλθόντες παρὰ τοὺς τοκέας ἀπολάχετε τῶν κτημάτων τὸ μέρος, καὶ ἔπειτα ἐλθόντες οἰκέωμεν ἐπ᾽ ἡμέων αὐτῶν. [4.115.1] ἐπείθοντο καὶ ἐποίησαν ταῦτα οἱ νεηνίσκοι. ἐπείτε δὲ ἀπολαχόντες τῶν κτημάτων τὸ ἐπιβάλλον ἦλθον ὀπίσω παρὰ τὰς Ἀμαζόνας, ἔλεξαν αἱ γυναῖκες πρὸς αὐτοὺς τάδε· [4.115.2] Ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος, ὅκως χρὴ οἰκέειν ἐν τῷδε τῷ χώρῳ, τοῦτο μὲν ὑμέας ἀποστερησάσας πατέρων, τοῦτο δὲ τὴν γῆν τὴν ὑμετέρην δηλησαμένας πολλά. [4.115.3] ἀλλ᾽ ἐπείτε ἀξιοῦτε ἡμέας γυναῖκας ἔχειν, τάδε ποιέετε ἅμα ἡμῖν· φέρετε ἐξαναστέωμεν ἐκ τῆς γῆς τῆσδε καὶ περήσαντες Τάναϊν ποταμὸν οἰκέωμεν. ἐπείθοντο καὶ ταῦτα οἱ νεηνίσκοι. [4.116.1] διαβάντες δὲ τὸν Τάναϊν ὁδοιπόρεον πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα τριῶν μὲν ἡμερέων ἀπὸ τοῦ Τανάϊδος ὁδόν, τριῶν δὲ ἀπὸ τῆς λίμνης τῆς Μαιήτιδος πρὸς βορέην ἄνεμον. ἀπικόμενοι δὲ ἐς τοῦτον τὸν χῶρον ἐν τῷ νῦν κατοίκηνται, οἴκησαν τοῦτον. [4.116.2] καὶ διαίτῃ ἀπὸ τούτου χρέωνται τῇ παλαιῇ τῶν Σαυροματέων αἱ γυναῖκες, καὶ ἐπὶ θήρην ἐπ᾽ ἵππων ἐκφοιτῶσαι ἅμα τοῖσι ἀνδράσι καὶ χωρὶς τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἐς πόλεμον φοιτῶσαι καὶ στολὴν τὴν αὐτὴν τοῖσι ἀνδράσι φορέουσαι. [4.117.1] φωνῇ δὲ οἱ Σαυρομάται νομίζουσι Σκυθικῇ, σολοικίζοντες αὐτῇ ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου, ἐπεὶ οὐ χρηστῶς ἐξέμαθον αὐτὴν αἱ Ἀμαζόνες. τὰ περὶ γάμων δὲ ὧδέ σφι διάκειται· οὐ γαμέεται παρθένος οὐδεμία πρὶν [ἂν] τῶν πολεμίων ἄνδρα ἀποκτείνῃ. αἱ δέ τινες αὐτέων καὶ τελευτῶσι γηραιαὶ πρὶν γήμασθαι, οὐ δυνάμεναι τὸν νόμον ἐκπλῆσαι.»

«[4.102.1] Κι οι Σκύθες, καθώς τα ᾽βαλαν κάτω κι είδαν πως μόνοι τους δεν μπορούσαν ν᾽ αποκρούσουν το στρατό του Δαρείου σε ανοιχτή μάχη, έστελναν αγγελιοφόρους στους γειτονικούς λαούς· αλλά κι εκείνων οι βασιλιάδες είχαν συγκεντρωθεί και συσκέπτονταν, καθότι μεγάλος στρατός βάδιζε προς τις χώρες τους. [4.102.2] Κι οι βασιλιάδες που συγκεντρώθηκαν ήταν των Ταύρων και των Αγαθύρσων και των Ανδροφάγων και των Μελαγχλαίνων και των Γελωνών και των Βουδίνων και των Σαυροματών. [4.103.1] Απ᾽ αυτούς, οι Ταύροι κρατούν τις εξής συνήθειες· θυσιάζουν στην Παρθένο θεά τούς ναυαγούς κι όσους Έλληνες φέρει το κύμα στη στεριά τους, μ᾽ έναν τέτοιο τρόπο: κάνουν τις αρχικές ιεροπραξίες κι ύστερα τους χτυπούν με ρόπαλο στο κεφάλι. [4.103.2] Κι άλλοι λένε πως το σώμα το ρίχνουν κάτω, στο γκρεμό (γιατί ο ναός είναι χτισμένος πάνω σε γκρεμό), και το κεφάλι το μπήγουν σε πάσσαλο, κι άλλοι πάλι για το κεφάλι λένε τα ίδια, αλλά για το σώμα, πως δεν το ρίχνουν κάτω, στο γκρεμό, αλλά το θάβουν στη γη. Και η θεότητα αυτή, που στη χάρη της τους θυσιάζουν, οι Ταύροι οι ίδιοι τους λένε πως είναι η Ιφιγένεια, η κόρη του Αγαμέμνονα. [4.103.3] Και τους εχθρούς, όσους πιάσουν αιχμάλωτους, νά τί τους κάνουν: κόβουν το κεφάλι και το φέρνουν στο σπίτι τους κι έπειτα το καρφώνουν σε μεγάλο πάσσαλο, που τον στήνουν όρθιο ψηλά πάνω από το σπίτι, έτσι που να ξεπερνά πολύ τη στέγη του, συνήθως πιο ψηλά από την καπνοδόχο· λένε πως τα κεφάλια αυτά τα κρεμάνε ψηλά, φρουρούς όλου του σπιτιού· και ζουν από τα λάφυρα κι από τον πόλεμο. [4.104.1] Οι Αγάθυρσοι τώρα πάνω απ᾽ όλα έχουν την καλοπέραση και στολίζονται με χρυσαφικά όσο κανένας άλλος· με τις γυναίκες σμίγουν σαν όλες να είναι ολωνών, για να νιώθει ο ένας σαν αδερφός του άλλου, κι αυτή τους η συγγένεια να διώχνει το φθόνο και την έχθρα απ᾽ ανάμεσά τους· όσο για τ᾽ άλλα έθιμά τους, τα πήραν από τους Θράκες. [4.105.1] Κι οι Νευροί κρατούν τα έθιμα των Σκυθών· αυτούς, μια γενιά πριν από την εκστρατεία του Δαρείου, τους βρήκε κακό, ν᾽ αναγκαστούν απ᾽ τα φίδια ν᾽ αφήσουν τη χώρα τους και να φύγουν. Γιατί η γη τους έβγαζε φίδια με το σωρό, όμως τα περισσότερα έπεσαν απάνω τους απ᾽ το βοριά, από την έρημο, τόσο που, στενεμένοι, πήγαν και κατοίκησαν μαζί με τους Βουδίνους, αφήνοντας έρημη τη χώρα τους. [4.105.2] Μάλιστα δεν αποκλείεται οι άνθρωποι αυτοί να είναι μάγοι. Γιατί, καταπώς λένε οι Σκύθες και οι Έλληνες που ζουν στη Σκυθία, καθένας από τους Νευρούς μια φορά κάθε χρόνο για λίγες μέρες γίνεται λύκος κι ύστερα αμέσως ξαναπαίρνει την πρώτη του μορφή. Βέβαια, λέγοντας αυτά εμένα δε με πείθουν, όμως δε σταματούν να τα λένε, μάλιστα και όρκο παίρνουν λέγοντάς τα. [4.106.1] Οι Ανδροφάγοι πάλι έχουν τα πιο άγρια συνήθεια απ᾽ όλους τους λαούς· ούτε το δίκιο λογαριάζουν ούτε σέβονται κανένα νόμο· κι είναι νομάδες, η φορεσιά τους είναι παρόμοια με τη σκυθική· μιλάνε δική τους γλώσσα, κι απ᾽ όλους αυτούς τους λαούς μονάχα αυτοί είναι ανθρωποφάγοι. [4.107.1] Κι οι Μελάγχλαινοι, όλοι τους φορούν μαύρα ρούχα, κι απ᾽ αυτά πήραν τ᾽ όνομά τους, και κρατούν τα ίδια έθιμα με τους Σκύθες. [4.108.1] Κι οι Βουδίνοι είναι λαός μεγάλος και πολυάριθμος, με βαθυγάλαζα μάτια, κοκκινοτρίχηδες. Κι έχει χτιστεί στη χώρα τους πόλη ξύλινη, που τ᾽ όνομά της είναι Γελωνός· η κάθε πλευρά του τείχους της έχει μάκρος τριάντα σταδίους, το ύψος του είναι μεγάλο, κι ολόκληρο είναι από ξύλο, και τα σπίτια τους είναι ξύλινα, και τα λατρευτικά τους χτίσματα· [4.108.2] γιατί σ᾽ αυτή την πόλη υπάρχουν λατρευτικά χτίσματα που, καταπώς στην Ελλάδα, έχουν αγάλματα και βωμούς και ναούς, όλα από ξύλο, και κάθε τρία χρόνια τελούν Διονύσια και είναι μυημένοι στα βακχικά μυστήρια. Γιατί οι Γελωνοί από καταγωγή είναι Έλληνες, που ξεσηκώθηκαν απ᾽ τα εμπορικά κέντρα κι εγκαταστάθηκαν στη χώρα των Βουδίνων, κι η γλώσσα που μιλούν είναι ανάμεικτη, σκυθοελληνική. [4.109.1] Αυτή τη γλώσσα λοιπόν των Γελωνών δεν τη μιλούν οι Βουδίνοι, ούτε Γελωνοί και Βουδίνοι ζουν με τον ίδιο τρόπο· γιατί οι Βουδίνοι, καθότι ντόπιοι, είναι νομάδες κι οι μόνοι στην περιοχή αυτή που τρων κουκουνάρια από πεύκο, ενώ οι Γελωνοί δουλεύουν τη γη και τρων ψωμί σιταρένιο κι έχουν κήπους, και δε μοιάζουν καθόλου με τους Βουδίνους στην όψη και στο χρώμα. Βέβαια οι Έλληνες και τους Βουδίνους τούς λένε Γελωνούς, αυτό όμως είναι λάθος. [4.109.2] Κι η χώρα τους έχει από τη μια άκρη ώς την άλλη πυκνά δάση με κάθε λογής δέντρα για ξυλεία· μες στο πιο μεγάλο δάσος βρίσκεται λίμνη μεγάλη και βαθιά με γύρω γύρω βάλτους και καλαμιώνες· στα νερά της πιάνουν βίδρες και κάστορες κι άλλα άγρια ζώα με τετράγωνο πρόσωπο, που τα δέρματά τους τα παίρνουν και τα ράβουν πάνω στις κάπες τους, ενώ τ᾽ αμελέτητά τους τα χρησιμοποιούν για τις αρρώστιες της μήτρας. [4.110.1] Κι όσο για τους Σαυρομάτες, διηγούνται αυτή την ιστορία: όταν οι Έλληνες έκαναν πόλεμο με τις Αμαζόνες (και τις Αμαζόνες οι Σκύθες τις λένε Οιόρπατα, που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει τον ανδροκτόνο· γιατί οιόρ λένε τον άντρα, και το πατά σημαίνει σκοτώνω), τότε έχουν να λένε πως οι Έλληνες τις νίκησαν σε μάχη στο Θερμώδοντα ποταμό και γύριζαν με τα καράβια τους φέρνοντας μαζί τους σε τρία καράβια όσες Αμαζόνες μπόρεσαν να πιάσουν ζωντανές. Όμως αυτές στ᾽ ανοιχτά της θάλασσας όρμησαν πάνω στους άντρες και τους έσφαξαν, [4.110.2] αλλά δεν είχαν ιδέα από καράβια ούτε πώς κουμαντάρουν το τιμόνι ούτε τα πανιά ούτε τα κουπιά· κι έτσι, αφού κατάσφαξαν τους άντρες, αρμένιζαν όπου τους πήγαινε το κύμα κι ο άνεμος, και φτάνουν στη Μαιήτιδα λίμνη, στους Κρημνούς· αυτοί οι Κρημνοί βρίσκονται στη χώρα των ελευθέρων Σκυθών. Εκεί οι Αμαζόνες αποβιβάστηκαν στη στεριά και πήραν να πορεύονται για κατοικημένους τόπους. Της πρώτης αγέλης αλόγων που συνάντησαν να βόσκει άρπαξαν τ᾽ άλογα και καβάλα πάνω σ᾽ αυτά διαγούμιζαν τη χώρα των Σκυθών. [4.111.1] Κι οι Σκύθες δεν μπορούσαν να καταλάβουν τί συμβαίνει. Γιατί δε γνώριζαν ούτε τη γλώσσα ούτε τη φορεσιά ούτε τη φυλή τους, αλλά απορούσαν, από πού να ήρθαν, και νόμιζαν πως είναι άντρες της ίδιας ηλικίας όλοι, νέοι, και τέλος έδωσαν μάχη μ᾽ αυτές.

Διογένης ο Λαέρτιος (180-240)

Κι όταν τελείωσε η μάχη, τα πτώματα έμειναν στα χέρια των νικητών, των Σκυθών, κι έτσι έμαθαν πως ήταν γυναίκες. [4.111.2] Έκαναν λοιπόν σύσκεψη κι αποφάσισαν να μην τις σκοτώνουν πια, ό,τι κι αν γίνει, αλλά να στείλουν κοντά τους τούς νεότερους απ᾽ το στρατό τους, τόσους, όσες σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους υπόθεσαν ότι είναι εκείνες· και να στρατοπεδεύσουν κοντά σ᾽ εκείνες και να κάνουν κι αυτοί ό,τι θα ᾽καναν κι εκείνες, κι αν τους επιτεθούν αυτές, να μη δώσουν μάχη, αλλά ν᾽ αποτραβιούνται, κι όταν σταματήσουν αυτές την καταδίωξη, να πάνε κοντά τους και να στρατοπεδεύσουν. Ο λόγος που πήραν αυτές τις αποφάσεις οι Σκύθες ήταν που ήθελαν ν᾽ αποχτήσουν παιδιά απ᾽ αυτές. [4.112.1] Έστειλαν λοιπόν τους νεαρούς κι αυτοί εκτελούσαν τις εντολές που πήραν. Κι οι Αμαζόνες κατάλαβαν πως δεν ήρθαν για να τις κάνουν κανένα κακό και τους άφηναν στην ησυχία τους· και κάθε μέρα που περνούσε το ένα στρατόπεδο σίμωνε στο άλλο. Κι οι νεαροί, όπως άλλωστε κι οι Αμαζόνες, δεν είχαν μαζί τους τίποτε άλλο παρά μονάχα τα όπλα και τ᾽ άλογά τους, και ζούσαν την ίδια ζωή μ᾽ εκείνες, από κυνήγι και διαγούμισμα. [4.113.1] Λοιπόν οι Αμαζόνες το μεσημέρι έκαναν κάτι τέτοιο· διασκορπίζονταν κι η καθεμιά τους χωριστά ή δυο δυο απομακρύνονταν από τις άλλες, για να ξαλαφρώσουν με την άνεσή τους. Βλέποντας αυτό οι Σκύθες, έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Κι ένας τους πέτυχε μια τους ξεμοναχιασμένη κι άρχισε να της βάζει χέρι, κι η Αμαζόνα δεν τον έκανε πέρα, αλλά τον άφησε να κάνει τη δουλειά του. [4.113.2] Να του μιλήσει βέβαια δεν μπορούσε (γιατί ο ένας δεν καταλάβαινε τη γλώσσα του άλλου), όμως του έλεγε με χειρονομίες να ᾽ρθει την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος και να φέρει μαζί τους κι άλλον ένα, εννοώντας να γίνουν δυο οι νεαροί, κι αυτή θα φέρει κι άλλη μια. [4.113.3] Κι ο νεαρός, όταν γύρισε πίσω, διηγήθηκε αυτά στους υπόλοιπους, και την άλλη μέρα ήρθε στο γνωστό μέρος κι ετούτος που λέμε κι έφερε κι έναν άλλο, και βρήκε την Αμαζόνα να τον περιμένει μαζί με μια άλλη. Κι όταν τα ᾽μαθαν αυτά οι υπόλοιποι νεαροί, με τη σειρά τους κορφολόγησαν τις υπόλοιπες Αμαζόνες. [4.114.1] Κατόπι έκαναν τα στρατόπεδά τους ένα και ζούσαν μαζί κι ο καθένας είχε γυναίκα εκείνη με την οποία έσμιξε την πρώτη φορά. Τώρα, τη γλώσσα των γυναικών οι άντρες δεν μπορούσαν να τη μάθουν, όμως οι γυναίκες κατάλαβαν τη γλώσσα των αντρών. [4.114.2] Κι όταν έφτασαν να συνεννοούνται, οι άντρες είπαν στις Αμαζόνες τα εξής: «Εμείς έχουμε γονείς, έχουμε και χτήματα. Λοιπόν, ας σταματήσουμε να ζούμε μια τέτοια ζωή κι ας πάμε στον κόσμο τον πολύ και να ζούμε εκεί· γυναίκες μας θα έχουμε εσάς, καμιά άλλη!» [4.114.3] Κι εκείνες αποκρίθηκαν: «Εμάς μας είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί με τις γυναίκες του τόπου σας· γιατί άλλες οι δικές τους συνήθειες, άλλες οι δικές μας. Εμείς έχουμε να κάνουμε με τόξα και ακόντια και ιππασία, και δεν ξέρουμε από γυναίκειες δουλειές, ενώ οι γυναίκες του τόπου σας δεν κάνουν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά που αραδιάσαμε, αλλά καταγίνονται με γυναίκειες δουλειές και κάθονται στις άμαξές σας — ούτε στο κυνήγι πάνε ούτε πουθενά αλλού. [4.114.4] Θα μας ήταν λοιπόν αδύνατο να ζήσουμε μονοιασμένες μαζί μ᾽ εκείνες. Αλλά, αν θέλετε να μας έχετε γυναίκες σας και να σας έχει ο κόσμος για τους πιο δίκαιους ανθρώπους, πηγαίνετε να βρείτε τους γονείς σας, πάρτε με κλήρο ό,τι σας πέφτει από τα χτήματα κι ύστερα ελάτε να ζήσουμε χωριστά από τους άλλους». [4.115.1] Οι νεαροί τις άκουσαν κι έκαναν ό,τι τους είπαν. Πήραν με κλήρο ό,τι τους έπεφτε από τα χτήματα και γύρισαν στις Αμαζόνες. Κι οι γυναίκες τούς είπαν τα εξής: [4.115.2] «Μας κυρίεψε φόβος και τρόμος· μπορούμε να ζήσουμε σ᾽ αυτό τον τόπο, την ώρα που από τη μια σας ξεκόψαμε από τους πατεράδες σας κι από την άλλη ρημάξαμε για τα καλά τη γη σας; [4.115.3] Αλλά μια και θέλετε να μας έχετε γυναίκες, νά τί να κάνετε μαζί μας: ελάτε, να σηκωθούμε και να φύγουμε απ᾽ αυτή τη χώρα, να διαβούμε τον ποταμό Τάναη και να ζούμε εκεί». [4.116.1] Οι νεαροί τις άκουσαν και σ᾽ αυτά. Διάβηκαν τον Τάναη και πορεύονταν σε τόπο που θέλει πορεία τριών ημερών από τον Τάναη προς την ανατολή του ήλιου και τριών από τη λίμνη Μαιήτιδα προς τον άνεμο του βοριά. Έφτασαν σε τούτη την περιοχή, όπου είναι εγκατεστημένοι σήμερα, και την έκαναν πατρίδα τους. [4.116.2] Κι οι γυναίκες των Σαυροματών πήραν και ζουν από τότε σαν τις Αμαζόνες του παλιού καιρού, και βγαίνουν συχνά από το σπίτι τους για κυνήγι καβάλα σ᾽ άλογα μαζί με τους άντρες τους, αλλά και χωρίς τους άντρες τους, και πηγαίνουν στον πόλεμο φορώντας τα ίδια ρούχα με τους άντρες τους. [4.117.1] Κι όσο για τη γλώσσα που μιλούν οι Σαυρομάτες, είναι τα σκυθικά, κάνουν όμως πολλά λάθη μιλώντας τα — κι η αιτία είναι παλιά: δεν τα έμαθαν καλά οι Αμαζόνες. Κι όσο για το γάμο, νά πώς τα κανόνισαν· καμιά κοπέλα δεν παντρεύεται προτού σκοτώσει εχθρό στρατιώτη. Μάλιστα μερικές απ᾽ αυτές και πεθαίνουν γερασμένες, πριν να παντρευτούν, γιατί δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν αυτό τον όρο.»

Απολλώνιος ο Τυανεύς (15-100)

Και πιο συγκεκριμένα για τους Γέτες, ο Ηρόδοτος αναφέρει:

«[4.93.1] πρὶν δὲ ἀπικέσθαι ἐπὶ τὸν Ἴστρον, πρώτους αἱρέει Γέτας τοὺς ἀθανατίζοντας. οἱ μὲν γὰρ τὸν Σαλμυδησσὸν ἔχοντες Θρήικες καὶ ὑπὲρ Ἀπολλωνίης τε καὶ Μεσαμβρίης πόλιος οἰκημένοι, καλεόμενοι δὲ Σκυρμιάδαι καὶ Νιψαῖοι, ἀμαχητὶ σφέας αὐτοὺς παρέδοσαν Δαρείῳ· οἱ δὲ Γέται πρὸς ἀγνωμοσύνην τραπόμενοι αὐτίκα ἐδουλώθησαν, Θρηίκων ἐόντες ἀνδρηιότατοι καὶ δικαιότατοι. [4.94.1] ἀθανατίζουσι δὲ τόνδε τὸν τρόπον· οὔτε ἀποθνῄσκειν ἑωυτοὺς νομίζουσι ἰέναι τε τὸν ἀπολλύμενον παρὰ Σάλμοξιν δαίμονα· οἱ δὲ αὐτῶν τὸν αὐτὸν τοῦτον ὀνομάζουσι Γεβελέϊζιν. [4.94.2] διὰ πεντετηρίδος δὲ τὸν πάλῳ λαχόντα αἰεὶ σφέων αὐτῶν ἀποπέμπουσι ἄγγελον παρὰ τὸν Σάλμοξιν, ἐντελλόμενοι τῶν ἂν ἑκάστοτε δέωνται. πέμπουσι δὲ ὧδε· οἱ μὲν αὐτῶν ταχθέντες ἀκόντια τρία ἔχουσι, ἄλλοι δὲ διαλαβόντες τοῦ ἀποπεμπομένου παρὰ τὸν Σάλμοξιν τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἀνακινήσαντες αὐτὸν μετέωρον ῥίπτουσι ἐς τὰς λόγχας. [4.94.3] ἢν μὲν δὴ ἀποθάνῃ ἀναπαρείς, τοῖσι δὲ ἵλεος ὁ θεὸς δοκέει εἶναι· ἢν δὲ μὴ ἀποθάνῃ, αἰτιῶνται αὐτὸν τὸν ἄγγελον, φάμενοί μιν ἄνδρα κακὸν εἶναι, αἰτιησάμενοι δὲ τοῦτον ἄλλον ἀποπέμπουσι· ἐντέλλονται δὲ ἔτι ζῶντι. [4.94.4] οὗτοι οἱ αὐτοὶ Θρήικες καὶ πρὸς βροντήν τε καὶ ἀστραπὴν τοξεύοντες ἄνω πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀπειλέουσι τῷ θεῷ, οὐδένα ἄλλον θεὸν νομίζοντες εἶναι εἰ μὴ τὸν σφέτερον. [4.95.1] ὡς δὲ ἐγὼ πυνθάνομαι τῶν τὸν Ἑλλήσποντον καὶ Πόντον οἰκεόντων Ἑλλήνων, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐόντα ἄνθρωπον δουλεῦσαι ἐν Σάμῳ, δουλεῦσαι δὲ Πυθαγόρῃ τῷ Μνησάρχου· [4.95.2] ἐνθεῦτεν δὲ αὐτὸν γενόμενον ἐλεύθερον χρήματα κτήσασθαι συχνά, κτησάμενον δὲ ἀπελθεῖν ἐς τὴν ἑωυτοῦ. ἅτε δὲ κακοβίων τε ἐόντων τῶν Θρηίκων καὶ ὑπαφρονεστέρων, τὸν Σάλμοξιν τοῦτον ἐπιστάμενον δίαιτάν τε Ἰάδα καὶ ἤθεα βαθύτερα ἢ κατὰ Θρήικας, οἷα Ἕλλησί τε ὁμιλήσαντα καὶ Ἑλλήνων οὐ τῷ ἀσθενεστάτῳ σοφιστῇ Πυθαγόρῃ, κατασκευάσασθαι ἀνδρεῶνα, [4.95.3] ἐς τὸν πανδοκεύοντα τῶν ἀστῶν τοὺς πρώτους καὶ εὐωχέοντα ἀναδιδάσκειν ὡς οὔτε αὐτὸς οὔτε οἱ συμπόται αὐτοῦ οὔτε οἱ ἐκ τούτων αἰεὶ γινόμενοι ἀποθανέονται, ἀλλ᾽ ἥξουσι ἐς χῶρον τοῦτον ἵνα αἰεὶ περιεόντες ἕξουσι τὰ πάντα ἀγαθά. [4.95.4] ἐν ᾧ δὲ ἐποίεε τὰ καταλεχθέντα καὶ ἔλεγε ταῦτα, ἐν τούτῳ κατάγαιον οἴκημα ἐποιέετο. ὡς δέ οἱ παντελέως εἶχε τὸ οἴκημα, ἐκ μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη, καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ᾽ ἔτεα τρία. [4.95.5] οἱ δέ μιν ἐπόθεόν τε καὶ ἐπένθεον ὡς τεθνεῶτα. τετάρτῳ δὲ ἔτεϊ ἐφάνη τοῖσι Θρήιξι, καὶ οὕτω πιθανά σφι ἐγένετο τὰ ἔλεγε ὁ Σάλμοξις. ταῦτά φασί μιν ποιῆσαι. [4.96.1] ἐγὼ δὲ περὶ μὲν τούτου καὶ τοῦ καταγαίου οἰκήματος οὔτε ἀπιστέω οὔτε ὦν πιστεύω τι λίην, δοκέω δὲ πολλοῖσι ἔτεσι πρότερον τὸν Σάλμοξιν τοῦτον γενέσθαι Πυθαγόρεω. [4.96.2] εἴτε δὲ ἐγένετό τις Σάλμοξις ἄνθρωπος, εἴτ᾽ ἐστὶ δαίμων τις Γέτῃσι οὗτος ἐπιχώριος, χαιρέτω. οὗτοι μὲν δὴ τρόπῳ τοιούτῳ χρεώμενοι ὡς ἐχειρώθησαν ὑπὸ Περσέων, εἵποντο τῷ ἄλλῳ στρατῷ.»

Στράβων ο Αμασιεύς (63 π.Χ. – 23 μ.Χ.).

«[4.93.1] Και πριν φτάσει στον Ίστρο, πρώτους υπέταξε τους Γέτες, που πιστεύουν πως είναι αθάνατοι. Γιατί οι Θράκες που έχουν τον Σαλμυδησσό και κατοικούν βορειότερα από τις πόλεις Απολλωνία και Μεσημβρία, που ονομάζονται Σκυρμιάδες και Νιψαίοι, παραδόθηκαν στο Δαρείο χωρίς αντίσταση· αντίθετα οι Γέτες έδειξαν αποκοτιά κι υποδουλώθηκαν αμέσως, αυτοί που ήταν οι πιο αντρειωμένοι κι οι πιο δίκαιοι από τους Θράκες. [4.94.1] Λέγοντας πως είναι αθάνατοι, νά τί εννοούν· πιστεύουν ότι δεν πεθαίνουν και ότι καθένας τους που χάνεται πηγαίνει και συναντά τον θεό τον Σάλμοξη· κι άλλοι τους τον ίδιο αυτό θεό τον λένε Γεβελέιζη. [4.94.2] Και κάθε πέντε χρόνια έναν τους, που του έπεσε ο κλήρος, τον στέλνουν μαντατοφόρο στον Σάλμοξη, με παραγγελίες για ό,τι κάθε φορά έχουν ανάγκη. Νά πώς τον στέλνουν· ορισμένοι απ᾽ αυτούς μπαίνουν στη γραμμή κρατώντας τρία ακόντια, κι άλλοι πιάνουν απ᾽ τα χέρια κι απ᾽ τα πόδια αυτόν που στέλνουν να συναντήσει τον Σάλμοξη, κι αφού τον ανεβοκατεβάσουν στον αέρα, τον ρίχνουν πάνω στις αιχμές των ακοντίων. [4.94.3] Κι αν ετούτος σφηνωθεί στις αιχμές και πεθάνει, πιστεύουν ότι εξιλέωσαν τον θεό· αν όμως δεν πεθάνει, τα βάζουν με τον μαντατοφόρο, λέγοντας πως είναι κακός, κι αφού τον φορτώσουν με κατηγορίες, στέλνουν άλλον· ό,τι παραγγελίες έχουν του τις δίνουν όσο ακόμα είναι ζωντανός. [4.94.4] Οι ίδιοι αυτοί Θράκες, όταν βροντά κι αστράφτει, ρίχνοντας βέλη ψηλά προς τον ουρανό φοβερίζουν το θεό, γιατί πιστεύουν πως δεν υπάρχει άλλος θεός εκτός απ᾽ τον δικό τους. [4.95.1] Από τους Έλληνες που είναι εγκατεστημένοι στον Ελλήσποντο και στον Πόντο πληροφορήθηκα πως ετούτος ο Σάλμοξης ήταν άνθρωπος κι έζησε στη Σάμο, σα δούλος, μάλιστα δούλος του Πυθαγόρα, του γιου του Μνησάρχου· [4.95.2] και πως εκεί κέρδισε την ελευθερία του, απόχτησε μεγάλη περιουσία κι αφού την απόχτησε έφυγε αποκεί και πήγε στη χώρα του· και καθώς οι Θράκες ζούσαν στη μιζέρια και ήταν αβανάκηδες, ο Σάλμοξης τούτος που έμαθε πώς ζούσαν οι Ίωνες, και φερσίματα πολύ πιο σοφά απ᾽ ό,τι θα περίμενες στη Θράκη —ο άνθρωπος είχε ζήσει ανάμεσα σε Έλληνες και κοντά στον Πυθαγόρα που στη σοφία δεν είχε τον όμοιό του—, ίδρυσε μια λέσχη για άντρες, [4.95.3] όπου φιλοξενώντας τους πρώτους της πόλης και τραπεζώνοντάς τους τούς έκανε πρωτάκουστη διδασκαλία, δηλαδή πως ούτε ο ίδιος ούτε οι συμπότες του ούτε οι απόγονοί τους, στον αιώνα, θα πεθάνουν, αλλά πως θα πάνε σ᾽ έναν τέτοιο τόπο, όπου αιώνια θα περιδιαβάζουν απολαμβάνοντας απόλυτη ευτυχία. [4.95.4] Και την ώρα που έκανε όσα καταγράψαμε κι έλεγε αυτά, κατασκεύαζε και μια υπόγεια κατοικία. Κι όταν αποτέλειωσε την κατοικία αυτή, χάθηκε από τα μάτια των Θρακών, κατέβηκε στο υπόγειο κι έζησε εκεί τρία χρόνια. [4.95.5] Κι οι άλλοι να τον αποζητούν και να τον κλαίνε σαν πεθαμένο· και τον τέταρτο χρόνο εμφανίστηκε στους Θράκες κι έτσι πείστηκαν στα λόγια του Σάλμοξη. Αυτά λένε πως έκανε. [4.96.1] Εγώ τα όσα λένε γι᾽ αυτόν και για την υπόγεια κατοικία του ούτε τ᾽ αμφισβητώ ούτε πάλι τους δίνω μεγάλη πίστη, νομίζω όμως πως τούτος ο Σάλμοξης έζησε πολλά χρόνια πριν από τον Πυθαγόρα. [4.96.2] Τώρα, είτε έζησε κάποιος άνθρωπος Σάλμοξης είτε οι Γέτες τον έχουν θεό του τόπου τους, από μένα χαιρετίσματα. Αυτοί λοιπόν, που πιστεύουν σε τέτοια πράματα, υποδουλώθηκαν από τους Πέρσες κι αμέσως ακολούθησαν τον υπόλοιπο στρατό.»

Πλάτων (331/2-363)

Και ο Θουκυδίδης (460-390 π.Χ.) γράφει για τους Γέτες, και αναφέρει τα εξής:

«96. Ο Σιτάλκης, λοιπόν, αρχίζων από την χώραν των Οδρυσών, εκάλεσε πρώτον υπό τας σημαίας του τους εντεύθεν του όρους Αίμου και της Ροδόπης, μέχρι των ακτών του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου Θράκας, επί των οποίων εβασίλευεν, έπειτα πέραν του Αίμου τους Γέτας και όσα άλλα φύλα ήσαν εγκατεστημένα εντεύθεν του Ίστρου προς τα παράλια ιδίως του Ευξείνου Πόντου. Οι Γέται και τα άλλα φύλα των μερών αυτών είναι όχι μόνον γείτονες των Σκυθών, αλλά και έχουν όμοιον με αυτούς οπλισμόν, είναι δηλαδή όλοι ιπποτοξόται. Εκάλεσε προς τούτοις να τον ακολουθήσουν πολλούς από τους ορεινούς μαχαιροφόρους Θράκας, οι οποίοι είναι ανεξάρτητοι, επονομάζονται Δίοι, και κατοικούν οι περισσότεροι την Ροδόπην. Από αυτούς άλλοι εστρατολογήθησαν ως μισθοφόροι και άλλοι ηκολούθησαν ως εθελονταί. Εκάλεσεν ακόμη υπό τας σημαίας του τους Αγριάνας και τους Λαιαίους και όλα τα Παιονικά φύλα, επί των οποίων εβασίλευε, και τα οποία ήσαν οι τελευταίοι προς το μέρος τούτο υπήκοοί του. Διότι εις την επικράτειάν του περιλαμβάνονται και οι Λαιαίοι Παίονες και ο ποταμός Στρυμών, ο οποίος πηγάζει από το όρος Σκόμβρον και διασχίζει την χώραν των Αγριάνων και Λαιαίων. Εκεί και πέραν αρχίζει η χώρα των ανεξαρτήτων Παιόνων. Προς το μέρος των Τριβαλλών, εξ άλλου, οι οποίοι είναι επίσης ανεξάρτητοι, το όριον του κράτους του αποτελούν οι Τρήρες και οι Τιλαταίοι, οι οποίοι κατοικούν προς βορράν του όρους Σκόμβρου, εκτεινόμενοι δυτικώς μέχρι του ποταμού Οσκίου. Ο ποταμός αυτός πηγάζει από την ιδίαν οροσειράν, από την οποίαν πηγάζουν και ο Εύρος και ο Νέστος, και είναι η οροσειρά αυτή, η οποία συνέχεται με την Ροδόπην, μεγάλη και ακατοίκητος.

  1. Ως προς το μέγεθός του, το βασίλειον των Οδρυσών εξετείνετο προς το μέρος μεν της θαλάσσης από την πόλιν των Αβδήρων μέχρι του Ευξείνου Πόντου, έως τας εκβολάς του ποταμού Ίστρου. Την έκτασιν αυτήν ημπορεί κανείς, ακολουθών την συντομωτέραν πορείαν, να περιπλεύση με εμπορικόν σκάφος εις τέσσαρα ημερονύκτια, εάν ο άνεμος είναι διαρκώς ούριος. Κατά ξηράν, την απόστασιν από τα Άβδηρα έως τα εκβολάς του Ίστρου ημπορεί καλός πεζοπόρος να διανύση εις ένδεκα ημέρας, ακολουθών επίσης τον συντομώτερον δρόμον. Τόση ήτο η έκτασις του κράτους των Οδρυσών από θάλασσαν εις θάλασσαν. Προς την διεύθυνσιν του εσωτερικού, η απόστασις από το Βυζάντιον έως την χώραν των Λαιαίων και τον ποταμόν Στρυμόνα (δηλαδή η μακροτέρα απόστασις από την θάλασσαν προς το εσωτερικόν) ημπορεί να διανυθή από καλόν πεζοπόρον εις δέκα τρεις ημέρας. Ως προς τον φόρον, εξ άλλου, τον οποίον επλήρωναν τα υπό των βαρβάρων κατοικούμενα εδάφη και αι Ελληνικαί πόλεις, επί των οποίων εξετείνετο η κυριαρχία των Οδρυσών, επί Σεύθου (ο οποίος, βασιλεύσας μετά τον Σιτάλκη, ηύξησε τα μέγιστα τωόντι την εξ αυτού πρόσοδον), η αξία του ανήρχετο εις τετρακόσια περίπου τάλαντα νομίσματος, κατεβάλλετο δε σίτος εις χρυσόν και άργυρον. Και δώρα χρυσά και αργυρά αξίας όχι μικροτέρας του φόρου προσεφέροντο, εκτός από τα παντός είδους υφάσματα κεντημένα και απλά και άλλα είδη οικιακής χρήσεως, και μάλιστα όχι μόνον εις τον ίδιον τον βασιλέα, αλλά και εις τους υπ’ αυτόν άρχοντας και τους ευγενείς Οδρύσας. Διότι εις τους Οδρύσας, αντιθέτως προς τα κρατούντα εις το βασίλειον των Περσών, εισήχθη και το έθιμον να λαμβάνουν μάλλον παρά να δίδουν. Ήτο δε μεγαλυτέρα εντροπή να μη δίδη κανείς, όταν του εζήτουν, παρά ζητών να μη λαμβάνη. Το έθιμον αυτό ίσχυε βεβαίως και μεταξύ των άλλων Θρακών, οι Οδρύσαι όμως βασιλείς, λόγω της μεγαλυτέρας δυνάμεώς των, το εξεμεταλλεύθησαν περισσότερον. Διότι δεν ημπορούσε κανείς να κατορθώση τίποτε χωρίς να δίδη δώρα. Ως εκ’ τούτου, η βασιλεία των Οδρυσών απέβη ισχυροτάτη, και υπό έποψιν χρηματικών προσόδων και γενικής ευημερίας υπερέβαινεν όλα τα μεταξύ του Ιονίου κόλπου και του Ευξείνου Πόντου βασίλεια, μολονότι υπό έποψιν δυνάμεως και πλήθους στρατού ήτο πολύ υποδεεστέρα από το βασίλειον των Σκυθών. Διότι εάν υποτεθή ότι οι τελευταίοι αυτοί συμφωνούν όλοι μεταξύ των, όχι μόνον τα έθνη της Ευρώπης δεν ημπορούν να εξισωθούν με την δύναμίν των, αλλ’ ούτε εις την Ασίαν ακόμη υπάρχει κανέν έθνος που να ημπορή μόνον του ν’ αντιταχθή προς αυτούς. Άλλωστε, ούτε ως προς την κατά τα λοιπά ορθοφροσύνην και την αντίληψιν των χρησίμων εις την ζωήν ημπορούν να συγκριθούν με άλλους.

  2. Ως βασιλεύς λοιπόν χώρας τόσον μεγάλης, παρεσκεύαζεν ο Σιτάλκης τον στρατόν του. Και μετά την συμπλήρωσιν των ετοιμασιών του, εξεκίνησε δια την Μακεδονίαν, πορευόμενος κατ’ αρχάς δια της ιδικής του χώρας, και έπειτα δια του ερήμου όρους της Κερκίνης, το οποίον κείται μεταξύ των Σιντών και των Παιόνων. Το όρος αυτό διήλθεν ακολουθών τον δρόμον, τον οποίον ο ίδιος είχεν ανοίξει προηγουμένως δια μέσου του δάσους, όταν είχεν εκστρατεύσει εναντίον των Παιόνων. Εξελθών από το έδαφος των Οδρυσών ο στρατός και διερχόμενος δια του όρους, είχε δεξιά μεν τους Παίονας, αριστερά δε τους Σιντούς και τους Μαιδούς. Αφού δε επέρασε το όρος, έφθασεν εις Δόβηρον της Παιονίας. Κατά την πορείαν, ο στρατός του όχι μόνον δεν ηλαττώθη, εκτός από ασθενείας σποραδικάς, αλλά και ηύξανε. Διότι πολλοί από τους ανεξαρτήτους Θράκας ηκολούθουν απρόσκλητοι χάριν διαρπαγής, ώστε η ολική δύναμις ανήλθεν, ως λέγεται, εις εκατόν πενήντα τουλάχιστον χιλιάδας, από τους οποίους το μεγαλύτερον μέρος ήσαν πεζικόν και το εν τρίτον περίπου ιππικόν. Το περισσότερον ιππικόν παρείχαν οι ίδιοι οι Οδρύσαι και κατά δεύτερον λόγον οι Γέται. Από τους πεζούς, μαχιμώτατοι μεν ήσαν οι μαχαιροφόροι, οι οποίοι είχαν προσέλθει από τους ανεξαρτήτους ορεινούς κατοίκους της Ροδόπης, οι λοιποί δε ηκολούθουν ως άτακτα στίφη και ήσαν τρομεροί, κυρίως ως εκ του μεγάλου των πλήθους.» (Θουκυδίδης, Ιστορία, Μτφρ/ Ελευθέριος Βενιζέλος, Β, 96-98).

Να μην επεκταθώ σε άλλους αρχαίους και σε μετέπειτα συγγραφείς, τι ακριβώς γράφουν για τους Γέτες, που ορισμένοι τους ταυτίζουν με τους Δάκες ή Δακούς, και άλλοι τους θεωρούν ως διαφορετικά φύλα και γένη, συγγενικά μεν, αλλά με διαφορετική γλώσσα, όπως φαίνεται και από τα καταχωρισμένα «λεξιλόγια», όπως αυτά προκύπτουν από τις πηγές ή από τις επιγραφικές πινακίδες, τα αγγεία ή τα νομίσματα που έχει αποκαλύψει η αρχαιολογική σκαπάνη. Τούτη η δεύτερη «άποψη», φαίνεται ότι είναι η ιστορικά ορθότερη, έστω και αν αμφισβητείται από μερίδα ιστορικών. Αν και κυριαρχεί η αναφορά σε αυτούς με τον όρο Γετοδάκες ή Δακογέτες, προς ισχυροποίηση του ισχυρισμού τους ότι πρόκειται για ένα και το αυτό φύλο, που –όπως ανάφερα ήδη– θεωρώ πως είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτό, εφόσον οι Γέτες σχετίζονται με τον βασιλιά Γέτα των Ηδωνών, και τους Θεσσαλούς Κενταύρους, ή και με δίγλωσσους Σκύθες, όπως αποδεικνύουν οι πηγές και οι μελέτες που προαναφέρθηκαν.

Αυτοκράτορας Ιουλιανός (331/2-363)

Να δούμε όμως τα ονόματα των 43 πόλεων της Δακίας, όπως δίνονται από τον σπουδαίο γεωγράφο Κλαύδιο Πτολεμαίο (100-170 μ.Χ.), εκ των οποίων αναμφίβολα 33 ήταν Γετικής προέλευσης, και τα περισσότερα είχαν την κατάληξη –ντάβα (= οικισμός, χωριό, κατούνα), όμοιο με την ελληνική κατάληξη –οβα, την οποία οι σύγχρονοι εκλαμβάνουν για… σλαβική!  Τα Γετικά ονόματα, στον κατάλογο του Πτολεμαίου, δεν έχουν την ίδια αυτή κατάληξη (πχ. Ζερμιζεγκετούσα), ενώ εννέα ονόματα αν και Γετικής προέλευσης εμφανίζονται σαν «λατινογενή»! Αλλά είναι ονόματα τα οποία έχει καταγράψει ο Κλαύδιος Πτολεμαίος και αφορούν σε Γετικούς οικισμούς προ της κατακτήσεως της Δακίας από τους Ρωμαίους-Λατινούνους!… Τούτο αποτελεί σαφή απόδειξη ότι η γετική είχε συγγένεια με τη λατινική γλώσσα, και ότι δεν ήταν λατινογενής γλώσσα. Γι’ αυτό και προκύπτει από τα γραπτά του Δίωνα Κάσσιου ότι ο βασιλιάς των Γετών Δεκέβαλος ερχόταν σε άμεση συζήτηση-ομιλία με τον αυτοκράτορα των Ρωμαίων Τραϊανό, χωρίς διαμεσολάβηση «διερμηνέα», που σημαίνει ότι αλληλοκατανοούνταν, μιλώντας ο καθένας μιλούσε τη γλώσσα του, γλώσσες συγγενείς, όπως θα δουμε σε επόμενα δημοσιεύματά μας. Οπότε, έτσι απορρίπτεται περίτρανα ηα «λατινοφωνία» και η «λατινογέννηση» της αρμάνικης-βλάχικης γλώσσας των Ελληνόβλαχων, όπως –σαφώς– και των Ρουμάνων. (Σε μελλοντικά δημοσιεύματα θα κομίσουμε και άλλες πρωτογενείς πηγές που μαρτυρούν τούτο).

Οι πόλεις-οικισμοί των Γετών στη Δακία ήταν γνωστές/-οί ως -dava, -deva, -δαυα, -δεβα ή -δαβα, κλπ. Πόλεις με κατάληξη –δαβα.

  • Στη Δακία: Ακιντάβα, Αργέδαυον, Βουριδάβα, Δοκιδάβα, Ζαργιδάβα, Ζιριδάβα, Καρσιδάβα, Κλεπιδάβα, Κομίδαυα, Μαρκοδάβα, Νετινδάβα, Ουτιδάβα, Πατριδάβα, Πελενδάβα, Περβουριδάβα, Πετροδάβα, Πιροβοριδάβα, Ραμιδάβα, Ρουσιδάβα, Σαγκιδάβα, Σατσιδάβα, Σετιδάβα, Σιγκιδάβα, Σουσιδάβα, Ταμασιδάβα – 26 ονόματα συνολικά.

  • Στην Κάτω Μοισία (νυν Βόρεια Βουλγαρία) και Μικρή Σκυθία (Δοβρουτσά): Αιδάβα, Βουτεριδάβα, Γιριδάβα, Δαυσαδάβα, Καπιδάβα, Μουριδέβα, Σασιδάβα, Σκαϊδάβα (Σκεδέβα), Σαγαδάβα, Σουκιδάβα – 10 ονόματα συνολικά.

  • Στην Ανω Μοισία (νυν περιφέρειες Νις, Σόφιας και εν μέρει Κιουστεντίλ): Αιάδαβα, Βρεγέδαβα, Δανέδεβαι, Δεσουδάβα, Ζισνουδέβα, Ιταδέβα, Κουιμεδάβα – επτά ονόματα συνολικά. (https://www.perfectreader.net/).

Η φερόμενη ως κοιτίδα των Γετών «άνωθεν του Δουνάβεως χώρα» έχει τη μυθολογική της διάσταση εφόσον και οι Ηδωνοί ήταν Γέτες, με κοιτίδα τους τη Θεσσαλία, οι οποίοι σε παλαιότερους αποικισμούς κι εποικισμούς (ως Πελασγοί) βρέθηκαν σε χώρες άνωθεν του Δουνάβεως, πέριξ της Μαύρης Θάλασσας και πέριξ της Κασπίας Θάλασσας και στον Καύκασο και αλλού, οπότε σε μετέπειτα χρόνους βρέθηκαν στις ελληνικές χώρες –πάντοτε δίγλωσσοι– είτε με ειρηνικές μετακινήσεις είτε με πολεμικές εξορμήσεις, και αυτές τους οι «επιδρομές» με τα νέα τους «εθνώνυμα» έχουν καταγραφεί από τους ιστορικούς και τους χρονογράφους, πολλάκις δε και από τους ποιητές. Από αυτούς μαθαίνουμε ότι οι Αμαζόνες υπήρξαν παλαιά και σύζυγοι των Γετών! Για τη «διγλωσσία» των άνωθεν του Δουνάβεως λαών, προ της κατάκτησης τμήματος της ανωδουναβικής χώρας από τον Τραϊανό, ήτοι για το ότι μιλούσαν «ελληνολατινική» γλώσσα, έχουν γράψει αρχαίοι συγγραφείς (θα δούμε σχετικά χωρια και αποσπάσματα σε προσεχή δημοσιεύματα), όμως για την ώρα ας αρκεστούμε στη «διγλωσσία» των Γετών που έγραφαν στην ελληνική και αυτό αποκαλύπτεται από την αρχαιολογική σκαπάνη στις όποιες επιγραφές τους και στα όποια νομίσματά τους ανακαλύπτονται.

Στα τεκμήρια απόδειξης της «διγλωσσίας» των Γετών εντάσσεται ο Ανάχαρσις, τον οποίο πολλοί τον τοποθετούν στη χορεία των επτά Ελλήνων σοφών της αρχαιότητας, και ο Ζάμολξις ή Σάμολξις, μαθητής του Σάμιου Πυθαγόρα, ο οποίος μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην πατρίδα του και οι πατριώτες του τον αναγόρευσαν σε… Θεό! Δίνω στη συνέχεια, τα όσα αναφέρουν οι πηγές για τον Ζάμολξη, αφού προηγουμένως καταχωρίσω τα ετυμολογικά για το όνομα του Ανάχαρση:

«Ο Ανάχαρσις, γιος του βασιλιά της Σκυθίδος Γνούρου, με το παρατσούκλι ΔευκέταςDaviketas [Δαβι-κέτας], που σημαίνει «Λαμπρό Πνεύμα», πρβλ. Daves και Getes), πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει κι εκεί πέτυχε τον σκοπό του, με την ευφυΐα του, και η δόξα του έφτασε να είναι ανάμεσα στους επτά σοφούς της Ελλάδας. Ο βασιλιάς Σκύλης λάτρευε να απολαμβάνει κάθε χρόνο, στην Ολβία, τα πλεονεκτήματα και τις απολαύσεις του ελληνικού πολιτισμού, και φρόντιζε να ικανοποιήσει αυτό το γούστο και τον θρόνο του, διά βίου (Ηρόδοτος IV, 80).» (Les Getes ou La Filiation Genealogique des Scythes aux Getes et Des Getes aux Gemains et ax Scandinaves Demontree … par Frederic-Guillaume Bergmann … , Strasbourg/Paris 1859, p. 121).  – [Καταχωρίζω τα σχετικά με τον Ηρόδοτο σε μετάφραση: «[4.80.1] Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτά, όταν ο Σκύλης ξεκίνησε με το στρατό του για τον τόπο του, οι Σκύθες σήκωσαν επανάσταση εναντίον του, αφού ανακήρυξαν αρχηγό τον αδερφό του, τον Οκταμασάδη, γιο της θυγατέρας του Τήρη. [4.80.2] Κι ο Σκύλης, ακούοντας για το κίνημα που γινόταν εναντίον του και την αιτία του, ζήτησε καταφύγιο στη Θράκη. Κι ο Οκταμασάδης, μαθαίνοντας αυτά, εκστράτευσε εναντίον της Θράκης· κι όταν έφτασε στις όχθες του Ίστρου, βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν οι Θράκες· αλλά, ενώ όπου να ᾽ταν θα έρχονταν αυτοί στα χέρια, ο Σιτάλκης έστειλε ανθρώπους του στον Οκταμασάδη με τέτοια λόγια: [4.80.3] «Για ποιό λόγο ν᾽ αναμετρηθούμε; Είσαι γιος της αδερφής μου κι έχεις μαζί σου τον αδερφό μου. Παράδωσέ μου τον αυτόν κι εγώ σου παραδίνω τον δικό σου, τον Σκύλη· κι ούτε εσύ να μπεις στον κίνδυνο του πολέμου ούτε εγώ». [4.80.4] Ο Σιτάλκης με τους κήρυκές του έκανε αυτή την πρόταση· γιατί ο Οκταμασάδης είχε μαζί του εξορισμένο αδερφό του Σιτάλκη. Ο Οκταμασάδης λοιπόν λέει ναι σ᾽ αυτά, κι αφού παράδωσε στο Σιτάλκη τον θείο του από τη μεριά της μάνας του, πήρε τον αδερφό του, τον Σκύλη. [4.80.5] Κι ο Σιτάλκης πήρε τον δικό του αδερφό και τον οδήγησε στη χώρα του, όμως ο Οκταμασάδης έκοψε το κεφάλι του Σκύλη επιτόπου. Με τέτοια φροντίδα λοιπόν φυλάνε τα έθιμά τους οι Σκύθες και τέτοιες τιμωρίες επιβάλλουν σε όσους βάζουν πάνω απ᾽ αυτά ξενόφερτες συνήθειες.»

{https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text _id=30&page=108}].

Ιάμβλιχος (245-325)
  • Να δούμε ποιος είναι ο Γέτης ΖΑΜΟΛΞΙΣ / ΣΑΜΟΛΞΙΣ, με βάση τις πηγές:

Σοφοκλής (496-406 π.Χ.): «Και Χαρναβώντος, ος Γετών άρχει τανύν.» (Σοφοκλής, Αποσπασμάτια 528 / S G. Dindorfii, Oxonii, MDCCCXLIX [1849], σ. 397).

Ελάνικος (490-405 π.Χ.): «Πυθαγόραι δουλεύσας, ως Ηρόδοτος τετάρτηι (95), Σκύθης, ως επανελθών εδίδασκε περί του αθάνατον είναι την ψυχήν Μνασέας (V) δε παρά Γέταις τον Κρόνον τιμάσθαι και καλείσθαι Ζάμολξιν. Ελλάνικος δε εν τοις Βαρβαρικοίς Νομίμοις φησίν ότι Ελληνικός τε γεγονώς τελετάς κατέδειξε Γέταις τοις εν Θράκηι και έλεγεν ότι ούτ’ αν αυτός αποθάνοι ούθ’ οι μετ’ αυτού, αλλ’ έξουσι πάντα τα αγαθά άμα δε ταύτα λέγων ωικοδόμει οίκημα κατάγαιον. έπειτα αφανισθείς αιφνίδιον εκ Θραικών εν τούτωι διηιτάτο. οι δε Γέται επόθουν αυτόν. τετάρτωι δε έτει πάλιν φαίνεται, και οι Θράκες συτώι πάντα επίστευσαν. λέγουσι δε τινες ως ο Ζάμολξις εδούλευσε Πυθαγόραι Μνησάρχου Σαμίωι και ελευθερωθείς ταύτα εσοφίζετο αλλά πολύ πρότερός μοι δοκεί ο Ζάμολξις Πυθαγόρου γενέσθαι αθανατίζουσι δε και Τέριζοι και Κρόβυζοι, και τους αποθανόντας ως Ζάμολξίν φασιν οίχεσθαι, ήξειν δε αύθις και ταύτα αεί νομίζουσιν αληθεύειν, θύουσι δε και ευωχούνται ως αύθις ήξοντος του αποθανόντος.» (73. Phot. S.u. Ζάμολξις – Jose J. Caerols Perez, Helanico de Lesbos Fragmentos, Madrid 1991, σ. 115).

Ηρόδοτος (~484-425 π.Χ.): «Αθανατίζουσι δε τόνδε τρόπον` ούτε αποθνήσκειν εωυτούς νομίζουσι ιέναι τε τον απολλύμενον παρά Σάμολξιν δαίμονα οι δε αυτών τον αυτόν τούτον ονομάζουσι Γεβαλέϊζιν.» (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 4, 94, 1-3).

Ηρόδοτος: «95. Ως δε εγώ πυνθάνομαι των τον Ελλήσποντον και Πόντον οικεόντων Ελλήνων, τον Σάλμοξιν τούτον εόντα άνθρωπον δουλεύσαι εν Σάμω, δουλεύσαι δε Πυθαγόρη τω Μνησάρχου` εντεύτεν δε αυτόν γενόμενον ελεύθερον χρήματα κτήσασθαι συχνά, κτησάμενον δε απελθείν εις την εωυτού άτε δε κακοβίων τε εόντων των Θρηΐκων και υπαφρονεστέρων, τον Ζάμολξιν τούτον, επιστάμενον δίαιτάν τε Ιάδα και ήθεα βαθύτερα ή κατά Θρήϊκας, οία Έλλησί τε ομιλήσαντα και Ελλήνων ου τω ασθενεστάτω σοφιστή Πυθαγόρη, κατασκευάσασθαι ανδρεώνα, ες τον πανδοκεύοντα των αστών τους πρώτους και ευωχέοντα αναδιδάσκειν, ως ούτε αυτός ούτε οι συμπόται αυτού ούτε οι εκ τουτέων αιεί γινόμενοι αποθανέονται, αλλ’ ήξουσι ες χώρον τούτον, ίνα αιεί περιεόντες έξουσι τα πάντα αγαθά. εν ω δε εποίεε τα καταλεχθέντα και έλεγε ταύτα, εν τούτω κατάγαιον οίκημα εποιέετο. ως δε οι παντελέως είχε το οίκημα, εκ μεν των Θρηΐκων ηφανίσθη` καταβάς δε κάτω ες το κατάγαιον οίκημα διαιτάτο επ’ έτεα τρία` οι δε μιν επόθεόν τε και επένθεον ως τεθνεώτα` τετάρτω δε έτεϊ εφάνη τοίσι Θρήϊξι. και ούτω πιθανά σφι εγένετο τα έλεγε ο Ζάλμοξις.ταύτα φασί μιν ποιήσαι. | 96. Εγώ δε περί μεν τούτου και του καταγαίου οικήματος ούτε απιστέω ούτε ων πιστεύω τι λίην` δοκέω δε πολλοίσι έτεσι πρότερον τον Ζάλμοξιν τούτον γενέσθαι Πυθαγόρεω. είτε δε, εγένετό τις Ζάλμοξις άνθρωπος, είτ’ έστι δαίμων τις Γέτησι ούτος επιχώριος, χαιρέτω. ούτοι μεν δη τρόπω τοιούτω χρεώμενοι, ως ςχειρώθησαν υπό Περσέων, είποντο τω άλλω στρατώ.» (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 4, 95 & 96).

Πλάτων (427-347 π.Χ.): «[Σωκράτης:] Καγώ ακούσας αυτού επαινέσαντος ανεθάρρησά τε, και μοι κατά σμικρόν πάλιν η θρασύτης συνηγείρετο, και ανεζωπυρούμην και είπον` Τοιούτον τοίνυν εστίν, ω Χαρμίδη, και το ταύτης της επωδής έμαθον δ’ αυτήν εγώ εκεί επί στρατιάς παρά τινος των Θρακών των Ζαμόλξιδος ιατρών, οι λέγονται και απαθανατίζειν. έλεγεν δε ο Θραξ ούτος ότι ταύτα μεν [ιατροί] οι Έλληνες, α νυνδή εγώ έλεγον, καλώς λέγοιεν` αλλά Ζάλμοξις, έφη, λέγει ο ημέτερος βασιλεύς, θεός ων, ότι ώσπερ οφθαλμούς άνευ κεφαλής ου δει επιχειρείν ιάσθαι ουδέ κεφαλήν άνευ σώματος, ούτως ουδέ σώμα άνευ ψυχής, αλλά τούτο και αίτιον είη του διαφεύγειν τους παρά τοις Έλλησιν ιατρούς τα πολλά νοσήματα, ότι του όλου αμελοίεν ου δέοι την επιμέλειαν ποιείσθαι, ου μη καλώς έχοντος αδύνατον είη το μέρος το έχειν. πάντα γαρ έφη εκ της ψυχής ωρμήσθαι και τα κακά και τα αγαθά τω σώματι και παντί τω ανθρώπω, και εκείθεν επιρρείν ώσπερ εκ της κεφαλής επί τα όμματα δει νουν εκείνο και πρώτον και μάλιστα θεραπεύειν, ει μέλλει και τα της κεφαλής και τα του άλλου σώματος καλώς έχειν. θεραπεύεσθαι δε την ψυχή νέφη, ω μακάριε, επωδαίς τισιν, τας δ’ επωδάς ταύτας τους λόγους είναι τους καλούς` εκ δε των τοιούτων λόγων εν ταις ψυχαίς σωφροσύνην εγγίγνεσθαι, ης εγγενομένης και παρούσης ράδιον ήδη είναι την υγίειαν και τη κεφαλή και τω άλλω σώματι πορίζειν. διδάσκων ουν με το τε φάρμακον και τας επωδάς. “Όπως,” έφη, “τω φαρμάκω τούτω μηδείς σε πείσει την αυτού κεφαλήν θεραπεύειν, ος αν μη την ψυχήν πρώτον παράσχη τη επωδή υπό σου θεραπευθήναι και γαρ νυν,” έφη, “τούτ’ έστιν το αμάρτημα περί τους ανθρώπους, ότι χωρίς εκατέρου, σωφροσύνης τε και υγιείας, ιατροί τινές επιχειρούσιν είναι`” και μοι πάνυ σφόδρα ενετέλλετο μήτε πλούσιον ούτω μηδένα είναι μήτε γενναίον μήτε καλόν, ος εμέ πείσει άλλως ποιείν. εγώ ουν –ομώμοκα γαρ αυτώ, και μοι ανάγκη πείθεσθαι– πείσομαι ουν, και σοι, εάν μεν βούλη κατά τας του ξένου εντολάς την ψυχήν πρώτον παρασχείν επάσαι ταις του Θρακός επωδαίς προσοίσω το φάρμακον τη κεφαλή` ει δε μη, ουκ αν έχοιμεν ότι ποιοίμεν σοι, ω φίλε Χαρμίδη.» (Πλάτων, Χαρμίδης, 156d1 – 157c6).

Πλάτων: «Τοιούτον τοίνυν εστίν, ω Χαρμίδη, το ταύτης της επωδής, έμαθον δε αυτήν εγώ εκεί επί στρατείας παρά τινος των Θρακών και Ζαμόλξιδος πολιτών, οι λέγονται απαθανατίζειν. έλεγε δε ο Θραξ ούτος ότι ταύτα μεν δη οι Έλληνες ιατροί, α νυν δη εγώ έλεγον, καλώς λέγοιεν` αλλά Ζάμολξις, έφη, λέγει ο ημέτερος βασιλεύς, θεός ων, ότι ώσπερ οφθαλμούς άνευ κεφαλής ουδείς επιχειρεί ιάσθαι ουδέ κεφαλήν άνευ σώματος, ούτως ουδέ σώμα άνευ ψυχής, αλλά τούτο και αίτιον είη του διαφεύγειν τους παρά τοις Έλλησιν ιατρούς τα πολλά νοσήματα, ότι του άλλου αμελοίεν ου δέοι την επιμέλειαν ποιείσθαι, ου μη καλώς έχοντος αδύνατον είη το μέρος <ευ> έχειν. πάντα γαρ έφη εκ της ψυχής ωρμήσθαι και ταγαθά και τα κακά τω σώματι παντί τω ανθρώπω, κακείθεν επιρρείν ώσπερ εκ της κεφαλής επί τα όμματα. δει νουν εκείνο και πρώτον και μάλιστα θεραπεύειν, ει μέλλει και τα της κεφαλής και τα του άλλου σώματος καλώς έχειν.» (Πλάτωνος εκ του Χαρμίδου p. 156 D-157 Α, στο Στοβαίος, Ανθολόγιον, 4, 37, 23, 1-18).

Στράβων (63 π.Χ. – 23 μ.Χ.): «Λέγεται γαρ τινα των Γετών όνομα Ζάμολξιν δουλεύσαι Πυθαγόρα και τινα των ουρανίων παρ’ εκείνου μαθείν, τα δε και παρ’ Αιγυπτίων πλανηθέντα και μέχρι δεύρο επανελθόντα δ’ εις την οικείαν σπουδασθήναι παρά τοις ηγεμόσι και τω έθνει προλέγοντα τας επισημασίας, τελευτώντα δε πείσαι τον βασιλέα κοινωνόν της αρχής αυτόν λαβείν ως τα παρά των θεών εξαγγέλειν ικανόν` και κατ’ αρχάς μεν ιερέα κατασταθήναι του μάλιστα τιμωμένου παρ’ αυτοίς θεού, μετά ταύτα δε και θεόν προσαγορευθήναι, και καταλαβόντα αντρώδες τι χωρίον άβατον τοις άλλοις ενταύθα διαιτάσθαι, σπάνιον εντυχάνοντα τοις εκτός πλην του βασιλέως και των θεραπόντων συμπράττειν δε τον βασιλέα ορώντα τοις ανθρώποις προσέχοντας εαυτώ πολύ πλέον ή πρότερον, ως εκφέροντι τα προστάγματα κατά συμβουλήν θεών.» (Στράβων, Γεωγραφικά, 7, 3, 5, 1-16).

Στράβων: «… ο παρά τοις Γέταις θεός, το μεν παλαιόν Ζάμολξις Πυθαγόρειός τις, καθ’ ημάς δε ο τω Βυρεβίστα θεσπίζων Δεκαίνεος`» (Στράβων, Γεωγραφικά, 16, 2. 38, 1-17).

Απολλώνιος (15-100): «Ζάμολξις ανήρ αγαθός ην και φιλόσοφος, ει γε μαθητής Πυθαγόρου εγένετο.» (Απολλώνιος, Επιστολαί Απολλωνίου, 28, 1-3).

Αντώνιος Διογένης (1ος – 2ος αι.): «Έπειτα, ως λαβόντες Μαντινίας και Δορκυλλίς εκ Λεοντίνων το Παάπιδος πηρίδιον μετά των εν αυτώ βιβλίων και των βοτανών το κιβώτιον, απαίρουσιν εις Ρήγιον κακείθεν εις Μεταπόντιον, εν ω αυτούς Αστραίος επικαταλαβών μηνύει, κατά πόδας διώκει Παάπιν, και ως συναπαίρουσιν αυτώ επί Θράκας και Μασσαγέτας προς Ζάμολξιν τον εταίρον αυτού απιόντι, όσα τε κατά ταύτην την οδοιπορίαν ίδοιεν, και όπως εντύχοι Αστραίος Ζαμόλξιδι, παρά Γέταις ήδη θεώ νομιζομένω, και όσα ειπείν αυτώ και δεηθήναι Δερκυλλίς τε και Μαντινίας Αστραίον υπέρ αυτών ηξίωσαν, και ως χρησμός αυτοίς εκείθεν εξέπεσεν, επί Θούλην είναι πεπρωμένον ελθείν, και ως ύστερον και πατρίδα όψονται, πρότερον άλλα τε εκταλαιπορούντες και δίκην της εν τους τοκέας ανοσιότητος, ει και άκοντες ήμαρτον, τινύντες τω τον βίον αυτοίς εις ζωήν και θάνατον διαμερισθήναι και ζην μεν εν νυκτί, νεκρούς δε εν εκάστη είναι ημέρα` είτα ως τοιούτους χρησμούς λαβόντες απαίρουσιν εκείθεν, τον Αστραίον συν Ζάμολξιν λείποντες υπό Γετών δοξαζόμενον, και όσα περί βορράν αυτοίς τεράστια ιδείν και ακούσαι συνηνέχθη.» (Παρθενίου Νικαέως περί Ερωτικών Παθημάτων … Franciscus Passow … Diogenis Antonii et Iamblichi …, Lipsiae MDCCCXXIV [1824] / Αντωνίου Διογένους των Υπέρ Θούλην Απίστων Λογοι Δ και Κ και Ιαμβλίχου Δραματικόν, σ. 83-84).

Κέλσος (2ος μ.Χ. αι.) «… και Ζάμολξιν εν Σκύθαις φασί, τον Πυθαγόρου δούλον…» (Κέλσος, 2, 55, 4-5).

Λουκιανός (120-180): «ΔΑΜΙΣ: Ευ γε ω Τιμόκλεις, ότι με υπέμνησας των κατά έθνη νομιζομένων, αφ’ ων μάλιστα συνίδοι τις αν ως ουδέν βέβαιον ο περί θεών λόγος έχει πολλή γαρ η ταραχή και άλλοι άλλα νομίζουσι, Σκύθαι μεν ακινάκη θύοντες και Θράκες Ζαμόλξιδι, δραπέτη ανθρώπω εκ Σάμου ως αυτούς ήκοντι.» (Λουκιανός, Juppiter tragodos, 42, 2-7).

Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (120-180)

Λουκιανός: «άγνωστα πάντα ορών, αλλά προς Ακινάκου και Ζαμόλξιδος, των πατρώων ημίν θεών, συ με, ω Τόξαρι, παραλαβών ξενάγησον και δείξον τα κάλλιστα των Αθήνησιν, είτα και τα εν τη άλλη Ελλάδι, νόμων τε τους αρίστους και  ανδρών τους βελτίστους και ήθη και πανηγύρεις και βίον αυτών και πολιτείαν» (Λουκιανός, Σκυθικά, 4, 13-2921-27).

Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (150 – 211 με 216): «Γέται δε έθνος βάρβαρον ουκ άγευστον φιλοσοφίας πρεσβευτήν αιρούνται προς Ζάμολξιν ήρωα κατ’ έτος, ο δε Ζάμολξις ην των Πυθαγόρου γνωρίμων.» (Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Stromata, 4, 8, 57, 2 & 4, 8, 58, 1).

Ιππόλυτος ο Αντίπαπας (; – 235): «25. Δρυΐδαι <δε> οι εν Κελτοίς τη Πυθαγορείω φιλοσοφία κατ’άκρον εγκύψαντες, αιτίου αυτοίς γενομένου ταύτης της ασκήσεως Ζαμόλξιδος δούλοι Πυθαγόρου, γένει Θρακίου` ος μετά την Πυθαγόρου τελευτήν εκεί χωρήσας αίτιος τούτοις ταύτης της φιλοσοφίας εγένετο. τούτους Κελτοί ως προφήτας και προγνωστικούς δοξάζουσιν διά το εξ ψήφων και αριθμών Πυθαγορική τέχνη προαγορεύειν αυτοίς τινα, ης και αυτής τέχνης τας εφόδους ου σιωπήσομεν, επεί και εκ τούτων τινές αιρέσεις παρεισάγειν ετόλμησαν χρώνται δε Δρυΐδαι και μαγείαις.» (Ιππολύτου, Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος / Hippolytus (Antipope), Refutationis omnium haeresium librorum decem quae supersunt, 1846, σ. 46, 1, 24, 5, 5).

Διογένης Λαέρτιος (180-240): «έσχε <ο Πυθαγόρας> και δούλον Ζάμολξιν, ω Γέται θύουσι, Κρόνον νομίζοντες, ως φησιν Ηρόδοτος (iv, 95 sq)» (Διογένης Λαέρτιος, Βίος Φιλοσόφων, 8, 1, 12-14).

Ηρωδιανός (180-250): «και Χαρναβώντος, ος Γετών άρχειν τα νυν» (Αιλίου Ηρωδιανού περί μονήρους λέξεως, Α, 8 / Herodiani Script atria emendatiora, Edit K. Lehrs, 1803, σ. 25).

Πορφύριος (234-305): «14 ἦν δ᾽ αὐτῶι καὶ ἕτερον μειράκιον, ὃ ἐκ Θράικης ἐκτήσατο, ὧι Ζάμολξις ἦν ὄνομα, ἐπεὶ γεννηθέντι αὐτῶι δορὰ ἄρκτου ἐπεβλήθη· τὴν γὰρ δορὰν οἱ Θρᾶικες ζαλμὸν καλοῦσιν. ἀγαπῶν δ᾽ αὐτὸν ὁ Πυθαγόρας τὴν μετέωρον θεωρίαν ἐπαίδευσε τά τε περὶ ἱερουργίας καὶ τὰς ἄλλας εἰς θεοὺς θρησκείας. τινὲς δὲ καὶ Θαλῆν τοῦτόν φασιν ὀνομάζεσθαι. ὡς ῾Ηρακλέα δ᾽ αὐτὸν προσκυνοῦσιν οἱ βάρβαροι. 15 Διονυσοφάνης δὲ λέγει δουλεῦσαι μὲν αὐτὸν τῶι Πυθαγόραι, ἐμπεσόντα δ᾽ εἰς ληιστὰς καὶ στιχθέντα, ὅτε κατεστασιάσθη ὁ Πυθαγόρας καὶ ἔφευγεν, δῆσαι τὸ μέτωπον διὰ τὰ στίγματα. τινὲς δ᾽ ἑρμηνεύεσθαι τὸ ὄνομα φασι Ζάλμοξιν ῾ξένος ἀνήρ᾽.» (Πορφύριος, Πυθαγόρου Βίος, 14).

Ιάμβλιχος (245-325): «και γαρ οι εκ του διδασκαλείου τούτου, μάλιστα δε οι παλαιότατοι και αυτώ συγχρονίσαντες και μαθητεύσαντες τω Πυθαγόρα πρεσβύτη νέοι, Φιλόλαός τε και Εύρυτος και Χαρώνδας και Ζάλευκος και Βρύσων, Αρχύτας τε ο πρεσβύτερος και Αρισταίος και Λύσις και Εμπεδοκλής και Ζάμολξις και Επιμενίδης, και Μίλων, Λεύκιππός τε Αλκμαίων και Ίππασος και Θυμαρίδας και οι κατ’ αυτούς άπαντες, πλήθος ελλογίμων και υπερφυών ανδρών, τας τε διαλέξεις και τας προς αλλήλους ομιλίας και τους υπομνηματισμούς τε και υποσημειώσεις και αυτά ήδη τα συγγράμματα και εκδόσεις πάσας, ων τα πλείονα μέχρι και των ημετέρων χρόνων διασώζεται, ου τη κοινή και δημώδει και δη και τοις άλλοις άπασιν ειωθυία λέξει συνετά εποιούντο εξ επιδρομής τοις ακούουσι, πειρώμενοι ευπαρακολούθητα τα φραζόμενα υπ’ αυτών τίθσθαι, αλλά κατά την νενομοθετημένην αυτοίς υπό Πυθαγόρου εχεμυθίαν θείων μυστηρίων και προς τους ατελέστους απορρήτων τρόπων ήπτοντο και διά συμβόλων επέσκεπον τας προς αλλήλους διαλέξεις ή συγγραφάς.» (Ιάμβλιχος, Βίος Πυθαγόρου, 23, 104, 1-105, 1).

Ιάμβλιχος: «Ζάμολξις γαρ Θράξ ων και Πυθαγόρου δούλος γενόμενος και των λόγων των Πυθαγόρου διακούσας, αφεθείς ελεύθερος και παραγενόμενος προς τους Γέτας, τους τε νόμους αυτοίς έθηκε, καθάπερ και εν αρχή δεδηλώκαμεν, και προς την ανδρείαν τους πολίτας παρεκάλεσε, την ψυχήν αθάνατον είναι πείσας.» (Ιάμβλιχος, Βίος Πυθαγόρου, 30, 173, 5-11).

Ευσέβιος ο Καισαρείας (265-340)

Ευσέβιος (265-340): «Φοίνικες δε Μελκάθαρον και Ούσωρον και τινας άλλους ατιμοτέρους θνητούς πάλιν άνδρας θεούς ανηγόρευσαν, ως και παίδες Αράβων Δούσαρίν τινα και Όβοδον, και οι Γέται τον Ζάμολξιν και των Μόψον Κίλικες, και τον Αμφιάρειον Θηβαίοι, και παρ’ ετέροις [άλλοι] πάλιν ετέρους, την φύσιν ουδέν των θνητών διαλλάττοντας αυτό δε μόνον αληθώς ανθρώπους.» (Ευσέβιος, Έπαινοι Κωνσταντίνου, 13, 5, 1-8).

Ιουλιανός (331/2-363): «Αλλά τούτο μεν εκ της σης φιλίας όφελος εκαρπωσάμην` τοσούτων δε ομού εστερημένος, τίνων αν ευπορήσαιμι λόγων οι με, διά τον σον πόθον σα τε μήδεα σην τα’ αγανοφροσύνην αυτήν προέσθαι την ψυχήν κινδυνεύοντα, πείσουσιν ατρεμείν και φέρειν όσα δέδωκεν ο θεός γενναίως; Εις ταυτό γαρ έοικεν αυτώ νοών ο μέγας αυτοκράτωρ ταύθ’ ούτω νυνί βουλεύσασθαι. Τι ποτε ουν άρα χρη διανοηθέντα και τίνας επωδάς ευρόντα πείσαι πράως έχειν υπό του πάθους θορυβουμένην την ψυχήν, άρα ημίν οι Ζαμολξιδός εισι μιμητέοι λόγοι, και αι εκ Θράκης επωδαί, ας Αθήναζε φέρων ο Σωκράτης προ του την οδύνην ιάσθαι της κεφαλής επάδειν ηξίου τω καλώ Χαρμίδη; ή τούτους μεν άτε δη μείζονας και περί μειζόνων ου κινητέον, ωσπερ εν θεάτρω μικρώ μηχανάς μεγάλας, αλλ’ εκ των έμπροσθεν έργων, ων επυθόμεθα τα κλέα, φησίν ο ποιητής, ώσπερ εκ λειμώνος δρεψάμενοι ποικίλου και πολυτελούς άνθη τα κάλλιστα, ψυχαγωφήσομεν αυτούς τοις διηγήμασι, μικρά των εκ φιλοσοφίας αυτοίς προστιθέντες; ώσπερ γαρ οίμαι τοις λίαν γλυκέσιν οι παρεγχέοντες ούκ’ οίδ’ οποί’ άττα φάρμακα το προσκορές αυτών αφαιρούσιν ούτω τοις διηγήμασιν εκ φιλοσοφίας ένια προστιθέμενα το δοκείν εξ ιστορίας αρχαίας όχλον επεισάγειν, ουδέν δέον, και περιττήν αδολεσχίαν αφαιρείται.» (Ιουλιανός, … Παραμυθία …, 3, 27-45 / Wilmer Cave Wright, The Works of the Emperor Julian, Vol. II, London 1913, σ. 174-176).

Ιουλιανός: «”Αλλά ίθι”, είπεν, “ω Ζήνων, επιμελήθητι τουμού θρέμματος”. Ο δε υπακούσας, είτα επάσας αυτώ μικρά των δογμάτων, ώσπερ οι τας Ζαμόλξιδος επωδάς θρυλούντες, απέφηνεν άνδρα έμφρονα και σώφρονα.» (Ιουλιανός, … Συμπόσιον ή Κρόνια …, 4, 20-23 / Wilmer Cave Wright, The Works of the Emperor Julian, Vol. II, London 1913, σ. 350-352).

Ιουλιανός: «… Eγώ δε, ίπεν, ω Ζευ και θεοί, την αρχήν παραλαβών ναρκώσαν ώσπερ και διαλελυμένην υπό τε της οίκοι πολύν χρόνον επικρατησάσης τυραννίδος και της των Φετών ύβρεως, μόνος υπέρ τον Ίστρον ετόλμησα προσλαβείν έθνη, και των Γετών έθνος εξείλον, οι των πώποτε μαχιμώτατοι γεγόνασιν, ουχ υπό ανδρείας μόνον του σώματος, αλλά και ων έπεισεν αυτούς ο τιμώμενος παρ’ αυτοίς Ζάμολξις. ου γαρ αποθνήσκειν, αλλά μετοικίζεσθαι νομίζοντες ετοιμότερον αυτό ποιούσιν ή άλλοι τας αποδημίας υπομένουσιν. επράχθη δε μοι το έργον τούτο εν ενιαυτοίς ίσως πέντε.» (Ιουλιανός, … Συμπόσιον ή Κρόνια … / Wilmer Cave Wright, The Works of the Emperor Julian, Vol. II, London 1913, σ. 392-394).

Θεοδώρητος (393-457): «Ει δε άρα τούτο φατε, ως έξω μεν της Ελλάδος και έφυσαν οίδε οι άνδρες και ετράφησαν, την δε γε Ελληνικήν ησκήθησαν γλώτταν, πρώτον μεν ομολογείτε και εν άλλοις έθνεσιν άνδρας γεγενήσθαι σοφούς` και γαρ δη και Ζάμολξιν τον Θράκα και Ανάχαρσιν τον Σκύθην επί σοφία θαυμάζετε, και των Βραχμάνων πολύ παρ’ υμίν το κλέος` Ινδοί δε ούτοι, ουχ Έλληνες.» (Θεοδώρητος, Ελληνικών Θεραπευτική Παθημάτων, 1, 25, 1-6).

Ζάμολξις. Κατά Διογένη Λαέρτιο «τὴν γὰρ δορὰν οἱ Θρᾷκες ζαλμὸν καλοῦσιν)»

Ερμείας (410-450): «… και γαρ οι σοφοί και θείοι άνδρες θεοί εισιν ως προς ανθρώπους, είωθεν ουν θείοις ανδράσι πολλάκις ανατιθέναι τα συγγράμματα εαυτού` εν μεν τω Φαίδρω τω Πυθαγόρα, εν δε τω Χαρμίδη Ζαμόλξιδι σοφώ τινι …» (Hermeias von Alexandrien in Platonis Phaedrum Scholia, Ed. Paul Couvreur, Paris 1901 / Ερμείας, Σχόλια εις τον Φαίδρον του Πλάτωνος, σ. 253, 21-24).

Στοβαίος (5ος αι.): «Ζάμολξις οικέτης ην Πυθαγόρου, και προσκύνησαν αυτόν οι Γέται.» (Στοβαίος, Ανθολογία, 4, 19, 43, 2-3).

Φώτιος (810-891, πατριάρχης: 858-867 και 877-886): «Ζάμολξις … Μνασέας δε παρά Γέτας τον Κρόνον τιμάσθαι και καλείσθαι Ζάμολξιν.» (Λεξικόν Φωτίου [Μνασέας, Σπαράγματα, fr. 23, 1-3]).

Φώτιος: «αλλά πολύ πρότερός μοι δοκεί ο Ζάμολξις Πυθαγόρου γενέσθαι» (Φώτιος, Λεξικόν & Ελλάνικος, Σπαράγματα 73, 12-13).

Φώτιος: «και όπως εντύχοι Αστραίος Ζαμόλξιδι παρά Γέταις ήδη θεώ νομιζομένω`» (Φώτιος, Βιβλιοθήκη, 166, 110α, 25-26).

Ευστάθιος (~1115 – 1195/6): «Ότι τους Γέτας Διονύσιος μεν προς βορράν του Ίστρου οίδεν, ως ανωτέρω είρηται` καθά και τους Σαρμάτας, οι έθνος εισί Σκυθικόν. Ηρόδοτος δε μέρος οίεται είναι των Θρακών τους Γέτας, ο δε Γεωγράφος εφ’ εκάτερα του ποταμού αυτούς οικείν ιστορεί, ως και τους Μυσούς και τους Θράκας. Φιλογύναιοι δε, φησίν, εισί, και περί το θείον σπουδάζοντες. Παρ’ οις ην και ο Ζάμολξις Πυθαγόρα φοιτήσας και τοις Αιγυπτίοις και πολλά προειπών, και θεός διά τούτο κληθείς, και κοινωνών βασιλεί των πραγμάτων.» (Ευστάθιος, Σχόλια εις τον Διονύσιον τον περιηγητήν, 304, 6-15).

Ευστάθιος: «Ιουλιανός εν τινι των αυτού λόγων γράφει, ότι το των Γρτών έθνος των πώποτε μαχιμωτάτων, διά τε ανδρίαν και διά τον Ζάμολξιν ον τιμώσιν.» (Ευστάθιος, Σχόλια εις του Διοινυσίου…, 304, 25-26).

Ευστάθιος: «Αρριανός δε λέγει και ότε παρά Βιθυνοίς τελούνται τα νεκύσια, καλείν ονομαστί τας των κατοιχομένων ψυχάς όσοι τελευτάν έτυχον υπερόριοι και κατακαλείν αυτούς ες τρις, και δέεσθαι ανελθείν ως μετάσχοιεν της δαιτός. Ότι δε επανάκλησιν ψυχών εφόξαζόν τινες ου μόνον αι νεκυομαντικαί δηλούσι ψυχαγωγίαι, αλλά και λοιπαί ιστορίαι, φασί γουν και ότι Ζμόλξιδος διδάξαντος, ως δοκεί πρότερον Πυθαγόρας γενέσθαι, έθυον οι Γέται και ευωχούντο επί τοις τεθνεώσιν ως αύθις ήξοντος του αποθανόντος, και ούτω μεν τα κατά την ρηθείσαν νεκρικήν ανάκλησιν. [38]» (Ευστάθιος, Σχόλια εις την Οδύσσειαν του Ομήρου, 1, 322, 11-322, 21).

Ευστάθιος: «πολλαχού δηλούται. ο δε θάνατος αυτού και η αύθις αναβίβσις κρύψιν τινά δηλοί του ανδρός δολεράν και ανδρί κλέπτη πρέπουσαν, καθά και Ζάμολξις κατάγαιον φασίν οίκημα πεποιηκώς, ως και Πυθαγόρας, και αφαντασθείς εκ Θρακών αιφνίδιος τετάρτω έτει εφάνη, και οι Θράκες αυτώ πάντα τα κατ’ αυτούς επίστευσαν, ότε και ην εικός λογίσασθαι και αυτόν το Σοφόκλειον και ειπείν`» (Ευστάθιος, Σχόλια εις την Ομήρου Οδύσσειαν, Ι, 438, 29-32).

Ευστάθιος: «Ηρόδοτος δε … ιστορεί δε και ανδρειοτάτους Θρακών τους Γέτας και δικαιοτάτους.» (Ευστάθιος, Σχόλια εις του Διοινυσίου…, 304, 35-36).

Η συνέχεια σε επόμενες ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ… ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ…,

—————–

*Γιώργης Σ. Έξαρχος /  Συγγραφέας – Ερευνητής / Βιογραφικό – Κάνετε κλικ

———————

Σημείωση Φαρέτρας: Όλα τα κείμενα / εργασίες του Γιώργη Έξαρχου μπορείτε να τα διαβάζετε κάνοντας κλικ στον σύνδεσμο ΕΔΩ

banner-article

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ